Η Ελλάδα βρίσκεται τώρα σε βαθιά κρίση κοινωνικής αναπαραγωγής, βιώνει δηλαδή διαδικασίες καταστροφής του τρόπου με τον οποίο τα νοικοκυριά των εργαζόμενων τάξεων μπορούσαν να συντηρούνται καθημερινά, να παράγουν μια νέα γενιά εργαζομένων, να συμμετέχουν στην κοινωνική ζωή και να γίνονται αποδεκτά από την κοινότητα στην οποία ανήκουν. Αυτό δεν αφορά μόνο τις εργαζόμενες τάξεις αλλά το σύνολο των κυριαρχούμενων τάξεων και ομάδων: τους άνεργους, τους ημιαπασχολούμενους, τους επισφαλώς εργαζόμενους και τους αδήλωτους, τους συνταξιούχους, τη νεολαία που βρίσκεται εκτός εργασίας και εκπαίδευσης και τόσους άλλους.
Πρόκειται για μια κρίση κοινωνικής αναπαραγωγής που συντηρεί διαρκώς, ήδη από το 2010, τους αντικειμενικούς όρους αποσταθεροποίησης της αστικής εξουσίας. Πρόκειται για τους ίδιους όρους που δημιούργησαν το «κύμα ΣΥΡΙΖΑ» και καθιστούν δυνατό, ακόμα και μετά τη συνθηκολόγηση του Αλέξη Τσίπρα και του περιβάλλοντός του, το ενδεχόμενο ριζοσπαστικοποίησης των μαζών σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Και ένα τέτοιο ενδεχόμενο μιας τέτοιας ριζοσπαστικοποίησης παραμένει ανοιχτό επειδή η συνθηκολόγηση διέλυσε μεν τους σχηματισμούς μάχης των υποτελών κοινωνικών τάξεων που είχαν συγκροτηθεί από το 2008 μέχρι το 2015 και των οποίων η δράση είχε ως σημείο πρόσκρουσης την οργάνωση της μνημονιακής πολιτικής από το αστικό κράτος, πλην όμως δεν μετέτρεψε το πεδίο της μάχης.
Με άλλα λόγια, η συνθηκολόγηση μετέτρεψε τις υποκειμενικές συνθήκες της μάχης, αυτές που αναφέρονται στη συνείδησή μας και τις ηθικές δυνάμεις μας, αλλά δεν μετέτρεψε τις αντικειμενικές συνθήκες της μάχης, εκείνες που είναι ανεξάρτητες από τις διαθέσεις μας και τη συνείδησή μας, εκείνες που είναι αντικειμενικά δεδομένες. Δεν μετέτρεψε το έδαφος επί του οποίου διεξάγονται οι εχθροπραξίες μεταξύ των δύο λαών της Ελλάδας: του λαού των «μένουμε Ευρώπη», των νεοφιλελεύθερων και των ακροδεξιών συμμάχων τους, των συντεταγμένων, συνειδητών και επιθετικών δυνάμεων της ιδιοκτησίας, της απληστίας και του κεφαλαίου, και του λαού των υποτελών κοινωνικών τάξεων, όσων ζουν ή προσπαθούν να ζήσουν από την εργασία τους και από τα δικαιώματα που αυτή κατοχυρώνει.
Η συνθηκολόγηση του Αλέξη Τσίπρα και των συντρόφων του δεν άλλαξε λοιπόν τις αντικειμενικές συνθήκες. Και βέβαια αυτές συνεχίζουν να αποτελούν, όπως πάντα άλλωστε, ελκυστή των υποκειμενικών συνθηκών: Για πόσο καιρό άραγε μπορεί το πένθος για την ήττα και την εξαπάτηση να συντηρούν την παθητικοποίηση των υποτελών κοινωνικών τάξεων και ομάδων ενώ συνεχίζεται με αυξημένη ένταση η επιχείρηση των δυνάμεων του κεφαλαίου να εγκαθιδρύσουν έναν άλλο τύπο κοινωνίας φτιαγμένο στα μέτρα των σημερινών αναγκών τους; Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή και στις λεπτομέρειές τους.
Πώς η κρίση του καπιταλισμού μετατρέπεται σε κρίση κοινωνικής αναπαραγωγής
Από μια γενική άποψη, η εργασιακή δύναμη, οι εργασιακές ικανότητές μας, συνίσταται στις διανοητικές, σωματικές και κοινωνικές δεξιότητες και γνώσεις που είναι απαραίτητες για να παραχθούν χρήσιμα αγαθά και υπηρεσίες (αξίες χρήσης) των οποίων οι ιδιότητες ικανοποιούν ανθρώπινες ανάγκες. Από την άποψη του καπιταλισμού όμως, η εργασιακή δύναμη δεν είναι μόνο αυτό: Είναι το εμπόρευμα του οποίου η κατανάλωση αξιοποιεί το κεφάλαιο, το εμπόρευμα που όταν το καταναλώνεις παράγει χρήμα από χρήμα, κέρδος (Marx 1867a). Χωρίς την κατανάλωση των εργασιακών μας ικανοτήτων, δηλαδή την εργασία μας, το κεφάλαιο είναι τίποτα, δεν υπάρχει· διότι χωρίς την εργασία μας όχι μόνο δεν θα παρήγε κέρδη αλλά θα έχανε και την αξία του – για να το πούμε και αλλιώς: η εργασία μας παράγει νέα αξία και ταυτοχρόνως διατηρεί την παλιά.
Για τον λόγο αυτόν, το κεφάλαιο και η εργασία συνυπάρχουν σε μια ενιαία, αδιαίρετη και κολασμένη ζωή. Όταν η συσσώρευση κεφαλαίου προοδεύει σε διευρυμένη κλίμακα, το κεφάλαιο για να αξιοποιηθεί προμηθεύεται μια αυξανόμενη μάζα ανθρώπων την οποία θέτει στις υπηρεσίες του (Marx 1867b) και αντιστρόφως, όταν η συσσώρευση κεφαλαίου είναι αρνητική, όταν το συνολικό πάγιο κεφάλαιο της χώρας συρρικνώνεται, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα από το 2010 και μετά (όταν δηλαδή υπάρχει αποεπένδυση), μια αυξανόμενη μάζα εργαζομένων, που δεν είναι πλέον απαραίτητη για να αξιοποιηθεί το μειωμένο σε όγκο κεφάλαιο, απωθείται, απορρίπτεται και απομακρύνεται από τη σφαίρα της παραγωγής.
Τέτοια είναι και η περίπτωση της ελληνικής κρίσης. Η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης (η πολιτική δηλαδή που επέβαλαν τα μνημόνια στην Ελλάδα) δημιούργησε συνθήκες τέτοιες που η συρρίκνωση του πάγιου κεφαλαίου κατά 20% αποκλείει την αναπαραγωγή μεγάλων μερίδων των εργαζόμενων τάξεων. Οι μερίδες αυτές αποκλείονται από τη σφαίρα της εργασίας, και στην παρούσα κρίση όλο και πιο συχνά ο αποκλεισμός δεν είναι μερικός αλλά ολικός, δεν είναι πρόσκαιρος αλλά μόνιμος (LeBaron 2010· LeBaron & Roberts 2010).
Ο μερικός ή πρόσκαιρος αποκλεισμός περιγράφεται με τις έννοιες της ανεργίας και της υποαπασχόλησης, της επισφαλούς εργασίας, της αδήλωτης εργασίας, της εργασίας χωρίς χαρτιά, των αποθαρρημένων ανέργων και όσων κάθε τόσο εισέρχονται και εξέρχονται από την αγορά εργασίας ανάλογα με τις ανάγκες των επιχειρήσεων. Ο ολικός ή μόνιμος αποκλεισμός από τον κόσμο της καπιταλιστικής παραγωγής οδηγεί στη δημιουργία υπολειμματικών, περιττών (από την άποψη του καπιταλισμού) πληθυσμών, οι οποίοι δεν αποτελούν οργανικό στοιχείο του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής αλλά κατάλοιπά του. Ιστορικές μορφές υπολειμματικών πληθυσμών είναι οι τενεκεδουπόλεις (slums) (Roy 2011· Amin 2013), οι παρακμάζουσες γειτονιές στις πόλεις, οι μορφές κοινωνικής εξορίας σε περιχαρακωμένες (με φυσικά ή κοινωνικά τείχη) ειδικές περιοχές όπως τα παρισινά προάστια[1] και οι φαβέλες της Λατινικής Αμερικής, ο εγκλεισμός σε φυλακές, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης προσφύγων και μεταναστών κ.λπ.
Όσο για την Ελλάδα, οι μακροχρόνιες προβλέψεις του ΔΝΤ για τους ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ δεν υπερβαίνουν το 1,25% ετησίως[2] και επιπλέον η σχέση μεταξύ οικονομικής μεγέθυνσης και απασχόλησης στην Ελλάδα είναι σχετικά χαλαρή (Koutroulis, Panagopoulos και Tsouma 2016). Αυτά συνεπάγονται ότι σε περίπτωση οικονομικής ανάκαμψης είναι πιθανό να υπάρξει μικρή μόνον αύξηση της απασχόλησης (σε ισοδύναμο αριθμό απασχολουμένων με πλήρες ωράριο) και δεν είναι τυχαίο ότι το ΔΝΤ δέχεται πλέον ότι στην Ελλάδα τα υψηλά ποσοστά ανεργίας θα διατηρηθούν για πολλά χρόνια ακόμη. Εάν όντως έτσι έρθουν τα πράγματα, εάν τίποτα δεν τα ανατρέψει, είναι μεγάλη η πιθανότητα να περάσουν μερίδες των εργαζόμενων τάξεων από τη μαζική μακροχρόνια ανεργία στον ολικό ή μόνιμο αποκλεισμό από τον κόσμο της καπιταλιστικής εργασίας και από εκεί στους περιττούς πληθυσμούς, τους πληθυσμούς των πενήτων, στον υπολειμματικό υπερπληθυσμό, και να σχηματίσουν χώρους εσωτερικής κοινωνικής εξορίας ή να μεταναστεύσουν (όπως ήδη συμβαίνει, με αποτέλεσμα να μειώνεται το ποσοστό ανεργίας).
Πώς η κρίση κοινωνικής αναπαραγωγής μπορεί να μετατραπεί σε ανοιχτή πολιτική κρίση
Όταν ο Μαρξ δημοσίευσε το Κομμουνιστικό Mανιφέστο (Marx 1848), παρουσίασε το επιχείρημα ότι έπειτα από μισό αιώνα επικής βιομηχανικής ανάπτυξης και τεχνολογικής καινοτομίας η κατάσταση των μαζών παρέμενε άθλια. Σε αυτή την αντίστιξη συνίσταται και ο άξονας γύρω από τον οποίο ο Μαρξ υφαίνει την εισήγησή του στην ιδρυτική συνεδρίαση της Πρώτης Διεθνούς το 1864. Στα κείμενά του αυτά (και σε άλλα) εξηγεί την εσωτερική λογική αυτής της αντίστιξης: Η πολιτική κυριαρχία της αστικής τάξης είναι ασταθής, από τη φύση της, επειδή η τάξη αυτή «είναι ανίκανη να διασφαλίσει στους σκλάβους της όσα είναι αναγκαία για την ύπαρξή τους ακόμα και μέσα στη δουλεία τους». Εγκαθιστά έτσι, αν και με άρρητο τρόπο, μια αιτιακή σχέση μεταξύ της ικανότητας της κυρίαρχης αστικής τάξης να διασφαλίζει τους όρους συντήρησης και αναπαραγωγής των υποτελών κοινωνικών τάξεων αφενός, και της ικανότητάς της να κατέχει την πολιτική εξουσία στο όνομα του γενικού συμφέροντος.
Αυτή η αιτιακή σχέση που περιγράφει ο Μαρξ (και στην οποία αργότερα ο Γκράμσι και ο Πουλαντζάς (Poulantzas 1978[1968]) θα δώσουν το όνομα της «πολιτικής ηγεμονίας») δεν έχει μηχανικό χαρακτήρα, όπου μια αιτία παράγει άμεσα και αναγκαστικά πάντα το ίδιο αποτέλεσμα: η διακεκομμένη, ατελής αναπαραγωγή των υποτελών κοινωνικών τάξεων, δηλαδή η κρίση κοινωνικής αναπαραγωγής, είναι αιτία πολιτικής αμφισβήτησης και κρίσης μόνον υπό τον όρο ότι θα συντρέχουν και άλλοι πρόσθετοι παράγοντες εκ των οποίων πρώτος και σημαντικότερος είναι η επαρκής ιδεολογική ισχύς των υποτελών κοινωνικών τάξεων και η εκπροσώπησή τους από ταξικά αυτόνομες πολιτικές οργανώσεις. Αντί λοιπόν μιας μηχανικής, αυτόματης αιτιακής σχέσης, όπου μια κρίση κοινωνικής αναπαραγωγής (δηλαδή η διακεκομμένη, ατελής αναπαραγωγή των υποτελών τάξεων) θα οδηγούσε αυτομάτως, με ένα πρώτο βήμα, σε κρίση ηγεμονίας και από εκεί με ένα δεύτερο βήμα σε μια πολιτική κρίση αμφισβήτησης της αστικής κυριαρχίας, έχουμε μια ροπή, μια ιστορική τάση προς μια τέτοια πολιτική κρίση. Αν αυτή η τάση καταλήξει όντως σε κρίση πολιτικής ηγεμονίας και από εκεί σε πολιτική κρίση, εξαρτάται από αστάθμητους παράγοντες (Althusser 1982[2004]), δηλαδή από παράγοντες που μπορούν να υπάρχουν ή να μην υπάρχουν σε μια χώρα και σε μια ιστορική στιγμή, ξεκινώντας από την ικανότητα των υποτελών κοινωνικών τάξεων να οργανώνουν πολιτικά τη δυσαρέσκεια που προκαλεί η κρίση ηγεμονίας με τελικό σημείο πρόσκρουσης το αστικό κράτος.[3]
Επομένως, η έννοια της ιστορικής τάσης που χρησιμοποιεί ο Καρλ Μαρξ για να περιγράψει αυτόν τον τύπο αιτιότητας συνεπάγεται ότι, προκειμένου να υπάρξει πολιτική κρίση αμφισβήτησης της αστικής κυριαρχίας, πρέπει να υπάρχουν όλες ανεξαιρέτως οι προϋποθέσεις της: όχι μόνο να προσφέρεται το έδαφος των ταξικών συγκρούσεων από τις μεγάλες διαρθρωτικές κρίσεις του καπιταλισμού αλλά και οι αστάθμητοι παράγοντες να είναι ευνοϊκοί.
Μεταξύ δε αυτών των παραγόντων, ο κυριότερος είναι η ικανότητα των πολιτικών μας δυνάμεων να οργανώσουν τη συνάντηση αυτών των αστάθμητων παραγόντων επάνω στο έδαφος των αντικειμενικών συνθηκών, να υποδαυλίσουν τη δυσαρέσκεια και τον θυμό, και όλα τα ρυάκια τους να τα οδηγήσουν σε ένα κοινό σημείο πρόσκρουσης, που είναι το αστικό κράτος, αυτός ο υπέρτατος, μακροχρόνιος οργανωτής της πολιτικής ισχύος της κεφαλαιοκρατικής τάξης. Διότι οι αστάθμητοι παράγοντες που προϋπάρχουν δεν συναντώνται εύκολα μόνοι τους: Χρειάζεται ένα όργανο που θα απεργαστεί την ενότητά τους, θα τους συγκεντρώσει και θα καταστήσει εφικτή τη συνάντησή τους και τη σύνθεσή τους. Πριν υπάρξει αυτή η συνάντηση,[4] δεν υπάρχει τίποτα συγκροτημένο, υπάρχουν απομονωμένες συνθήκες χωρίς συνοχή (Althusser 2001), και αυτό ακριβώς υποδηλώνει η μαρξιστική έννοια της ιστορικής τάσης (Balibar 1968). Υποδηλώνει την ύπαρξη μιας απουσίας, ενός κενού που αφήνει σε εκκρεμότητα αν θα υπάρξει τελικά το ξέσπασμα μιας πολιτικής κρίσης. Την απουσία αυτή, το κενό αυτό, καλούνται να καλύψουν οι αυτόνομες πολιτικές οργανώσεις των υποτελών κοινωνικών τάξεων, καλείται να το καλύψει η αισιοδοξία της βούλησης.
Η μετάβαση από την κρίση αναπαραγωγής στην ανοιχτή πολιτική κρίση περιλαμβάνει δύο βήματα. Το πρώτο είναι ο μετασχηματισμός της κρίσης κοινωνικής αναπαραγωγής σε κρίση πολιτικής ηγεμονίας (κρίση νομιμοποίησης της κυβερνητικής πολιτικής ή και του ίδιου του καθεστώτος) και το δεύτερο είναι ο μετασχηματισμός της κρίσης ηγεμονίας σε ανοιχτή πολιτική κρίση. Σε ό,τι αφορά το πρώτο βήμα, υπάρχουν χώρες στις οποίες η κρίση αναπαραγωγής μέχρι τώρα δεν μετατρέπεται σε κρίση πολιτικής ηγεμονίας για ιστορικούς λόγους (στις ΗΠΑ π.χ. ο νεοφιλελευθερισμός επέχει θέση μαζικής ιδεολογίας σύμφωνα με την οποία κάθε άτομο είναι υπεύθυνο για την ενδεχόμενη ανεργία, φτώχεια ή περιθωριοποίησή του). Σε άλλες χώρες αντιθέτως, κυρίως στη δυτική Ευρώπη, για αστάθμητους λόγους, που ανάγονται στην ιστορία της ηπείρου, η μετατροπή της κρίσης κοινωνικής αναπαραγωγής σε κρίση ηγεμονίας είναι σχετικά εύκολη ή αυτόματη, όπως συνέβη και στην περίπτωση της Ελλάδας στη διάρκεια της τρέχουσας κρίσης. Μας απομένει λοιπόν το δεύτερο βήμα, δηλαδή ο μετασχηματισμός της κρίσης πολιτικής ηγεμονίας σε ανοιχτή πολιτική κρίση. Αυτός είναι ο μοναδικός σπασμένος κρίκος της αλυσίδας που οδηγεί από την κρίση του ελληνικού καπιταλισμού σε μια ανοιχτή πολιτική κρίση όπου θα πρωταγωνιστούσαν και πάλι οι δυνάμεις της εργασίας, οι υποτελείς κοινωνικές τάξεις.
Το πεδίο του ανταγωνισμού που ανοίγεται μπροστά μας
Αυτή είναι η τέταρτη διαρθρωτική κρίση του καπιταλισμού. Την πρώτη φορά, στη δεκαετία του 1880, ο καπιταλισμός δραπέτευσε από την κρίση του με τη δεύτερη βιομηχανική επανάσταση, που έφερε τα πάνω κάτω και του έδωσε μακρόχρονη πνοή. Τη δεύτερη φορά, στη δεκαετία του 1930, εφάρμοσε το σχέδιο απόδρασης από την κρίση που συνέλαβαν ο Κέινς και ο Ρούσβελτ. Την τρίτη φορά, στη δεκαετία του 1980, εφάρμοσε το σχέδιο της Θάτσερ και του Ρίγκαν, του νεοφιλελευθερισμού.
Τώρα, την τέταρτη φορά, ο καπιταλισμός δεν έχει ούτε βιομηχανική επανάσταση ούτε πολιτικό σχέδιο εξόδου από την κρίση του. Τώρα η ιστορική συγκυρία είναι διαφορετική: Η άρχουσα τάξη δεν μπορεί να κυβερνήσει όπως παλιά, ούτε έχει τη βοήθεια αστάθμητων παραγόντων και από μηχανής θεών. Η ποσοτική ανάλυση της διαρθρωτικής κρίσης του καπιταλισμού (Dumenil & Levy 2011, 2016· Weiss 2015) δείχνει ότι το μόνο που έχει απομείνει στην άρχουσα τάξη είναι να απαξιώνει την εργασία – και αυτό κάνει: και δεν μπορεί να το κάνει παρά μόνο διατηρώντας την ανεργία σε υψηλά επίπεδα, «απελευθερώνοντας» την αγορά εργασίας από τα δεσμά που επιβάλλει στο κεφάλαιο η προστασία των μισθωτών, και σπρώχνοντας στο περιθώριο των υπολειμματικών πληθυσμών μεγάλες μάζες των υποτελών κοινωνικών τάξεων.
Μπορεί οι υποτελείς κοινωνικές τάξεις στην Ευρώπη να παρακολουθούν την επιθετικότητα της αστικής τάξης ηττημένες και παραλυμένες από τον φόβο, χωρίς οργανωτική συγκρότηση ή ιδεολογική ισχύ, αποκομμένες από την ίδια την επαναστατική ιστορία τους, με μνήμη θολή και αδύναμη, αλλά και ο αντίπαλός τους για πρώτη φορά δεν μπορεί ή δυσκολεύεται να ηγεμονεύσει πολιτικά, και το πάθος για κέρδος, η παράφορη αγάπη για τα χρήματα που μετατρέπεται τελικά σε σφοδρή επιθυμία ιδιοποίησης της εργασίας των άλλων, όλο αυτό το παραλήρημα της απληστίας δεν μετουσιώνεται σε γενικό συμφέρον, εμφανίζεται δηλαδή σαν αυτό που πράγματι είναι: το γυμνό συμφέρον των κατόχων του χρήματος που έγινε κεφάλαιο, που έγινε μέσο ιδιοποίησης της εργασίας των άλλων.
Αυτά όμως δεν καταλήγουν αυτομάτως σε πολιτική κρίση αμφισβήτησης της αστικής κυριαρχίας. Αν είναι αλήθεια ότι η οικονομική κρίση οδηγεί με εμφανέστατο τρόπο σε κρίση κοινωνικής αναπαραγωγής στην Ελλάδα,[5] και επιπλέον αυτομάτως μετατρέπεται σε κρίση πολιτικής ηγεμονίας (κάτι που δεν είναι καθόλου προφανές για άλλες χώρες), δηλαδή σε κρίση ηθικής νομιμοποίησης της κυρίαρχης πολιτικής και των εκπροσώπων της, είναι επίσης αλήθεια ότι η κρίση πολιτικής ηγεμονίας αυτή τη στιγμή, μετά την ταξική αποστασία του Αλέξη Τσίπρα και των συντρόφων του, δεν μπορεί πια να μετατραπεί αυτομάτως σε πολιτική δράση με σημείο πρόσκρουσης τον νεοφιλελευθερισμό, την πολιτική των μνημονίων και την αστική κυριαρχία.
Τι να κάνουμε λοιπόν; Να αποκαταστήσουμε τον σπασμένο κρίκο μεταξύ κρίσης πολιτικής ηγεμονίας (κρίσης νομιμοποίησης του καθεστώτος) και πολιτικής δράσης. Όλοι οι άλλοι κρίκοι της αλυσίδας που οδηγεί από την οικονομική κρίση του καπιταλισμού στην ανοιχτή πολιτική κρίση του καθεστώτος βρίσκονται στη θέση τους ακόμα και μετά τη συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Το καθεστώς δεν έχει πια καμιά ηθική νομιμοποίηση και γι’ αυτόν τον λόγο είναι αδύναμο. Και επειδή είναι αδύναμο καταφεύγει στην καταστολή, στον περιορισμό των ελευθεριών και στην αποδυνάμωση των δημοκρατικών θεσμών, στις μαφιόζικες πρακτικές και στις παρέες με τους μαφιόζους, στην πολιτική του φόβου και στον εκχυδαϊσμό της πολιτικής και της κοινωνικής ζωής – και γι’ αυτό, και μόνο γι’ αυτό, εμφανίζεται ως ισχυρό.
Επαφίεται λοιπόν στην εφευρετικότητα, στον ηρωισμό, στη γνώση, στην αντοχή και στο πείσμα που διακρίνει τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες των αυτόνομων οργανώσεων των υποτελών κοινωνικών τάξεων να πυροδοτήσουν τη μετατροπή της κρίσης πολιτικής ηγεμονίας (δηλαδή την κοινή γνώση ότι το γυμνό συμφέρον του κεφαλαίου είναι αντίθετο προς το γενικό συμφέρον), την κρίση νομιμοποίησης της αστικής εξουσίας, σε ανοιχτή πολιτική κρίση με σημείο πρόσκρουσης την πολιτική των μνημονίων, τον νεοφιλελευθερισμό και την αστική κυριαρχία (στην οποία ανήκει πλέον και ο νέος ΣΥΡΙΖΑ). Οι αντικειμενικές συνθήκες ποτέ δεν ήταν πιο ευνοϊκές για εμάς κι ας είναι δυσμενείς οι υποκειμενικές συνθήκες – αυτές εξαρτώνται και από τη βούλησή μας, και όσο περνάει ο καιρός θα συγκλίνουν προς τον ελκυστή τους, που είναι οι αντικειμενικές συνθήκες.
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο