Κριτική Τεύχος #13

Οι δέκα μικρές αναρχικές, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης κι η χαρά της μετανάστευσης

Πέρα λοιπόν από τον -αδιαμφισβήτητο- πόνο της ξενιτιάς, το λερωμένο μαντήλι και του κήπου την κορομηλιά (προς αποφυγή παρεξηγήσεως, τα τελευταία τα αναφέρω με αγάπη και χωρίς καμία ειρωνεία), υπάρχει και αυτή η πλευρά της μετανάστευσης, που μας τη θυμίζουν ο Λουκιανός και ο Ντανιέλ ντε Ρουλέ: η επιθυμία να δούμε άλλους ανθρώπους, το όνειρο να ζήσουμε πιο όμορφα, η ανάγκη μιας νέας αρχής, η χαρά του ταξιδιού.

Δέκα μικρές αναρχικές
Ντάνιελ ντε Ρουλέ
μετάφραση Γιώργος Χαρλαμπίτας
Οι εκδόσεις των συναδέλφων, 2021 | 192 σελίδες

 

Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης δεν θέλησε ποτέ να γραφτεί στο πάνθεον των μεγάλων Ελλήνων τραγουδοποιών. Σαν να κρατούσε μια απόσταση. Όπως ίσως κρατούσε και μια απόσταση από τη μουσική και τους στίχους του, ακόμα κι όταν αυτά αφορούσαν θέματα σοβαρά. Η κοινωνική κριτική στο τραγούδι του έχει μαζί και μια αυτοκριτική, ένα σαρκασμό, λίγη ειρωνεία. 

Χάρη σε αυτή την απόσταση κατάφερε να μας αφήσει κάποια τραγούδια-τομές, τουλάχιστον σε σχέση με τα υπόλοιπα σύγχρονά του τραγούδια που αναφέρονται σε αντίστοιχη θεματική. Κάποια από αυτά τα έγραψε ο ίδιος, άλλα τα ανακάλυψε, τα ξεσκόνισε και μας τα σέρβιρε, λαμπερά και παιχνιδιάρικα. Ένα από αυτά, γραμμένο από τον Τζίμη Μακούλη το 1950, αποτελεί κατά τη γνώμη μου το πιο φιλομεταναστευτικό τραγούδι του ελληνικού πενταγράμμου:

Μες στη φτώχεια και στην απονιά
έχω ζήσει τα πιο όμορφά μου χρόνια.
Γι’ αυτό άνοιξε ναύτη τα πανιά,
για να φύγω απ’ αυτόν τον ντουνιά.

Βίρα τις άγκυρες για ξένους τόπους
να δουν τα μάτια μας άλλους ανθρώπους.
Σ’ άλλα λιμάνια, σε ξένα μέρη
μας πάει πρίμα μακριά τ’ αγέρι.
Βίρα τις άγκυρες και βάλε πλώρη
μακριά απ’ το έρημο το φτωχοχώρι.

Ακούστε τώρα το τραγούδι που συνέθεσε μια παρέα από δέκα «ανέμελες γυναίκες», καθώς ετοιμάζονται να μεταναστεύσουν από το ελβετικό τους φτωχοχώρι:

Ο Ιούρας είναι σαν τάφος 
Που μας κρύβει την Ελβετία
Ένας πιο πλατύς και πιο όμορφος ουρανός 
Λάμπει στην Παταγονία

Φιλενάδες να φύγουμε
Η Παταγονία 
Είναι η ζωή.

Να διασχίσουμε με κέφι τη θάλασσα
Ν’ αφήσουμε πίσω με τραγούδι και χαρά 
Μια γη
Δυστυχίας
Ν’ αφήσουμε πίσω με τραγούδι και χαρά
Τον πάμφτωχο τόπο μας 
Γιατί είμαστε παραπανίσιες
Ζούμε με τίποτα και λίγα χρόνια

Να φύγουμε, φίλες μου, να φύγουμε
Για τον Ατλαντικό
Για την Αμερική. 

Να φύγουμε, φίλες μου, να φύγουμε
Να αφήσουμε πίσω τα φτωχά μας καντόνια 
Για να ζήσουμε χωρίς πολύ να υποφέρουμε
Ν΄αφήσουμε πίσω μας το Βαλόν
Να σμίξουμε με τους Παταγόνες
Για να ζήσουμε χωρίς πολύ να υποφέρουμε
Πρέπει να φύγουμε απ’ το Βαλόν.  

Όπως μας λέει στο making off ο ίδιος ο συγγραφέας, οι «Δέκα Μικρές Αναρχικές» δεν είναι ένα μυθιστόρημα, αλλά «κάτι σαν ντοκιμαντέρ». Ένα κολάζ από πραγματικές ιστορίες της ελβετικής μετανάστευσης στα τέλη του 19ου αιώνα (ναι, πόσο παράξενο μας ακούγεται ότι μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες υπήρχαν φτωχές μετανάστριες από την Ελβετία). Μαζεύει λοιπόν δέκα νέες γυναίκες που μέσα στην κρίση έπαψαν να πιστεύουν -όπως οι γονείς τους- «στην πρόοδο», έπαψαν να θεωρούν ότι η βιομηχανία «θα μας κάνει όλους ευτυχισμένους», μπούχτισαν από την αποπνικτική ηθική των μικρών τους χωριών, γοητεύτηκαν από τις ταξιδιωτικές αγγελίες και τις υποσχέσεις της Νέας Γης, ενθουσιάστηκαν από τα επαναστατικά εργατικά ρεύματα της εποχής τους και θέλησαν να φύγουν. Θέλησαν να φύγουν μαζί, μόνο γυναίκες, κάποιες με παιδιά, αλλά χωρίς άντρες, να φτιάξουν ένα αγρόκτημα, έναν συνεταιρισμό ή ακόμα μια νέα κοινωνία. Και ξεκινούν τραγουδώντας, γεμάτες ζωή, σχέδια κι ενθουσιασμό.

Μια παλιά συζήτηση

Πέρα λοιπόν από τον -αδιαμφισβήτητο- πόνο της ξενιτιάς, το λερωμένο μαντήλι και του κήπου την κορομηλιά (προς αποφυγή παρεξηγήσεως, τα τελευταία τα αναφέρω με αγάπη και χωρίς καμία ειρωνεία), υπάρχει και αυτή η πλευρά της μετανάστευσης, που μας τη θυμίζουν ο Λουκιανός και ο Ντανιέλ ντε Ρουλέ: η επιθυμία να δούμε άλλους ανθρώπους, το όνειρο να ζήσουμε πιο όμορφα, η ανάγκη μιας νέας αρχής, η χαρά του ταξιδιού.

Τα αντιρατσιστικά κινήματα, ακόμα κι οι ίδιοι οι μετανάστες κι οι μετανάστριες, απωθούν συχνά αυτή την πλευρά. Είναι λογικό. Μπροστά στο δράμα της προσφυγιάς, όταν ο άλλος ή η άλλη αποδρά από ένα τοπίο πολέμου ή απόλυτης κοινωνικής καταστροφής, διασχίζει ναρκοπέδια και αντιμετωπίζει θανατηφόρες επαναπροωθήσεις, για να καταλήξει σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης ή με μια απορριπτική απόφαση στα χέρια, δεν είναι εύκολο να μιλάμε για όνειρα, για ταξίδια και χαρές. Πρέπει όμως –και θα προσπαθήσω παρακάτω να θυμίσω γιατί. 

Κάπου στις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 2000, στα ντουζένια των Κοινωνικών Φόρουμ, ήρθαμε για πρώτη φορά σε επαφή με αυτές τις σκέψεις (αξίζει να αναφέρουμε ενδεικτικά τη δουλειά ανθρώπων σαν τον Sandro Mezzadra). Ήταν για εμάς μια τομή: η κριτική στην αιώνια θυματοποίηση του «πρόσφυγα», η αναγνώριση της μετανάστευσης ως μια ενεργή κίνηση/κίνημα, μια κοινωνική δυναμική που αμφισβητεί ενσώματα τα σύνορα και το καθεστώς των εθνικών κρατών, που ταράσσει τον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και που διεκδικεί το δικαίωμα να το κάνει αυτό ανεξαρτήτως αιτίας, χωρίς να χρειάζεται να δικαιολογηθεί με βάση τον τάδε πόλεμο ή τη δείνα απειλή, αλλά επειδή αυτό επιθυμεί.[1]

Αυτό διακυβεύεται σε τελευταία ανάλυση: το δικαίωμα να φεύγεις όχι γιατί είσαι κυνηγημένος από βόμβες ή δικτάτορες, αλλά απλά γιατί θέλεις να φύγεις από τη μιζέρια, να ζήσεις κάπου καλύτερα, ή έστω κάπου που πιστεύεις εσύ ότι θα είναι καλύτερα. Ή ακόμα και για πιο ταπεινά κίνητρα: γιατί σε έλκουν τα κυρίαρχα κοινωνικά, οικονομικά, πολιτιστικά παραδείγματα. Γιατί θέλεις να βγάλεις λεφτά. Γιατί στην Αμερική «κοσκινίζεις το χαλίκι και βγάζεις όσα εδώ σε ένα χρόνο». 

Βέβαια, από μια πάρα πολύ μακροοικονομική σκοπιά, η κίνηση αυτή δεν είναι παρά η έλξη που ασκεί το συσσωρευμένο κεφάλαιο στην «παραπανίσια» εργατική δύναμη, μια δύναμη σχεδόν φυσική, σαν την έλξη που ασκεί στις μέλισσες μια ανθισμένη κορομηλιά. Σαφώς, η κίνηση αυτή είναι αναγκαία για την αναπαραγωγή, την αναζωογόνηση του κεφαλαίου, ήδη από την εποχή που οι αγρότες της Αγγλίας αφήναν, εθελοντικά ή με το ζόρι, τα χωριά τους για το Μάντσεστερ. Αλλά ο 20ός κι ακόμα περισσότερο ο 21ος αιώνας απέδειξαν ότι τα πράγματα είναι πιο σύνθετα: από κάποιες σκοπιές, το κεφάλαιο χρειάζεται τη μετανάστευση, από άλλες είναι καλύτερα να εκμεταλλεύεται, ή απλά να εγκλωβίζει, τους ανθρώπους στον τόπο τους. 

Καμία πρόθεση να μπλέξουμε εδώ με αυτή την αντιπαράθεση, που εμπλέκει πολλά και δυσεπίλυτα θέματα, από τον ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό ως τις εθνικές εξεγέρσεις ή τον δομικό ρατσισμό της κυρίαρχης ιδεολογίας. Αυτό που θέλουμε να επαναφέρουμε είναι η αναζωογονητική συζήτηση που είχαμε ανοίξει τότε γύρω από το δικαίωμα των ανθρώπων να διαλέγουν ζωή, ή, για να πούμε το ίδιο πράγμα με όρους ταξικούς και όχι ανθρωπολογικούς, το αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα των εργατών και των εργατριών να επιλέξουν αυτοί που θα πουλήσουν την εργασιακή τους δύναμη. Η μετάβαση δηλαδή από τα δικαιώματα των μεταναστών στο δικαίωμα στη μετανάστευση.

Αν θέλαμε ωστόσο αυτή η μετάβαση να μη μείνει σε μια ακαδημαϊκή κριτική και να αφορά την πολιτική πρακτική, έπρεπε να μην ξεχνάμε και την άλλη πλευρά: τη φτώχεια και την απονιά, τόσο στο φτωχοχώρι της καταγωγής, όσο και στην κοινωνία υποδοχής. Το δικαίωμα στη μετανάστευση δεν σημαίνει τίποτα χωρίς χαρτιά, χωρίς τα συμβατικά, αλλά τόσο ζωτικά, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα. Προσπαθούσαμε λοιπόν να ισορροπήσουμε ανάμεσα «στην ελευθερία της μετακίνησης και το δικαίωμα στην παραμονή». Διαφορετικά, θα σχεδιάζαμε μια καρικατούρα της ανθρώπινης αγωνίας και του μεταναστευτικού αγώνα. 

Ένας αγώνας, που όσο ηρωικός και αν είναι, όσο ζωτικός για τους ίδιους και αναγκαίος για την κοινωνική αλλαγή, δεν μπορούμε να παραγνωρίζουμε ότι στις περισσότερες ατομικές περιπτώσεις καταλήγει σε αποτυχία, αν όχι σε τραγωδία. Η απλή προσδοκία «να ζήσουμε χωρίς πολύ να υποφέρουμε», αποδεικνύεται πολύ υψηλή για την πλειονότητα της ανθρωπότητας, κι αυτό είναι κάτι που δεν έχει αλλάξει από τον 19ο αιώνα ως σήμερα. 

«…και τότε δεν έμεινε καμιά»

Όπως λέει ο ίδιος ο συγγραφέας, στη μέχρι τώρα ιστορία της ελβετικής μετανάστευσης τεκμηριωμένες είναι μόνο οι επιτυχημένες ιστορίες: «αυτοί που απέτυχαν, πέθαναν από ασθένειες, πέθαναν από πείνα, δολοφονήθηκαν, δεν μνημονεύονται σχεδόν καθόλου. Ήθελα να αποτίσω φόρο τιμής σ’ αυτούς, χωρίς να καταφύγω σε ρομαντισμούς». 

Παρόμοια πορεία θα ακολουθήσουν  λοιπόν και οι δέκα «ανέμελες γυναίκες». Δεν είναι σπόιλερ, από την πρώτη σελίδα μαθαίνουμε ότι μία-μία χάνονται. Η ιστορία τους είναι μια ιστορία από αποτυχίες και νέα σχέδια, από ψεύτικες υποσχέσεις και νέες φυγές, από εκμετάλλευση κι εξεγέρσεις, από έρωτες, γέννες και απογοητεύσεις και φυσικά από καταστολή, κακοποίηση, ακόμα και δολοφονίες –δηλαδή μια τυπική ιστορία μετανάστευσης. 

Πουθενά όμως στην αφήγηση δεν εννοείται ότι απέτυχαν, ότι θα ήταν καλύτερα να έμεναν «παραπανίσιες» σε «μια γη δυστυχίας». Η Βαλεντίν, η τελευταία που μένει ζωντανή για να μας διηγηθεί τις περιπέτειές τους,  δηλώνει με ικανοποίηση ότι «όλες ζήσαμε πλέρια». Έτσι, δεν χάνει το κέφι της ούτε στις πιο δύσκολες στιγμές της ιστορίας τους. Η αφήγησή της δεν μοιάζει ούτε με λυρικό μοιρολόι, ούτε με έπος μάχης. Ακολουθεί αντίθετα το μοτίβο ενός παλιού χαριτωμένου παιδικού τραγουδιού για τους δέκα μικρούς νέγρους, που χάνονται ένας-ένας σε κάθε στροφή του τραγουδιού. «Δεν έχω», λέει, «διάθεση ούτε να αστειευτώ, ούτε να προσποιηθώ ότι ήμασταν άγιες». Αλλά αγαπά πολύ τις συντρόφισσές της για να τις λυπηθεί, για να τις βάλει στη θέση ενός ανυπεράσπιστου θύματος –ακόμα και όταν ήταν τα θύματα των πιο φρικαλέων πράξεων. Η θυματοποίηση δεν ταιριάζει στις μαχήτριες της ζωής. Κι αν κάποιες είναι σίγουρα μαχήτριες, ε, αυτές είναι οι μετανάστριες.

Χάρηκα πολύ όταν ξαναβρήκα αυτή την οπτική στις «10 μικρές αναρχικές», ένα βιβλίο απολαυστικό, γεμάτο γνώση και πολύ χρήσιμο. Γιατί -όπως λέγαμε παραπάνω- δεν αρκεί να καταγγέλλεις τις αιτίες ή τα βάσανα της προσφυγιάς, χωρίς να υπερασπίζεσαι ταυτόχρονα το δικαίωμα, την επιλογή της μετανάστευσης. Ειδικά σήμερα, καθώς το πρόβλημα δεν είναι πια η θυματοποίηση των προσφύγων εκ μέρους ενός μέινστριμ ανθρωπισμού, αλλά η υποβάθμισή τους από τον ίδιο τον ρατσιστικό λόγο σε άβουλα «θύματα» των «αδίστακτων δουλεμπόρων», ή σε πιόνια γεωπολιτικών παιχνιδιών.

Οι επάλληλες κρίσεις από το 2008 διέκοψαν κάπως βίαια εκείνη τη γόνιμη συζήτηση. Η προσφυγική κρίση των τελευταίων ετών δεν μας άφησε περιθώρια για τέτοιες πολυτέλειες. Κρίμα, γιατί όσο κι αν υποφέρουν οι πρόσφυγες, η αλήθεια δεν αλλάζει: πέρα από τον πόνο, συνεχίζει να υπάρχει η αναζήτηση της χαράς, το τόσο απλό όνειρο μιας καλύτερης ζωής. Και σε μεγάλο βαθμό, να παραμένει ακόμα και σήμερα το κυρίαρχο κίνητρο των περισσότερων προσφύγων και μεταναστών, επαρκές από ό,τι φαίνεται για να σταθούν αντιμέτωποι σε κάθε κίνδυνο, σε κάθε καταστολή.


Το κείμενο του Νίκου Νικήσιανη επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)

Υποσημειώσεις[+]

Σχετικά με τον συντάκτη

Νίκος Νικήσιανης

Ο Νίκος Νικήσιανης είναι Διδάκτορας Βιολογίας, με ιδιαίτερο αντικείμενο την ιστορία της Οικολογίας και τις επιρροές της κυρίαρχης ιδεολογίας πάνω στις επιστημονικές διαδικασίες. Ζει κι εργάζεται στη Θεσσαλονίκη, όπου συμμετέχει κατά το δυνατό σε κοινωνικά κινήματα κι αριστερές συλλογικότητες της πόλης. Θα ήθελε να είναι και σε κάποιο σωματείο, αλλά δεν τα πολυκαταφέρνει μέχρι τώρα.

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange