Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ
Jonathan Coe
μετάφραση: Άλκηστις Τριμπέρη
εκδόσεις Πόλις, 2020 | 352 σελίδες
Τελειώνοντας το τελευταίο πόνημα του Τζόναθαν Κόου [Jonathan Coe], αναρωτήθηκα αν τελικά προσθέτει ή αφαιρεί πόντους από τη βιβλιογραφία του σημαντικού Βρετανού συγγραφέα. Αν ήταν απαραίτητος ένας παιάνας τριακοσίων κάτι σελίδων για έναν σκηνοθέτη που μεσουράνησε πριν εξήντα περίπου χρόνια αλλά οι νεαρότεροι αναγνώστες δύσκολα θα έχουν δει κάποια ταινία του. Και τέλος, αν ήταν αναγκαιότητα για τον ίδιο το συγγραφέα να διαφοροποιηθεί άλλη μια φορά από τη συνήθη θεματολογία του, μόλις δυο χρόνια από το εξαιρετικό «Μέση Αγγλία», για να εκδώσει κάτι που θυμίζει δίσκο φτασμένου συγκροτήματος που τον κυκλοφορεί για να ξεμπερδεύει με τις δεσμεύσεις του με τη δισκογραφική.
Ίσα βάρκα ίσα νερά.
Για τον Κόου ήταν.
Το έχει ξανακάνει.
Αυτές είναι οι τρεις απαντήσεις στις αντίστοιχες ερωτήσεις μου και θα μπορούσα να τελειώσω εδώ το πρώτο μου κείμενο για τα Marginalia λιτά και άδοξα, άδοξα και λιτά. Αν βαριόμουν να γράψω περισσότερες λέξεις. Όμως κάτι τέτοιο δε συμβαίνει και δεν θα μπορούσε να συμβεί. Είναι ωραίο να γράφεις όσα περισσότερα μπορείς για εκείνα που αγαπάς, για εκείνα που μισείς και όσα βρίσκονται ανάμεσα τους.
Μια σειρά από συμπτώσεις θα φέρουν την -περίπου- Ελληνίδα Καλλιστώ (ένα συνηθισμένο κορίτσι που ζει στο κέντρο της Αθήνας με γονείς των οποίων οι ρίζες απλώνονται από την Αγγλία έως τη Σλοβενία) στο τραπέζι του διάσημου σκηνοθέτη Μπίλι Γουάιλντερ (Billy Wilder· «7 χρόνια φαγούρας», «Μερικοί το Προτιμούν Καυτό», «Η Λεωφόρος της Δύσης» κ.α.) σε ένα εστιατόριο του Λος Άντζελες, στη διάρκεια των πρώτων της διακοπών εκτός συνόρων (ένα ζεστό καλοκαίρι του 1976). Εκείνος θα τη συμπαθήσει και όταν θα έρθει στην Ελλάδα για τα γυρίσματα μιας ταινίας του (της προτελευταίας του όπως αποδείχθηκε), θα ζητήσει εκείνη για μεταφράστρια του και καλή παρέα. Η Καλλιστώ θα γνωριστεί με τους ηθοποιούς και τους τεχνικούς, θα τους ακολουθήσει στη Γερμανία για μερικές πρόσθετες σκηνές κι εκεί θα ακούσει την ιστορία του τραγικού παρελθόντος του σκηνοθέτη την περίοδο της ανόδου των Ναζί. Παράλληλα θα βυθιστεί στον απατηλό κόσμο του παλιού Χόλιγουντ, αλλά και σ’ εκείνον ενός ανθρώπου που γερνάει και βλέπει την εποχή και την τέχνη του να τον προσπερνάνε.
Ο Κόου λατρεύει τον Γουάιλντερ, κάτι που είχε αναφέρει και παλιότερα, αλλά και σε πρόσφατες συνεντεύξεις του με αφορμή το βιβλίο, δηλώνοντας πως υπάρχει μια μελαγχολία ακόμη και στις κωμωδίες του σκηνοθέτη. Αυτό γίνεται ξεκάθαρο σε κάθε σελίδα του βιβλίου. Ξεψαχνίζοντας αμέτρητες πηγές και συνεντεύξεις του ίδιου, ανθρώπων του ή συνεργατών του, συναρμολογεί με χειρουργική ακρίβεια την περσόνα του ιδιαίτερου αυτού σκηνοθέτη και ανθρώπου (που δεν αρκούνταν στο να σχολιάζει μόνο πίσω από τη κάμερα του, αλλά και σε κάθε άλλη ευκαιρία που του δινόταν): τη σχέση του με τον αγαπημένο του φίλο και μόνιμο συνεργάτη του, τον σεναριογράφο Ιζ Ντάιαμοντ, τη σχέση του με τη γυναίκα του, τη φιλοσοφία του πάνω στον κινηματογράφο, τη ζωή και τα πάντα.
Παράλληλα, το βιβλίο είναι μια σπουδή στο γήρας. Σωματικό και πνευματικό. Στρέφοντας όμως τον φακό σ’ έναν άνθρωπο σαν τον Γουάιλντερ, ο Κόου μπορεί να μιλήσει και για τους ανθρώπους που κάποτε υπήρξαν σπουδαίοι και στο τώρα τους αισθάνονται δεινόσαυροι που η εποχή δεν τους καταλαβαίνει, ενώ οι ίδιοι αναλώνονται σε άσκοπες επιστροφές στο ένδοξο παρελθόν μήπως και η νοσταλγία τούς βαστάξει στα χρόνια που θα έρθουν. Σε αυτό βοηθάει και το συγγραφικό τρικ του Κόου να βάλει αφηγήτρια την κοντά εξηντάχρονη πια Καλλιστώ, που βιώνοντας τη δική της καλλιτεχνική παρακμή (μιας και τριάντα χρόνια πριν είχε καταφέρει να γράψει μουσική για μερικές χολιγουντιανές ταινίες, ενώ τώρα πια δεν έρχονται δουλειές) και μια μίνι οικογενειακή κρίση, θυμάται τις ευτυχισμένες μέρες στα πλατό του «Φεντόρα», τις μικρές στιγμές με τον Γουάιλντερ και τον Ντάιαμοντ, τον πρώτο έρωτα.
Πάμε ξανά στις αρχικές μας ερωτήσεις να δούμε αν μπορούμε να βάλουμε περισσότερη σάλτσα στις απαντήσεις μας. Το «Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ», ούτε θα βλάψει τη βιβλιογραφία του Κόου, ούτε όμως θα προσθέσει κάτι στη λάμψη της. Είναι μία οφειλή που ο συγγραφέας ήθελε να εξοφλήσει. Μεγαλωμένος με τα φιλμ του σκηνοθέτη, πήρε πολλά από αυτά και θέλησε να επιστρέψει τιμητικά το ελάχιστο που μπορούσε. Κάτι που απαντάει και στη δεύτερη ερώτηση μας. Ο Κόου ήθελε να γράψει για τον Γουάιλντερ και το πλήρωμα του χρόνου ήρθε. Ίσως γιατί και ο ίδιος βρίσκεται στην ηλικία της ηρωίδας του και νιώθει λίγο την εποχή να τρέχει γρηγορότερα από αυτόν (αν και, όπως έδειξε το προηγούμενο βιβλίο του, δεν έχει πρόβλημα, ακόμα κι αν μένει πίσω, να έχει τέλεια οπτική πάνω στη ψυχοσύνθεση της χώρας του).
Ο Κόου, κατά καιρούς, κυκλοφορεί τίτλους που ξεφεύγουν από τη μανιέρα του (τη πολύ πετυχημένη μανιέρα του). Το «Σαν τη βροχή πριν πέσει» και το «Οι νάνοι του θανάτου» είναι δύο από αυτούς. Κύλησαν εύκολα, γρήγορα, αφήνοντας ένα γλυκό μούδιασμα στην αναγνωστική μου ψυχή (ξέρεις, εκείνο που δεν θα σε οδηγήσει στο να παραλύσεις ολοκληρωτικά όμως αισθάνεσαι τόσο οικείο και ζεστό το περιεχόμενο τους -κι είναι αυτό το μεγαλύτερο προσόν του Κόου- που θεωρείς πως κάποιος μίλησε για σένα… κι ας μην είπε κάτι τρομερά σημαντικό), αλλά ύστερα χαντακώθηκαν στη δεύτερη σειρά από βιβλία στα ράφια της βιβλιοθήκης μου. Πίσω από τη «Λέσχη των τιποτένιων», τον «Κλειστό κύκλο», το «Τι ωραίο πλιάτσικο!», τη «Μέση Αγγλία».
Πιθανότατα κάπου εκεί θα καταλήξει και «Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ». Αλλά το μούδιασμα, μούδιασμα.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Προσθέστε σχόλιο