Κριτική Τεύχος #14

«Παρεμποδίζοντας την Αποστασία – Ιουλιανά 1965: Κοινωνική διαμαρτυρία και Αριστερά», Κων. Λαμπράκης

Η μελέτη του Κωνσταντίνου Λαμπράκη επιχειρεί να διερευνήσει διεξοδικά τα βαθύτερα αίτια, τις προοπτικές, τις κοινωνικές τάσεις και τους πολιτικούς παράγοντες που οδήγησαν στην έκρηξη των Ιουλιανών, υιοθετώντας τη διεπιστημονική έρευνα μεταξύ ιστορίας και πολιτικής κοινωνιολογίας.

Παρεμποδίζοντας την Αποστασία – Ιουλιανά 1965: Κοινωνική διαμαρτυρία και Αριστερά
Κωνσταντίνος Λαμπράκης
Πρόλογος: Γιάννης Μαυρής
Τόπος, Αθήνα 2025 | 266 σελίδες

 

Γράφει ο Ιωάννης Βαρθολομαίος, διδάκτορας του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου

 

Φέτος συμπληρώνονται εξήντα χρόνια από τα «Ιουλιανά» και την «Αποστασία» του 1965. Τα Ιουλιανά αποτέλεσαν ένα συγκρουσιακό γεγονός που καθόρισε τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας –και λειτούργησε ως τομή της μετεμφυλιακής και προδικτατορικής περιόδου– φέρνοντας στο προσκήνιο τη συλλογική δράση υπό τα ριζοσπαστικά αιτήματα του εκδημοκρατισμού και των συλλογικών πολιτικών διεκδικήσεων. Υπό αυτό το πρίσμα, η κινητοποίηση των «70 ημερών» των Ιουλιανών ήταν η πρώτη ενεργή και αδιαμεσολάβητη παρέμβαση των λαϊκών μαζών απέναντι όχι μόνο στη βασιλική εκτροπή που συντελέστηκε εκείνο το διάστημα, αλλά, πολύ περισσότερο, στις πάγιες κοινωνικές αντιθέσεις του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και των δομών του. 

Στην παραπάνω δυναμική έρχεται να συνεισφέρει το βιβλίο Παρεμποδίζοντας την Αποστασία. Ιουλιανά 1965: Κοινωνική διαμαρτυρία και Αριστερά του Κωνσταντίνου Λαμπράκη. Η μελέτη του Λαμπράκη δεν αναλώνεται σε μια ισχνή ιστορική καταγραφή των γεγονότων μέσα από μια καλειδοσκοπική ματιά των ευρύτερων κοινωνικοπολιτικών συσχετισμών, αλλά αντιθέτως επιχειρεί να διερευνήσει διεξοδικά τα βαθύτερα αίτια, τις προοπτικές, τις κοινωνικές τάσεις και τους πολιτικούς παράγοντες που οδήγησαν στην έκρηξη των Ιουλιανών, υιοθετώντας τη διεπιστημονική έρευνα μεταξύ ιστορίας και πολιτικής κοινωνιολογίας. 

Η πρωτοτυπία της συγκεκριμένης έρευνας έγκειται στο γεγονός πως σκιαγραφεί την ιστορική συνθήκη εστιάζοντας στα δρώντα υποκείμενα που κινητοποιήθηκαν –το διαμαρτυρόμενο πλήθος– μέσα από τα κοινωνικά κινήματα όπως ήταν το εργατικό – συνδικαλιστικό, το φοιτητικό κίνημα και η Τοπική Αυτοδιοίκηση. Ωστόσο, ο συγγραφέας δεν μένει εκεί, αλλά προχωρά σε μια κομβική επανερμηνεία των γεγονότων μέσα από την πρόσληψη τους στον χώρο της ελληνικής Αριστεράς. Για αυτόν τον σκοπό, καταφεύγει σε μια επίπονη και αξιέπαινη μελέτη των ιστορικών πηγών που περιλαμβάνει τον ημερήσιο πολιτικό Τύπο της περιόδου, το αρχειακό υλικό των κομμάτων, των πολιτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων καθώς και σε συνεντεύξεις με τους πρωταγωνιστές της εποχής. Με αυτή την έννοια, η παραγωγική αξιοποίηση των ποιοτικών και ποσοτικών δεδομένων καθιστά την εν λόγω έρευνα πρωτοποριακή. Ο Λαμπράκης συγκεράζει την αρχειακή έρευνα με την ιστορική αφήγηση προσφέροντας μια εννοιολογική διασάφηση των κοινωνικών ερεισμάτων και των πολιτικών δομών που προκάλεσαν την ανάπτυξη του δημοκρατικού διεκδικητικού κινήματος που κορυφώθηκε εντός των Ιουλιανών.

Το βιβλίο χωρίζεται σε πέντε κεφάλαια το καθένα από τα οποία διακλαδίζεται σε επιμέρους υποκεφάλαια αποτελώντας εξελικτικά τα κομμάτια μιας ενιαίας συμπαγούς αφήγησης. Ωστόσο, κάθε κεφάλαιο διατηρεί τη δική του αυτοτέλεια και θα μπορούσε να διαβαστεί και ως μεμονωμένη μελέτη.

Το ιστορικό πλαίσιο

Πιάνοντας το νήμα από το διεθνές περιβάλλον και τη ψυχροπολεμική συνθήκη της μεταπολεμικής Ευρώπης, το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου αναλύει τις ιδεολογικοπολιτικές συνιστώσες της μετεμφυλιακής Ελλάδας (1950-1967) σε συνδυασμό με τις κινηματικές εξεγέρσεις του δυτικού κόσμου της δεκαετίας του 1960. Στην Ελλάδα, όπου το επίσημο πολίτευμα της χώρας ήταν η βασιλευόμενη αντιπροσωπευτική δημοκρατία, η κυβερνητική εξουσία «μπορούσε να ασκείται μόνο από κόμματα που ανήκαν στον «εθνικό κορμό» και τα κριτήρια ένταξης ήταν η αδιαμφισβήτητη αποδοχή του ατλαντισμού και ο δεδηλωμένος αντικομμουνισμός. H άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας στη μετεμφυλιακή Ελλάδα όφειλε όχι μόνο να λειτουργεί εντός του πλαισίου του δυτικού συνασπισμού αλλά και να ευθυγραμμίζεται με τις συγκεκριμένες γεωπολιτικές αναγκαιότητες των ΗΠΑ, εφόσον ο ρόλος της ήταν καθοριστικός στα πολιτικά πράγματα της χώρας» (σελ. 35). 

Η διακυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου (Ε.Κ.) υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου μετά τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου του 1963 λειτούργησε διττά, καθώς από τη μια πλευρά εντασσόταν στη λογική του μετεμφυλιακού καθεστώτος και από την άλλη προωθούσε τον εκδημοκρατισμό προκειμένου να ικανοποιήσει τα αιτήματα των κοινωνικών δυνάμεων που εκπροσωπούσε. Γι’ αυτό και τα κέντρα εξουσίας εκτιμούσαν πως η κυβέρνηση της Ε.Κ. μπορούσε πολύ εύκολα να «παρεκτραπεί» σε καταστάσεις «μη ελεγχόμενες» ανεξαρτήτως της βούλησης του ίδιου του Γ. Παπανδρέου. Αυτή η οπτική εκφραζόταν κυρίως από το παλάτι, καθώς ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ήδη από τις αρχές του 1965 σχεδίαζε να ασκήσει πίεση στον Γ. Παπανδρέου προκειμένου να παραιτηθεί ώστε να υπάρξει μια «κυβέρνηση κεντρώων στελεχών της εμπιστοσύνης των ανακτόρων, με τη στήριξη της EPE, των προοδευτικών και βουλευτών εκλεγμένων με την Ε.Κ.» (σελ. 43). 

Μάλιστα, τα ανάκτορα φαινόταν να έχουν ήδη καταλήξει στον Στέφανο Στεφανόπουλο ως τον καταλληλότερο για την διαδοχή. Αυτό που χρειαζόταν ήταν μόνο μια αφορμή, η οποία και θα ερχόταν με τις κατηγορίες για προσπάθεια διάβρωσης του στρατού από τον τότε υπουργό της Ε.Κ., Ανδρέα Παπανδρέου, και την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ. Στις 15 Ιουλίου του 1965 ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου θα υποβάλει την παραίτησή του «εξαιτίας της άρνησης του βασιλιά Κωνσταντίνου να αποδεχτεί την αντικατάσταση του υπουργού Άμυνας (και έμπιστου των ανακτόρων) Πέτρου Γαρουφαλιά. Σχεδόν αμέσως ο βασιλιάς όρκισε πρωθυπουργό τον πρόεδρο της Βουλής και βουλευτή της Ε.Κ. Γεώργιο Αθανασιάδη-Νόβα» (σελ. 43), εγκαινιάζοντας μια περίοδο πολιτικής αστάθειας με την εναλλαγή τριών διαδοχικών κυβερνήσεων «αποστατών» (κυβερνήσεις Γ. Αθανασιάδη-Νόβα, Η. Τσιριμώκου, Σ. Στεφανόπουλου) προκαλώντας έτσι τη λαϊκή κινητοποίηση με συλλογικές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας που αμφισβητούσαν ευθέως την νομιμοποίηση του καθεστώτος. 

Χαρτογραφώντας την κοινωνική έκρηξη

Το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου επιχειρεί τη χαρτογράφηση του κοινωνικού και πολιτικού περιβάλλοντος των Ιουλιανών με επίκεντρο τις διαδηλώσεις κατά το διάστημα 15 Ιουλίου-24 Σεπτεμβρίου του 1965 σε όλη την Ελλάδα, προβάλλοντας τα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά των δικτύων κινητοποίησης, τη γεωγραφική τους κατανομή καθώς και την ευρύτερη χρονική εξέλιξη του κινήματος που έμεινε γνωστό ως το κίνημα των «70 ημερών». Μέσα από την ενδελεχή έρευνα 724 αναφορών για την κατανομή των συγκεντρώσεων διαμαρτυρίας, η μελέτη του Λαμπράκη τεκμηριώνει τη «συμβολή της ΕΑΜικής τομής στον πολλαπλασιασμό των κοινωνικών υποκειμένων που εξοικειώθηκαν με τη συλλογική δράση. Η ένθερμη υιοθέτηση της διεκδίκησης για εκδημοκρατισμό και τα κοινωνικά αιτήματα των φτωχότερων τάξεων που εμπεριείχε καταδεικνύουν την κοινωνιολογική συνάφεια μεταξύ των κινητοποιημένων υποκειμένων των Ιουλιανών και της ΕΑΜικής αντίστασης» (σελ. 87-88). 

Η μεθοδολογική επιλογή του συγγραφέα γύρω από την χωρική κατανομή των συγκεντρώσεων ενισχύει τα ευρεθέντα πορίσματα και επισημαίνει το σημαντικό ρόλο των ιστορικών πολιτικών ταυτοτήτων στη δημοκρατική κινητοποίηση των Ιουλιανών. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ) που σημείωσε «κορύφωση της οργανωτικής της ανάπτυξης, με τα μέλη να κυμαίνονται περίπου στα 90.000» (σελ. 89) όταν περίπου μια επταετία πριν δεν ξεπερνούσαν τις 9.000. Όπως προκύπτει από την έρευνα, τα δίκτυα της Αριστεράς «αποτέλεσαν καθοριστικό παράγοντα για την πανελλαδική διάχυση της διαμαρτυρίας. Οι περιοχές που η ΕΔΑ συγκρότησε ισχυρές οργανώσεις είχαν προϊστορία κοινωνικών και ταξικών αγώνων και τμήμα του πληθυσμού είχε ιστορικούς δεσμούς με το κομμουνιστικό κίνημα» (σελ. 96).

Υποκείμενα και διαδρομές της διαμαρτυρίας

Επιμένοντας στην εμπλοκή των υποκειμένων στη δημοκρατική διαμαρτυρία των Ιουλιανών, το τρίτο κεφάλαιο σκιαγραφεί το κεντρικό πολιτικό ζήτημα των Ιουλιανών που ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με τα επίδικα του εργατικού – φοιτητικού κινήματος και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Η κοινωνική έκρηξη που σημειώθηκε εντός των Ιουλιανών ενσάρκωνε όχι μόνο μια δυναμική συνδικαλιστικών διεκδικήσεων και επιμέρους αντιμοναρχικών συναισθημάτων, αλλά, πολύ περισσότερο, ένα ευρύτερο αίτημα για ουσιαστικές δημοκρατικές ελευθερίες. Τον Αύγουστο και τον Ιούλιο του 1965 «στην Ελλάδα των περίπου 8 εκατομμυρίων κατοίκων υπήρξαν, κατά προσέγγιση, μισό εκατομμύριο απεργοί. Οι περίπου 400.000, όπως σημείωνε άλλο τεκμήριο της ΕΔΑ, είχαν απεργήσει για τη δημοκρατία» (σελ. 111). Όπως καταδεικνύει η έρευνα, εντοπίζονται «από τις 15 Ιουλίου έως και τις 24 Σεπτεμβρίου 1965 εννέα 24ωρες απεργίες με πολιτικά αιτήματα καταδίκης της καθοδηγούμενης από τα ανάκτορα πολιτικής εκτροπής. Από αυτές τις εννέα οι δύο είχαν πανελλαδικά χαρακτηριστικά, τέσσερις πραγματοποιήθηκαν σε Αθήνα και Πειραιά, δύο στον Βόλο και μία στο Ηράκλειο· τρεις ήταν πανεργατικές και οι υπόλοιπες έξι κλαδικές» (σελ. 111).

Οι απεργιακές κινητοποιήσεις, που κατά τη διάρκεια των Ιουλιανών συνδέθηκαν οργανικά με τις εργατικές διεκδικήσεις και τα πάγια αιτήματα των σωματείων όπως οι ΣΕΟ «115» (Συνεργαζόμενες Εργατοϋπαλληλικές Οργανώσεις που προέκυψαν από τη συνεργασία των συνδικαλιστικών παρατάξεων του Κέντρου και της Αριστεράς) και η ΓΣΕΕ, αποκαλύπτουν την βαθύτερη πεποίθηση των δημοκρατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων «πως η πραγματοποίηση των διεκδικήσεών τους ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την έκβαση του ζητήματος εκδημοκρατισμού της χώρας. Η εγγραφή των εργατικών διεκδικήσεων στο ζήτημα εκδημοκρατισμού του πολιτικού και του κοινωνικού καθεστώτος αποτέλεσε έναν κεντρικό άξονα στον λόγο όλων των εργατικών συνδικαλιστικών πρωτοβουλιών της Αριστεράς καθ’ όλη τη μετεμφυλιακή περίοδο» (σελ. 123).

Όμως, ένα ενδιαφέρον σημείο που ο συγγραφέας χειρίζεται με νηφαλιότητα, αλλά και με βαθιά κριτική γνώση, είναι ακριβώς οι συγκλίσεις των πολιτικών και ιδεολογικών πλαισιώσεων γύρω από ζήτημα του εκδημοκρατισμού, καθώς «ο προγραμματικός λόγος της Ε.Κ. παρείχε «πιστοποίηση» στις διεκδικήσεις του δημοκρατικού εργατικού συνδικαλισμού. Συνεπώς, η προοπτική πτώσης της ΕΡΕ και η ανάληψη της κυβέρνησης από την Ε.Κ. αποδόθηκαν ως «πολιτική ευκαιρία», όπως επίσης και η εξώθηση της κυβέρνησης σε παραίτηση και η βασιλική εκτροπή ως «πολιτική απειλή», γεγονότα που ερμηνεύουν την έκταση της εργατικής κινητοποίησης και των πολιτικών απεργιών κατά τα Ιουλιανά» (σελ. 129). Πιο συγκεκριμένα, το κομβικό σημείο –μέγιστης ιστορικής σημασίας– για την κοινωνική και πολιτική έκρηξη των Ιουλιανών, είναι πως η δράση των υποκειμένων καθοδηγήθηκε από την συλλογική παρέμβαση και διαμαρτυρία εν τη παρουσία κοινών σκοπών –εφόσον τόσο η Ε.Κ. όσο και η ΕΑΔ ερμήνευσαν «με συναφή τρόπο τα γεγονότα που οδήγησαν στην παραίτηση του Γ. Παπανδρέου» (σελ. 146), συμμετέχοντας έτσι σε κοινές δράσεις.

Για να τεκμηριώσει τη προαναφερθείσα δυναμική επανασύγκλισης μεταξύ Αριστεράς και Κέντρου στο πλαίσιο των κοινών διεκδικήσεων, η μελέτη εστιάζει στο φοιτητικό κίνημα και κυρίως στη δράση των φοιτητικών οργανώσεων όπως η ΔΕΣΠΑ (Διοικούσα Επιτροπή Συλλόγων Πανεπιστημίου Αθηνών) και η ΕΦΕΕ (Εθνική Φοιτητική Ένωση Ελλάδος) με στόχο τη δημοκρατική ενότητα στη βάση της απομόνωσης της Δεξιάς και της προάσπισης των συμφερόντων των φοιτητών. Η ΕΦΕΕ «πρωτοστάτησε στις διαμαρτυρίες στο κέντρο της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια των Ιουλιανών […] Από την πλευρά της Αριστεράς, η επανασύγκλιση βασιζόταν στην παραδοχή πως η πτώση της κυβέρνησης της Ε.Κ. αποτελούσε κίνδυνο για τον εκδημοκρατισμό αλλά και για την υπεράσπιση της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης ενόψει πιθανής αντιμεταρρύθμισης από την κυβέρνηση των «αποστατών». Για τους φοιτητές του Κέντρου, πάλι, βασιζόταν στην παραδοχή της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και στην καταγγελία των ξένων παρεμβάσεων στην ελληνική πολιτική σκηνή, κεντρικό ζήτημα για την Αριστερά» (σελ. 146-147).

Ένα σημαντικό κομμάτι των ευρύτερων δημοκρατικών διεκδικήσεων στη διαμαρτυρία των Ιουλιανών ενισχύθηκε και από τη στάση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Εκτός από τη «συμμετοχή της Τοπικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Αττικής (ΤΕΔΚΑ) σε συγκεντρώσεις στο κέντρο της Αθήνας, οι διοικήσεις των δήμων υπήρξαν βασικός φορέας διοργάνωσης δράσεων διαμαρτυρίας στις συνοικίες του ΠΣΠ (Πολεοδομικού Συγκροτήματος Πρωτευούσης)» (σελ. 148). Μάλιστα, σε πολλές συγκεντρώσεις «στις επαρχίες αναφερόταν η παρουσία δημοτικών και κοινοτικών αρχόντων. Συχνά ομιλητές ήταν δήμαρχοι, αντιδήμαρχοι και κοινοτάρχες, όχι χωρίς τον κίνδυνο κυρώσεων από τον αρμόδιο νομάρχη» (σελ. 149). Η εμπλοκή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης σχετιζόταν με ουσιαστικές τις διεκδικήσεις της λαϊκής εξουσίας διότι οι κοινότητες αποτελούσαν και τους ενεργούς διαμεσολαβητές των κοινωνικών αιτημάτων προς την κεντρική πολιτική σκηνή ενέχοντας το κύρος των δημοτικών αρχών και της τοπικής εξουσίας, η δυναμική των οποίων δεν ήταν δεδομένη, αλλά τροφοδοτούμενη από τους απλούς πολίτες.

Ο ρόλος των διαδηλώσεων σε ανοιχτό χώρο

Το τέταρτο κεφάλαιο του βιβλίου πραγματεύεται τις διαδηλώσεις των Ιουλιανών σε ανοιχτό χώρο στο κέντρο της Αθήνας δίνοντας έμφαση τις πρακτικές των διαδηλωτών μέσα από την ανάλυση του πολιτικού και κοινωνικού προφίλ των δρώντων υποκειμένων. Ειδικότερα, οι πορείες και οι ανοιχτές διαδηλώσεις «με επίκεντρο τη διαμαρτυρία στη Βουλή, είχαν τη δυνατότητα να μετατρέπουν τη διάχυτη κοινωνική δυσαρέσκεια σε συγκεκριμένη και «εμπράγματη» πίεση προς όσους «αποστάτησαν» και όσους το διαπραγματεύονταν. Οι επευφημίες υπέρ του Παπανδρέου, στους πιστούς στη λαϊκή εντολή βουλευτές και σε όσους αντιστέκονταν στις πιέσεις ή στις δελεαστικές προσφορές για να αποστατήσουν, οι αποδοκιμασίες σε αυτούς που ενέδωσαν και στις εφημερίδες που υποστήριζαν ανοιχτά ή και παρασκηνιακά την απομάκρυνση του Παπανδρέου, οι συγκεντρώσεις έξω από τη Βουλή κατά την ψηφοφορία για την παροχή εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Νόβα, αλλά και στις κρίσιμες συνεδριάσεις της Κ.Ο. της Ε.Κ. αποτέλεσαν σημαντικότατους παράγοντες στην προσπάθεια ακύρωσης των καθεστωτικών σχεδιασμών –και για αυτόν τον λόγο η καταστολή τους υπήρξε το επίδικο των αστυνομικών επιχειρήσεων» (σελ. 161).

Σε αυτή την κατεύθυνση, η μελέτη εμβαθύνει στις πρακτικές της αστυνομικής καταστολής. Χαρακτηριστικό ήταν το «κρίσιμο συμβάν» της δολοφονίας του φοιτητή Σωτήρη Πέτρουλα στις 21 Ιουλίου, ενώ οι συλλήψεις, οι ξυλοδαρμοί και οι επιθέσεις της αστυνομίας κλιμακώνονταν με το πέρας των μηνών υπό το δόγμα της «μηδενικής ανοχής» προκειμένου να εξασθενίσουν τα κοινωνικά αντανακλαστικά της μαζικής συμμετοχής όπως και συνέβη μετά τις 20 Αυγούστου. Όμως, αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι πως οι πορείες που έλαβαν χώρα στο κέντρο της Αθήνας ήταν προϊόν αυθόρμητων διαδικασιών όπου η αγανάκτηση και η δυσαρέσκεια των υποκειμένων έπαιζε σημαντικό ρόλο. Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο που αποτυπώνεται είναι το κοινωνικό προφίλ των συμμετεχόντων εφόσον «το μεγαλύτερο ποσοστό των τραυματιών και των συλληφθέντων των διαδηλώσεων στο κέντρο της Αθήνας προερχόταν από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Επομένως, τεκμηριώνονται ιστορικά οι αναλύσεις που υπογραμμίζουν τον κεντρικό ρόλο των φτωχότερων στρωμάτων στις διαδηλώσεις των Ιουλιανών και τη στενή σύνδεση του πολιτειακού ζητήματος (εκδημοκρατισμός) με το ταξικό (ταξική πάλη) στην ελληνική μετεμφυλιακή πραγματικότητα» (σελ. 191-192).

Ελληνική Αριστερά και Ιουλιανά

Ένα από τα δεσπόζοντα ερευνητικά ερωτήματα της μελέτης του Λαμπράκη στρέφεται γύρω από το πώς προσελήφθησαν η βασιλική εκτροπή και η κοινωνική έκρηξη των Ιουλιανών από τον χώρο της ελληνικής Αριστεράς που αποτέλεσε τη «ραχοκοκαλιά» της πολιτικής εκπροσώπησης του κινήματος εκδημοκρατισμού. Στο πέμπτο κεφάλαιο του βιβλίου αναλύεται τόσο η γενική πολιτική γραμμή του ελληνικού αριστερού κινήματος για τα Ιουλιανά μέσα από τις θέσεις της ΕΔΑ για τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, όσο και οι ζυμώσεις της τελευταίας με άλλες αντιπολιτευόμενες οργανώσεις της Αριστεράς. Για την ΕΔΑ οι κοινωνικές κινητοποιήσεις την περίοδο διακυβέρνησης της Ε.Κ. «αποτελούσαν συμπλήρωμα της κοινοβουλευτικής της στρατηγικής στην κατεύθυνση άσκησης πίεσης στην Ε.Κ., με στόχο την προώθηση της «δημοκρατικής στροφής». Με τον ίδιο τρόπο προσέγγισε τις κινητοποιήσεις των Ιουλιανών. Οι πορείες, οι συγκεντρώσεις και οι απεργίες δεν χαιρετίστηκαν για τη δυναμική παρεμπόδισης της βασιλικής εκτροπής, αλλά ως παράγοντας πίεσης, καταρχάς στο παλάτι και στη Δεξιά, με στόχο την επίτευξη ενός συμβιβασμού. Δευτερευόντως, στην ηγεσία της Ε.Κ. για την αναθεώρηση της γραμμής του «διμέτωπου» και τη συγκρότηση προγραμματικής ενότητας και συνεργασίας […] Βάσει αυτής της προσέγγισης, οτιδήποτε διευκόλυνε την κεντρική διευθέτηση της κρίσης αντιμετωπίστηκε θετικά, ενώ καταδικάστηκαν και κατεστάλησαν πρακτικές που κλιμάκωναν την πολιτική σύγκρουση» (σελ. 237-238). 

Για την ΕΔΑ οι κοινωνικές κινητοποιήσεις των Ιουλιανών εμπεριείχαν ένα ευρύτερο αίτημα «εκδημοκρατισμού» που αποτελούσε και τη γεφύρωσή της με μαζικά τμήματα του πληθυσμού όπως το φοιτητικό και συνδικαλιστικό κίνημα. Αυτό ήταν μεν μια προτεραιότητα, αλλά στο μέτρο που εξυπηρετούσε του σκοπούς των πολιτικών της επιδιώξεων όπως την «άμεση προκήρυξη ελεύθερων και τίμιων εκλογών με υπηρεσιακή κυβέρνηση κοινής εμπιστοσύνης, περιορισμό του παλατιού στον «συνταγματικό του ρόλο» και κατοχύρωση της πολιτικής συνεργασίας με την Ε.Κ.» (σελ. 214). Έτσι, η ΕΔΑ κατά τη διάρκεια των Ιουλιανών επέλεξε «συμβατικές» μορφές διαμαρτυρίας που περιορίστηκαν στο πλαίσιο της «νομιμότητας» κάτι που «δεν εκτιμήθηκε ως κίνηση «καλής θέλησης» από το μετεμφυλιακό καθεστώς για την «έντιμη» διαπραγμάτευση, αλλά ως ένδειξη αδυναμίας» (σελ. 239). 

Συμπερασματικά, το ιστορικό ζητούμενο που θέτει το πόνημα του Λαμπράκη γύρω από τις πολιτικές ελευθερίες και τα δημοκρατικά δικαιώματα έγκειται στην παραδοχή πως η κοινωνική διαμαρτυρία των Ιουλιανών αποτέλεσε μια καθοριστική μετωπική σύγκρουση όλων των δημοκρατικών δυνάμεων ενάντια στο μετεμφυλιακό καθεστώς της Ελλάδας, θέτοντας το ζήτημα της διακυβέρνησης ως προέκταση της λαϊκής κυριαρχίας. Ακόμα και αν χρησιμοποιήθηκε ως «διαπραγματευτικό χαρτί» από την ελληνική Αριστερά χωρίς να πετύχει τις αναμενόμενες πολιτικές μετατοπίσεις, ανέδειξε πως οι οξείες κοινωνικές αντιθέσεις κυοφορούν πάντοτε ένα κύμα αμφισβήτησης που αναδύει νέα πολιτικά υποκείμενα.


 

Το κείμενο του Ιωάννη Βαρθολομαίου επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)

Σχετικά με τον συντάκτη

Marginalia Σημειώσεις στο περιθώριο

Κάθε μήνα, το Marginalia αναζητά την ύλη του στα σημεία συνάντησης πολιτικής, επιστημών και πολιτιστικής παραγωγής. Σε όσα μας ενδιαφέρουν από κριτική σκοπιά. Και σε όσα απλά μας συγκινούν.

Secured By miniOrange