- Marginalia - https://marginalia.gr -

O Μαρξ της εξαίρεσης: μια διαρκής συνάντηση θεωρίας και πολιτικής

Γεννημένος στο Τρίερ της Ρηνανίας, ως ένα από τα εννιά παιδιά μιας προοδευτικής εβραϊκής οικογένειας, ο Καρλ Χάινριχ Μαρξ, συμπλήρωσε το 2018 διακόσια χρόνια ζωής. Μιας ζωής, βιολογικής και μη, που άφησε ένα από τα μεγαλύτερα αποτυπώματα στον σύγχρονο κόσμο, παρότι πραγματεύτηκε, στοχάστηκε, τεκμηρίωσε και έδρασε κατεξοχήν υπέρ της ριζικής αλλαγής του.

Και, είναι αλήθεια, πως παρότι η ιδέα του κομμουνισμού φαίνεται σήμερα ακόμη μακρινή και περισσότερο «θεωρητική» από ό,τι θα ήθελε ή ίσως και να εκτιμούσε, ο ίδιος ο Μαρξ, που επιχείρησε να τη θεμελιώσει ιδεολογικά και επιστημονικά, το ίχνος της ζωής και του έργου του στην ανθρώπινη ιστορία κάθε άλλο παρά θεωρητικό ή παρελθοντικά ιστορικό είναι. Γιατί το ίχνος αυτό δεν εξαντλείται στον τρόπο με τον οποίον το έργο του έγινε στο παρελθόν υλική δύναμη πυροδότησης του κύματος των επαναστατικών αποπειρών του «σύντομου» 20ού αιώνα. Αποπειρών που, με προεξάρχουσα την Οκτωβριανή επανάσταση, συμπύκνωσαν πολιτικά για τις πλατιές εργατικές και λαϊκές μάζες αυτού του κόσμου, το μαρξικό αίτημα, αλλά και το πρόγραμμα, της κομμουνιστικής χειραφέτησης. Ούτε μόνο γιατί το επιστημονικό του έργο, σε όλες του τις εκφάνσεις, παραμένει μέχρι και σήμερα η πιο ολοκληρωμένη, καίτοι δυναμική, ανοιχτή, αντιφατική και ως εκ τούτου δομικά «ανολοκλήρωτη», θεωρία για την αποκωδικοποίηση του κόσμου που ζούμε. Αλλά επειδή το γεγονός ότι η υλική, ιστορική και θεωρητική, μα πρωτίστως πολιτική δύναμη του μαρξικού έργου άλλαξε την ίδια την εποχή μας, διαμόρφωσε καθοριστικά τον τρόπο που ζούμε, παράγοντας αποτελέσματα που βρίσκονται αποκρυσταλλωμένα μέσα σε δομές και πρακτικές, σε πολιτικές μορφές και θεσμούς, με τους οποίους καθημερινά εμπλεκόμαστε.

Και, φευ, το φάντασμα αυτής της παρέμβασης εξακολουθεί να πλανιέται πάνω από τον σύγχρονο κόσμο· ένα φάντασμα από το οποίο οι πολιτικοί και ιδεολογικοί εκπρόσωποι αυτού του κόσμου πασχίζουν ακόμη να απαλλαγούν.

Και όμως, αυτός ο γόνος της εύπορης οικογένειας ενός δικηγόρου, άριστος μαθητής, που ήξερε να γράφει και να διαβάζει αρχαία ελληνικά και λατινικά πριν καν τελειώσει το γυμνάσιο, θα μπορούσε, ακολουθώντας τις «προδιαγραφές» της καλής ζωής που του είχε προσφερθεί, να γίνει ένας ευκατάστατος νομικός ή έστω ένας ακαδημαϊκός φιλόσοφος. Αντιθέτως, όπως και το έργο του, η ζωή του Μαρξ υπήρξε κατεξοχήν η πρακτική οικοδόμηση ενός μονοπατιού της εξαίρεσης. Μιας εξαίρεσης, οι ιστορικές προϋποθέσεις για την οποία είχαν μάλλον ωριμάσει.

Μαθητής -όπως ο ίδιος θεωρούσε εαυτόν ακόμη και στο τέλος της ζωής του- του Χέγκελ, θα εγκαταλείψει τον κύκλο των νέων (αριστερών) εγελιανών, για να ασπαστεί τη ριζοσπαστική κριτική της θρησκείας από τον Φόιερμπαχ. Και κάπου εκεί, μέσα από πλήθος λέξεων και εννοιών που θα δημοσιευτούν πρωτοσέλιδες στην Εφημερίδα του Ρήνου, από το βήμα της οποίας θα υπερασπιστεί την υλοκλοπή στα δάση της Ρηνανίας και θα μιλήσει ενάντια στην λογοκρισία, θα βρεθεί καθοδηγούμενος από το δημοκρατικό αίτημα της ανθρώπινης χειραφέτησης, στον δρόμο μιας διαρκούς πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης.

Κάπως έτσι είναι που, οι πολιτικές του θέσεις και η αταλάντευτη ταξική του οπτική, θα αποτελέσουν, τρόπον τινά, τις επιστημολογικές προϋποθέσεις της θεωρητικής του επανάστασης, δένοντας άρρηκτα ήδη στην πρώτη από τις έντεκα περίφημες «Θέσεις για τον Φόιερμπαχ», την πρακτική με το ξεπέρασμα του καθαρού «φιλοσοφικού» λόγου, για να καταλήξει -λίγο πριν συγγράψει με τον διά βίου συνοδοιπόρο του, Φρίντριχ Ένγκελς, το πρώτο δοκίμιο «ιστορικού υλισμού»- στην ενδέκατη, και βασική, προγραμματική του θεωρητική θέση: «μέχρι τώρα οι φιλόσοφοι απλώς ερμήνευαν τον κόσμο. Το θέμα είναι πώς να τον αλλάξουμε».

Και γι’ αυτό όσοι σήμερα πασχίζουν να αποδείξουν την επιστημονικότητα ενός οποιουδήποτε θεωρητικού λόγου αποκαθαρμένου από την πολιτική, ενός «αυστηρά» περιορισμένου στα ακαδημαϊκά πλαίσια θεωρητικού λόγου, όχι απλώς ματαιοπονούν, αλλά ενισχύουν, ηθελημένα ή όχι λίγη σημασία έχει, την καθεστηκυία τάξη, που θα ήθελε να εξοβελίσει από τη θεωρία, όπως άλλωστε και από τους χώρους εργασίας -από το «εργοστάσιο», όπως θα μας θύμιζε ο Γκράμσι-, αλλά ακόμη και από την ίδια αυτή την επίσημη πολιτική σκηνή, την πολιτική πρακτική. Την πολιτική δηλαδή με όρους ενεργητικής συμμετοχής των εκμεταλλευόμενων, την πολιτική με τους όρους αυτού του ανυπόφορου και βασανιστικού διαρκούς αιτήματος δημοκρατίας, που μερικοί εκ των πατέρων του φιλελευθερισμού εξαρχής στοχοποίησαν ως «τυραννία».

Σε αυτήν την εργασία, της αλλαγής του κόσμου, σε αυτή τη καταστατική διαλεκτική σύνθεση πολιτικής και θεωρίας, είναι που ο Μαρξ θα υποτάξει τις θεωρητικές του αρετές, αλλά και θα αφιερώσει, χωρίς υπερβολή, όλη του τη ζωή.

Γιατί πρόκειται για μια αλλαγή, που δεν θα μπορούσε ποτέ να επιδιωχθεί χωρίς την στέρεη, επιστημονική εξήγηση των αιτίων των βασικών κοινωνικών φαινομένων, και συνακόλουθα, χωρίς το ξεπέρασμα των μέχρι τότε θεωριών ερμηνείας του οικονομικού φαινομένου. Στο μεταίχμιο αυτής της σύλληψης, ο Μαρξ και ο Ένγκελς θα επιχειρήσουν να «ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς τους με την παλιά φιλοσοφική τους συνείδηση», αυτήν της «γερμανικής ιδεολογίας», βάζοντας στο ομώνυμο χειρόγραφό τους, το 1845, για πρώτη φορά στο χαρτί το βασικό περίγραμμα μιας κοινωνικής θεωρίας που αντιλαμβάνεται την ιστορία και την κίνησή της ως το αποτέλεσμα του ανταγωνισμού μεταξύ κοινωνικών τάξεων, με επίδικο αντικείμενο την οικονομική εκμετάλλευση και την πολιτική και ιδεολογική καταπίεση της τάξης των κοινωνικών παραγωγών του πλούτου, από την τάξη των ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής του.

Και αν αυτό το πρώτο περίγραμμα παραδόθηκε στην «τρωκτική κριτική των ποντικών», όπως ο ίδιος ο Μαρξ θα γράψει στον περίφημο πρόλογο του Για την κριτική της πολιτικής οικονομίας, το 1859, δεν συνέβη καθόλου το ίδιο με τα θεωρητικά και τα πολιτικά του αποτελέσματα· το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, που δημοσιεύεται τον Φεβρουάριο του 1848, ακριβώς την στιγμή που σχεδόν ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο συνταράσσουν μεγάλα επαναστατικά γεγονότα, και το Κεφάλαιο, στο οποίο θα εκβάλουν, σχεδόν δύο δεκαετίες αργότερα, οι καρποί μιας κοπιώδους καθημερινής επιστημονικής εργασίας. Οι δύο αυτές στιγμές θα σκιαγραφήσουν μια παρέμβαση που προσπάθησε, με τον πιο λεπτομερή και αυστηρό τρόπο, να εξηγήσει αυτό που ταυτόχρονα επιχειρούσε να εμφυσήσει ως πολιτικό πρόταγμα στις πλατιές μάζες των εργατών παγκοσμίως: ότι ο σύγχρονος κόσμος, ο κόσμος στον οποίο κυριαρχεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, είναι ένας κόσμος που μπορεί να ανατραπεί και να δώσει την θέση του σε μια κοινωνία «ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών».

Ασφαλώς, ένα τέτοιο έργο, δεν θα μπορούσε να προέλθει μέσα από την ομαλή μετάβαση ενός καθαρού θεωρητικού λόγου σε κάποιο υποτιθέμενο προδιαγεγραμμένο «επόμενο στάδιο», αλλά θα χρειαζόταν να παραχθεί με όρους επιστημονικής επανάστασης, με όρους ριζικής «κριτικής» της παραδεδομένης πολιτικής οικονομίας. Ακόμη περισσότερο, όμως, ένα τέτοιο έργο δεν θα μπορούσε να προέλθει μέσα από τη βεβαιότητα μιας από καθέδρας διδασκαλίας, μιας ακαδημαϊκής θέσης, ή, μιας εύτακτης ζωής. Ο Μαρξ στρατεύτηκε με τους «από κάτω» δια βίου, και όχι απλώς ανάγοντάς τους στο θεωρητικό αντικείμενο ενός «κηρύγματος»· η ζωή του, υπήρξε κατ’ εξοχήν μια ζωή στο περιθώριο, παρά τις περί του αντιθέτου εύκολες αποφάνσεις. Μια ζωή στο περιθώριο, ασφαλώς, όχι από άμεση επιλογή, αλλά λόγω των αποτελεσμάτων των επιλογών του: Πολιτικός εξόριστος από πολύ νωρίς, θα περάσει στο Παρίσι από το οποίο επίσης θα εκδιωχθεί, για να βρει καταφύγιο στις Βρυξέλλες, μέχρις ότου να μετοικήσει μία και καλή στο πλούσιο σε υγρασία, αλλά και γεμάτο από τις εικόνες που πυροδοτούσαν την σκέψη του, Λονδίνο, όπου θα ζούσε μέσα στην ανέχεια, περνώντας τις μέρες του στη βιβλιοθήκη του Βρετανικού Μουσείου, διαβάζοντας Ρικάρντο και Σμιθ, αλλά και Μπένθαμ, Τζον Στιούαρτ Μιλ, και τόσους άλλους, προσπαθώντας να βιοποριστεί ο ίδιος και η οικογένειά του από τα άρθρα του για τη διεθνή πολιτική κατάσταση, από τα συγγραφικά του δικαιώματα, και τα εμβάσματα του εύπορου φίλου του, Φρίντριχ.

Όψεις από το εύρος αυτού του Μαρξ επιχειρήσαμε να αποτυπώσουμε στο μικρό αυτό αφιέρωμα. Ενός Μαρξ του οποίου η πολιτική στράτευση βαδίζει μαζί με το επιστημονικό έργο, και οι δύο είναι άρρηκτα δεμένες στην καθημερινότητα μιας ζωής δύσκολων επιλογών που υπαγορεύονται από την αφοσίωση σε έναν σκοπό: να δοθεί φωνή, επιχειρήματα και αυτοπεποίθηση στα πλατιά προλεταριακά στρώματα, που αναδύονται ως αυτόνομη κοινωνική, ιστορική, δύναμη.

Πρόκειται για τον Μαρξ ενός έργου κατ’ εξοχήν «ανοιχτού», ενός έργου πάντα εν εξελίξει, σε αντίθεση με την ανάγκη που καλλιεργήθηκε από νωρίς μέσα στο πρώιμο σοσιαλιστικό, και αργότερα κομμουνιστικό στρατόπεδο, το έργο του πατέρα του κομμουνισμού να συνιστά ένα αλφαβητάρι για όλες τις χρήσεις, ένα ολοκληρωμένο εγχειρίδιο για την ανατροπή του καπιταλισμού, με άλλα λόγια, να πρέπει να αποτελεί κυρίως ένα έργο εγγύησης αφενός του δίκαιου και αφετέρου του αναπόφευκτου της ιστορικής επικράτησης της εργατικής τάξης. Όμως, δεν έχουμε την πολυτέλεια να μας έχει αφήσει ο Μαρξ ένα τόσο περίκλειστο έργο. Αντιθέτως, πρόκειται για ένα έργο που πλάι στη στέρεη θεμελίωση μιας νέας επιστήμης, αυτής του ιστορικού υλισμού, περιλαμβάνει χάσματα, ασυνέχειες και αντιφάσεις. Είναι ένα έργο ζωντανό, όπως κατ’ εξοχήν και το αντικείμενο το οποίο πραγματεύεται, ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, ο οποίος εξελίσσεται παράλληλα με τις μορφές πάλης των από κάτω τις οποίες αναγκάζεται να αποκρούει, και, ασφαλώς, να ενσωματώνει στον βαθμό που μπορεί. Γι’ αυτό και η ίδια η προσέγγιση του έργου αυτού οφείλει να είναι κι εκείνη ταυτόχρονα πολιτική και επιστημονική, όπως και οι προκείμενες που το δημιούργησαν. Επιστημονική, με την έννοια της εμπλοκής του αναγνώστη με την ίδια την πρώτη ύλη, με το ανοιχτό, γραπτό κείμενο και την εσωτερική του επιστημονική συνοχή. Πολιτική, γιατί χωρίς την επιλογή της ταξικής θέσης μέσα στα πράγματα, το εν λόγω αντικείμενο καθίσταται απλώς αφηρημένο και αδυνατεί να αποτελέσει το επαρκές αντικείμενο μιας αντικειμενικής επιστημονικής έρευνας.

Οι δύο μεγάλες συνεντεύξεις που φιλοξενούμε, του Θανάση Γκιούρα, μεταφραστή και επιστημονικού επιμελητή της νέας σειράς εκδόσεων έργων του Καρλ Μαρξ στην Ελλάδα [1], το τρίτο μείζον βήμα της οποίας, τα Κείμενα από τη δεκαετία του 1850, μόλις κυκλοφόρησε, και του Μίκαελ Χάινριχ, Γερμανού μαρξιστή θεωρητικού, με σημαντικό έργο στη θεωρία της αξίας [2], και συγγραφέα μιας τρίτομης διανοητικής βιογραφίας του Μαρξ, ο πρώτος τόμος της οποίας κυκλοφόρησε πρόσφατα στα γερμανικά, επιχειρούν να φωτίσουν αυτές τις όψεις.

Την καθημερινή ζωή του Μαρξ, που παραμένει, παρά τις χιλιάδες σελίδες που έχουν γραφτεί για αυτήν, μάλλον άγνωστη στο ευρύ κοινό, για το οποίο κυριαρχεί η εικόνα ενός εύπορου, καλοζωισμένου φιλοσόφου, που έγραφε εκ του ασφαλούς, επιχειρούμε να την προσεγγίσουμε δίνοντας τον λόγο στον σπουδαίο Άγγελο Αντωνόπουλο, ο οποίος ενσαρκώνει τον Μαρξ στον σπουδαίο θεατρικό μονόλογο του Χάουαρντ Ζιν, [3]Ο Μαρξ στο Σόχο. Αλλά και ακολουθώντας τον Γιάννη Ανδρουλιδάκη στο διάβασμα της μυθοπλασίας του Άρη Μαραγκόπουλου για τη ζωή και τη δράση των επιγόνων του [4], στο σημαντικό Πωλ Και Λόρα. Ζωγραφική εκ του φυσικού.

Στη διαδρομή των μεταμορφώσεων της κεντρικής πολιτικής έννοιας του Μαρξ, αυτής του κομμουνισμού, όπως την προσεγγίζει στο κλασικό του έργο Communisme, Kommunism/Communism, 1785-1842, ο Jacques Grandjonc, μας ξεναγούν ο Δημήτρης Κουσουρής και ο Νίκος Σκοπλάκης, ενώ η Μαριλένα Καρρά μας εισάγει στο λογοτεχνικό σύμπαν του Μαρξ [5], και ιδιαίτερα στην χρήση και την θέση του Σαίξπηρ και του Γκαίτε στο μαρξικό κείμενο.

Στεκόμαστε, επίσης, στην ιδιαίτερη πρόσληψη του μαρξικού έργου από δύο σημαντικούς σύγχρονους στοχαστές: Ο Ντάρεν Ρόσο γράφει με αφορμή το βιβλίο του Γάλλου διανοούμενου και αγωνιστή της αριστεράς Ντανιέλ Μπενσαΐντ, [6]Ο Μαρξ της εποχής μας, ενώ ο Σωτήρης Σιαμανδούρας μας ξεναγεί στην συνάντηση του Κορνήλιου Καστοριάδη, με το έργο του Μαρξ [7].

Σε στιγμές από τη διαχρονική παρουσία του Μαρξ στη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο, όπως αποτυπώνονται στο κλασικό Σιδερένιο τακούνι του Τζακ Λόντον (μετάφραση Άρη Αλεξάνδρου), και στην πρόσφατη ταινία Όταν ο Μαρξ γνώρισε τον Ένγκελς του Ράουλ Πεκ, μας μεταφέρουν ο Αντώνης Γαζάκης στο Παλαιοβιβλιοπωλείο του [8], και ο Αμερικάνος μαρξιστής φιλόσοφος Τζέισον Ρηντ στην στήλη του Κινηματογράφου [9], ενώ στην στήλη της Μουσικής ο Ηρακλής Οικονόμου γράφει για τις διαδρομές των μαρξικών εννοιών, αλλά και του ίδιου του Μαρξ, στο ελληνικό τραγούδι [10]. Στην στήλη ΣτΜ ο Θανάσης Γκιούρας μας μιλάει για ένα από τα μεταφραστικά διλήμματα στο μαρξικό έργο (αξιακή υπόσταση ή ουσία;) [11], ενώ στα ψηφιακά προϊόντα, ο Στέλιος Χρονόπουλος παρουσιάζει την εφαρμογή επαυξημένης πραγματικότητας «Ο δικός σου Μαρξ για όλους» [12] στο πλαίσιο της συζήτησης στη Γερμανία για τα 200 χρόνια από τη γέννηση του Μαρξ και της αντιπαράθεσης για το νέο του άγαλμα στην Τρίερ. Τέλος, ο Αντώνης Γαζάκης ανθολογεί δύο σατιρικά ποιήματα του ποιητή Άχθου Αρούρη [13] από τον Μεσοπόλεμο, στα οποία είναι εμφανείς οι επιρροές του Γερμανού φιλοσόφου.

Απομένει ακόμη πολύς Μαρξ για το μέλλον, λοιπόν. Απομένει πολύς Μαρξ, γιατί 150 χρόνια μετά το Κεφάλαιο, τα στρώματα όσων δεν έχουν τίποτα να χάσουν παρά τις αλυσίδες τους, κάθε άλλο παρά έχουν μειωθεί, αντιθέτως: είναι για πρώτη φορά στην ιστορία που οι αμιγώς εργατικοί πληθυσμοί πλειοψηφούν των αντίστοιχων αγροτικών. Πλειοψηφικά, αλλά και διαφορετικά, περισσότερο κατακερματισμένα και μάλλον ανοργάνωτα, ακολουθώντας την εξέλιξη των οργανωτικών και τεχνολογικών καινοτομιών σε μια παραγωγή τα μέρη της οποίας απλώνονται σε παγκόσμια κλίμακα. Διαφορετικά, όχι μόνο στους όρους δουλειάς, αλλά και στην όψη, στο ντύσιμο, την κουλτούρα, την κατανάλωση.

Απομένει ακόμη πολύς Μαρξ γιατί το κοινωνικό ζήτημα παραμένει το κεντρικό ζήτημα της καθημερινότητας των πολλών, σε μια περίοδο που ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής επιχειρεί να επιβιώσει μέσα από αυτήν που πιθανώς αποτέλεσε την πιο βαθιά δομική κρίση της σύντομης ιστορίας του, παράγοντας μεγάλες μάζες ανέργων και αυξάνοντας ραγδαία την εκμετάλλευση, ενώ η καπιταλιστική κυριαρχία δοκιμάζεται από την ακόμη πιο βαθιά κρίση της πολιτικής της μορφής, απελευθερώνοντας δυναμικές τόσο για το καλύτερο, όσο όμως και για το χειρότερο.

Αλλά απομένει πολύς Μαρξ και γιατί απομένει ακόμη πολύς κόπος, αλλά και ανάγκη, να ενσκύψουμε μέσα στο σύνολο του έργου του, να το εντάξουμε στη συγχρονία του, και να το αναπτύξουμε στη διαχρονία του. Εξηγώντας τις σύγχρονες μορφές της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, και δουλεύοντας για τις αντιστάσεις ενάντια σε αυτήν, και κυρίως, για την ανατροπή της.