Κριτική Τεύχος #04

Μάης του ’68: Το ρήγμα και η ρωγμή

Τα κείμενα των Καστοριάδη,[1] Λεφόρ και Μορέν, που συγκεντρώνονται στο «Ρήγμα», όπως έχει καθιερωθεί άτυπα να αναφέρεται ο τίτλος στα ελληνικά, γράφτηκαν μεταξύ 15 Μάη και 10 Ιούνη 1968, δηλαδή μέσα στη φωτιά των γεγονότων,[2] και κυκλοφορούν σε κάποιες εκδόσεις μαζί με το «20 χρόνια μετά», που συγκροτείται από στιγμές αναστοχασμού στα χρόνια που ακολούθησαν. Στα ελληνικά έχει κυκλοφορήσει μόνο η συμβολή του Καστοριάδη,[3] αλλά το κενό αυτό πρόκειται να καλυφθεί σύντομα, από τις εκδόσεις Ύψιλον και τον καλό μεταφραστή Γιώργο Καράμπελα, ίσως υπό τον τίτλο «Η ρωγμή». Στα γαλλικά, η πιο πρόσφατη έκδοση είναι μάλλον από τις εκδόσεις Fayard το 2008, για την επέτειο των σαράντα χρόνων.

Υπάρχουν πολλοί λόγοι να μελετήσει κανείς αυτό το σώμα κειμένων, στην ωριμότητα των πενήντα πλέον ετών. Όπως παρατηρεί ο Καστοριάδης, υπερασπιζόμενος τόσο τον Μάη του ’68 όσο και τον Οκτώβρη του 1917, ζούμε σε έναν κόσμο που είναι αποτέλεσμα της ήττας και όχι της επικράτησής τους, έστω κι αν αυτή η ήττα δεν ήταν ολοκληρωτική.[4] Ακούγεται λοιπόν συχνά ότι είμαστε «παιδιά» του Μάη, αλλά θα ήταν πιο ακριβές να πούμε ότι είμαστε «παιδιά» της ήττας του Μάη. Αν μεγαλώσαμε πάνω στον Μάη, είναι με την έννοια ότι μεγαλώσαμε πάνω στα συντρίμμια του. Στεκόμαστε κατά κάποιο τρόπο πάνω σε ένα οδόφραγμα φτιαγμένο από σπασμένες οργανώσεις, παραμορφωμένα οράματα, ταινίες σε μπομπίνα, ψηφιοποιημένες αφίσες και πολυκαιρισμένα βιβλία, ευτυχώς μαζί με τις φωνές των όσων ακόμη επιμένουν, με λευκά μαλλιά και ρυτίδες, με τη μνήμη της σάρκας, να κομίζουν τη βιωθείσα εμπειρία τους σε έναν ωκεανό πληροφορίας, όπου η διάσωση της προσωπικής μαρτυρίας αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση για την ανασύσταση μιας έμπλεης νοήματος συλλογικής ιστορίας.[5] Κάπως έτσι μπορούμε να δούμε κι αυτό το βιβλίο. Είναι αναπόσπαστο κομμάτι αυτού του οδοφράγματος, απ’ όπου ανασύρουμε διαρκώς υλικά για το σήμερα.

Μάλιστα, Το ρήγμα είναι πάνω πάνω στο οδόφραγμα. Όταν ο Κον-Μπεντίτ γράφει τον Αριστερισμό το 1968, σημειώνει ότι το βιβλίο αυτό θα μπορούσε να αντικατασταθεί «από μια ανθολογία κειμένων που έχουν δημοσιευτεί στα Socialisme ou Barbarie, L’Internationale situationniste, Informations et Correspondance ouvrίeres, Noir et Rouge, Recherches libertaires και, σε μικρότερο βαθμό, στα τροτσκιστικά περιοδικά».[6] Την άποψη αυτή διατυπώνει ακόμη καθαρότερα ο Κον-Μπεντίτ σε κείμενο γραμμένο έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Καστοριάδη: «Θα το πω όσο πιο καθαρά γίνεται. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης είναι ένας από τους σημαντικότερους ανθρώπους στη ζωή μου, είναι αυτός που μου επέτρεψε να βρω τις θεωρητικές μου βάσεις».[7] Και στο ίδιο κείμενο σημειώνει για Το ρήγμα: «Κατά τη γνώμη μου, είναι η πιο οξυδερκής ανάλυση που έχει γίνει –από τότε έως σήμερα– για τον Μάη του ’68».[8]

Το Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα άσκησε λοιπόν βαθιά επιρροή στη μικρή φοιτητική πρωτοπορία που έδωσε το έναυσμα του Μάη, και ιδρυτές της ομάδας και του περιοδικού Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα ήταν ο Λεφόρ και ο Καστοριάδης,[9] που υπογράφουν κείμενα αυτού του τόμου. Από τη σκοπιά αυτή, πρόκειται για μια έκδοση που εγγράφεται ανεπιφύλακτα στο σώμα των έργων που συγκροτούν το προς ανασύσταση εννοιολογικό πλαίσιο του λεγόμενου πνεύματος του Μάη. Από την ίδια πάντα σκοπιά, παρά την ουσιαστική συνεισφορά του Μορέν, που έχει το πνευματικό θάρρος και την εντιμότητα να δημοσιεύει την ανατροπή της αρχικής του εκτίμησης από τα ίδια τα γεγονότα, μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εκ του παραλλήλου αντιπαράθεση των Λεφόρ-Καστοριάδη, στη διαχρονικότητά της, που διατηρεί την ευριστική της αξία και σήμερα.[10]

Για να θέσουμε το περίγραμμα της αντιπαράθεσης αυτής, μπορούμε να πούμε εν συντομία ότι για τον Λεφόρ ο Μάης ήταν μια επιτυχημένη εξέγερση, που ορθά δεν έθεσε ζήτημα εξουσίας, ενώ για τον Καστοριάδη ο Μάης ήταν μια αποτυχημένη επανάσταση, που ηττήθηκε ακριβώς γιατί δεν έθεσε το ζήτημα της εξουσίας.[11] Στη λιτή αυτή διατύπωση περιλαμβάνονται εκρηκτικές αντιθέσεις γύρω από πολύ κεντρικά ζητήματα: το ζήτημα της οργάνωσης, σε κόμμα ή όχι, σε χαλαρή δικτύωση ή με στερεότερες δομές· το ζήτημα του πολιτικού υποκειμένου· το ζήτημα των αιτημάτων· το ευρύτερο ζήτημα της τακτικής, που καθορίζεται και από τη φύση του αντιπάλου, δηλαδή από τη φύση του συστήματος, του καπιταλισμού ή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας· και πάνω απ’ όλα, το ζήτημα της ουτοπίας και του προτάγματος, που μια προσεκτική ανάγνωση θα καταδείκνυε ότι είναι το κυριότερο επίδικο.

Πολύ συχνά βλέπουμε αναγνώσεις που θεωρούν ότι η στάση των λεγόμενων «αντιολοκληρωτικών» συγγραφέων απέναντι στην ιστορική εμπειρία της κυριαρχίας του σταλινισμού στην ΕΣΣΔ είναι ζήτημα τακτικό και ακόμα χειρότερα καθαρά ψυχολογικό ή ηθικό. Ωστόσο, το πρόβλημα το οποίο αντιμετωπίζουν οι στοχαστές που αναγνωρίζουν τον εγκληματικό χαρακτήρα του εντελώς ανύπαρκτου σοσιαλισμού, δεν είναι μόνο της τάξης του τρόμου ή του αποτροπιασμού. Με μια προσεκτική ανάγνωση του έργου στοχαστών όπως ο Λεφόρ, ο Καστοριάδης, ο Ρικέρ ή η Άρεντ, είναι εύκολο να αντιληφθούμε ότι η δουλειά τους στρέφεται περισσότερο γύρω από την ανάκτηση του νοήματος, είτε μέσα από το θεολογικοπολιτικό στον Λεφόρ,[12] είτε μέσα από το φαντασιακό στον Καστοριάδη, είτε μέσα από τη στροφή στην ερμηνευτική στον Ρικέρ,[13] είτε μέσα από την προσπάθεια για μια νέα πολιτική οντολογία στην Άρεντ.[14] Ο δομικός λόγος είναι ότι μετά την κατάρρευση του οράματος του επιστημονικού σχεδιασμού της αταξικής κοινωνίας –μέσα από τη συγκεντροποίηση των μέσων παραγωγής, τον συνακόλουθο πολιτικό συγκεντρωτισμό και τον από μηχανής εξηλεκτρισμό– δημιουργείται ένα τεράστιο έλλειμμα στο επίπεδο της στοχοθεσίας. Η πολιτική θεωρία όμως είναι προσανατολισμένη στην πράξη, και η πράξη πρέπει κι αυτή να προσανατολιστεί.

Για τον λόγο αυτόν, ανάμεσα στις τοποθετήσεις των τριών στοχαστών σε αυτόν τον τόμο, ξεχωρίζουν τελικά οι τοποθετήσεις του Κορνήλιου Καστοριάδη: Είναι ο μόνος εκ των τριών που παραμένει επαναστάτης. Και παραμένει επαναστάτης διότι διαθέτει ένα πρόταγμα –έστω λειψό–, να προτείνει, να υπερασπιστεί, αλλά και να του χρησιμεύσει ως μίτος για τα τακτικά και οργανωτικά ζητήματα. Η καθιερωμένη εικόνα για τον Καστοριάδη είναι μάλλον η καρικατούρα του φιλοσόφου –αντιμαρξιστή ή και αντικομμουνιστή και συνεπώς ανώδυνου– που καταπιάνεται με αφηρημένα ζητήματα, με μακρινά ιστορικά παραδείγματα ή με το πρόταγμα της άμεσης δημοκρατίας, που ο ίδιος φτάνει να το θεωρεί μια «απιθανότητα». Αυτή η εικόνα συντηρείται εκατέρωθεν, τόσο απ’ όσους διεκδικούν τον Καστοριάδη για το φιλελεύθερο ή σοσιαλδημοκρατικό κέντρο, όσο και από εκείνους πο διεκδικούν τις επαναστατικές δάφνες μόνο για τον μαρξισμό-λενινισμό. Από μια τέτοια σκοπιά, είτε συμφωνούμε είτε διαφωνούμε, είναι αναζωογονητικές και καίριες αυτές οι σελίδες, όπου ο Καστοριάδης ασχολείται συγκεκριμένα με το ζήτημα της οργάνωσης και του υποκειμένου, αναδεικνύει μέχρι και τη σημασία της εφημερίδας, αναγνωρίζει την αξία μεταβατικών θα λέγαμε αιτημάτων –συγκεκριμένων φοιτητικών αιτημάτων για τη λειτουργία του πανεπιστημίου για παράδειγμα–, κάνει τον κόπο της συγκεκριμένης οικονομικής ανάλυσης σε σχέση με τα εργατικά αιτήματα και προτείνει στο επαναστατικό κοινωνικό κίνημα του καιρού του έναν σαφή προσανατολισμό. Δηλαδή περνάει συγκεκριμένα –στρατευμένα– από την ερμηνεία στην αλλαγή του κόσμου, σε μια κρίσιμη, επαναστατική στιγμή για την κοινωνία στην οποία ζει.

Είναι ευρύτερα γνωστό ότι ο Καστοριάδης επιλέγει να σταματήσει να είναι μαρξιστής (στα σαραντατρία του χρόνια) για να συνεχίσει να είναι επαναστάτης. Το νόημα αυτής της φράσης αποκαλύπτεται πολύ καλά σε αυτές τις σελίδες, που γράφονται μπροστά σε μια εξελισσόμενη εξέγερση ή επανάσταση. Στο πλαίσιο αυτό, παρά τη σημασία που δίνει στο αγωνιζόμενο προλεταριάτο (sic: «prolétaires» και όχι «travailleurs»), ο Καστοριάδης αναζητεί σε άλλα υποκείμενα τον ρόλο της επαναστατικής πρωτοπορίας (και πάλι δικά του λόγια), με βάση τις συμπεριφορές τους και όχι με βάση την κοινωνική τους θέση.[15] Αυτή η θέση το 1968 σήμαινε ότι δεν είναι πια μαρξιστής. Σήμερα όμως, στα ερείπια της μαρξιστικής ορθοδοξίας, είναι μάλλον κοινός τόπος για τις οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς να ασχολούνται έμπρακτα με τις επιμέρους ταυτότητες, με τους φοιτητές, τους νέους, τις γυναίκες, τη ΛΟΑΤ κοινότητα, τους μετανάστες και ούτω καθεξής. Χωρίς λοιπόν να θέλουμε να υποστηρίξουμε ότι ο Καστοριάδης θα πρέπει να θεωρηθεί μαρξιστής γενικότερα –αν μη τι άλλο είναι θέμα διανοητικής εντιμότητας να σεβαστούμε τις δηλώσεις του, την πολυπλοκότητα της σκέψης και τις διαφορετικές περιόδους–, οι οφειλές του στον μαρξισμό είναι καταλυτικής σημασίας και, διαβάζοντας τις σελίδες αυτές σήμερα, δύσκολα θα λέγαμε ότι δεν είναι μαρξιστικής υφής γι’ αυτόν τον λόγο και μόνο.

Παρά τη βαθιά επίδραση της εμπειρίας του Μάη στην παράδοση των κοινωνικών κινημάτων, κάποιες από τις λύσεις που προτείνει ο Καστοριάδης σε αυτό το πλαίσιο διατηρούν την αξία τους και σήμερα και δεν είναι καθόλου δεδομένες – εργοστασιακές καταλήψεις, αυτοοργάνωση, δημοκρατική οργάνωση με αναφορά στην εμπειρία των συμβουλίων. Είναι σημαντικό επίσης να αναγνωρίσουμε ότι το πρόταγμά του διατηρεί τον επαναστατικό του χαρακτήρα και παίζει ουσιαστικό ρόλο και σήμερα – αρκεί να θυμηθούμε τη σημασία της ριζοσπαστικής, πραγματικής ή άμεσης δημοκρατίας για τα κινήματα του 2011. Το σημαντικότερο όμως είναι μάλλον να συγκρατήσουμε την ανάγκη να υπάρχει ένα πρόταγμα που να καθοδηγεί την πολιτική πράξη σε μια λογική σχέσης μεταξύ μέσων και σκοπού. Αυτό θα μας επέτρεπε να επιχειρήσουμε ίσως και μια ανάγνωση της ήττας του Μάη ως απότοκη της κρίση του παλαιού προτάγματος και της ανωριμότητας του αναδυόμενου. Και με τη σειρά μας, να αντιμετωπίσουμε τη σημερινή κρίση των ανταγωνιστικών κινημάτων ως ανάγκη καθαρότερης διατύπωσης ενός νέου προτάγματος, που να αποτελέσει τον καθοδηγητικό μίτο για την ανάγνωση της δικής μας ήττας –όπως εγγράφεται στη δική μας σάρκα πια– αλλά και για τους αγώνες του μέλλοντος. Στην κατεύθυνση αυτή, Το ρήγμα είναι μια ρωγμή.

Υποσημειώσεις[+]

Σχετικά με τον συντάκτη

Σωτήρης Σιαμανδούρας

Ο Σωτήρης Σιαμανδούρας είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής, υπότροφος του ΙΚΥ στην ιστορία των πολιτικών ιδεών. Έχει μεταπτυχιακό δίπλωμα στην Πολιτική Επιστήμη από το Paris VIII Vincennes - Saint-Denis και διδακτορικό Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας από το Πάντειο Πανεπιστήμιο. Είναι συγγραφέας του βιβλίου «Νικολό Μακιαβέλι: Αμηχανία και Μηχανική» (Εξάρχεια 2015). Έχει διδάξει στο ΠΜΣ του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας. Εργάζεται ως αναπληρωτής φιλόλογος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Έχει κάνει αρκετές μεταφράσεις, λίγο ραδιόφωνο και μερικά άλλα πράγματα.

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange