Τεύχος #07 200 Χρόνια Μαρξ

Κορνήλιος Καστοριάδης και Καρλ Μαρξ: Σύντομες μεθοδολογικές παρατηρήσεις για μια εποχή

Το εξώφυλλο του τέυχους 35 του περιοδικού Socialisme ou Barbarie, όπου δημοσιεύτηκε ως ανυπόγραφο εντιτόριαλ το άρθρο του Κ. Καστοριάδη «Recommencer la révolution»
To εξώφυλλο της αγγλικής μετάφρασης του άρθρου, που κυκλοφόρησε στις αρχές του 1974, με την υπογραφή Paul Cardan (το ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε ο Κ. Καστοριάδης)

Η συζήτηση για τη σχέση του Καστοριάδη με τον Μαρξ, τον μαρξισμό ή τους μαρξισμούς, είναι μεγάλη και ταυτόχρονα μεγάλης σπουδαιότητας, αλλά κυρίως είναι ζωντανή, αφορά δηλαδή το πλατύ κοινό και εξελίσσεται σε χρόνο παροντικό, σε σημείο που βρίσκει τον δρόμο της και στις εφημερίδες πλατιάς κυκλοφορίας. Η συζήτηση αυτή γίνεται συνήθως μεταξύ μαρξιστών και μη μαρξιστών ριζοσπαστών διανοούμενων.[1] Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι είναι τέτοια η ευρύτερη αποδοχή της καστοριαδικής σκέψης, που τη διεκδικεί και τμήμα του φιλελεύθερου κέντρου. Έτσι, διαβάζουμε αναφορές στο καστοριαδικό έργο ακόμη και στο επίμετρο της πρόσφατης έκδοσης της ομιλίας του Μακρόν στην Πνύκα.[2] Δηλαδή, η συζήτηση για την (πρωτοπόρα) καστοριαδική κριτική στο μαρξικό έργο γίνεται σε ένα πολύ ευρύτερο πλαίσιο και δεν είναι ζήτημα που αφορά μόνο την μαρξιστική ή επαναστατική παράδοση. Εδώ δεν θα επιχειρηθεί η καταγραφή της ή μια ολοκληρωμένη τοποθέτηση επί του ζητήματος, θα σκιαγραφηθούν ωστόσο ορισμένες εισαγωγικές παρατηρήσεις, κυρίως μεθοδολογικού χαρακτήρα, διότι έχει μεγάλη σημασία και ο ίδιος ο τρόπος με τον οποίο τίθεται το ερώτημα.

Καταρχάς, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η συζήτηση, η σύγκριση ή η αντιπαράθεση, δεν μπορεί να γίνεται μεταξύ δύο στοχαστών με την αυστηρή έννοια. Η αντιπαράθεση Καστοριάδη και Μαρξ δεν είναι δυνατή -αν όχι λόγω μεγεθών, τουλάχιστον λόγω του ανιστορικού της χαρακτήρα. Δεν μπορούμε να αντιπαραθέσουμε στοχαστές που ανήκουν σε διαφορετικές εποχές. Μπορούμε να αντιπαραθέσουμε τον Μαρξ στον Προυντόν και τον Καστοριάδη στον Αλτουσέρ, αλλά όχι τον Προυντόν στον Αλτουσέρ. Ένας λόγος που αυτό δεν γίνεται πάντοτε αντιληπτό, είναι γιατί ο ίδιος ο Καστοριάδης ασκεί κριτική στον μαρξισμό και στον ίδιο τον Μαρξ. Δεν πρέπει όμως να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι ασκεί κριτική από τη σκοπιά της εποχής του, με όλο το φορτίο που αυτό συνεπάγεται.

Το φορτίο αυτό εν πολλοίς αγνοείται στη συζήτηση. Ανάλογα με τη θέση του σχολιαστή, έμφαση μπορεί να δίνεται ενίοτε (συνήθως πολεμικά) στη σχέση του Καστοριάδη με τον Άγι Στίνα (Σπύρο Πρίφτη) ή στην ύστερη μεταμαρξιστική του περίοδο (μεταμαρξιστική με την έννοια ότι έπεται της μαρξιστικής αν μη τι άλλο). Συνήθως όμως δεν αναδεικνύεται ότι ο πυρήνας της καστοριαδικής κριτικής αναπτύσσεται, αρχικά με το ψευδώνυμο Πωλ Καρντάν, στο «Μαρξισμός και επαναστατική θεωρία»,[3] δηλαδή σε ένα κείμενο που συντάσσεται για την οργάνωση Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα και δημοσιεύεται στο ομώνυμο έντυπο (στο εξής Σ/Β), ενώ στοιχεία αυτής της κριτικής βρίσκουμε να αναπτύσσονται και νωρίτερα, όχι μόνο από τον Καστοριάδη, αλλά και από τον Κλωντ Λεφόρ. Ορθά λοιπόν έχει αρχίσει να σημειώνεται ότι ο Καστοριάδης υπήρξε μαρξιστής από τα 16 μέχρι τα 43 του χρόνια, θα πρέπει όμως επίσης να αρχίσει να σημειώνεται ότι και η συμμετοχή του στο Σ/Β δεν είναι απλώς ανεκδοτολογικού χαρακτήρα.

Ένας πρόσθετος λόγος για τον οποίο δεν δίνεται επαρκής έμφαση στη σημασία του Σ/Β είναι πιθανότατα το γεγονός ότι πρόκειται για μια ομάδα που ανήκει στην πρόσφατη ιστορία, με αποτέλεσμα μέχρι πρότινος να μην υπήρχαν στη διάθεσή μας πολλά στοιχεία για τη σύνθεση, τη λειτουργία και την πορεία της. Το κενό αυτό έχει πια αρχίσει να καλύπτεται στη Γαλλία, όπου έχει γίνει σημαντική δουλειά πάνω στο θέμα. Για τις ανάγκες αυτού του σημειώματος ας αναφέρουμε ενδεικτικά τη δουλειά της Raflin Marie-France[4] και τη σχετικά πρόσφατη ψηφιοποίηση όλων των τευχών του Σ/Β,[5] από όπου αντλούμε.

Ο Καστοριάδης λοιπόν, για μεγάλη περίοδο της ζωής του που συμπίπτει με την ανάπτυξη του πυρήνα της κριτικής στον μαρξισμό, ανήκει σε μια πολιτική συλλογικότητα, σε μια οργάνωση (με μέλη, με διαδικασίες, με εσωτερικό δελτίο, με ψηφοφορίες, με διασπάσεις, με συζήτηση όλων των κειμένων του περιοδικού πριν τη δημοσίευσή τους), της οποίας είναι ιδρυτικό μέλος και ένα από τα κεντρικά πρόσωπα, και στο μέτρο αυτό είναι νόμιμο να υποθέσουμε ότι δεν την καθορίζει μόνο, αλλά και καθορίζεται από αυτήν. Την οπτική αυτή μάλιστα θα πρέπει να την αναδείξουμε και για έναν επιπλέον λόγο: ο Καστοριάδης είναι ένας στοχαστής που έχει αφιερώσει το έργο του στην αυτονομία, στην πάλη ενάντια στην ετερονομία, στην πάλη ενάντια στις αυθεντίες κάθε είδους∙ το να αντιμετωπίζεται ο ίδιος ως αυτοφυής μεγαλοφυΐα έχει κάτι το ειρωνικό.

Συνεπώς, από μεθοδολογική σκοπιά πάντα, εάν θέλουμε να προχωρήσουμε σε μια ολοκληρωμένη παρουσίαση και ερμηνεία της καστοριαδικής κριτικής στον μαρξισμό, προϋποτίθεται η επισταμένη χαρτογράφηση και τοποθέτηση της συλλογικότητας στην οποία και για την οποία και με την οποία παράγεται αρχικά αυτή η κριτική. Ας σημειώσουμε εν τάχει, αντλώντας κυρίως από τη Raflin, ότι αυτή η συλλογικότητα προέρχεται από διάσπαση του τροτσκιστικού Διεθνιστικού Κομμουνιστικού Κόμματος στη Γαλλία (PCI· τόσο ο Καστοριάδης, όσο και ο Λεφόρ, υπήρξαν μέλη της κεντρικής επιτροπής του κόμματος),[6] στη συνέχεια προστίθενται μπορντιγκιστές (τα περισσότερα μελλοντικά μέλη έχουν κάποια σχέση είτε με τον τροτσκισμό είτε με τον μπορντιγκισμό), διατηρεί μαρξιστικά εργαλεία (παρά τους πειραματισμούς και παρά τη ριζικότερη κριτική στον σταλινισμό που οδηγεί και στη σκληρή κριτική στον μαρξισμό), χαρακτηρίζεται από έντονο εργατισμό (η μαζική εφημερίδα που συμπληρώνει το περιοδικό μετά το 1958 και μέχρι τη διάσπαση του 1963, λέγεται «Εργατική Εξουσία»), οι διαφωνίες της με τον τροτσκισμό είναι μάλλον τακτικού χαρακτήρα για μεγάλο χρονικό διάστημα,[7] παρουσιάζει ορισμένη δράση σε συμφωνία με τη θεωρία, περνούν από αυτήν μια σειρά από πολύ γνωστά ονόματα της άκρας αριστεράς, όπως ο Λεφόρ, ο Λυοτάρ και ο Ντεμπόρ, κι αν θα έπρεπε να την τοποθετήσουμε καταρχήν, θα λέγαμε ότι πρόκειται για μια οργάνωση της γαλλικής άκρας αριστεράς, ίσως αρκετά τυπική από αυτή την άποψη.[8]

Αυτή η σημείωση καθόλου δεν επιδιώκει να συνδέσει συνολικά τον Καστοριάδη στενότερα με τον τροτσκισμό ή τον μαρξισμό, παίρνοντας έτσι μέρος στην πολεμική από διαφορετική σκοπιά. Ας επαναλάβουμε ότι πρόκειται για σημείωση μεθοδολογικού χαρακτήρα, από την οποία προκύπτουν ορισμένες λιγότερο ή περισσότερο ασφαλείς υποθέσεις, ειδικά σε αντιπαραβολή και με τα ίδια τα κείμενα.

Η πρώτη υπόθεση είναι ότι η κριτική του Καστοριάδη στον μαρξισμό είναι μια αυτοκριτική και όχι απλώς μια έξωθεν κριτική. Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι ο Πωλ Καρντάν δεν κάνει κριτική σε έναν μαρξισμό τον οποίο φέρνει στα μέτρα του ή όχι, αλλά στον μαρξισμό όπως γίνεται αντιληπτός από την εν λόγω συλλογικότητα, όχι δηλαδή μόνο ως αντίπαλη ιδεολογία στη σοβιετική του εκδοχή, αλλά ως βασικό εργαλείο της ανάλυσης και της παρέμβασης της οργάνωσης στην κοινωνία -και κατ’ επέκταση στον μαρξισμό όπως γίνεται αντιληπτός από τις ακροαριστερές ομάδες εκείνης της εποχής στη Γαλλία. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαία η διάλυση του Σ/Β μετά από αυτή την κριτική, χωρίς την ενσωμάτωση ή τη συγχώνευση με κάποια άλλη συλλογικότητα.

Η δεύτερη υπόθεση είναι ότι η (αυτο)κριτική που ασκείται γίνεται πράγματι από επαναστατική σκοπιά, αφού απευθύνεται σε μια επαναστατική ομάδα. Ο ίδιος ο Καστοριάδης άλλωστε υπογραμμίζει ότι βρίσκεται στο δίλημμα να παραμείνει μαρξιστής ή να παραμείνει επαναστάτης, και επιλέγει να παραμείνει επαναστάτης, δήλωση που επιβεβαιώνεται και με την προσωπική του στάση απέναντι στα γεγονότα του Μάη.[9] Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για την αυτοκριτική ενός επαναστατικού μαρξισμού, σε κάποια παραλλαγή του που δίνει τη μεγαλύτερη δυνατή έμφαση στα εργατικά συμβούλια και τον αυθορμητισμό, όπως δηλώνει άλλωστε και το λουξεμπουργκικής έμπνευσης όνομα της ομάδας. Ως συγκεκριμένη αρχική επιρροή αναφέρθηκε ήδη εκτός από τον τροτσκισμό και ο μπορντιγκισμός,[10] αλλά βεβαίως αυτή είναι μόνο μια αφετηρία.

Ανάλογα με την απάντηση που δίνουμε στα παραπάνω ερωτήματα, τίθενται και τα επόμενα. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, μπορούμε ίσως να στηρίξουμε την υπόθεση ότι όχι μόνο ο Καστοριάδης δεν είναι μεμονωμένος στοχαστής -ένας μοναχικός αιρετικός που ως τέτοιος έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να ξεχαστεί παρά να θριαμβεύσει-, αλλά ούτε και το Σ/Β αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση, μια παραξενιά της ιστορίας, μια ιστορική δυνατότητα που δεν ευοδώθηκε και εγκαταλείφθηκε χωρίς συνέχεια. Πρόκειται μάλλον για μια πρώιμη παραλλαγή της κρίσης του μαρξισμού τις δεκαετίες ‘60-’70, και μπορούν να αναζητηθούν αναλογίες με την εξέλιξη, τις λύσεις και τα αδιέξοδα άλλων ομάδων και διανοητών ανάλογου κλίματος, όχι μόνο στη Γαλλία αλλά και ευρύτερα.

Αυτό θα πρέπει να το κάνουμε λίγο πιο σαφές, γιατί ίσως να μην γίνεται αντιληπτό πόσα πράγματα συνωστίζονται σε φράσεις όπως «κρίση του μαρξισμού» ή «μάλλον τυπική ομάδα της άκρας αριστεράς» ή «κι εκείνος καθορίζεται από το Σ/Β». Υπάρχει εδώ μια εμπειρία που ζητάει να εκφραστεί και δεν είναι βέβαιο ότι μπορεί να την αντιληφθεί πλήρως κάποιος που δεν είχε την εμπειρία της στράτευσης. Δεν αποκλείεται σε κάποιον αναγνώστη εντελώς εξωτερικό ως προς όλα αυτά, το πλούσιο υλικό της Raflin να μην λέει σχεδόν τίποτε, να φαίνεται ακόμη και παράξενο ή αστείο. Αλλά το Σ/Β για τα μέλη του, και βεβαίως για τον Καστοριάδη, δεν είναι ακόμη μια ομάδα συζήτησης, δεν είναι τα κείμενα του περιοδικού, λέξεις η μία μετά την άλλη στο χαρτί.

Το Σ/Β είναι μια εμπειρία, ζωντανή εμπειρία, ολόκληρη ζωή. Είναι η επιμονή να συνεχίζεις για χρόνια με μια ομάδα 10-20 ανθρώπων (πολύ αργότερα μεγαλώνει κάπως το Σ/Β), είναι οι συνήθειες της παρανομίας (για χρόνια δεν γνώριζαν ποιος είναι πραγματικά ο καθένας), είναι οι αφισοκολλήσεις (το μοναδικό, λέει, στο οποίο ο Καστοριάδης δεν ήταν και πολύ καλός), η πώληση του περιοδικού και στη συνέχεια και της εφημερίδας, οι ατελείωτες ώρες συζήτησης επί των άρθρων και όχι μόνο (τα μέλη το περιγράφουν ως διδασκαλία), το οικονομικό κόστος (το σηκώνει κι αυτό σε μεγάλο βαθμό ο Καστοριάδης), οι προσωπικές σχέσεις, οι συγκρούσεις, η προσπάθεια να δοθεί απάντηση όχι μόνο προς τα έξω, αλλά και προς τα μέσα, οι μικρές επιτυχίες, οι μεγάλες αποτυχίες, η βαθιά απογοήτευση, οι άνθρωποι πάνω απ’ όλα στους οποίους απαντάς, τους οποίους σκέφτεσαι όταν γράφεις ένα κείμενο ανήκοντας σε μια συλλογικότητα, που δεν είναι μόνο άλλοι μεγάλοι θεωρητικοί, δεν είναι μόνο άλλοι επίδοξοι επαναστάτες∙ αλλά είναι και η φοιτήτρια, που δεν αντέχει άλλο να σε ακούει, σηκώνεται να φύγει από τη συνέλευση και, φεύγοντας, κλείνει τα φώτα… Είναι όλα αυτά που μπαίνουν στις λεξούλες «κρίση του μαρξισμού» και «οργάνωση της άκρας αριστεράς».

Στο σημείο αυτό αρχίζει να διαγράφεται η σημασία μιας τέτοιας προσέγγισης, η οποία έγκειται στη γονιμότητά της. Είναι μια προσέγγιση που μας επιτρέπει να εντάξουμε την κριτική του Καστοριάδη σε μια ευρύτερη συζήτηση, με πολύ περισσότερους συνομιλητές, που πιθανότατα δεν υποψιαζόμασταν στην αφετηρία, με τρόπο θεμελιωμένο, επειδή δηλαδή εκκινούν αποδεδειγμένα από μια κοινή παράδοση -κάποιες κορυφές της οποίας είναι ο τροτσκισμός, ο λουξεμπουργκισμός, ο μπορντιγκισμός, ο γαλλικός αριστερισμός-, και όχι απλώς επειδή συζητούν παράλληλα παρόμοιες θεματικές.  

Είναι δηλαδή νόμιμο, χωρίς να αποτελεί εκλεκτικισμό ή παραβίαση, να τοποθετήσουμε την καστοριαδική κριτική και τη στροφή στην άμεση δημοκρατία, επί παραδείγματι, δίπλα στη στροφή του New Left Review στον Γκράμσι και στα ζητήματα πολιτισμικής ηγεμονίας, δίπλα στην έμφαση του Πέρρυ Άντερσον στη «μέγιστη δυνατή επέκταση της προλεταριακής δημοκρατίας»,[11] δίπλα στην αρχική πρόθεση των Λακλάου και Μουφ να υπερβούν τον μαρξισμό οντολογικά,[12] στο όνομα της ριζοσπαστικής δημοκρατίας, δίπλα στη συνάντηση -τελικά- του Μπενσαΐντ με τον Καστοριάδη στην αυτονομία και με τον Ρανσιέρ στη διεκδίκηση μιας «σκανδαλώδους δημοκρατίας».[13] Είναι νόμιμο στον βαθμό που πρόκειται για μια κοινή προβληματική, ενός ολόκληρου ρεύματος, του επαναστατικού ρεύματος, για μια ολόκληρη εποχή, που δεν είναι τόσο μακριά από τη δική μας. Ίσως μάλιστα, να είναι ακόμη η δική μας εποχή.

Είναι νόμιμο επίσης, στον βαθμό που πρόκειται για μια κοινή εμπειρία, στον βαθμό δηλαδή που, όταν μιλούν ο Καστοριάδης, ο Πέρρυ Άντερσον, ο Ρανσιέρ και ο Μπενσαΐντ, γνωρίζουν για τι πράγμα μιλούν, μπορεί να μην συμφωνούν πάντα, αλλά καταλαβαίνονται. Και ίσως γι’ αυτό να συμφωνούν κιόλας κάπου τελικά. Γιατί υπάρχει αυτή η κοινή εμπειρία, που είναι και δική μας κοινή εμπειρία.

Με βάση όλα τα παραπάνω, μάλλον περιττεύει πλέον σχολιάσουμε τη φιλελεύθερη προσπάθεια οικειοποίησης της καστοριαδικής κριτικής.

Υ.Γ. Ευχαριστώ τους Γιώργο Ν. Οικονόμου και Αλέξανδρο Σχισμένο, που διάβασαν το κείμενο σε προηγούμενες εκδοχές του.

Υποσημειώσεις[+]

ΕτικέτεςΚαστοριάδης Μαρξ 

Σχετικά με τον συντάκτη

Σωτήρης Σιαμανδούρας

Ο Σωτήρης Σιαμανδούρας είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής, υπότροφος του ΙΚΥ στην ιστορία των πολιτικών ιδεών. Έχει μεταπτυχιακό δίπλωμα στην Πολιτική Επιστήμη από το Paris VIII Vincennes - Saint-Denis και διδακτορικό Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας από το Πάντειο Πανεπιστήμιο. Είναι συγγραφέας του βιβλίου «Νικολό Μακιαβέλι: Αμηχανία και Μηχανική» (Εξάρχεια 2015). Έχει διδάξει στο ΠΜΣ του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας. Εργάζεται ως αναπληρωτής φιλόλογος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Έχει κάνει αρκετές μεταφράσεις, λίγο ραδιόφωνο και μερικά άλλα πράγματα.

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange