Πώς πάνε στον “παράδεισο” του Αρκά
(Ανατρέχοντας στην ιστορία του γέλιου)
Πέτρος Μαρτινίδης
Ύψιλον, Αθήνα, Φεβρουάριος 2007 | 99 σελίδες
Ο Πέτρος Μαρτινίδης έγραψε το «Πώς πάνε στον “παράδεισο” του Αρκά (Ανατρέχοντας στην ιστορία του γέλιου)» το 2007, ενόσω συνεχιζόταν η Ζωή Μετά, η τελευταία πολύ επιτυχημένη συλλογή του Αρκά, την οποία ακολούθησε μια όλο και μεγαλύτερη πτώση καλλιτεχνικής και χιουμοριστικής ποιότητας στις επόμενες δουλειές του Έλληνα κομίστα. Μια πτώση που μάλιστα συνοδεύτηκε από ένα σημείο και μετά και από μια εντυπωσιακή ιδεολογική μετατόπιση, η οποία έφτασε κάποια στιγμή σε επίπεδα απροκάλυπτης πολιτικής προπαγάνδας.
Αυτή η μεταστροφή ήταν και ο λόγος που, παρότι το βιβλίο αυτό βρισκόταν στη βιβλιοθήκη μου εδώ και πολύ καιρό, δεν αποφάσιζα να το ξεκινήσω. Είναι πολύ πικρό να βλέπεις έναν από τους δημιουργούς που σε έκανε να γελάς μόνος σαν χαζός ή να κουνάς συμφωνώντας το κεφάλι σου για δύο δεκαετίες περίπου, να μετατρέπεται σταδιακά σε κάποιον που το χιούμορ του δεν είναι πλέον απλώς κρύο, αλλά έχει πάψει πολλές φορές να είναι καν χιούμορ και -ακόμη χειρότερα- άλλες τόσες φορές να ξεχειλίζει από ιδεολογήματα με τα οποία είσαι κάθετα αντίθετος.
Παρ’ όλ’ αυτά, πρόσφατα αποφάσισα να το διαβάσω επιτέλους· αφενός ως φόρο τιμής, επειδή πραγματικά πιστεύω ότι μέχρι τη Ζωή Μετά ο Αρκάς μας έδωσε πολύ σπουδαία έργα, και αφετέρου λόγω του υπότιτλου του έργου, καθώς το ζήτημα του γέλιου και των μηχανισμών με τους οποίους παράγεται είναι κάτι που με συναρπάζει. Το ότι το βιβλίο το υπογράφει ένας αρχιτέκτονας, καθηγητής του ΑΠΘ, που τον γνώριζα κυρίως από τα αστυνομικά του βιβλία, αλλά και τις αναζητήσεις του στον χώρο των κόμικ και της «παραλογοτεχνίας», έπαιξε κι αυτό τον ρόλο του. Τελικά, έκανα πολύ καλά που το διάβασα.
Στις σελίδες λοιπόν αυτού του καλαίσθητου σκληρόδετου τομίδιου (εκδόσεις ύψιλον), οι οποίες είναι κάτι λιγότερες από εκατό και περιλαμβάνουν πλούσια έγχρωμη εικονογράφηση, ο Πέτρος Μαρτινίδης επιστρέφει στον Αρκά 15 χρόνια μετά από ένα σύντομο δοκίμιο που είχε γράψει με αφορμή τον Ισοβίτη· στο έργο του Αρκά είχαν προστεθεί πια άλλες πέντε σειρές, οι οποίες έδιναν στον συγγραφέα τη δυνατότητα να αποκτήσει μια πιο σφαιρική εικόνα για το έργο του κομίστα και του επέτρεπαν να χτίσει ένα πολύ ενδιαφέρον ερμηνευτικό σχήμα, το οποίο περιλάμβανε όλα τα έργα του Αρκά ως το 2007.
Ταυτόχρονα, με επίκεντρο τον Αρκά, ο Μαρτινίδης βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για την ιστορία του χιούμορ, για τους μηχανισμούς που το παράγουν, καθώς και για τον ρόλο που παίζει στον ανθρώπινο πολιτισμό. Φυσικά, δεν πρόκειται για ένα αυστηρό επιστημονικό κείμενο, αλλά για μια παιγνιώδη και συχνά χιουμοριστική περιήγηση ενός λάτρη του έργου του Αρκά στα παραδείσια και μη τοπία της τέχνης του.
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε τρία μέρη· στο πρώτο ο συγγραφέας κάνει μια σύντομη ανασκόπηση της ιστορίας του γέλιου, μιλώντας για την προέλευσή του, για διάφορες εκδοχές του, αλλά και στάσεις απέναντί του από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, και για μερικές από τις σημαντικότερες αναλύσεις γύρω από τον μηχανισμό του γέλιου. Στο τέλος αυτής της ενότητας ο Μαρτινίδης καταλήγει στα τρία βασικά στοιχεία αυτού του μηχανισμού (συντομία, ανατροπή, καινοτόμος στοχασμός ή -όπως τα ονομάζει ο ίδιος- έκθλιψη, έκπληξη, έκλαμψη αντίστοιχα) τα οποία σύμφωνα με τον ίδιο υπάρχουν συστηματικά στον Αρκά και συμπυκνώνονται στο έργο του ως «κωμική κατάθλιψη».
Στο δεύτερο μέρος, που καταλαμβάνει τη μισή περίπου έκταση του βιβλίου, ακολουθούμε τον Μαρτινίδη σε μια εύστοχη χρονολογική περιδιάβαση σε όλες τις σειρές του Αρκά, ξεκινώντας από τον Κόκκορα και φτάνοντας ως τη Ζωή Μετά, με τη βοήθεια πολλών σελίδων από αυτές οι οποίες συνοδεύουν το κείμενο. Το πράγματι ευφάνταστο ερμηνευτικό όχημά του σε αυτό το ταξίδι είναι η ύπαρξη ενός «παραδείσιου τοπίου» -μαζί με την αναστροφή (κόλαση) και το ενδιάμεσό του (καθαρτήριο)- σε όλες αυτές τις σειρές. Αυτό εκφράζεται κάθε φορά μέσα από ένα πολλαπλό τριαδικό σχήμα, το οποίο ανιχνεύεται ήδη στη θεμελιώδη συνθήκη του γέλιου που προϋποθέτει τρεις: «εκείνον που προκαλεί το γέλιο, εκείνον που γελά κι εκείνον ή εκείνους που γίνονται καταγέλαστοι» (σελ. 32).
Το σχήμα αυτό αφορά τόσο τους κεντρικούς χαρακτήρες που αναλαμβάνουν σταθερά ή εναλλάξ τους ρόλους ενός «αγαθού Αδάμ, μιας φιλοπερίεργης Εύας και ενός αφειδούς σε προσφορές πειρασμών φιδιού» (σελ. 32), όσο και τα ίδια τα περιβάλλοντα στα οποία δρουν αυτοί οι χαρακτήρες και τα οποία άλλοτε χαρακτηρίζονται από μια παραδείσια απομόνωση και άλλοτε αποτελούν εκδοχές μιας επίσης απομονωμένης κόλασης (δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι «παράδεισος» σήμαινε αρχικά «περίκλειστος κήπος»), με το χιούμορ να δημιουργεί τον ενδιάμεσο τόπο του καθαρτηρίου (γέλιου). Για τον Μαρτινίδη, η μεγάλη επιτυχία του Αρκά είναι το γεγονός ότι φέρνει διαρκώς τους ήρωές του μπροστά σε ποικίλα αδιέξοδα στα οποία το μόνο παράθυρο με θέα είναι το χιούμορ -βέβηλο, αυτοσαρκαστικό και κυρίως ανατρεπτικό απέναντι στη σοβαροφάνεια και κάθε είδους εξουσία.
Όπως ανέφερα και παραπάνω, αυτή η περιδιάβαση ολοκληρώνεται στη Ζωή Μετά, που δεν είχε τελειώσει όταν δημοσιευόταν αυτή η μελέτη. Ευτυχής σύμπτωση μάλλον, αφού μετά από αυτή τη μακροβιότατη σειρά (η οποία, σημειωτέον, είναι και εκείνη που, έπειτα από μια σειρά συμβολικών «παραδείσιων τοπίων» στις προηγούμενες, διαδραματίζεται τελικά στον «κυριολεκτικό» Παράδεισο), επέρχεται η Πτώση -της ευθυβολίας του χιούμορ, της ποιότητάς του και της καθαρτήριας λειτουργίας του στα σκίτσα του Αρκά.
Δεν είναι τυχαίο ότι σε αυτή την καθοδική πορεία έκτοτε ο Αρκάς εγκατέλειψε δύο σταθερές ως τότε του έργου του: την πολλαπλή τριαδικότητα που περιγράψαμε νωρίτερα και τα αδιέξοδα ως πηγή γέλιου. Τη θέση τους παίρνει μια ανισότιμη δυαδική σχέση (Προφήτης – ποίμνιο, τηλεπαρουσιαστής – κοινό) στην οποία αντί για σάτιρα έχουμε όλο και πιο πολύ κούνημα του δαχτύλου -προς το ίδιο το αναγνωστικό κοινό, προς την κοινωνία, προς προοδευτικές ιδέες και τους φορείς τους κοκ.- και αντί για κωμικά αδιέξοδα έχουμε «πολιτικές» και «ιδεολογικές» προτάσεις -κατά βάση αντιδραστικές. Μοιάζει λες και ο Αρκάς να ένιωσε ότι μετά τον Παράδεισο της Ζωής Μετά το μόνο λογικό επόμενο βήμα είναι να μιλήσει πια στο κοινό του από καθέδρας, σαν μηδενιστής προφήτης ή σαν ένας καταθλιπτικός, συντηρητικός Θεούλης, που στην εποχή του #metoo τον ενοχλούν οι δήθεν έξαλλες φεμινίστριες.
Επιστρέφοντας στο βιβλίο, το τρίτο και τελευταίο μέρος του, με τίτλο «Έκθλιψη – Έκπληξη – Έκλαμψη», προσπαθεί να συνάγει τον μηχανισμό του χιούμορ του Αρκά. Ο Μαρτινίδης τον εντοπίζει, όπως περιέγραψε στο δεύτερο μέρος, σε ένα περιβάλλον εγκλεισμού, απομόνωσης, αδιεξόδου, στο οποίο μια παραδείσια τριάδα ηρώων προσπαθεί να αντεπεξέλθει με μαύρο χιούμορ. Ευφυώς μάλιστα επισημαίνει ότι σε καμία από τις σειρές του Αρκά αυτοί οι ήρωες δεν είναι σκέτοι άνθρωποι (κάτι που επίσης άλλαξε μετά τη Ζωή Μετά), αλλά το ζώο είναι διαρκώς παρόν στους ανθρώπινους χαρακτήρες, και φυσικά οι -πολύ- ανθρώπινες συμπεριφορές στους χαρακτήρες ζώων (ή αγγέλων και διαβόλων στην τελευταία σειρά). Το γέλιο στον Αρκά λοιπόν, κατά τον Μαρτινίδη, παράγεται από τις «συγκρούσεις» (και τις «αντιμεταθέσεις» θα προσέθετα εγώ) μεταξύ ανθρώπινου και ζωώδους, ενώ «δοξάζονται, παράλληλα, οι από καταβολής του κωμικού γενικές προϋποθέσεις του γέλιου: συντομία έκβασης, αιφνίδια ανατροπή, κι αποκάλυψη μιας περισσότερο ή λιγότερο σημαντικής αλήθειας» (σελ. 80).
Στη συνέχεια αναλύονται τα τρία αυτά στοιχεία, με τη συντομία («έκθλιψη») να θεωρείται σχεδόν αυτονόητη και κομμάτι της παράδοσης των κωμικών στριπς και την αιφνίδια ανατροπή («έκπληξη») να σημειώνεται ότι προκαλείται είτε από μια «απροσδόκητα γκροτέσκα κατάσταση» (σελ. 83) είτε από μια «εξίσου απροσδόκητη παραδοξολογία» (σελ. 84), που μπορεί να πάρει τη μορφή λογοπαιγνίου ή νοηματικής μετάθεσης. Για τον συγγραφέα όμως, η μοναδικότητα του Αρκά αναδεικνύεται κυρίως στην αποκάλυψη μιας -παράδοξης, ξεχασμένης, παραγνωρισμένης- αλήθειας («έκλαμψη»), η οποία συχνά είναι αμφίσημη, αμφίστομη, αμφίπλευρη, αλλά πάντα πικρή.
Ίσως αυτή είναι και η διαφορά με τον μετά τη Ζωή Μετά Αρκά: στις κατοπινές σειρές του όλο και πιο συχνά αυτή η ιδιότυπη αλήθεια αντικαθίσταται από μια κοινοτοπία που καμώνεται ότι προκύπτει μέσω μιας έκλαμψης και ξεφουρνίζεται σαν μια μεγάλη σοφία, χωρίς ίχνος αυτοσαρκασμού και αυτοϋπονόμευσης.
Και ίσως εδώ έγκειται η αξία του πονήματος του Πέτρου Μαρτινίδη: αντί να έχει ακυρωθεί από την πορεία που ακολούθησε έπειτα η τέχνη του Αρκά, μας παρέχει ακριβώς τα εργαλεία εκείνα για να συνειδητοποιήσουμε τι ακριβώς πήγε στραβά και ο αγαπημένος μας κομίστας μετατράπηκε σε ιεροκήρυκα της εγχώριας alt-right, άλλοτε ισοπεδωτικά μηδενιστή και άλλοτε εκνευριθτικά χαδοχαλούμενο.
Σε κάθε περίπτωση, και μέχρι να υπάρξουν νέες και πιο συστηματικές μελέτες του 40χρονου πλέον έργου του Αρκά, αυτό το μικρό βιβλίο είναι ταυτόχρονα ένας εξαιρετικός οδηγός στα πρώτα 27 χρόνια του και μια καλή αφορμή για να ξαναθυμηθούμε γιατί τον αγαπήσαμε τόσο.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Προσθέστε σχόλιο