Από όλα τα ρεύματα και τις συλλογικότητες που βγήκαν μέσα από το «παγκόσμιο 1968» το Il manifesto ξεχωρίζει. Δεν ήταν μια κλασική συλλογικότητα ριζοσπαστικοποιημένων φοιτητών και διανοουμένων, από τις πολλές που εμφανίστηκαν τότε. Ούτε μια εκδοχή κάποιας ιστορικής κομμουνιστικής ετεροδοξίας που αναβαπτίστηκε στη δυναμική της φοιτητικής και εργατικής εξέγερσης.
Αντίθετα, το Manifesto ερχόταν βαθιά μέσα από την παράδοση του ιταλικού και ευρωπαϊκού κομμουνισμού, από το νήμα που έρχεται από τον Οκτώβρη, από την ιταλική εμπειρία (από τα Συμβούλια των Εργοστασίων και τον Γκράμσι μέχρι την Αντίσταση και ύστερα την μεταπολεμική οικοδόμηση του partito nuovo από τον Τολιάτι).
Οι διαδρομές των στελεχών του Μanifesto ήταν διαδρομές στρατευμένων κομμουνιστών. Ο Άλντο Νάτολι είχε καταδικαστεί στη δεκαετία του 1930 για την αντιφασιστική του δράση και μετά τον πόλεμο ήταν γραμματέας της οργάνωσης του ΙΚΚ στη Ρώμη και το Λάτσιο. Ο Λουίτζι Πιντόρ ήταν από τους πιο γνωστούς δημοσιογράφους της Unità. Η Ροσάνα Ροσάντα ήταν για χρόνια υπεύθυνη της δουλειάς του Κόμματος στον πολιτισμό. Και οι τρείς τους είχαν εμπειρία στην αντίσταση. Αλλά και οι νεότεροι, όπως η Λουτσιάνα Καστελίνα, που διεύθυνε μέχρι το 1962 το βδομαδιάτικο έντυπο της νεολαίας του ΙΚΚ, ή ο Λούτσιο Μάγκρι, είχαν πολλά χρόνια κομματικής εμπειρίας. Οι άνθρωποι που συναποτέλεσαν την ομάδα του Μanifesto ζούσαν τη ζωή του επαγγελματικού στελέχους: είχαν καθοδηγήσει τομείς δουλειάς, είχαν διατελέσει βουλευτές, ήταν μέλη της Κεντρικής Επιτροπής. Γνώριζαν καλά το κομμουνιστικό κίνημα και στη διεθνή του διάσταση, είχαν επαφές με τον κόσμο στην Ανατολή, αλλά και με τα νέα κέντρα που αναδύονταν, όπως η Κούβα. Κουβαλούσαν, ταυτόχρονα, όλη τη βαθύτερη πολιτική κουλτούρα του IKK, που ξεκίναγε από τον Γκράμσι και έφτανε μέχρι την προσπάθεια διαλόγου με τα σύγχρονα πολιτιστικά ρεύματα.[1]
Ανήκαν στην αριστερά του ΙΚΚ και στη δεκαετία του 1960 είχαν στηρίξει την προσπάθεια του Πιέτρο Ινγκράο, αφενός το κόμμα να γίνει πιο δημοκρατικό, αφετέρου να παρακολουθήσει τις αλλαγές αυτού που τότε ονομαζόταν «νεοκαπιταλισμός» (και που αργότερα θα συνηθίσουμε να αποκαλούμε φορντιστικό-ταιηλορικό καθεστώς συσσώρευσης). Ωστόσο, μετά την ήττα (και εν πολλοίς το συμβιβασμό) του Ινγκράο, μετά το 11ο συνέδριο του ΙΚΚ το 1966, θα βρεθούν σταδιακά σε μια ιδιότυπη κομματική δυσμένεια.
Σε εκείνη τη φάση, θα επιλέξουν να ανοίξουν τα μάτια και τα αυτιά τους στις κοινωνικές και πολιτικές δυναμικές. Παρότι ηλικιακά μακρινοί, θα δουν με μεγάλη συμπάθεια το φοιτητικό κίνημα (που ήδη από το 1967 άρθρωνε μια εντυπωσιακή κριτική στο αστικό πανεπιστήμιο),[2] θα δουν τις νέες δυναμικές που έδειχναν εμπειρίες όπως η Κούβα, θα αντιληφθούν ότι η Πολιτιστική Επανάσταση εκπροσωπεί μια αριστερή εναλλακτική απέναντι στην κρίση του σοβιετικού μοντέλου. Πάνω από όλα θα σκύψουν πάνω στη νέα δυναμική των εργατικών αγώνων, το νέο ριζοσπαστισμό και τις νέες εργατικές φιγούρες που αναδύονται. Και θα κατανοήσουν βαθιά ότι ο Μάης του 1968 εκπροσωπεί ένα ρήγμα και ένα σημείο χωρίς επιστροφή.[3]
Την ίδια στιγμή, θα βιώσουν τη Σοβιετική εισβολή στην Πράγα ως ένα βαθύ τραύμα μέσα στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα και δεν θα διστάσουν να μιλήσουν για αυτή. «Είμαστε συγκεντρωμένοι εδώ, την ώρα που ο στρατός μιας χώρας που αυτοαποκαλείται σοσιαλιστική καταλαμβάνει μια άλλη μια χώρα», θα πει η Ροσάνα Ροσάντα στο 12ο συνέδριο του ΙΚΚ και η σοβιετική αντιπροσωπεία, με επικεφαλής τον Πονομαριόφ, θα αποχωρήσει επιδεικτικά από την αίθουσα.[4] Ο Μάγκρι από τη μεριά του δεν θα διστάσει λίγους μήνες αργότερα να γράψει το 1969 στο κείμενό του «Η Πράγα είναι μόνη» στο τέταρτο τεύχος του Il manifesto:
Το πρώτο σημείο είναι να πάρουμε μια καθαρή θέση απέναντι στις πολιτικές επιλογές των ηγετικών ομάδων στην ΕΣΣΔ και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες. Δεν είναι πια δυνατό να βασιζόμαστε στην αυτοδιόρθωσή τους. Πρέπει να βασιστούμε στην ήττα τους και στην αντικατάστασή τους, από τη μεριά ενός νέου μπλοκ κοινωνικών δυνάμεων υπό την καθοδήγηση της εργατικής τάξης.
Την ώρα που το ΙΚΚ ταλαντεύεται ανάμεσα στην προσπάθεια επικοινωνίας με τα νέα ρεύματα και το νέο ριζοσπαστισμό και την αποκήρυξή τους, κατά τρόπο ανάλογο με αυτόν του ΓΚΚ (με τις τραγικές δηλώσεις του Μαρσαί περί «γκρουπούσκουλων τον Μάη), επιλέγουν το 1969 να μιλήσουν ανοιχτά και δημόσια εκδίδοντας ένα έντυπο. Οι βαθείς δεσμοί τους με το κομμουνιστικό κίνημα σε συνδυασμό με το είδος της αριστερής κριτικής και αυτοκριτικής που προσέφεραν απέναντι στα ολοένα και πιο σαφώς διαφαινόμενα αδιέξοδα του κομμουνιστικού ρεφορμισμού, εξασφαλίζει τεράστια απήχηση στο διάβημά τους. Το πρώτο τεύχος του Il manifesto, τον Ιούνιο του 1969, πουλάει 50.000 αντίτυπα. Η χρονική σύμπτωση της έκδοσης με το «Καυτό Φθινόπωρο», το νέο κύμα εργατικού ριζοσπαστισμού, αλλά και την εμφάνιση ολοένα και περισσότερο ενός ρεύματος «Νέας Αριστεράς», που αποκτούσε και εργατική βάση, κάνει το διάβημα του Il manifesto να φαίνεται απειλητικό για την ηγεσία του ΙΚΚ. Παρότι o Ενρίκο Μπερλίνγκουερ, ήδη ντε φάκτο ηγέτης του κόμματος, έχει συναινέσει στην έκδοση, λέγοντας ότι δεν θα υπάρξουν πειθαρχικά μέτρα, η ηγεσία του ΙΚΚ δεν μπορεί τελικά να ανεχθεί την ανυπακοή. Το Νοέμβριο του 1969 η κεντρική επιτροπή του κόμματος αποφασίζει να απομακρύνει (radiare) τα τρία μέλη της που συμμετέχουν στη συντακτική επιτροπή του Il manifesto (Νάτολι, Πίντορ, Ροσσάντα). Δεν διαγράφονται· αναστέλλεται επ’ αόριστο η κομματική τους ιδιότητα.
Έτσι το Il manifesto γίνεται μια πολιτική συλλογικότητα, ένα ρεύμα μέσα στην αριστερά. Εντάσσεται σε μια ευρύτερη δυναμική που ανακύπτει την επαύριο των φοιτητικών εκρήξεων και του Θερμού Φθινοπώρου, και σε μια περίοδο όπου εμφανίζονται οι οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς: με τη μαζικότητά τους (δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι στρατεύτηκαν σε αυτές), αλλά και τα όριά τους. H Avanguardia Operaia, με την προσπάθεια για συστηματική εργατική γείωση· ο μαχητικός εργατικός νεολενινισμός της Potere Operaio· η έμφαση της Lotta Continua στην οικοδόμηση κινημάτων έξω από το πλαίσιο των παραδοσιακών μαζικών οργανώσεων· άλλες οργανώσεις σε αναζήτηση μετασχηματισμού της φοιτητικής σε εργατική κατεύθυνση· άλλοι να ψηλαφούν το συνδυασμό νόμιμων και παράνομων μορφών πάλης. Παρότι απελευθερώνεται μια τεράστια πολιτική δυναμική και δοκιμάζονται νέες μορφές στράτευσης, το ερώτημα της στρατηγικής παραμένει ανοιχτό.[5]
Σε εκείνη ακριβώς τη φάση, το 1970 γράφονται οι Θέσεις για τον Κομμουνισμό.[6] Αποτελούν το απαύγασμα των απόψεων που έχει συζητήσει η ομάδα γύρω από το περιοδικό και, ταυτόχρονα, την πρόταση που απευθύνουν προς την ιταλική επαναστατική αριστερά για το πλαίσιο που θα μπορούσε να διαμορφώσει μια νέα συνθήκη ενότητας. Κουβαλώντας την κληρονομιά του ιστορικού κομμουνιστικού ρεύματος, με μια βαθιά γκραμσιανή οπτική ως προς τις κοινωνικές δυναμικές, με αναγνώριση όμως των δυνατοτήτων για την αντικαπιταλιστική πάλη, οι Θέσεις αποτελούν ένα από τα πιο μεστά ντοκουμέντα που βγήκαν μέσα από την αριστερά του 1968.
Το σκοπό της συγγραφής τον εξηγούν στο προοίμιο: υποστηρίζουν ότι θέλουν να
προωθήσουν την πολιτική ενοποίηση του μεγάλου τόξου δυνάμεων τις οποίες η εμπειρία των τελευταίων ετών έχει οδηγήσει σε θέσεις οργανικής κριτικής στη ρεφορμιστική γραμμή των παραδοσιακών κομμάτων της ιταλικής αριστεράς και, σε παγκόσμιο επίπεδο, της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτός ο σκοπός φαντάζει σήμερα ακόμη πιο επείγων: εξαιτίας των εντεινόμενων δυσκολιών που το συναντά το μαζικό κίνημα από την έλλειψη μιας δύναμης που να προτείνει μια γενική διέξοδο· εξαιτίας της απότομης επιτάχυνσης της ενσωμάτωσης, σε επίπεδο πρακτικής και ιδεών, του ΙΚΚ και του PSIUP[7] στο σύστημα· εξαιτίας του ξεδιπλώματος, στον κόσμο, της ρωσο-αμερικανικής συνεννόησης με σκοπό τη σταθεροποίηση και την καθαρή ηγεμονία του ιμπεριαλισμού.
Αφετηρία των Θέσεων είναι η διαπίστωση μιας βαθιάς κρίσης της στρατηγικής του «μετωπισμού», όπως τον ονομάζουν –όρος που καλύπτει τόσο την τολιατική εκδοχή του «ιταλικού δρόμου για το σοσιαλισμό» όσο και συνολικότερα τον κομμουνιστικό ρεφορμισμό μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Θεωρούν ότι η στρατηγική αυτή περνάει κρίση μαζί με την κλασική σοσιαλδημοκρατία, ακριβώς επειδή καμιά τους δεν μπορεί να παρακολουθήσει τις αλλαγές και τις δυναμικές που φέρνει η καπιταλιστική ανάπτυξη. Εντοπίζουν το πρόβλημα στο πώς η στρατηγική του «μετωπισμού» τονίζει την «καθυστέρηση του ιταλικού και ευρωπαϊκού καπιταλισμού, την επικέντρωση των αγώνων στις αντιφάσεις που προέρχονται από αυτή την καθυστέρηση, την υιοθέτηση συνθημάτων όπως η “εθνική οικονομική ανάπτυξη” και οι “δημοκρατικές ελευθερίες”». Εδώ έχουμε ένα κομβικό σημείο τομής της αριστεράς του 1968 με τον κομμουνιστικό ρεφορμισμό: την παραδοχή της δυναμικής της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Αναγνωρίζουν ότι η στρατηγική του μετωπισμού έβαζε το σοσιαλισμό ως ορίζοντα· όμως υπογραμμίζουν τον τρόπο, που τελικά κατέληγε σε μια κοινοβουλευτική αντίληψη της πολιτικής και σε μια αδυναμία να απαντήσει στο ανοιχτό ερώτημα για την επανάσταση στη Δύση:
Αυτή η πολιτική γραμμή φάνηκε, ακόμη και στην καλύτερή της φάση, ριζικά ανεπαρκής για το καθήκον της επανάστασης στη Δύση. Παρά τη μεγάλη της αμυντική αξία ενάντια στην φασιστική επίθεση, δεν κατάφερε ούτε να οικοδομήσει μια επαναστατική αντιπολίτευση στις χώρες ακμής του καπιταλισμού (Ηνωμένες Πολιτείες, Αγγλία, Βόρεια Ευρώπη) ούτε να προετοιμάσει τις συνθήκες μιας επαναστατικής διεξόδου για τον αντιφασιστικό αγώνα στην ηπειρωτική Ευρώπη.
Σε αυτή τη βάση είναι που απορρίπτουν και τον «ιταλικό δρόμο για το σοσιαλισμό», αντιμετωπίζοντάς τον ως ένα αντιφατικό μίγμα που εν τέλει καταλήγει στη διαρκή αναβολή της ρήξης. Αυτό, όμως, δεν τους οδηγεί, όπως έγινε με άλλες εκδοχές κομμουνιστικής ετεροδοξίας, σε μια λογική επιστροφής σε ιστορικές γραμμές και πλατφόρμες, ακριβώς επειδή αυτό ισοδυναμεί με άρνηση του αναγκαίου, για μια επαναστατική στρατηγική, ριζικού νεωτερισμού:
Ο ρεβιζιονισμός δεν πολεμιέται με την άρνηση της ιδιαιτερότητας και της καινοτομίας της επανάστασης της εποχής μας στις χώρες του προηγμένου καπιταλισμού, αλλά με το να αναγνωρίσουμε πλήρως αυτά τα γνωρίσματα και να τους δώσουμε μια πραγματική θεωρητική και πρακτική απάντηση.
Η τοποθέτηση αυτή στηριζόταν σε μια σαφή και σκληρή κριτική της εξέλιξης της ΕΣΣΔ, μια κριτική βασισμένη στην εκτίμηση ότι διατηρήθηκαν στοιχεία της «καπιταλιστικής πολιτικής και κοινωνικής δομής», την ίδια ώρα που η «παρατεταμένη εφαρμογή της επαναστατικής τρομοκρατίας προοδευτικά κατέστρεψε τη μαζική συμμετοχή, τον προλεταριακό χαρακτήρα του κόμματος, την ικανότητα αυτομετασχηματισμού των ανθρώπων μέσα από τον κοινωνικό αγώνα, που είναι τα ίδια τα θεμέλια της κομμουνιστικής επανάστασης». Έτσι,
η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων χωρίς πραγματική παρέμβαση στις σχέσεις παραγωγής και ο σχηματισμός μιας γραφειοκρατικής εξουσίας ολοένα και πιο απομακρυσμένης από την επαναστατική της προέλευση και έτοιμης να χρησιμοποιήσει το πολιτικό προνόμιο για αναπαράγει ένα κοινωνικό προνόμιο», ήταν το πεδίο όπου «γεννήθηκε η χρουτσωφική στροφή σαν συνισταμένη υπαρκτών αλλά όχι ακόμη κυρίαρχων τάσεων στην σοβιετική κοινωνία και ως γραμμή προορισμένη να οδηγήσει στην παλινόρθωση του καπιταλισμού.
Ως προς το τοπίο που βλέπουν γύρω τους, στέκονται στα χαρακτηριστικά της κρίσης των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών. Σε τομή με τον κομμουνιστικό οικονομισμό επιμένουν ότι
η κρίση δεν γεννιέται από το σταμάτημα των μηχανισμών της ανάπτυξης αλλά από την ίδια την ανάπτυξη. Έχοντας ως σκοπό την καθαρή διόγκωση του κέρδους αυτή η ανάπτυξη τροφοδοτεί επεκτεινόμενες ζώνες παρασιτισμού και σπατάλης, περιθωριοποιεί ολόκληρα κοινωνικά στρώματα, παράγει αυξανόμενες ανάγκες που δεν καταφέρνει να ικανοποιήσει, και έτσι πολλαπλασιάζονται τα φαινόμενα διάλυσης της κοινωνίας και της κοινωνικής ζωής και παράγει εντάσεις και εξεγέρσεις που μόνο ένας τερατώδης μηχανισμός χειραγώγησης της συναίνεσης και καταστολής μπορεί να ελέγξει. Η εξέγερση των φοιτητών και το κίνημα των μαύρων στην Αμερική, η κρίση της πολιτικής ενότητας αυτής της κοινωνίας, η επέκταση των φοιτητικών αγώνων στην Ευρώπη, το ισχυρό ξαναφούντωμα και τα νέα περιεχόμενα των εργατικών αγώνων και των μαζικών αγώνων καθώς και η έκρηξη του «Μάη» στη Γαλλία, η ταραγμένη κοινωνική έκρηξη στην Ιταλία, η αναζωπύρωση των στοιχείων κινήματος στη Γερμανία ορίζουν αυτό το πλαίσιο.
Την ίδια στιγμή με αφορμή και τη Σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία εντοπίζουν την κρίση του σοβιετικού μοντέλου στην εναλλαγή τάσεων φιλελευθεροποίησης και καταστολής, που συνδυάζεται με μια διάθεση συνεννόησης με τη Δύση, την ίδια ώρα που στην ΕΣΣΔ σημαίνει την οριστική αναίρεση των όποιων κατακτήσεων της επανάστασης. Ως εναλλακτική λύση βλέπουν το δρόμου που ανοίγει η επανάσταση στην Κίνα:
Η κινεζική επανάσταση αναγνωρίζοντας τις βαθιές ρίζες των εκφυλιστικών διαδικασιών στην πορεία των ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών κοινωνιών, εστίασε πάνω στην άρνηση των «δύο σταδίων» της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μια παράλληλη επιτάχυνση των δομικών και πολιτικών μετασχηματισμών: συναθροίζοντας τις σχέσεις και τον τρόπο παραγωγής, τονίζοντας τα κίνητρα ισότητας, ασκώντας κριτική στην ιεραρχία που παράγεται από τον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας, αρνούμενη την υποτιθέμενη αντικειμενικότητας της ανάπτυξης και την υποτιθέμενη ουδετερότητα της επιστήμης και της τεχνικής. Έτσι αρνείται το μοντέλο συσσώρευσης των άλλων σοσιαλιστικών κρατών, που θεμελιώνεται πάνω στην πρωτοκαθεδρία της βιομηχανίας και την απόσπαση από τους αγρότες, για να αναζητήσει μια καθολική ανάπτυξη, ενοποιημένη με τη ριζοσπαστικοποίηση των κοινωνικών σχέσεων, με τη συλλογική διαχείριση από τα κάτω, με την κατά τάση συγχώνευση των παραγωγικών και μορφωτικών διαδικασιών (πόλη-ύπαιθρος, βιομηχανία-γεωργία, χειρωνακτική και διανοητική εργασία). Έτσι χτυπήθηκε όλο το πολιτικο-γραφειοκρατικό σύστημα μέσα από τη διαρκή προσφυγή στους αγώνες των μαζών, την επανεπιβεβαίωση της προλεταριακής δικτατορίας για όλη την περίοδο της μετάβασης, την αποσύνθεση και ανασύνθεση του κόμματος μέσα στη φωτιά της σύγκρουσης.
Στη βάση του τρόπου που διαπιστώνουν τις αντιφάσεις του αναπτυγμένου καπιταλισμού, την ανάπτυξη ενός μαζικού κινήματος αμφισβήτησης που δεν περιορίζεται μόνο στην κριτική στην αλλοτρίωση ή τον αυταρχισμό αλλά επεκτείνεται και στον πυρήνα των παραγωγικών σχέσεων, όπως και τη μιας άλλης χειραφετητικής ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, διατυπώνουν τη θέση για την ωριμότητα του κομμουνισμού ως αφετηρία για μια νέα στρατηγική για την επανάσταση στη Δύση.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι για πρώτη φορά στην ιστορία, ο κομμουνισμός με τη ριζική έννοια και άρα ο σοσιαλισμός ως φάση μετάβασης γίνονται ένα ώριμο ζήτημα και ένα πιθανό πολιτικό πρόγραμμα. Για πρώτη ορά η εργατική τάξη και το κόμμα της μπορούν να διεξάγουν έναν αγών όχι πλέον υιοθετώντας τις διεκδικήσεις που αρμόζουν σε άλλα κοινωνικά στρώματα και εκφραζόμενα ως υποτελής δύναμη, αλλά με το να παρουσιάζεται να προχωρά ως ηγεμονική δύναμη, φορέας μιας νέας σχέσης παραγωγής και ενός νέου μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης. Με αυτή τη βαθιά δύναμη, η επανάσταση μπορεί εκ νέου να είναι, όπως ήταν για τον Μαρξ, γεγονός «κοινωνικό» πριν γίνει «πολιτικό»: η κατάκτηση της κρατικής εξουσίας γίνεται το μέσο για την επιβεβαίωση μιας νέας κοινωνικής ηγεμονίας: δεν υπάρχει πια αντίφαση ή άλμα ανάμεσα στην εξουσία και το πρόγραμμα· το προλεταριάτο είναι σε θέση να εκφράσει και να πραγματοποιήσει το περιεχόμενο στη βάση του οποίου διεκδικεί την εξουσία. Σε αυτό τον νέο και απείρως πιο πλούσιο (γιατί είναι δυνατός μόνο στη δύση) να κάνει την επανάσταση εμπεριέχεται και η αξία των εκατό χρόνων της ιστορίας του εργατικού κινήματος και μια ενός αιώνα αγόνων που έσπρωξαν το σύστημα προς την έκβασή του και ταυτόχρονα το εμπόδισαν να εκφράσει την μόνη τάση προς την καταστροφή. Εδώ βρίσκεται ο άξονας μιας νέας στρατηγικής για την επανάσταση στη Δύση.
Ως προς τις κοινωνικές δυνάμεις διαπιστώνουν τη δυνατότητα επαναστατικού ιστορικού μπλοκ με κορμό το προλεταριάτο, αλλά ικανό να συσπειρώσει και τους φοιτητές, τους διανοουμένους, αλλά και στρώματα που περιθωριοποιούνται.
Η γενική γραμμή για το επαναστατικό κίνημα ορίζεται έτσι ως αγώνας ενάντια στον καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας και τον τρόπο που ορίζεται η εργασία στον καπιταλισμό, αγώνας για την ισότητα και αγώνας για την κοινωνική διαχείριση και ενάντια στο πολιτικό κράτος, πράγμα που σημαίνει διεύρυνση των πολιτικών ελευθεριών των μαζών στο σοσιαλισμό και υπέρβαση του κοινοβουλευτισμού. Η διεκδίκηση μιας τέτοιας γραμμής διεκδικεί μια άλλη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο κόμμα και το μαζικό κίνημα στις αυτόνομες εκφράσεις του, και πρώτα και κύρια στα συμβούλια ως όργανα κοινωνικά και πολιτικά συνάμα, την ίδια στιγμή που το κόμμα χρειάζεται μια ανώτερη δημοκρατία που ξεκινά από την παραδοχή ότι οι κανόνες δημοκρατικού συγκεντρωτισμού που διατυπώθηκαν στην περίοδο της Γ΄ Διεθνούς είναι πια ξεπερασμένοι. Ταυτόχρονα, επιμένουν στην έννοια και την αναγκαιότητα του κόμματος:
Όπως μέσα στον αγώνα για την εξουσία, έτσι και στη φάση της μετάβασης, το επαναστατικό κόμμα διατηρεί τέσσερα χαρακτηριστικά: είναι ένα κόμμα αγωνιστών, δηλαδή κόμμα στο οποίο η πολιτική ζωή και η κοινωνική ζωή, το ιδιωτικό και το δημόσιο τείνουν να ενοποιηθούν, μετασχηματίζοντας τους ανθρώπους ως προοίμιο και συνέπεια της δικής τους πολιτικής δράσης και της κοινωνικής τους δραστηριότητας· κόμμα προλεταριακό, όχι μόνο γιατί το μόνιμο σημείο αναφοράς είναι τα συμφέροντα του προλεταριάτου αλλά στο βαθμό που εξασφαλίζει απόλυτα την ηγεσία του προλεταριάτου πάνω στη δική του πολιτική πράξη· κόμμα μαζικό, όχι μόνο γιατί είναι πολυάριθμο και δεμένο με τις μάζες, αλλά και γιατί λειτουργεί εκεί όπου οι μάζες συγκεκριμένα εργάζονται και οργανώνονται […] Είναι ένα κόμμα ενωτικό όχι επειδή είναι κομφορμιστικό και υπάκουο και με υποτίμηση του πλούτου και της αυτόνομης ευθύνη του δικού σώματος αγωνιστών, αλλά γιατί είναι ένας ιστορικός σχηματισμός με κοινούς σκοπούς με την τάξη που αποτελεί τόπο ενοποίησής της.
Το δεύτερο μέρος των Θέσεων αναφέρεται περισσότερο στην ιταλική συγκυρία. Αναλύει την ιδιαίτερη συγκυρία της ιταλικής κρίσης και υπό τη βαρύτητα της ανάπτυξης των εργατικών αγώνων. Αποτιμούν θετικά τους τελευταίους θεωρώντας ότι χτύπησε τον καπιταλιστικό μηχανισμό στο «ζωτικότερο σημείο του, το εργοστάσιο» και ότι προκάλεσε ρήγματα στους όρους άρθρωσης της εξουσίας και επέτεινε μια κρίση που κάνει κάθε πολιτική είτε αστική ρεφορμιστική «ανεφάρμοστη και χωρίς αποτελεσματικότητα». Το ΙΚΚ καταγγέλλεται σε αυτή τη βάση για νεορεφορμιστική στροφή. Από την άλλη μεριά, το κίνημα διαμορφώνει όρους για ένα νέο κοινωνικό μπλοκ:
Η εργατική τάξη, περισσότερο παρά ποτέ, βρίσκεται σε πρώτο πλάνο και στο κέντρο μιας συσπείρωσης κοινωνικών ομάδων που εμψυχώνεται από νέους πρωταγωνιστές: τεχνικούς, διανοούμενους, φοιτητές. Όχι μόνο διαφαίνεται η δυνατότητα που έχει ξεκινήσει για ένα νέο κοινωνικό μπλοκ, το υποκείμενο μιας νέας ηγεμονίας άμεσα συνδεδεμένη στη σύγχρονη παραγωγή, ενοποιημένο στη σύνδεσή του με τις σχέσεις παραγωγής, συνεχώς σε εξέλιξη. Ένα κοινωνικό μπλοκ απόλυτα διαφορετικό είτε από τη συμμαχία του βιομηχανικού προλεταριάτου και της προοδευτικής αστικής τάξης που είναι το θεμέλιο του ρεφορμισμού, είτε για την συμμαχία των «αντιμονοπωλιακών δυνάμεων» πάνω στην οποία βασιζόταν η στρατηγική του μετωπισμού.
Οι Θέσεις περιέχουν μια αναλυτική προσέγγιση των πολιτικών ερωτημάτων που αναδείχτηκαν στην ιταλική κρίση, τα όρια των ρεφορμιστικών απαντήσεων αλλά και τους όρους με τους οποίους μπορούν να ενταχθούν αιτήματα και στόχοι σε μια οπτική μετάβασης, συμπεριλαμβανομένης και μιας αναμέτρησης με τις ιδιαιτερότητας του προβλήματος του Νότου στην Ιταλία με κομβική αιχμή τη συλλογική διαχείριση της γης.
Οι Θέσεις περιλαμβάνουν ακόμη μια αναλυτική αποτίμηση των ορίων της πολιτικής γραμμής του ΙΚΚ και το πώς παρότι πιέστηκε να κινηθεί προς τα αριστερά εν τέλει έκανε δεξιά στροφή. Από την άλλη, αποτιμούν ότι φάνηκαν και τα όρια των «μειοψηφικών» ομάδων που, όρια που αφορούν και την εναλλαγή αυθορμητισμού και δογματισμού αλλά και την κοινωνική σύνθεση. τα προβλήματα εντοπίζονται αφενός σε μια
πολιτικοϊδεολογική τοποθέτηση που πέρα από τις διαφορές χαρακτήρα και αξίας κάθε ομάδας, τις οδηγεί σχεδόν όλες σε μια άρνηση ουσιαστικά να υιοθετήσουν την γενική οπτική γωνία της τάξης στην τρέχουσα φάση, και έτσι αρνούνται να αναζητήσουν τις πλατφόρμες, τις πρωτοβουλίες, τον τύπο οργάνωσης που είναι αναγκαίος για να αποκρυσταλλωθεί μια εναλλακτική σε σχέση με τον ιταλικό καπιταλισμό σήμερα», ενώ η αδυναμία άρθρωσης ενός επαναστατικού σχεδίου οδηγεί σε μια πολιτική όπου κυριαρχού ταυτόχρονα «δογματισμός και αυθορμητισμός, σχολαστικός λενινισμός ή αφομοίωση του μαοϊσμού σε σύνθεση με τον σταλινισμό, εργατίστικος οικονομισμός ή λαϊκιστική κοινωνική πρακτική, δεν είναι μόνο διαφορετικές αλλά και ισότιμες εκφράσεις και καταπνίγουν τις ιδέες και τις κινητήριες εμπειρίες που η δράση αυτών των ομάδων παρήγαγε.
Γι’ αυτό το λόγο και διατυπώνουν το στόχο να βγει από το φαύλο κύκλο η ιταλική επαναστατική αριστερά. Γι’ αυτό το λόγο και διατυπώνουν το στόχο μιας ενοποίησης και ανασύνθεσης της ιταλικής επαναστατικής αριστεράς:
Ο σχηματισμός ενός τέτοιου πολιτικού κινήματος είναι το καθήκον μας σήμερα: ένα κίνημα ικανό να ενοποιήσει, γύρω από μια σαφή γραμμή, δυνάμεις ικανές να λειτουργήσουν πολιτικά και να επηρεάσουν την κοινωνία· σε θέση να κάνουν να επιταχυνθεί, από την ηγεμονική ικανότητα του πολιτικού τους λόγου και της πρακτικής του, μια πιο γενική διαδικασία αναδόμησης της ιταλικής αριστεράς […] μια κοινή έρευνα και μια κοινή πολιτική εργασία [ως] μια διαδικασία συντακτική για την ενοποίηση όλων των δυνάμεων της επαναστατικής αριστεράς.
Η διεργασία που οραματίστηκαν οι «Θέσεις» τελικά δεν πραγματοποιήθηκε. Η σύγκλιση των επαναστατικών δυνάμεων σε μια νέα πολιτική διαδικασία δεν θα γίνει. Τα διαφορετικά ρεύματα θα ακολουθήσουν διαφορετικές πορείες, στοιχείο που επέτρεψε και στο ΙΚΚ να ανακτήσει μέρος της επιρροής του. Την ίδια στιγμή τμήμα της επαναστατικής αριστεράς θα απαντήσουν στη στρατηγική κρίση είτε με τα αδιέξοδα του ένοπλου αγώνα, είτε με την επιλογή της λιγότερο ή μεγαλύτερης διάχυσης στους εργατικούς και κοινωνικούς αγώνες με αποκορύφωμα το «Κίνημα του ‘77». Την ίδια στιγμή, μετά την αποτυχία να υπάρξει πλειοψηφία της αριστεράς στις εκλογές του 1976, και υπό το βάρος της στρατηγικής του Ιστορικού Συμβιβασμού, θα οδηγηθούμε στη στήριξη από το ΙΚΚ της πολιτικής της λιτότητας. Η αυταρχική θωράκιση και η αντεπίθεση του κεφαλαίου, με συμβολική συμπύκνωση την απεργία στη FIAT το 1980, σηματοδοτούν την αντιστροφή του ταξικού συσχετισμού δύναμης και το κλείσιμο του κύκλου του μακρού Ιταλικού Μάη.
Όμως, οι Θέσεις παραμένουν ένα ντοκουμέντο με μια κρίσιμη επικαιρότητα ακόμη και σχεδόν 50 χρόνια μετά. Όχι μόνο για την επιμονή τους σε μια πολιτική για τον κομμουνισμό – αντί για μια εναλλακτική καπιταλιστική ανάπτυξη. Αλλά κυρίως γιατί δίνουν ένα παράδειγμα δημιουργικού χωνέματος της εμπειρίας από τη δράση των μαζών, συνάρθρωσής της με τη θεωρία και βαθιάς πολιτικής διανοητικότητας που και σήμερα έχουμε περισσότερο παρά ποτέ ανάγκη εάν θέλουμε να στοχαστούμε τη δυνατότητα ανασύνθεσης μιας πραγματικά επαναστατικής αριστεράς.
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο