Τεύχος #14 1922-23: Σε ποια πέτρα, σε ποιο χώμα

Πρόσφυγες στη Σαλονίκη

Το 1914 είναι το έτος μηδέν για τον προσφυγικό χαρακτήρα των δυτικών συνοικιών της Θεσσαλονίκης. Στο τρίγωνο Καρά Χουσεΐν, Λεμπέτ, Χαρμάνκιοϊ, που το εσωτερικό του το διασχίζει η οδός των Σερρών (σημερινή οδός Λαγκαδά), δεν υφίσταται κανένας οικισμός μέχρι τότε. Η κατάσταση αυτή έμελλε να αλλάξει άρδην.
Εικόνα της οδού Λαγκαδά στη δεκαετία του 1950. Η Σταυρούπολη (Λεμπέτ), την οποία διασχίζει η οδός Λαγκαδά, φιλοξένησε πρόσφυγες και το 1914 και το 1922. Μάλιστα πολλές οικογένειες που ήρθαν το 1914 και επέστρεψαν στις πατρίδες τους το 1919 ήρθαν οριστικά πια το 1922 στο ίδιο μέρος. (Αρχείο ΚΙΘ)

Η δυτική ύπαιθρος της Θεσσαλονίκης, μετά την απελευθέρωση του 1912, δεν είχε κάποιον καλό λόγο ώστε να καταφέρει την ιστορική πόλη να στρέψει το ενδιαφέρον της σ’ αυτήν. Την ερέθιζε απλώς κατά καιρούς με την παρουσία στα εδάφη της ενός βουλγαρικού ή, έστω, φιλοβουλγαρικού ιδρύματος, στου οποίου τη δράση επεμβαίνει τελικά η Ελληνική Πολιτεία. Τα πράγματα αλλάζουν από τον Απρίλιο του 1914. Η ύπαιθρος της δυτικής Θεσσαλονίκης ήρθε στο ιστορικό προσκήνιο, και θα μείνει σε αυτό, διά του μείζονος γεγονότος της εγκατάστασης των προσφύγων.  

Το 1914 είναι το έτος μηδέν για τον προσφυγικό χαρακτήρα των δυτικών συνοικιών της Θεσσαλονίκης. Στο τρίγωνο Καρά Χουσεΐν, Λεμπέτ, Χαρμάνκιοϊ, που το εσωτερικό του το διασχίζει η οδός των Σερρών (σημερινή οδός Λαγκαδά), δεν υφίσταται κανένας οικισμός μέχρι τότε. Το όνομα της περιοχής είναι Ζέιτενλικ, Ελαιώνας. Εκεί κυριαρχούν, από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, κοιμητήρια, ιδρύματα και στρατόπεδα· ακριβώς όπως και τώρα, μόνο που τώρα υπάρχουν και γειτονιές με πολυκατοικίες ανάμεσα, με αφετηρία της οικιστικής παρουσίας το 1914.

Τα προσφυγικά ρεύματα δεν σταμάτησαν ποτέ στην, ελληνική πια, Θεσσαλονίκη και διαμόρφωσαν σταδιακά τον μεταοθωμανικό χαρακτήρα της. Ήδη από τις αρχές του 1914 διαπιστώνεται πρόβλημα εγκατάστασης, κυρίως των προσφύγων από τον Καύκασο, οι οποίοι φτάνουν με δική τους πρωτοβουλία και όχι με κυβερνητική εντολή. Οι Θράκες έρχονται κυνηγημένοι και αυτό τους καθιστά πιο συμπαθείς και αποδεκτούς. Παρόλο το ζόφο που προκαλεί ένα τέτοιο ζήτημα εκπατρισμού και προσφυγιάς, μια αισιοδοξία διαπνέει τα δημοσιεύματα στις αρχές του χρόνου. «Το Δημόσιον θα διανείμη εις τους πρόσφυγας γαίας, ζώα και θα δώση εις αυτούς κατοικίας»

Από τον Οκτώβριο του 1912 μέχρι και το 1924, κατά τον Αλέξανδρο Πάλλη, «η Μακεδονία είδε όχι λιγώτερα από δέκα εφτά μεταναστευτικά ρεύματα, αν λογαριάσει κανείς κι αυτούς που ήλθαν και κείνους που έφυγαν -θα έλεγε κανείς μια αληθινή παλίρροια των εθνών που έρριχνε ακατάπαυστα ανθρώπινα κύματα από τη μια ακτή του Αιγαίου στην άλλη». Πρώτοι κατέφθασαν, το 1913, οι ελληνικοί πληθυσμοί των μερών της Μακεδονίας που είχαν παραχωρηθεί στη Βουλγαρία με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου. Μαζί τους ήρθε και μεγάλο μέρος των Ελλήνων από τα εδάφη που πήρε η Σερβία. Στο τέλος του 1913 έρχονται οι πρώτοι «μετανάστες» από τον Καύκασο. Το μεγάλο κύμα που ακολουθεί, 1913-1914, προέρχεται από τη Δυτική (βουλγαρική) Θράκη για να έρθει και η σειρά, το 1914, της Ανατολικής Θράκης και της Μικράς Ασίας. Πρόσφυγες συνεχίζουν να έρχονται μέχρι το 1918, οπότε αρχίζει η αντίστροφη πορεία μετά την κατάληψη της Δυτικής και της Ανατολικής Θράκης από τον ελληνικό στρατό.

Μέσα στο 1914 επισκέπτεται τους στρατώνες πυροβολικού (στρατόπεδο Παύλου Μελά αργότερα) ο, βασιλιάς πια, Κωνσταντίνος, και έρχεται σε άμεση επαφή με τους πρόσφυγες της περιοχής (Αγία Παρασκευή και Λεμπέτ). Τον Απρίλιο του 1914, στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, πλοία ξεφορτώνουν Έλληνες πρόσφυγες και η ύπαιθρος της Θεσσαλονίκης γεμίζει με σκηνές, μέχρι να χτιστούν τα πρώτα σπίτια. Το γεγονός αυτό περνάει απαρατήρητο στη δημοσιευμένη, στα Χρονικά, αλληλογραφία των Λαζαριστών∙ ο ηγούμενος της κοινότητας των Λαζαριστών στο Ζέιτενλικ, Emile Cazot, πιστεύει πως η τελευταία λέξη στα βαλκανικά ζητήματα δεν έχει ειπωθεί ακόμα, μόνο που δε γνωρίζει ούτε ποιος θα την πει, ούτε τι πρέπει να κάνει ο ίδιος περιμένοντας, αφού το βλέπει πια πως «το Σεμινάριο στο Ζέιτενλικ δεν έχει πλέον λόγο να παραμένει βουλγαρικό έργο».

Προσφυγόπουλα του 1914 στο Λεμπέτ σε φωτογραφία του 1916 μαζί με Γάλλους στρατιώτες της Στρατιάς της Ανατολής. (Αρχείο ΚΙΘ)

Στο ζήτημα της διατροφής των προσφύγων παρεμβαίνει και η βασιλική φιλανθρωπία. Με έξοδα της βασιλομήτορος Όλγας λειτουργεί συσσίτιο στο Ιεροσπουδαστήριο. Το μαγειρείο είναι «ευρύ και μεγαλοπρεπές» και είναι διαθέσιμο «ως εκ των διακοπών της σχολής», λόγω καλοκαιριού. Στρατιωτικά κάρα και δύο μεγάλοι κλίβανοι διατέθηκαν (από το γειτονικό στρατόπεδο;) με διαταγή του στρατηγού Μοσχόπουλου, για τη μεταφορά της σούπας από το Ιεροσπουδαστήριο στα σημεία διανομής (Αγία Παρασκευή και Λεμπέτ) και «έμποροι αποικιακών προσεφέρθησαν να προμηθεύσωσι τα αναγκαία δια το συσσίτιον υλικά άνευ κέρδους»

Οι πρόσφυγες προωθούνται προς το εσωτερικό της Μακεδονίας και για όσους μένουν στη Θεσσαλονίκη επιτάσσονται ή ενοικιάζονται κτίρια και αποθήκες, αλλά όταν οι αριθμοί μεγαλώνουν, τότε επιστρατεύεται η ύπαιθρος. Στα μέσα Απρίλιου αποβιβάζονται από τέσσερα ατμόπλοια κοντά στους 6.000 πρόσφυγες «από ημερών αναμένοντες την σειράν των» και «οι πλείστοι μετεφέρθησαν πλησίον της Αγ. Παρασκευής προσωρινώς, θα εγκατασταθώσι δε εις το εσωτερικόν». Την επόμενη μέρα, νέο δημοσίευμα προσδιορίζει το «πλησίον της Αγίας Παρασκευής» και μας λέει ότι βρίσκεται «εις την θέσιν Λεμπέτι», όπου «εγκατεστάθησαν προσωρινώς επί 450 μεγάλων σκηνών 4.500 πρόσφυγες».

Η χρήση του τοπωνυμίου Λεμπέτ γίνεται για πρώτη φορά σε σχέση με την εγκατάσταση προσφύγων σε σκηνές. Βρίσκεται κοντά στην Αγία Παρασκευή (η επιλογή του «πλησίον της Αγίας Παρασκευής» αντί του «πέραν» και η ύστερη γνώση μας επιτρέπει να θεωρήσουμε πως αυτό το Λεμπέτ δεν είναι το ίδιο μ’ εκείνο των προηγούμενων χρόνων, δηλαδή βορειότερα προς την Ευκαρπία και το Δαούτ Μπαλή).

Το ελληνικό κράτος συγκροτεί υπηρεσίες που φροντίζουν για την υποδοχή, την περίθαλψη και την εγκατάσταση των προσφύγων. Τα προβλήματα είναι πολλά και το έργο των υπηρεσιών δυσχεραίνεται από τις εξελίξεις των αμέσως επόμενων, του 1914, χρόνων. 

Η άφιξη κυβερνητικού κλιμακίου στη Θεσσαλονίκη στα μέσα Απριλίου, δίνει την ευκαιρία στον Τύπο να καταγράψει από πρώτο χέρι την κυβερνητική πολιτική. Έτσι ο Εμμανουήλ Ρέπουλης δίνει συνέντευξη όπου ισχυρίζεται πως όλα θα είχαν τελειώσει αν η κυβέρνηση είχε να κάνει μόνο με τους πρόσφυγες «εκ των βουλγαροκρατούμενων μερών και εκ του Καυκάσου». Όμως προέκυψε «αίφνης» ο «άγριος διωγμός της Θράκης» οπότε ανατράπηκαν όλα τα σχέδια. Είναι σίγουρος για την επιτυχία του έργου της εγκαταστάσεως των προσφύγων. Την ίδια μέρα, άλλη εφημερίδα, μας πληροφορεί πως «τον κ. Βενιζέλο ακολουθεί ο κ. Νεγρεπόντης μετά της κυρίας και θυγατρός του». Σε πέντε μέρες ανακοινώνεται η συγκρότηση της Κεντρικής Επιτροπής Προσφύγων και καταλαβαίνουμε το γιατί η οικογένεια του βουλευτή Αττικής Μιλτιάδη Νεγρεπόντη βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη. Είναι ο πρόεδρος του πιο σοβαρού οργάνου το οποίο θα απασχοληθεί με το μεγάλο έργο της περίθαλψης και της εγκατάστασης των προσφύγων και θα δουλέψει σχεδόν σε όλη τη θητεία του με πολλές δυσκολίες, χωρίς νομοθετική κάλυψη. 

Ο πρόεδρος της Επιτροπής Προσφύγων Μιλτιάδης Νεγρεπόντης αναφέρει συνεχώς στον Ελευθέριο Βενιζέλο προβλήματα που προκύπτουν κατά την άσκηση των καθηκόντων της Επιτροπής, όπως στο ακόλουθο τηλεγράφημα: «Αστυνομία Θεσσαλονίκης όχι μόνον δεν παρέχει βοήθειαν αλλά παρεμβάλει προσκόμματα εις εγκατάστασιν προσφύγων στοπ Αν κατάστασις εξακολουθήση αδυνατώ εξακολουθήσω εργαζόμενος». Προβλήματα παρουσιάστηκαν και στην εξεύρεση εργασίας εκ μέρους των προσφύγων. Τα καπνεργοστάσια της Καβάλας και της Δράμας και τα νηματουργεία της Δυτικής Μακεδονίας προτιμούν εντόπιους ειδικευμένους εργάτες, «των οποίων επίσης αι εργασίαι κατά πολύ ηλαττώθησαν», δημόσια έργα «άτινα θα απησχόλουν μέγαν αριθμόν προσφύγων εργατών» δεν μπορούσαν να εκτελεσθούν εξ αιτίας «της ανωμάλου καταστάσεως», «η δε αρχικώς επικρατούσα γνώμη, ότι τα τσιφλίκια ηδύναντο να απορροφήσουν μέγαν αριθμόν προσφύγων, απεδείχθη εσφαλμένη, διότι οι ιδιοκτήται τούτων αξιούσιν ουχί απλώς εργατικάς χείρας, αλλά κολλήγους εφοδιασμένους με αροτριώντα κτήνη, των οποίων η προμήθεια, ως ελέχθη ανωτέρω, καθίσταται δυσχερής».

Μία λύση για τη στέγαση των προσφύγων είναι τα σχολεία κατά τους θερινούς μήνες. Και η Ισραηλιτική κοινότητα διαθέτει τα σχολεία της, όπως και η οθωμανική. Οι Καυκάσιοι αρχίζουν να απωθούνται από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης εμποδιζόμενοι να αποβιβαστούν εκτός αν αποδείξουν και αποδεχτούν ότι μπορούν να ζήσουν εξ ιδίων πόρων.

Σε μερικά βουλγαρικά σπίτια εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από τη Θράκη πληρώνοντας ενοίκιο στους ιδιοκτήτες. Κατά την εφημερίδα «επειδή τώρα οι εναπομείναντες βούλγαροι ιδιοκτήται σκέπτονται να μεταναστεύσουν προσεκάλεσαν την γνωστήν φιλοβούλγαρο Sœur Augurtine, εις την οποίαν έδωκαν πληρεξουσιότητα να εισπράττη τα ενοίκια» και η Σερ Αυγουστίνα σκληραίνει την στάση της στους Έλληνες πρόσφυγες επειδή (πάντα κατά την εφημερίδα) είναι προστάτις των Βούλγαρων Κομιτατζήδων! «Η σερ Αυγουστίνα εκβιάζει τους πρόσφυγάς μας» είναι ο τίτλος του κειμένου της εφημερίδας. Είναι η ίδια «Αδελφή Αυγουστίνα» της ίδιας εφημερίδας πριν δύο χρόνια (Μακεδονία, 27-11-1912) που πρωτοστάτησε στη φιλανθρωπία που οργάνωσε η Βασίλισσα Όλγα για τους πρόσφυγες του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου. 

Κρατάμε αυτό το δημοσίευμα στο νου μας, ακόμη κι αν τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται δεν έγιναν όπως τα αναφέρει, επειδή το πνεύμα του λύνει το μυστήριο που καλύπτει την υιοθέτηση του ονόματος Λεμπέτ για τον οικισμό των προσφύγων, αλλά και την ονοματοθεσία της περιοχής «πέραν της Αγίας Παρασκευής» από ελληνικά χείλη και γραφίδες. Το Ζέιτενλικ φέρνει στον νου προστάτες «των Βούλγαρων Κομιτατζήδων» καθώς έχει στον πυρήνα του το Ιεροσπουδαστήριο που τους μόρφωσε!

Όσο ο καιρός περνάει τόσο το ζήτημα της κατασκευής των οικημάτων που θα βγάλουν τους πρόσφυγες από τις σκηνές γίνεται πιο καυτό. Οι πρώτες διακηρύξεις δημοπρασιών για οικοδομική ξυλεία εμφανίζονται στις εφημερίδες. Οι πρόσφυγες όμως ασφυκτιούν. Έχουν προβλήματα και επόπτες «οίτινες αν και ακούουν παράπονα, εν τούτοις δεν μεταδίδουν αυτά όπου δει». Το απόσπασμα είναι από επιστολή προσφύγων του συνοικισμού Λεμπέτ που υπογράφουν με το όνομά τους. Είναι εγκατεστημένοι «από μηνός περίπου εις το Λεμπέτι» όπου υπάρχουν «έτεραι υπερπεντακόσιαι σκηναί». Η φροντίδα των Αρχών έμεινε ημιτελής αφού «οι προσχεδιασθέντες απόπατοι έμειναν ακατασκεύαστοι» και «οι πολυπληθείς άνθρωποι μη έχοντες αρμόδιον μέρος δι’ αποπάτους αναγκάζονται να υπερπληρούν το πέριξ των σκηνών ύπαιθρον από ακαθαρσίας, ώστε να μη υπάρχη τόπος πλέον ακάθαρτος (sic) και ατμόσφαιρα κατάλληλος προς καθαράν αναπνοήν»

Η λέξη «κατασκευασθέντα» προκειμένου για τα παραπήγματα αργεί ακόμη, αλλά εμφανίζεται η λέξη «κατασκευάζονται»: «Κατ’ αυτάς […] τελειώνουν μερικά παραπήγματα, τα οποία κατασκευάζονται εις την Αγίαν Παρασκευήν. Εκεί θα εγκατασταθούν καλώς 2.500 πρόσφυγες. Θα εγένοντο και άλλα παραπήγματα, αλλά δεν υπάρχει ξυλεία». Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στον κ. Κοσμίδη, προσωρινού αντικαταστάτη του προέδρου της Κεντρικής Επιτροπής Προσφύγων Νεγρεπόντη. Ο ίδιος ο Νεγρεπόντης το επιβεβαιώνει όταν επανακάμπτει και αποδίδει την έλλειψη οικοδομήσιμου ξυλείας στα πολιτικά και πολεμικά γεγονότα. Είχε ήδη ξεσπάσει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. 

Πρέπει να μπούμε στο 1915 για να συναντήσουμε τη λέξη «κατασκευασθέντα», για τα οικήματα των προσφύγων στις παρυφές της σημερινής οδού Λαγκαδά. Ακολουθούν, κατά σειρά εκδόσεως, τρία αποσπάσματα βιβλίων που αποτελούν και βασικές πηγές της βιβλιογραφίας για τους πρόσφυγες:

Α. «Διά τον αυτόν επίσης σκοπόν της στεγάσεως των προσφύγων, κατεσκευάσθησαν εν Θεσσαλονίκη διάφορα παραπήγματα […] άλλα μεν εκ πλίνθων επί κτιστής θεμελιώσεως […] άλλα δε εκ σιδηροπαγούς σκυροκονιάματος (Beton armé), μετά συμπληρώσεως των πλευρών διά πλίνθων […] Τα παραπήγματα ταύτα, κείμενα ουχί μακράν των στρατώνων της Αγίας Παρασκευής εν Θεσσαλονίκη, μετά την εκπλήρωσιν του σκοπού της προσωρινής στεγάσεως των προσφύγων, δύνανται να αποτελέσωσιν εξαίρετους αποθήκας διά τον στρατόν ή να χρησιμοποιηθώσιν εν περιπτώσει επιστρατεύσεως ή γυμνασίων, διά στρατωνισμόν των ανδρών, ή και ως εργατικαί κατοικίαι». (Αλ. Πάλλη, Έκθεσις περί των εν Μακεδονία προσφύγων, 1916, σελ. 8)

Β. «Έτερος συμπαγής προσφυγικός συνοικισμός είναι ο έξωθι της πόλεως εν θέσει Λεμπέτ ανεγερθείς κατά το έτος 1914. Ούτος αποτελείται εξ εκατόν παραπηγμάτων, διασκευασθέντων καταλλήλως και χρησιμοποιηθέντων δι’ εγκαταστάσεις χωροφυλακής, συσσιτίου, επιστασίας, ιατρείου, και φαρμακείου. Και εν τω συνοικισμώ τούτω λειτουργεί απολυμαντήριον, πλυντήριον, λουτρόν, και αποτεφρωτικός κλίβανος. Κατεσκευάσθησαν ωσαύτως εκατόν πενήντα αποχωρητήρια και δίκτυον υδρεύσεως, εκκλησία, σχολείον και νοσοκομείον ανεγερθέν κατά το έτος 1917». (Υπουργείον Περιθάλψεως, Η περίθαλψις των προσφύγων, 1920, σελ. 208)

Γ. «Και άλλος συμπαγής συνοικισμός ανηγέρθη κατά το 1914 έξω της πόλεως, εις θέσιν Λεμπέτ, συγκείμενος εξ 100 παραπηγμάτων εις τον εν αυτώ χώρον εγκατεστάθη χωροφυλακή, συσσίτιον, επιστασία, ιατρείον, φαρμακεία. Ωσαύτως απολυμαντήριον, πλυντήριον, λουτρόν και αποτεφρωτικός κλίβανος, περιελάμβανε δε και 150 αποχωρητήρια, δίκτυον υδρεύσεως, εκκλησίαν, σχολείον και Νοσοκομείον». (Μ. Αιλιανού, Το έργον της Ελληνικής Περιθάλψεως, 1921, σελ. 460)

 

Οι τρεις περιγραφές μας ξεκαθαρίζουν πως ο οικισμός των εκατό παραπηγμάτων στήθηκε στη θέση Λεμπέτ, όχι μακριά από τους στρατώνες της Αγίας Παρασκευής. Το όνομα Λεμπέτ κατηφόρισε, οριστικά, από τα υψώματα βορειοδυτικά της Θεσσαλονίκης, τη σημερινή Νέα Ευκαρπία, και ρίζωσε κοντά στο σημερινό στρατόπεδο Παύλου Μελά στη Σταυρούπολη και αυτό το οφείλει στην αντιπαλότητα Ελλήνων και Βουλγάρων η οποία, στην περιοχή αυτή της Θεσσαλονίκης σηματοδοτήθηκε από την ύπαρξη του Βουλγαρικού Καθολικού Σεμιναρίου του Ζέιτενλικ. Το νοσοκομείον του 1917 θα επανέλθει και τα επόμενα χρόνια και θα εξελιχθεί στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, στο οποίο κόλλησε ως διά μαγείας το μαγικό όνομα Λεμπέτ· από Ψυχιατρείο εις το Λεμπέτ έγινε Ψυχιατρείο Λεμπέτ ακόμη και σκέτο Λεμπέτ. 

Στα μέσα του 1916 (Απρίλιος-Σεπτέμβριος) επισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη η Γαλλίδα συγγραφέας Marcelle Tinayre η οποία παρόλες τις φεμινιστικές περγαμηνές της ανταποκρίνεται περισσότερο στο ρόλο της σαν προπαγανδίστρια του γαλλικού υπουργείου Εξωτερικών και δίνει μια ζοφερή εικόνα των ανθρώπων του οικισμού:

 «Ένα φλαμανδικό χωριό ανθρακωρύχων κάτω από ανατολίτικο φως. Η αρχική μου αυτή εντύπωση επιβεβαιώνεται όσο πλησιάζουμε το Λεμπέτ. Χαμηλά, πανομοιότυπα σπίτια, ευθυγραμμισμένα με στενόχωρη ακρίβεια, γυναίκες στις πόρτες, παιδομάνι στο δρόμο, μια απογοητευτική μιζέρια για τον λάτρη του γραφικού που του αρέσουν τα όμορφα κουρέλια και οι φτωχομαχαλάδες ισπανικού τύπου. Ο Μουρίλο και ο Ντελακρουά θα απογοητεύονταν. Ο ήλιος εδώ δεν ομορφαίνει τα φθαρμένα παλιόρουχα».

 

Ειδικές πληροφορίες για την περιοχή Σταυρούπολης-Πολίχνης μας δίνουν τα δημοτολόγια της Κοινότητος Σταυρουπόλεως. Σώζονται τα τεύχη που άρχισαν να τηρούνται από το 1940 και γι’ αυτό οι αριθμοί δεν αποδίδουν την πραγματικότητα. Αν και υπάρχουν αρκετά λάθη, μπορούν να βγουν ασφαλή συμπεράσματα για την προέλευση των προσφύγων και για το είδος της εγκατάστασης. Για 62 οικογένειες (124 άτομα) δηλώνεται ότι τα μέλη τους απέκτησαν την ιδιότητα του δημότη «δι’ εγκαταστάσεως το 1914». Ελάχιστοι ήρθαν το 1912, το 1916 και το 1919. Από τις οικογένειες αυτές, 15 (33 άτομα) προερχόμενες κυρίως από το Καρς και την Τυφλίδα, ήταν αγροτικές και φέρονται (το 1940) εγκατεστημένες στην Πολίχνη και οι υπόλοιπες 47 (91 άτομα), προερχόμενες από Βουλγαρία, Ανατολική Θράκη, Μικρά Ασία και, κυρίως, Δαρδανέλια, δήλωσαν διάφορα επαγγέλματα και παρέμειναν στη Σταυρούπολη. Είκοσι διαφορετικά επαγγέλματα καταγράφονται γι’ αυτές τις 47 οικογένειες. 

Αν δει κανείς και την εγκατάσταση στη Θεσσαλονίκη των προσφύγων του 1922, θα προσέξει ότι μόνον η Σταυρούπολη λείπει από τους καταλόγους των «γεωργικώς εγκατεστημένων», προφανώς γιατί και τότε κατοικήθηκε από πρόσφυγες που δήλωσαν επαγγελματίες. Αυτό βέβαια έχει και το σημερινό αντίκρισμά του, αφού η Σταυρούπολη δεν διαθέτει αγροτεμάχια και ελεύθερη γη όπως οι γειτονικές της συνοικίες (κατά ένα παράξενο παιχνίδι της ιστορίας το ίδιο συνέβη και στη νεότερη νεολιθική εποχή όπου τα κτίσματα του οικισμού της Σταυρούπολης, κατά τους αρχαιολόγους, ήταν τόσο πυκνοχτισμένα που απέκλειαν αγροτικές εργασίες). Σε κανένα έγγραφο δεν αναφέρεται ρητά πως το 1914 πρόσφυγες αγρότες εγκαταστάθηκαν στο Καραχουσεΐν. 

Γεγονός είναι πως μέχρι το 1919 και σίγουρα τον Φεβρουάριο του 1921 αδειάζει το Καρς του Καυκάσου και οι πρόσφυγες εγκαθίστανται στη Μακεδονία, κυρίως. Οι Καυκάσιοι είναι οι μόνοι από τους πρόσφυγες που αναφέρει ο Πάλλης οι οποίοι έφυγαν από τα μέρη τους πριν τους αναγκάσει κανείς, επειδή «μετά τον Βαλκανικόν πόλεμον διεδόθη μεταξύ αυτών ότι η Ελληνική Κυβέρνησις θα εδήμευε τα εν Μακεδονία τσιφλίκια των Μωαμεθανών και θα τα διένειμε εις τους Έλληνες χωρικούς [… ] η δε άφιξις των Καυκασίων, τους οποίους ουδεμία άμεσος ανάγκη προέτρεπε εις μετανάστευσιν, μάλλον περιέπλεξε την κατάστασιν εν Μακεδονία και ηύξησε τας δυσκολίας της διοικήσεως, ηναγκασμένης συγχρόνως να αντιμετωπίση το πρόβλημα της εγκαταστάσεως των χιλιάδων των εκ Μικράς Ασίας και Θράκης προσφύγων». Οι Καυκάσιοι απογοητεύθηκαν και αρκετοί γύρισαν πίσω.

Ο Πάλλης δίνει ακόμη ένα στοιχείο: «Σημειωτέον ότι οι έποικοι ούτοι απεδείχθησαν εξ όλων των εν Μακεδονία εγκατασταθέντων εποίκων οι ολιγώτερον δυνάμενοι να ανθέξωσιν εις το νοσηρόν κλίμα της χώρας εκείνης, η δε επιμονή των όπως εγκατασταθούν εις τα πεδινά μέρη, καίτοι ούτοι ήσαν συνηθισμένοι εις ορεινόν κλίμα, κόστισε την ζωήν πολλών εξ αυτών, προσβληθέντων κατ’ εκατοντάδας υπό ελωδών πυρετών». Ο συγγραφέας εφιστά την προσοχή στους αρμόδιους, για μελλοντικές εγκαταστάσεις Καυκασίων και την επιλογή των χώρων παραμονής τους. Ακόμη και το 1921 σ’ ένα ευχαριστήριο που δημοσιεύτηκε στον Τύπο της εποχής για τη συμβολή των αρμοδίων υπαλλήλων (διοικητικών και υγειονομικών) στην αντιμετώπιση «της φοβεράς μάστιγος του εξανθηματικού τύφου», δηλώνουν «εν Λεμπέτ εγκατεστημένοι πρόσφυγες εκ Καυκάσου». Ένα από τα μέτρα κατά του εξανθηματικού τύφου ήταν και η απαγόρευση της κυκλοφορίας των Καυκασίων προσφύγων μέσα στην πόλη της Θεσσαλονίκης «και η έξοδος αυτών εκ των συνοικισμών Καλαμαριάς, Χαρμάνκιοϊ, Λεμπέτ, Καρά-Ισίν και Τριανδρίας». Εδώ βλέπουμε εγκατάσταση και στο Λεμπέτ και στο Καρά-Ισίν. Μάλλον, οι Καυκάσιοι που απέκτησαν την ιδιότητα του δημότη Σταυρουπόλεως, ακόμη κι αν έμειναν αρχικά στο Λεμπέτ, δεν μπορούσαν παρά να βλέπουν μπροστά τους την ανηφόρα που οδηγούσε στο (παλαιό τσιφλίκι, άλλωστε) Καραχουσεΐν και στα χωράφια του. Ο μικρός αριθμός τους πρέπει να συνετέλεσε στη μη καταγραφή αυτής της εγκατάστασης. 

Οριστική εγκατάσταση προσφύγων του 1922 στο Λεμπέτ. Από οικογενειακό βιβλιάριο του 1926. (Αρχείο Βασιλικής Καπασακάλογλου)

 

Πολλοί από τους πρόσφυγες του 1914 επέστρεψαν στις πατρίδες τους για να ξανάρθουν, οριστικά πια, το 1922. Στο Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας υπάρχει μια επιστολή του 1919 γεμάτη αγωνία, όπου οι πρόσφυγες ικετεύουν για την επιστροφή τους στην πατρώα γη. Στο μαθητολόγιο 1920-1921 του 1ου Δημοτικού Σταυρούπολης, στη στήλη των παρατηρήσεων, αναγράφεται για πολλούς μαθητές και μαθήτριες πως διέκοψαν τη φοίτησή τους επειδή «επέστρεψαν στην πατρίδα». Κάποια ονόματα τα συναντάμε και αργότερα στα δημοτολόγια της Κοινότητος Σταυρουπόλεως πράγμα που σημαίνει πως οι άνθρωποι αυτοί επέστρεψαν ακριβώς στο ίδιο μέρος μετά το 1922. Κάποιοι από αυτούς, όταν έγινε κοινότητα η Σταυρούπολη δήλωσαν ως χρόνο εγκατάστασης το 1914 και όχι το 1922.

Αλλά και απ’ αυτούς που έμειναν στην Ελλάδα, λίγοι ρίζωσαν στον τόπο όπου πρωτοεγκαταστάθηκαν.

Στο οθωμανικό παρελθόν της Μακεδονίας το δίπολο αντιπαράθεσης ήταν Λαζαριστές-Ορθόδοξο Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης κάτω από τη διοικητική ομπρέλα της τουρκικής διοίκησης. «Με τους Βαλκανικούς πολέμους η Αποστολή μας στη Μακεδονία κατέπεσε σε ερείπια» γράφει ο François-Xavier Lobry και το δίπολο αντιπαράθεσης (και καχυποψίας) έγινε πια Λαζαριστές-Ελληνικό Κράτος. Αυτή η αντιπαλότητα μας στερεί πληροφορίες για τους Έλληνες πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ο Lobry γράφει ένα εκτεταμένο κείμενο για τα γεγονότα της Σμύρνης (σχεδόν 34 σελίδες με χρονική αναφορά από 3 Σεπτεμβρίου 1922 έως 14 Οκτωβρίου 1922 ν. ημ.) και επικεντρώνει σε θέματα που αφορούν αποκλειστικά στην κοινότητα των Λαζαριστών. Γράφει πως στα Μουδανιά και την Πάνορμο βρίσκονται 80.000 πρόσφυγες που περιμένουν πλοία για να φύγουν και πως πολλοί απ’ αυτούς πεθαίνουν και πως η θάλασσα είναι γεμάτη πτώματα. Η κυριότερη αναφορά του για τον προορισμό των προσφύγων είναι η κατακλείδα του γραπτού του και σ’ αυτήν νιώθει την ανάγκη να ξεκαθαρίσει το θρησκευτικό δόγμα των προσφύγων που φιλοξενούνται στο Ζέιτενλικ: «Στη Θεσσαλονίκη, τη Σύρα, τη Σαντορίνη, οι χριστιανοί από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη καταφτάνουν σε μεγάλους αριθμούς και για τους οποίους οι αδελφές μας κάνουν ό, τι μπορούν. Στο Ζέιτενλικ υπάρχουν περισσότεροι από 220 πρόσφυγες στο Σεμινάριό μας, όλοι καθολικοί και οι περισσότεροι από αυτούς σε ακραία ένδεια. Μία από τις αδελφές μας σερβίρει ζεστές σούπες κάθε μέρα. Είναι περισσότεροι από 500.000 χριστιανοί που συρρέουν στην Ελλάδα αφού έφυγαν από την Ασία και τη Θράκη».

Κάποιοι από τους πρόσφυγες που φιλοξενήθηκαν στο Ιεροσπουδαστήριο έμειναν εκεί για δεκαετίες. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος γράφει πως επισκέφθηκε εκεί μέσα το 1951 μια συμφοιτήτριά του και είδε πολλές προσφυγικές οικογένειες, ενώ ο Ρούσσος Μηλιδώνης δηλώνει πως πρόσφυγες έμειναν εκεί μέχρι το σεισμό του 1978. Το 1929 ο πρέσβης της Γαλλίας στην Αθήνα χορηγεί στο Τάγμα των Λαζαριστών της Θεσσαλονίκης ένα πιστοποιητικό όπου φαίνεται ο φιλανθρωπικός χαρακτήρας της δραστηριότητάς τους· μία από τις φιλανθρωπικές τους δράσεις: «Η αποστολή στεγάζει δωρεάν εν τη έδρα της εν Θεσ/νίκη από του έτους 1922, 300 πρόσφυγας εκ Σμύρνης και των περιχόρων (sic)». Στη διαβεβαίωση αυτή απουσιάζει το θρησκευτικό δόγμα· οι πρόσφυγες ξαναγίνονται απλοί πρόσφυγες και όχι καθολικοί πρόσφυγες!

Απλοί πρόσφυγες καταφθάνουν και κατακλύζουν τη Θεσσαλονίκη στο τέλος του καλοκαιριού του 1922· εκκένωση της Μικράς Ασίας από τον ελληνικό στρατό και από ανθρώπους που βγαίνουν στην προσφυγιά. Από τις πρώτες ημέρες της άφιξής τους, ο προσφυγικός οικισμός του Λεμπέτ χαρακτηρίζεται ως τόπος διαμονής τους· ήδη από το 1919 πολλοί από τους κατοίκους του είχαν επιστρέψει στις πατρίδες τους και αρκετοί οικίσκοι έμεναν εγκαταλελειμμένοι. Την τελευταία μέρα του Αυγούστου δημοσιεύεται η πληροφορία[1] πως ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης με δύο άλλα άτομα επισκέπτονται τον Νομάρχη στο Διοικητήριο για να του αναγγείλουν «την σύστασιν της Επιτροπής Προνοίας διά τους απολυσμένους (sic) στρατιώτας και πρόσφυγας». Οι ερωτήσεις των επισκεπτών προς τον Νομάρχη είχαν να κάνουν με τον αριθμό των αναμενόμενων προσφύγων και την ετοιμότητα του διοικητικού και κοινωνικού μηχανισμού της Θεσσαλονίκης να τους υποδεχτεί. Κλήθηκαν αρμόδιοι διευθυντές υπηρεσιών και διαπιστώθηκε πως «υπάρχουν εν Καλαμαριά παραπήγματα διά 3 χιλιάδας άτομα. Υπάρχουν επίσης τα παραπήγματα του Χαρμάνκιοϊ και οι πολυάριθμοι οικίσκοι του Λεμπέτ αλλά χρήζουν επισκευής διότι προ τινος αφηρέθησαν απ’ αυτών εγκληματικώς αι θύραι και τα παράθυρα». Αποφασίστηκε πως «οι πρόσφυγες αφικνούμενοι θα παραπέμπωνται ανεξαιρέτως εις τον συνοικισμόν της Καλαμαριάς προς διαπίστωσιν της υγιεινής των καταστάσεως, εκείθεν δε θα κατανέμωνται εις τους διαφόρους άλλους συνοικισμούς ως συντηρούμενοι δημοσία δαπάνη».

Εκκλήσεις για βοήθεια απευθύνονται και στη διεθνή κοινότητα με επιστολές προς δημοσίευση σε διάφορα έντυπα. Το αμερικανικό αντιτορπιλικό Edsall ήταν από τα πρώτα πλοία που μετέφεραν πρόσφυγες στη Θεσσαλονίκη και ο Αμερικανός πρόξενος Leland Morris ενημέρωνε σχετικά την κυβέρνησή του προσθέτοντας πως «οι τοπικές αρχές στη Θεσσαλονίκη μπορούν να εξασφαλίσουν στέγη και φαγητό για 8.000 πρόσφυγες, αλλά λείπουν ρούχα, κουβέρτες και το γάλα για τα παιδιά».[2] 

Στη Θεσσαλονίκη καταφθάνει και η περίφημη Ανεξάρτητος Μεραρχία του συνταγματάρχη Δημητρίου Θεοτόκη η οποία είχε αποκοπεί στη Μικρά Ασία από τον υπόλοιπο Ελληνικό Στρατό και πορεύτηκε μόνη της για «δέκα και πέντε ημέρας» σε δύσκολες συνθήκες, παραβαίνοντας και την αρχική διαταγή για μια συγκεκριμένη πορεία που θα την οδηγούσε σε οριστικό χαμό. Ο Μητροπολίτης Γεννάδιος ως επίτιμος πρόεδρος της «Κεντρικής Επιτροπής της περιθάλψεως» με τον δήμαρχο Αθανάσιο Καλλιδόπουλο, τον πρόεδρο του Ερυθρού Σταυρού και άλλους πολλούς «απεφάσισαν να εκδηλώσουν πανηγυρικώς προς τους αξιωματικούς και στρατιώτας της Μεραρχίας τον θαυμασμόν και την ευγνωμοσύνην της πόλεως». Σπεύδουν λοιπόν, το πρωί της Παρασκευής 09-09-1922 (π. ημ.), στους Στρατώνες της Αγίας Παρασκευής (σημερινό στρατόπεδο Παύλου Μελά) με «500 οκάδας γλυκίσματα και 8.000 πακέττα σιγαρέττων εκλεκτών, διά να τα προσφέρωσι εκ μέρους της πόλεως προς τους γενναίους οπλίτας». Η τελετή έχει κάτι το μεγαλειώδες. «Ο Μέραρχος κ. Θεοτόκης και οι γενναίοι συνταγματάρχαι κ.κ. Τσίπουρας και Κωνσταντίνου συνεκέντρωσαν την Μεραρχίαν εις την πλατείαν των Στρατώνων όπου εσχημάτισαν τετράγωνον. Εις το μέσον του τετραγώνου εν καταφανή συγκινήσει προσήλθον οι αντιπρόσωποι της πόλεως μετά του Μητροπολίτου. Η στιγμή ήτο εξόχως συγκινητική. Ο Παναγ. Μητροπολίτης προσφέρει τας ανθοδέσμας προς τον Μέραρχον και τους συνταγματάρχας και σκορπίζων εις τας κεφαλάς των αξιωματικών και στρατιωτών τα ωραία άνθη τα οποία οι κλητήρες της Μητροπόλεως έφερον εντός κανίστρων».[3] 

Δύο ημέρες αργότερα ξεσπάει το Κίνημα του Στρατού με τους Νικόλαο Πλαστήρα και Στυλιανό Γονατά· η Ανεξάρτητος Μεραρχία στέλνει συγχαρητήριο τηλεγράφημα προς την «Εθνικήν Επαναστατικήν Επιτροπήν» που εδρεύει στο θωρηκτό «Λήμνος» και αμέσως αναλαμβάνει «την τήρησιν της τάξεως καθώς και απάσας τας φρουράς της πόλεως» και φροντίζει ώστε κάθε «εσπέραν πυκναί περιπολίες ευζώνων με επί κεφαλής αξιωματικόν» να «περιτρέχουσι την πόλιν».[4]

Όπως συνέβη και με την επίσκεψη του βασιλιά Κωνσταντίνου το 1914, στον ίδιο χώρο και εν μέσω προσφύγων και τότε, το ίδιο συμβαίνει και τώρα. Τα μεγαλεία, οι υψηλές κορώνες των επισήμων και τα άνθη στα κεφάλια των ταλαιπωρημένων στρατιωτών, οι οποίοι με μια πολιτική απόφαση μετατρέπονται σε φρουρούς-εκπροσώπους της νέας εξουσίας, σε μια πόλη αναστατωμένη ήδη από το κύμα της προσφυγιάς που τη σαρώνει και την πολιτική αναταραχή που ξεσπά και τη σημαδεύει, ανήκουν σε άλλη σφαίρα, εκείνης της κατανόησης του παρόντος με υπερβατικό τρόπο. Η πόλη η ίδια είναι μια κατεστραμμένη πόλη και πρέπει, πια, να φροντίσει και τους νέους κατοίκους της.

Η κατάσταση των προσφύγων περιγράφεται με γήινα χρώματα στον ξένο Τύπο:

Στη Θεσσαλονίκη οι συνθήκες είναι λυπηρές. Η πόλη είναι σε ερείπια από τη μεγάλη πυρκαγιά του 1918 (sic) και προσφέρει λίγο περισσότερο καταφύγιο από τη Σμύρνη. Η τοπική ελληνική διοίκηση ομολογεί την αδυναμία αντιμετώπισης του τεράστιου προβλήματος που παρουσιάζει η παρουσία περισσότερων από 100.000 προσφύγων. Πρόσθετοι πρόσφυγες φτάνουν εδώ καθημερινά από τη Σμύρνη· τα ατμόπλοια Dotsch, Manhattan Island και το Casey έφεραν συνολικά 15.000 τις τελευταίες δύο ημέρες. Αμερικανοί υπάλληλοι περίθαλψης αγωνίζονται με τους βρετανούς αξιωματικούς και πολίτες προσπαθώντας να αποκαταστήσουν την ηρεμία και να ανακουφίσουν τη δυστυχία των προσφύγων. Οι Αμερικανοί αξιωματικοί περίθαλψης φοβούνται ότι τα 200.000 δολάρια που διατίθενται από το Κογκρέσο και οι 30.000 λίρες που παρέχονται από τη Μεγάλη Βρετανία θα είναι μάλλον ανεπαρκή (ποσά) για να ανακουφίσουν τους παθόντες και να τους αποκαταστήσουν σε σπίτια.[5]

 

Στον τοπικό Τύπο τα πράγματα δίνονται με περισσότερες λεπτομέρειες· ενώ η κατάσταση στην Καλαμαριά «είνε αρκούντως καλή», στα δυτικά της πόλης τα πράγματα είναι διαφορετικά: 

-ΕΙΣ ΤΟ ΛΕΜΠΕΤ

Η προσοχή του Ερυθρού Σταυρού και του Πατριωτικού Συνδέσμου είνε τώρα εστραμμένη προς τον συνοικισμόν Λεμπέτ, όπου έχουν συγκεντρωθή περί τας 6-7.000 γυναικοπαίδων, τα οποία είνε γυμνά. Δεν έχουν τίποτε. Ούτε στρωμνήν ούτε εφόδια. Συνεπώς έχουν ανάγκην των πάντων.

Προς αντιμετώπισιν των επειγουσών αναγκών του συνοικισμού αυτού ο Ερυθρός Σταυρός κατασκευάζει 5.000 εσώβρακα και 5.000 υποκάμισα διά μικρά παιδία από 5-16 ετών, τα είδη ταύτα ράπτουν αι πρόσφυγες του συνοικισμού Καλαμαριάς. Εν μέρος είνε ήδη έτοιμον και το υπόλοιπον θα ετοιμασθή μέχρι της προσεχούς εβδομάδος και θα γίνη η διανομή.

Εν τω μεταξύ ο Ερυθρός Σταυρός ηγόρασεν από την αγοράν 5.000 φανέλλας του αγγλικού στρατού, αι οποίαι θα διανεμηθούν σήμερον υπό επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού εις τους πρόσφυγας του Λεμπέτ.

-ΕΙΔΗ ΡΟΥΧΙΣΜΟΥ

Διά την προμήθειαν ειδών ρουχισμού ο Ερυθρός Σταυρός απετάθη και προς τον υποστράτηγον κ. Κάκκαβον ζητήσας εκ των αποθηκών υλικού πολέμου ποσότητά τινα ιματισμού. Επειδή όμως τούτο δεν ήτο δυνατόν ο Ερυθρός Σταυρός παρέλαβε χθες ποσότητά τινα ημιαχρήστου ιματισμού, χορηγηθείσαν προθύμως υπό της διευθύνσεως υλικού πολέμου. Ήτοι: 300 μανδύας, 300 αμπέχονα, 300 πανταλόνια, όλα εκ χακή, 200 παλαιάς κουβέρτας και 300 ζεύγη αρβυλών.

Τα είδη ταύτα ο Ερυθρός Σταυρός απελύμανεν εις το Δημόσιον Απολυμαντήριον, θα διανέμη δε δι’ επιτροπής του εις τους πρόσφυγας του συνοικισμού Λεμπέτ.
Διά τας ανάγκας του ιδίου συνοικισμού ο Ερυθρός Σταυρός παρήγγειλε τηλεγραφικώς εις Γενιτσά 1.000 ψάθας.

-ΕΥΓΕΝΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΑ

Όπως εις την Καλαμαριάν, ούτω και εις το Λεμπέτ ο Ερυθρός Σταυρός θα συστήση πλήρες ιατρείον και φαρμακείον διά την περίθαλψιν των προσφύγων.
Εις το ιατρείον τούτο ο Πατριωτικός Σύνδεσμος τοποθετεί μίαν Αγγλίδα και μίαν Αμερικανίδα νοσοκόμον, ευγενώς προσφερθείσας να παράσχουν τας φιλανθρωπικάς υπηρεσίας των, εντελώς αφιλοκερδώς, δωρεάν δηλαδή, εις τους πρόσφυγας του εν λόγω συνοικισμού».[6]

 

Σε επόμενο δημοσίευμα της ίδιας εφημερίδας αναφέρεται πως το ιατρείο του Ερυθρού Σταυρού στο Λεμπέτ «λειτουργεί αφ’ ης ημέρας εγκατεστάθησαν εκεί Πρόσφυγες» και «επί του παρόντος» από έναν γιατρό.[7] Σε δύο μήνες κάνουν την εμφάνισή τους στις εφημερίδες μειοδοτικοί διαγωνισμοί για την «προμήθεια των αναγκαιούντων ειδών εις τα θεραπευτήρια προσφύγων Λεμπέτ και Χαρμάνκιοϊ».((Μακεδονία, 24-11-1922, σελ. 3, (παλιό ημερολόγιο) ))

Παρά τις επίσημες ανακοινώσεις για ίδρυση νοσοκομείων στους προσφυγικούς συνοικισμούς και παρά τις επισημάνσεις για ανάγκη επιδιόρθωσης εγκαταλελειμμένων οικίσκων η κατάσταση, στις πρώτες αυτές ημέρες, δε βελτιώνεται αισθητά. Φιλανθρωπικές οργανώσεις, επαγγελματικά σωματεία, ο Ερυθρός Σταυρός και ξένες αποστολές συνεισφέρουν όσο μπορούν, εφημερίδες διενεργούν εράνους αλλά, κακά τα ψέματα, το κύριο βάρος πέφτει στη συντεταγμένη Πολιτεία:

Οσαδήποτε και αν γίνονται διά τα 60.000 γυναικόπαιδα, τα οποία απεβιβάσθησαν γυμνά και ανεφοδίαστα εις την πόλιν μας, δεν ημπορούν ν’ ανακουφίσουν την απερίγραπτον, την αφάνταστον δυστυχίαν αυτών. 

Διά τούτο και όσα πράττει η υπό την επίτιμον προεδρείαν του Μητροπολίτου Κεντρική Επιτροπή μετά του Ερυθρού μας Σταυρού, καίτοι είναι πολλά πάρα παλλάς εν τούτοις δεν κατορθώνουν να βελτιώσουν την κατάστασιν […]
Εις την στέγασιν και διατροφήν των γυναικοπαίδων ο Ερυθρός Σταυρός δεν αναμιγνύεται, διότι περί τούτων μεριμνώσιν αι κεντρικαί υπηρεσίαι. Υπέδειξεν εν τούτοις η κεντρική επιτροπή εις τον κ. Παρασκευόπουλον, ότι τα παραπήγματα της Καλαμαριάς, του Λεμπέτ, Χαρμάγκιοϊ, και Τριανδρίας έχουσιν αμέσων επισκευών, διότι ουδέποτε επεσκευάσθησαν, και διότι όχι μόνον από τα ελλείποντα παράθυρα, αλλά και από τας αφθόνους ρωγμάς των σανιδωμάτων εισβάλλει εις αυτά ο παγερός άνεμος της νυκτός.
Δυστυχώς ακόμη δεν ήρχισαν επισκευαί, και τα γυναικόπαιδα παγώνουν μέσα εις αυτά γυμνά, άνευ κλινοσκεπασμάτων.[8]

Δεν έχει τόση σημασία αν τη μια φορά οι εγκαταστάσεις κάποιου συνοικισμού (όπως η Καλαμαριά) κρίνονται επαρκείς και την άλλη όχι. Σημασία έχει πως οι αναφορές στο Λεμπέτ και τους πρόσφυγες του 1922 λειτουργούν ως ένα ακόμα τεκμήριο της φυγής, το 1919, των προσφύγων του 1914 προς τις πατρίδες τους, αφού τα θαλάματα που τους φιλοξένησαν εκεί για πέντε περίπου χρόνια παρουσιάζουν, τον Σεπτέμβριο του 1922, εικόνα εγκατάλειψης! 

Και δεν φαίνεται να είναι μόνο οι πρόσφυγες που έφυγαν από τα σπίτια και ο χρόνος που πέρασε από πάνω τους όσο έμεναν ακατοίκητα. Είναι και η λεηλάτηση των άδειων οικίσκων κατά την περίοδο μετά την αποχώρηση των συμμάχων της Στρατιάς της Ανατολής:

Αι ανακρίσεις διά την καταστροφήν των συνοικισμών Λεμπέτ και Χαρμάνκιοϊ συνεχίζεται (sic). Εκ των μέχρι τούδε καταθέσεων εξάγεται, ότι οι αναλαβόντες την περισυλλογήν των εγκατεσπαρμένων συμμαχικών ειδών προέβησαν και εις την καταστροφήν των οικημάτων των συνοικισμών διά να παραλάβουν τα υλικά, τη ανοχή των τότε αρμοδίων. Και έτσι έχομεν σήμερον άμεσον ανάγκην δαπανών προς ανέγερσιν νέων προς στέγασιν των προσφύγων.

Ολίγον κατ’ ολίγον έρχονται εις φως αδιάσειστα πειστήρια περί του κρατικού ξεχαρβαλώματος, το οποίον διενεργήθη κατά το διετές μετανοεμβριανόν διάστημα, ότε φίλοι του κόμματος επορίζοντο οφέλη και εξ αυτής της κρατικής περιουσίας ακόμη η οποία ήτο εις την διάθεσιν του τυχόντος κομματαρχίσκου και της παρέας του.[9]

 

Η πολιτική σκοπιμότητα του παραπάνω κειμένου είναι προφανής, δεν του αφαιρεί όμως όλη την αλήθεια! Είναι συχνές οι ειδήσεις για κάθε είδους απάτη και κερδοσκοπία στη Θεσσαλονίκη αυτής της περιόδου. Το 1923 αρχίζει και δυο ειδήσεις παραπέμπουν στην ελληνική πολιτική κανονικότητα των, πολλών, επόμενων χρόνων: προπαγανδιστικές επισκέψεις κορδωμένων πολιτικών προσώπων σε περατωθέντα έργα και άπληστο βούτηγμα χεριού στο μέλι από επίορκους διοικητικούς υπαλλήλους!

Ο Γενικός Διοικητής χθες την μεσημβρίαν επεσκέφθη και επεθεώρησε τους εις την Τούμπαν ανεγερθέντας προσφυγικούς οικίσκους, σήμερον δε θα μεταβή προς επιθεώρησιν και των εις Λεμπέτ περατωθέντων τοιούτων.[10]

Και:

Κατόπιν διαταγής της Γεν. Διοικήσεως συνελήφθη ο Διευθυντής του γραφείου Περιθάλψεως του συνοικισμού Λεμπέτ κ. Παναγιώτης Αργυριάδης κατηγορούμενος επί υπεξαιρέσει διαφόρων ειδών εμπιστευθέντων αυτώ προς διανομήν εις τους πρόσφυγας. Ο συλληφθείς κρατείται εις την Διεύθυνσιν της Αστυνομίας οπόθεν μετά της σχηματσθείσης δικογραφίας θα αποσταλή εις την Εισαγγελίαν.[11]

 

Η δυτική ύπαιθρος της Θεσσαλονίκης γεμίζει από κόσμο το 1922 και δώδεκα χρόνια αργότερα αποκτά τις πρώτες της κοινότητες και απογαλακτίζεται από τον κεντρικό δήμο. Οι δυτικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης είναι προσφυγοπαίδι από αίμα, είναι βλαστάρι της μάνας Σαλονίκης, της Πρωτεύουσας των Προσφύγων.


Οι πληροφορίες που παρατίθενται στο άρθρο τεκμηριώνονται στο βιβλίο του υποφαινόμενου Η κληρονομιά του Ζέιτενλικ (Σπύρος Λαζαρίδης, Ζήτρος, 2022).

 


Το κείμενο του Σπύρου Λαζαρίδη επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)

Υποσημειώσεις[+]

Σχετικά με τον συντάκτη

Σπύρος Λαζαρίδης

Γεννήθηκε το 1958 στο Ηλιόλουστο του Κιλκίς και από το 1967 μένει στη Θεσσαλονίκη. Τελείωσε το Φυσικό τμήμα της Φυσικομαθηματικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης και εργάστηκε ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση. Συνεργάστηκε με ποιήματα, δοκίμια και μελέτες με τα περιοδικά: «Διαγώνιος», «Οδός Πανός», «Εντευκτήριο», «Τραμ», «Η λέξη», «2 τροχοί», «Θεσσαλονικέων πόλις», «Ένεκεν», «Ο δημότης», «Δυτικώς», «Τάμαριξ», «ΠΟΛΗ». Ποιήματά του ανθολογήθηκαν στη σειρά «Φωνές» των εκδόσεων Πρόσπερος, στο «Κατάλυμα νέων ποιητών της Θεσσαλονίκης 1980-1989» των (εκδ. Μπιλιέτο), στο ιταλικό περιοδικό «Private», στην ανθολογία «A century of Greek poetry 1900-2000» (Cosmos Publishing, River Vale, New Jersey, 2004)· στην ανθολογία «Η Θεσσαλονίκη των ποιητών» και στην Ανθολογία Ερωτικής Ποίησης (εκδ. Ρώμη, 2019)· στο Ανθολόγιο 2021, Εφ' ενός γίγνεσθαι; 2 (επιμέλεια Κ. Θ. Ριζάκη - Σ. Γρ. Σταμπουλού, εκδόσεις Ρώμη, 2021). Έκανε την έρευνα και είχε την επιμέλεια πολλών εκθέσεων ιστορικού ενδιαφέροντος. Θεατρικά του έργα ανέβηκαν από ερασιτεχνικά σχήματα σε σκηνές της Δυτικής Θεσσαλονίκης από το 2001.
Τελευταίο λογοτεχνικό βιβλίο του: Κατάστηθος ανέμων, ποιήματα, εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη, 2021. Τελευταίο βιβλίο του για την ιστορία της Θεσσαλονίκης: Η κληρονομιά του Ζέιτενλικ, χρονικό της γειτονιάς του στρατοπέδου Παύλου Μελά, εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη, 2021.

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange