Τα ριζοσπαστικά σχέδια για μια πολυεθνική Θεσσαλονίκη
Τον Αύγουστο του 1913, το Βιοτεχνικό και Εμπορικό Επιμελητήριο «διορίζει» επιτροπή για να μελετήσει το οικονομικό σύστημα που «θα άρμοζε καλύτερα» στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Εισηγητής της Επιτροπής επιλέγεται ο Μάριο Μοδιάνο. Η πρόταση του Μοδιάνο ήταν «η Θεσσαλονίκη να καταστή ελεύθερος λιμήν.» Στο θέμα παρεμβαίνει ο Γ. Ν. Κοφινάς, επικεφαλής των οικονομικών Υπηρεσιών στην Ελληνική Διοίκηση υπό τον Διοικητή-αντιπρόσωπο της κυβέρνησης Στέφανο Δραγούμη, ο οποίος απαντά στην έκθεση του Μοδιάνο αντιπροτείνοντας μια Ελεύθερη Ζώνη. «Εν τη ελευθέρα ζώνη, η οποία θα προσδιορισθή εν Θεσσαλονίκη, θα υπάρχωσι αχανείς αποθήκαι, ένθα θα κατατίθενται παντός είδους εμπορεύματα, χωρίς να πληρώνωσι τελωνειακά δικαιώματα. […] Επί πλέον εν τω ελευθέρω λιμένι είναι δυνατόν να εγκατασταθώσι παντός είδους επιχειρήσεις, εμπορικαί και βιομηχανικαί.»
Στις 23/4/1914, συνέρχονται τα μέλη του Επιμελητηρίου για τη σύνταξη υπομνήματος προς την Κυβέρνηση. Στη συνεδρίαση παρίστανται 27 μέλη, εκ των οποίων 18 Ισραηλίτες, 3 Μουσουλμάνοι και 6 Έλληνες. Μεταξύ άλλων ζητημάτων τίθεται η ανακήρυξη της Θεσσαλονίκης ελεύθερης πόλης. Ακολουθεί μεγάλη συζήτηση με ψηφοφορία στο τέλος, κατά την οποία οι 6 Έλληνες ψηφίζουν υπέρ της «ελευθέρας ζώνης», 2 Ισραηλίτες απέχουν της ψηφοφορίας και οι υπόλοιποι 19 Ισραηλίτες και Μουσουλμάνοι ψηφίζουν υπέρ της «ελευθέρας πόλεως».
Η τεχνική αυτή διαφωνία, εάν δηλαδή θα είναι «ελεύθερη» φορολογικά όλη η πόλη ή μόνο μια ζώνη στο λιμάνι, στην πραγματικότητα συνδέεται στρατηγικά με όλα τα ενδεχόμενα που άνοιξαν μετά την κατάκτηση της Θεσσαλονίκης από τον ελληνικό στρατό. Είναι φανερό ότι με την πρόταση αυτή η πολυεθνική αστική τάξη της πόλης, με προεξάρχον το εβραϊκό στοιχείο της, προωθεί μια ουδέτερη εθνικά κατάσταση της πόλης. Η Θεσσαλονίκη δεν θα είναι οργανικά δεμένη με την Ελλάδα όπως όλες οι άλλες περιοχές, αλλά θα εξαιρείται και θα έχει μια σχετική αυτονομία.
Σε αυτήν την προοπτική αντιδρά η ελληνική κυβέρνηση και προωθεί ένα εναλλακτικό σχέδιο υποστηρίζοντας πως η ιδέα του Μοδιάνο είναι παρωχημένη. Πράγματι, η συνθήκη των ελευθέρων πόλεων ανήκει στην εποχή των αυτοκρατοριών και όχι στην εποχή των εθνικών κρατών. Σε μια αυτοκρατορία, η επικράτεια δεν είναι ενιαία και ομοιογενής, αλλά αναγνωρίζεται η ετερογένεια και δημιουργούνται ποικίλες μορφές διοίκησης. Στο έθνος κράτος κάτι τέτοιο θεωρείται αδιανόητο. Η επικράτεια οφείλει να είναι ομοιογενής. Η απουσία ομοιογένειας συνιστά απειλή και πρέπει να καταπολεμηθεί, αν είναι ανάγκη ακόμα και με τη βία. Την εποχή του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, όταν η στρατιωτική διοίκηση της πόλης ελεγχόταν από την συμμαχική στρατιά, το ενδεχόμενο αυτό ήταν προσωρινά μια ντεφάκτο πραγματικότητα. Η Θεσσαλονίκη ήταν μια πολυεθνική πόλη κάτω από την κατοχή και τη διοίκηση ενός πολυεθνικού στρατού.
Εάν το παράδειγμα της Ελεύθερης Πόλης, ήταν η ιδέα που προωθούνταν από την πολυεθνική ελίτ, η πληβειακή Θεσσαλονίκη προωθούσε το δικό της εναλλακτικό σενάριο στη βάση του παραδείγματος της εβραϊκής Φεντερασιόν. Η περίπτωση της Φεντερασιόν, σε μια Οθωμανική Μακεδονία της ισχνής εκβιομηχάνισης, αλλά και μια Θεσσαλονίκη με μια εβραϊκή προλεταριακή εργατική τάξη με μακρά παράδοση πληβειακότητας, αντιστοιχεί σε μεγάλο βαθμό σε αυτή την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, ιδιαίτερα με την αυστρομαρξιστική εκδοχή της. Οι Εβραίοι εργάτες κυρίως ήταν φορτοεκφορτωτές ξηράς και λιμένος και χειρώνακτες εργάτες του ποδαριού, αλλά το κυρίως συνδικαλισμένο τμήμα τους αποτελούνταν εξίσου από καπνεργάτες και άλλα ειδικευμένα χειροτεχνικά επαγγέλματα. Ταυτόχρονα και σε αντίθεση με τα εργατικά στρώματα των άλλων εθνικοθρησκευτικών ομάδων, διέθεταν περιορισμένες δυνατότητες κοινωνικής ανέλιξης.
Οι Εβραίοι εργάτες διαβιούσαν σε αυτή την κατάσταση για πολλές δεκαετίες ή και αιώνες αντιμετωπίζοντας μια μοναδική για τα δεδομένα των βαλκανικών πόλεων εργατική φτώχεια. Αυτή η πληβειακή συνθήκη δεν επιδεχόταν μεταρρυθμίσεις καθώς το Παλαιό Οθωμανικό καθεστώς δεν διέθετε τις ευέλικτες δομές των μετέπειτα αστικών δημοκρατιών οι οποίες συνήθως αναγνωρίζουν το κοινωνικό ζήτημα και είναι σε θέση να εφαρμόσουν πολιτικές ενσωμάτωσης. Ως εκ τούτου, η ανάπτυξη των σοσιαλιστικών θεωριών στους κόλπους του εβραϊκού προλεταριάτου καταδεικνύει τη συνειδητοποίηση πως μόνο ευρύτερες κοινωνικές ανατροπές μπορούσαν να αλλάξουν την παγιωμένη δυσμενή κοινωνική θέση. Επιπλέον, δεν είναι τυχαίο πως η σοσιαλιστική ριζοσπαστικοποίηση εμφανίζεται την περίοδο που ο «ισχνός καπιταλισμός» της ευρύτερης περιφέρειας της Οθωμανικής Μακεδονίας βρίσκεται σε κρίση καθιστώντας τη μαρξιστική κριτική απέναντι στο βιομηχανικό καπιταλισμό ελκυστική. Επιπλέον, το εβραϊκό στοιχείο, γενικά σε διαταξικό επίπεδο, με την κατάρρευση της αυτοκρατορίας χάνει τη θρησκευτική αυτονομία που διατηρούσε μέσα στην πολυεθνοτική και πολυπολιτισμική δομή της και υποβαθμίζεται ακόμη περισσότερο μέσα στο ελληνικό εθνικό κράτος. Συγκεκριμένα, το οθωμανικό σύστημα των μιλλέτ, δηλαδή των αυτοδιοικούμενων θρησκευτικών κοινοτήτων, ευνοούσε την απρόσκοπτη αναπαραγωγή της εβραϊκής κοινότητας. Σε όλες τις άλλες εθνικοθρησκευτικές ομάδες το σύστημα αυτό αποτέλεσε το μηχανισμό εκκοσμίκευσης και ταυτόχρονα εθνικοποίησης της θρησκευτικής τους ταυτότητας. Στην περίπτωση του εβραϊκού στοιχείου της Θεσσαλονίκης, αυτό το ενδεχόμενο δεν προέκυπτε καθώς η ισπανοεβραϊκή τους ταυτότητα δεν «χωρούσε» στους αναπτυσσόμενους βαλκανικούς εθνικισμούς που συνήθως είχαν θρησκευτική βάση. Αργότερα θα εμφανιστεί το κίνημα του σιωνισμού για να εκφράσει μια μορφή εβραϊκού εθνικισμού. Απέναντι λοιπόν στο ενδεχόμενο της κατάρρευσης και στη συνέχεια μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Ισπανοβραίοι γενικά δεν διέθεταν πρόσφορο κανένα άλλο όραμα παρά την αντικατάσταση της πολυεθνοτικής/πολυθρησκευτικής αυτοκρατορίας από μια πολυεθνική πολιτεία. Εάν το όραμα αυτό εμφανιζόταν στα ανώτερα και μεσαία εβραϊκά κοινωνικά στρώματα με τη μορφή του κοσμοπολιτισμού, στα εργατικά στρώματα εμφανιζόταν ως διεθνιστικός σοσιαλισμός. Ο δίαυλος επικοινωνίας και μετασχηματισμού των ιδεών ήταν Εβραίοι διανοούμενοι, όπως ο δάσκαλος Αβραάμ Μπεναρόγια, ο πλέον διαπρεπής ηγέτης της Φεντερασιόν.
Η Φεντερασιόν οργάνωνε το εργατικό κίνημα με βάση τις αρχές του αυστριακού σοσιαλισμού ο οποίος ευνοούσε τη διεθνιστική συνεννόηση και το κατηύθυνε σε κινητοποιήσεις διαμορφώνοντας ένα σημαντικό ριζοσπαστικό εργατικό ρεύμα στην πολυεθνική Μακεδονία. Μετά την ενσωμάτωση της Μακεδονίας στην Ελλάδα, η Φεντερασιόν συνεχίζει να δραστηριοποιείται και να επιδρά έντονα στην εξέλιξη του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος. Ο συνδικαλισμός της είναι σαφώς ταξικός και στην πράξη διεθνιστικός και σοσιαλιστικός, καθώς επιχειρεί να ενοποιήσει τους εργάτες ανεξαρτήτως εθνικότητας και ως ένα βαθμού και φύλου. Ο αντιπολεμικός προσανατολισμός της ήρθε αμέσως σε σύγκρουση με τα φιλοβενιζελικά συνδικαλισμένα εργατικά στρώματα της Θεσσαλονίκης.
Η Έφη Αβδελά, περιγράφοντας συνθήκες και τον λόγο μέσα στον οποίο αναπτύχθηκε η καπνεργατική απεργία του 1914 στην Θεσσαλονίκη, τονίζει το διαχωριστικό κριτήριο. Από τη μία ήταν όσοι υπερασπίζονται τα κοινά συμφέροντα των εργατών ανεξαρτήτως φυλής και θρησκείας και από την άλλη όσοι καταγγέλλουν τους πρώτους ως υπονομευτές της πρόσφατης και εύθραυστης ακόμα ελληνικής κυριαρχίας και ως όργανα της ανθελληνικής προπαγάνδας. Με αυτό τον τρόπο ο σοσιαλισμός των άλλων, των ξένων ορίζεται ως εχθρικός σε αντίθεση με τον ελληνικό ρωμαίικο σοσιαλισμό. (Έφη Αβδελά, «Ο σοσιαλισμός των “άλλων”: ταξικοί αγώνες, εθνοτικές συγκρούσεις και ταυτότητες φύλου στη μετα-οθωμανική Θεσσαλονίκη», Τα ιστορικά, τ. 10, τχ. 18-19 (Ιούνιος-Δεκέμβριος 1993)).
Με άλλα λόγια, από τη μία έχουμε έναν εθνικό πατριωτικό σοσιαλισμό ο οποίος γοητεύεται από τον πόλεμο και θέτει εμπόδια σε μια καθολικότερη πρόσληψη της εργατικής τάξης υπέρ του ελληνικού έθνους. Από την άλλη εμφανίζεται το αντίπαλο δέος, ένας σοσιαλισμός συγκροτημένος από μια εβραϊκή εργατική τάξη χωρίς πατρίδα η οποία προτάσσει το πλέον διεθνιστικό μοντέλο οργάνωσης της κοινωνίας. Η Φεντερασιόν ήταν ο φορέας που έφερε στο ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα το στοιχείο του «διεθνισμού» και τον μαρξίζοντα λόγο της Β΄ Διεθνούς, καθώς κάτω από την καθοδήγηση του Διεθνούς Σοσιαλιστικού Γραφείου τα συνθήματα υπέρ της ταξικής πάλης και της διεθνιστικής αλληλεγγύης γεμίζουν τις στήλες των εντύπων της.
Με το ξέσπασμα του πολέμου και την κρίση στη διεθνή σοσιαλδημοκρατία, η Φεντερασιόν με ανοιχτή επιστολή θα στηρίξει τη Συνδιάσκεψη του Τσίμερβαλντ. Κατά την περίοδο της μακράς πολεμικής εμπλοκής του ελληνικού κράτους, ο αντιπολεμικός διεθνισμός της Φεντερασιόν θα επηρεάσει τις συζητήσεις στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο και στα ριζοσπαστικοποιημένα εργατικά στρώματα καθώς στην πλειονότητά τους οι μέχρι τότε ηγέτες θα συμπαραταχθούν με το στρατόπεδο της Αντάντ.
Συνοψίζοντας, η πολυεθνική Θεσσαλονίκη παράγει δύο στρατηγικά εναλλακτικά σχέδια σε σχέση με το μέλλον της πόλης. Το ένα προέρχεται από την πολυεθνική ελίτ και προωθεί την αυτονομία της πόλης απέναντι στην ελληνική άρχουσα τάξη και το ελλαδικό κράτος. Ωστόσο, αυτό το σχέδιο δεν είναι σε θέση να επηρεάσει άλλα τμήματα της ελλαδικής κοινωνίας και άλλες εθνοθρησκευτικές κοινότητες ή ανώτερα κοινωνικά στρώματα έξω από την πόλη. Εκ των πραγμάτων, έχει περιορισμένο τοπικό ενδιαφέρον. Η τοπική ελίτ της πόλης και η ελλαδική αστική τάξη το αντιμετωπίζει εχθρικά, αλλά το διαχειρίζεται σχετικά εύκολα. Το άλλο όμως σχέδιο προέρχεται από την πολυεθνική εργατική τάξης της πόλης και προωθεί μια διεθνιστική συλλογική ταυτότητα για όλη την ελλαδική εργατική τάξη.
Συγκεκριμένα, ο άπατρις χαρακτήρας του εβραϊκού προλεταριάτου δεν συναντούσε τα εθνικιστικά τείχη των άλλων εθνικοθρησκευτικών ομάδων. Ως εκ τούτου, επέτρεπε στο αίσθημα της αλληλεγγύης της κλειστής εργατικής κοινότητας των ισπανοεβραίων να διευρυνθεί ευκολότερα για να ενσωματώσει τις άλλες εθνοθρησκευτικές εργατικές ομάδες σε μια ενιαία υπερεθνική εργατική φαντασιακή κοινότητα η οποία θα αγκαλιάζει το σύνολο της εργατικής τάξης ανεξαρτήτου εθνικότητας. Η επιτυχία λοιπόν της Φεντερασιόν ήταν ότι ανέδειξε το δικό της εναλλακτικό διεθνιστικό σχέδιο σε μια σοσιαλιστική πολιτική πρόταση που δεν αφορούσε μόνο το μέλλον της Θεσσαλονίκης και της τοπικής εργατικής τάξης, αλλά όλης της χώρας και όλης της ελλαδικής εργατικής τάξης. Μάλιστα, κατέστησε αυτό το διεθνιστικό σοσιαλιστικό σχέδιο ελκυστικό σε τμήματα της εργατικής τάξης της Παλαιάς Ελλάδας τα οποία μέχρι τότε συνέδεαν τον σοσιαλισμό με τον πατριωτισμό. Ως εκ τούτου, παρόλο που η επίτευξη της αυτονομίας της πόλης ήταν ένα σαφώς πιο ρεαλιστικό σχέδιο που θα μπορούσε εύκολα να επιτευχθεί με μια διεθνή συνθήκη, ενώ αντίθετα ο διεθνιστικός σοσιαλισμός προϋπέθετε μια επιτυχημένη εξέγερση, η εβραϊκή Φεντερασιόν φαινόταν πιο απειλητική στα μάτια του ελληνικού εθνικισμού. Η αιτία ήταν ότι επιδίωκε άμεσα την οργάνωση όλης της εργατικής τάξης διεκδικώντας εργατικά αιτήματα στο παρόν αλλάζοντας τους ταξικούς συσχετισμούς δύναμης σε βάρος της αστικής τάξης. Με άλλα λόγια, το διεθνιστικό σοσιαλιστικό σχέδιο της εργατικής εβραϊκής τάξης συνδεόταν με τους κοινωνικούς πανικούς της αστικής τάξης και για αυτό το λόγο φάνταζε πιο απειλητικό για την άρχουσα τάξη της Ελλάδας και γενικά το κοινωνικό καθεστώς σε σχέση με το σχέδιο της εβραϊκής κοσμοπολίτικης αστικής ελίτ.
Σε κάθε περίπτωση τα δύο αυτά σχέδια περιέγραφαν τον μετασχηματισμό μιας πολυεθνικής πόλης, μέρος μιας πολυεθνικής αυτοκρατορίας, σε μια πολυεθνική πολιτεία, όπου οι εθνότητες θα διαβιούσαν ισότιμα. Προφανώς, είτε στη φιλελεύθερη αστική δημοκρατική είτε στην πληβειακή σοσιαλιστική εκδοχή πρόκειται για ριζοσπαστικά σχέδια και έρχονταν σε ευθεία αντίθεση με το εθνικιστικό σχέδιο του ελληνικού κράτους, το οποίο επεδίωκε την ελληνοποίηση της πόλης.
Η ανατροπή των ισορροπιών: η έλευση των προσφύγων
Οι ισορροπίες στην πόλη της Θεσσαλονίκης θα ανατραπούν το 1917 με τη μεγάλη πυρκαγιά, αλλά κυρίως το 1922 με τη μαζική εισροή προσφύγων. Το κράτος το 1922-1923 βρισκόταν μπροστά σε ένα χάος το οποίο θα έπρεπε να διευθετήσει. Οι Νέες Χώρες σε καμιά περίπτωση δεν είχαν ενταχθεί οργανικά στον εθνικό κορμό και οι μειονοτικοί τους πληθυσμοί αντιμετωπίζονταν ως εν δυνάμει εχθροί και κατάσκοποι. Την ύπαιθρο λυμαίνονταν ληστές, ενώ δεν ήταν λίγοι και οι ένοπλοι στις πόλεις. Η πρωτεύουσα των Νέων Χωρών, παρέμενε μια πόλη προς κατάκτηση. Η περιπετειώδης δεκαετία, που είχε προηγηθεί, δεν είχε επιτρέψει στην πραγματικότητα την εγκαθίδρυση του ελέγχου της νέας διοίκησης. Όποια βήματα είχαν γίνει στην κατεύθυνση της επιβολής της νέας γραφειοκρατίας και των μηχανισμών πειθάρχησης είχαν αναιρεθεί από τη νέα πραγματικότητα που διαμόρφωσε η έλευση των προσφύγων.
Μετά το 1922 η έλευση του προσφυγικού πληθυσμού θα καθορίσει τους εθνοτικούς συσχετισμούς υπέρ των Ελλήνων, ιδιαίτερα μετά την αποχώρηση του οθωμανικού-μουσουλμανικού πληθυσμού. Η Θεσσαλονίκη ήταν πλέον μια ελληνική πόλη και ως προς την πληθυσμιακή της σύνθεση. Αυτό όμως πια δεν ήταν από μόνο του αρκετό για να καθησυχάσει το ελληνικό κράτος και την ελλαδική άρχουσα τάξη. Η εθνολογική καθαρότητα δεν κατέστησε αυτονόητο τον «ήσυχον και ειρηνικόν βίον της προόδου και του πολιτισμού». Αντίθετα, στην ήδη υπάρχουσα ριζοσπαστικοποιημένη εβραϊκή προλεταριακή Θεσσαλονίκη προστέθηκε ένα πολύ μεγαλύτερο σε όγκο πληβειακό στοιχείο. Σε αυτήν τη νέα συνθήκη, σύμφωνα με τον Κώστα Τζιάρα, όλη η πόλη θα βρεθεί σε μια πρωτόγνωρη κοινωνική ένταση η οποία θα κληροδοτηθεί στο μεσοπόλεμο. Αυτή η «κοινωνική ενέργεια» των πληβειακών στρωμάτων θα καθορίσει τα ριζοσπαστικά ρεύματα της περιόδου αυτής επιτρέποντας την εμφάνιση του μπολσεβικισμού και της κομμουνιστικής ουτοπίας, ενώ θα οδηγήσει σε μεγαλύτερες ή μικρότερες κοινωνικές εκρήξεις. (Κωνσταντίνος Τζιάρας, Τα λαϊκά στρώματα στη Θεσσαλονίκη του μεσοπολέμου (1922-1940): κοινωνική και πολιτική διάσταση της φτώχειας, διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 2017)
Το νέο σχέδιο της κυρίαρχης ελληνικής αστικής τάξης ήταν να διατηρήσει υπό έλεγχο τα πληβειακά στρώματα της πόλης, να τα «εκπολιτίσει», εξημερώσει, ηθικοποιήσει σύμφωνα με τα πρότυπα και τις αρχές του δυτικού πολιτισμού. Η ελληνοποίηση, η οργανική ένταξή τους στο ελληνικό εθνικό κορμό, αποτελούσε το ιδεολογικό εργαλείο αυτής της προσπάθειας της κοινωνικής ενσωμάτωσης. Σε αυτό, το πλαίσιο όλες οι ιδέες για μια ανεξάρτητη πολυεθνική Θεσσαλονίκη αντιμετωπίζονται εχθρικά, αν και η ελληνοσερβική συμφωνία για τη λειτουργία Σερβικής Ελευθέρας Ζώνης συνιστά ένα μικρό στοιχείο μιας ενδεχόμενης εξέλιξης που ποτέ δεν συνέβη. Και ενώ λοιπόν το σχέδιο της πολυεθνικής ελίτ είχε πλέον ακυρωθεί στην πράξη, δεν συνέβαινε ακριβώς το ίδιο με το σχέδιο του διεθνιστικού προλεταριάτου. Η κοινωνική ένταση των λαϊκών στρωμάτων θα διατηρήσουν ενεργό και θα μεταλαμπαδεύσουν την ιδέα για ένα κοινό διεθνιστικό μέλλον στην πληθυσμιακά νέα πόλη.
Η πλειοψηφία των κατοίκων της Θεσσαλονίκης, παλιών και νέων, μέσα σε συνθήκες διάχυτης φτώχειας και ενώ η ζωή ακρίβαινε ανεξέλεγκτα, θα μπορούσε να ενταχθεί στις επικίνδυνες τάξεις και μια σπίθα θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια νέα πυρκαγιά, κοινωνική. Τα «λαϊκά στρώματα» «παραβιάζουν» νόμους και «κανόνες» είτε πρόκειται για οργανωμένες απεργιακές συγκεντρώσεις των κομμουνιστών οργανώσεων είτε αυθόρμητα απεργιακά ξεσπάσματα είτε μια διάχυτη ανυποταγή και απειθαρχία σε καθημερινό κοινωνικό επίπεδο μπροστά στον αγώνα για την επιβίωση, όπως π.χ. όταν εργάτες τρώνε και δεν πληρώνουν σε εστιατόριο, είτε για κανονιστικές αποκλίσεις σε ζητήματα ερωτικά ή έμφυλων ιεραρχήσεων.
Η απότομη αύξηση του πληθυσμού και η ακραία φτώχεια δημιουργούσαν προβλήματα στη στέγαση, τη διατροφή, τις σχέσεις μεταξύ των διαφορετικών φυλετικών ομάδων της πόλης. Δείκτες των εντάσεων αποτελούν οι καθημερινοί καυγάδες και οι τσακωμοί, που αποτύπωναν το μίσος προς τους από πάνω, αλλά και προς τους από κάτω. Όλοι, πλέον, ήταν εναντίον όλων, παράγοντας μια καθημερινή παραβατικότητα και βία. Το αστικό κράτος επιχείρησε να διαχειριστεί τις καθημερινές αυτές εντάσεις αναλαμβάνοντας το μονοπώλιο της βίας. Οι νεοφερμένοι, αλλά και όλοι οι φτωχοί, έπρεπε να μάθουν να υπακούν στον νόμο. Σε αυτό το νέο πλαίσιο δημιουργείται η ζώνη της αστικής κανονικότητας μέσα στην οποία επικρατεί το κρατικό μονοπώλιο της βίας και οι αστικοί νόμοι του κράτους. Μέσα σε αυτό, αλλά και γύρω από αυτό δημιουργούνται περιοχές ή συμπεριφορές που ξέφευγαν ή αμφισβητούσαν την επιτήρηση.
Ο Κώστας Τζιάρας περιγράφοντας τη μεσοπολεμική Θεσσαλονίκη προτείνει ένα ερμηνευτικό σχήμα για τη διάκριση της λαϊκής παραβατικότητας σε κόκκινη και γκρίζα ζώνη. Οι γκρίζες ζώνες χαρακτηρίζονταν από την εκτεταμένη οπλοφορία των ανθρώπων που κινούνταν σε αυτές. Ήταν χωροταξικά ορισμένες στα δυτικά κυρίως της πόλης και στην περιοχή της Μπάρας. Περιλάμβαναν ό,τι έχει χαρακτηριστεί ως παράνομη οικονομία ή οργανωμένο έγκλημα και διευρύνθηκαν από τις συνθήκες της ανέχειας και το πλήθος των φτωχών του μεσοπολέμου. Πολλές από τις διακορευμένες κόρες των προσφύγων κατέληγαν εκεί συνδεόμενες με σωματεμπόρους, εμπόρους ναρκωτικών και ιδιοκτήτες παράνομων χαρτοπαικτικών λεσχών. (Κ. Τζιάρας, Τα λαϊκά στρώματα στη Θεσσαλονίκη, ό.π.)
Το φαινόμενο της σωματεμπορίας είναι το πλέον αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της οργάνωσης της οικονομίας του περιθωρίου. Η κηδεία του αρχινταή της περιοχής το 1932, περιλάμβανε μια πομπή 5000 οπλοφόρων και το σύνολο των πολυάριθμων ιερόδουλων της πόλης. Η κηδεία είχε το στιλ της μαφίας. Η μαφία με την έννοια του οργανωμένου εγκλήματος αποτελούσε μια πραγματικότητα στη μεσοπολεμική Θεσσαλονίκη, στις περιοχές, όπου η ελίτ του περιθωρίου υποκαθιστούσε – σε διασύνδεση με αυτές – τις κρατικές εκδοχές του ελέγχου της οικονομίας και της τάξης. Η θολή-ειδική σχέση με το επίσημο κράτος αποτελούσε χαρακτηριστικό των ανθρώπων που κινούνταν στις γκρίζες ζώνες. Από τις γκρίζες ζώνες στρατολογήθηκαν οι ένοπλοι μπράβοι των εθνικιστικών αντικομμουνιστικών-αντισημιτικών οργανώσεων, που έδρασαν κατά τον μεσοπόλεμο ένοπλα ενάντια στο κίνημα των εργαζόμενων φτωχών. (Κ. Τζιάρας, Τα λαϊκά στρώματα στη Θεσσαλονίκη, ό.π.)
Ποιοι όμως αποτελούσαν τις κόκκινες ζώνες; Οι εργαζόμενοι στα υφαντουργεία, τις καπναποθήκες, τις οικοδομές και τις μεταφορές, δεν αποτελούσαν ευκαταφρόνητο ποσοστό και εργάζονταν σε μεγάλους και μαζικούς χώρους εργασίας. Ωστόσο, η φτωχολογιά ήταν ένα πολύ διευρυμένο στρώμα. Στην πραγματικότητα, στις συνθήκες του μεσοπολέμου, είναι δύσκολο να αντιδιαστείλουμε τους εργάτες και τους μεροκαματιάρηδες από τους τεχνίτες, τους μικροβιοτέχνες και τους μικρεμπόρους και τους εργάτες στις μικροϋπηρεσίες. Τουλάχιστον εννιά στους δέκα ανθρώπους στη μεσοπολεμική Θεσσαλονίκη, αν και με διαφορετική ένταση, αντιμετώπιζαν το φάσμα της φτώχειας και βρίσκονταν κάτω από το όριο της επιβίωσης. (Κ. Τζιάρας, Τα λαϊκά στρώματα στη Θεσσαλονίκη, ό.π.)
Η συνδικαλιστική δράση χαρακτήριζε την πληβειακή πόλη. Περιγραφές βίαιων συγκρούσεων μεταξύ εργατών και κρατικών δυνάμεων μπορεί κανείς να διαβάσει σχεδόν σε κάθε φύλλο των αριστερών και εργατικών -ακόμα και των αστικών- εφημερίδων του μεσοπολέμου. Σε αυτές τις συγκρούσεις πρωταγωνιστούν οι αρτεργάτες τη μία φορά, οι υποδηματεργάτες την άλλη φορά, οι τροχιοδρομικοί και, φυσικά, τις περισσότερες φορές οι καπνεργάτες, ο πιο ριζοσπαστικοποιημένος και τρόπον τινά ο ηγετικός κλάδος της εργατικής τάξης του μεσοπολέμου. Ο μεσοπόλεμος θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια μακρά περίοδος ήπιου «πολιτικού εμφυλίου πολέμου». Ο αστικός λόγος, ο αστικός τύπος, τα αστικά κόμματα, οι αστικές οργανώσεις, βλέπουν τις «επικίνδυνες τάξεις» εκτός αστικού πολιτισμού, εθνικού κορμού και εθνικής ιδεολογίας.
Οι μαζικές κινητοποιήσεις για ένα εργατικό ή πολιτικό ζήτημα προκαλούν την πολιτική, κατασταλτική και ιδεολογική αντίδραση του κράτους η οποία ασκείται με ανοιχτή φυσική βία. Η βία αυτή στοχοποιεί τους πρωταγωνιστές των κινημάτων προκαλώντας ενστικτωδώς τάσεις αυτό-προστασίας εξωθώντας σε πράξεις αντι-βίας. Πρόκειται για μια πολύπλευρη ταξική σύγκρουση με μεγάλη διάρκεια, με πολλούς νεκρούς κυρίως από την πλευρά της εργατικής τάξης, με πολλούς τραυματίες, με σκληρή καταστολή και ποινικοποίηση του «εσωτερικού εχθρού». Συνεπώς, ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της μεσοπολεμικής περιόδου είναι η γένεση «μιας νέας προοδευτικής λαϊκότητας» που είναι οι άνθρωποι της αριστεράς.
Το σχέδιο της κομμουνιστικής αριστεράς: από την πολυδιάσπαση στην ενότητα
Ο τύπος του νέου πολιτικού ανθρώπου γεννήθηκε, σύμφωνα με τον Άγγελο Ελεφάντη, «μέσα στις αντιφάσεις της κοινωνίας του Μεσοπολέμου, μέσα στις υποτυπώδεις κομματικές οργανώσεις, στις αντιφασιστικές κινητοποιήσεις, στα συνδικάτα, στις μαζικές οργανώσεις, στα πολιτισμικά ρεύματα, τύπος άγνωστος ως τις τότε παραγωγές του πολιτικού αστικού κόσμου» (Άγγελος Ελεφάντης, Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης. ΚΚΕ και αστισμός στο Μεσοπόλεμο, Αθήνα: Θεμέλιο 2000, σ. 46). Στις πληβειακές γειτονιές, στα ξέφωτα και τα καφενεία, έδρασαν οι εκπρόσωποι των κόκκινων ζωνών, οι οποίοι επίσης αγωνίζονταν να επιβιώσουν. Οι κομμουνιστές εργάτες των αρχών του μεσοπολέμου στρατεύτηκαν στην υπόθεση του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος, σε μια υπόθεση που φάνταζε αρκετά πιθανή για αυτούς αλλά και επικίνδυνη για τις άρχουσες τάξεις. (Κ. Τζιάρας, Τα λαϊκά στρώματα στη Θεσσαλονίκη, ό.π.) Από αυτήν την πλευρά δεν είναι τυχαίο ότι στη Θεσσαλονίκη οι πληβείοι Εβραίοι συναντιούνται με τους πληβείους πρόσφυγες μεταφέροντας την παράδοση του παλιού διεθνιστικού σχεδίου.
Σε όλο το μεσοπόλεμο η εργατική τάξη παρέμενε διασπασμένη. Καθοριστικός παράγοντας στην πολυδιάσπαση αυτή ήταν φυσικά η εμφάνιση και ο ρόλος του προσφυγικού πληθυσμού και η εχθρική τοποθέτηση των άλλων εθνικοτοπικών ομάδων απέναντί του. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο του εθνοτικού ανταγωνισμού και της κρατικής καταστολής του εναλλακτικού διεθνιστικού προλεταριακού σχεδίου αναπτύχθηκε και ο φασισμός. Η πιο σοβαρή περίπτωση προέκυψε από τον βενιζελικό πόλο και ήταν τα «τρία έψιλον», δηλαδή η Εθνική Ένωσις Ελλάς (ΕΕΕ). Δημιουργήθηκε το 1927 στην Θεσσαλονίκη από μικρασιάτες πρόσφυγες.
Η ιδεολογία της ήταν ταυτόχρονα αντισημιτική και αντικομμουνιστική συνδυάζοντας αυτά τα δύο σε μια ενιαία πρόσληψη του εσωτερικού εχθρού, δηλαδή απέναντι στην απειλή του εβραίου που ήταν συνάμα κομμουνιστής και αντίστροφα. Ιδρυτής της ΕΕΕ και πρόεδρός της ήταν ο έμπορος Γεώργιος Κοσμίδης, ένας τουρκόφωνος πρόσφυγας, γραμματέας της ο τραπεζικός Δ. Χαριτόπουλος, ενώ τη δράση της προπαγάνδιζε ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας Μακεδονία της Θεσσαλονίκης, Νίκος Φαρδής. Η εφημερίδα Μακεδονία αποτελούσε τον βασικό πυλώνα του βενιζελισμού στην Θεσσαλονίκη, με εκδότη τον Ι. Βελλίδη. Με άλλα λόγια, η εμφάνιση του φασισμού στην Ελλάδα προέκυψε σε μεγάλο βαθμό από μεσαία και ανώτερα αστικά στρώματα και με την ξεκάθαρη υποστήριξη του πολιτικού, δημοσιογραφικού και οικονομικού συστήματος. Οι τριεψιλίτες συμμετείχαν σε επίσημες παρελάσεις σε εθνικές εορτές και είχαν αναπτύξει παραστρατιωτική δράση με τους «Χαλυβδόκρανους».
Η κρίσιμη περίοδος δράσης τους ήταν η περίοδος 1929-1933. Με την υποστήριξη της εφημερίδας Μακεδονία πρωτοστάτησαν στον εμπρησμό της εβραϊκής συνοικίας Κάμπελ τον Ιούλιο του 1931, ενώ τον Αύγουστο οργάνωσαν πορεία μέχρι τα ελληνοσερβικά σύνορα. Τον επόμενο χρόνο πραγματοποιήθηκε δίκη με κατηγορούμενους τον Ν. Φαρδή και μέλη της ΕΕΕ, οι οποίοι αθωώθηκαν. Οι τριεψιλίτες, βέβαια, αφού αποδόθηκαν καθαροί στην κοινωνία μετά τη δίκη της Βέροιας, στράφηκαν εναντίον των κομμουνιστών και των εργατικών συνδικάτων, όπως άλλωστε τους παρότρυναν κι οι υπεύθυνοι πολιτικοί ηγέτες.
Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας της πολυδιάσπασης της εργατικής τάξης ήταν η διαδικασία εκβιομηχανισμού και εκσυγχρονισμού του δευτερογενούς τομέα της παραγωγής. Στον φόντο μιας διαδικασίας εκμοντερνισμού, η αστική τάξη, η εργοδοσία και το κράτος επιχειρεί να ανατρέψει τις παραδοσιακές συντεχνιακές και έμφυλες δομές διεκδικώντας μέσα από την εκμηχάνιση ή την απλοποίηση της παραγωγής τον έλεγχό τους από τους ειδικευμένους εργάτες. Σημαντική εξέλιξη είναι από τη μία η εκβιομηχάνιση σε μια σειρά τομείς, αλλά και η θηλυκοποίηση πολλών επαγγελμάτων. Η μεγάλη παρουσία της γυναίκας στην βιομηχανική παραγωγή φέρνει σημαντικές αναταράξεις σε όλη την κοινωνική δομή ριζοσπαστικοποιώντας την εργατική τάξη, ενώ παράλληλα προκάλεσε συντηρητικές αντιδράσεις τόσο από το κράτος όσο και από τμήματα της εργατικής τάξης. Η θηλυκοποίηση του καπνεργατικού επαγγέλματος, δηλαδή στο βαρύ πυροβολικό της μεσοπολεμικής εργατικής τάξης, ανέδειξε την εργάτρια σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Και αυτό φαίνεται στις συγκρούσεις στην Θεσσαλονίκη.
Το ΚΚΕ το οποίο είχε κληρονομήσει από τη Φεντερασιόν μια ηγεμονική θέση στην οργανωμένη συνδικαλιστικά εργατική τάξης της πόλης, χάνει σταδιακά την αρχική ηγεμονία του στο διασπασμένο προλεταριάτο. Ταυτόχρονα, οι αρχειομαρξιστικές κομμουνιστικές, οι σοσιαλιστικές ρεφορμιστικές, όπως και οι συντηρητικές πατερναλιστικές παρατάξεις κερδίζουν πολύ σε έδαφος. Μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες της ρεφορμιστικής και συντηρητικής παράταξης να εκτοπιστεί η ηγεμονεύουσα παράταξη του ΚΚΕ από το Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης (ΕΚΘ), στα 1926 επιτεύχθηκε η διάσπαση με την ίδρυση του Πανεργατικού Κέντρου Θεσσαλονίκης (ΠΚΘ) τον Ιούνιο του ίδιου έτους από τη σοσιαλιστική «μειοψηφία». Την ίδια περίοδο το ΚΚΕ κηρύσσει τον πόλεμο στον παλιό συντεχνιακό συνδικαλισμό και προχωρά στην ίδρυση μιας σειράς νέου τύπου σωματείων τα οποία ονομάζει «Βιομηχανικές Ενώσεις» οι οποίες θα ενοποιούσαν τους εργάτες όχι ανά επαγγελματικούς κλάδους, π.χ. υποδηματεργάτες, αρτεργάτες κ.λπ., αλλά ανά βιομηχανικό κλάδο καθώς στις βιομηχανίες πλέον εντάσσονταν εκτός από τους ειδικευμένους εργάτες, εργάτες και εργάτριες σε βοηθητικές, ημιειδικευμένες ή άλλου τύπου εργασίες, ενώ οι ειδικευμένοι εργάτες ενδεχομένως να είχαν μεγαλύτερη ποικιλία στην ειδίκευση.
Στην Θεσσαλονίκη, όταν η παράταξη του ΚΚΕ προχώρησε στην ίδρυση της Βιομηχανικής Ένωσης Δέρματος Θεσσαλονίκης, της Βιομηχανικής Ένωσης Οικοδόμων Θεσσαλονίκης και του Συνδικάτου Επισιτισμού Θεσσαλονίκης, μια σειρά από παλαιά συντεχνιάζοντα σωματεία πέρασαν κάτω από τη διοίκηση των αρχειομαρξιστών. Αντίστοιχα, οι σοσιαλιστές κατάφεραν να επικρατήσουν στους λιμενεργάτες που ήταν το κατεξοχήν συντεχνιακό περιβάλλον και σε μια σημαντική μερίδα καπνεργατών. Οι αρχειομαρξιστές συγκρότησαν τα Συνεργαζόμενα Σωματεία τα οποία εξελίχθηκαν σε τρίτο ξεχωριστό εργατικό κέντρο με την επωνυμία Πανεργατική Ένωση Θεσσαλονίκης (ΠΕΘ). Παράλληλα, λειτουργούσε το Πανυπαλληλικό Κέντρο Θεσσαλονίκης το οποίο έλεγχαν σοσιαλδημοκράτες και συγκέντρωνε σωματεία υπαλλήλων τραπεζών και εμποροϋπαλλήλων. Τέλος, διάφορα σημαντικά σωματεία που ελέγχονταν από σοσιαλδημοκράτες, όπως των Σιδηροδρομικών και τροχιοδρομικών, παρέμεναν εκτός Εργατικών Κέντρων ως Ανεξάρτητα Σωματεία.
Από το 1931 αρχίζει να αντιστρέφεται η τάση της πολυδιάσπασης. Αυτό συμβαίνει γιατί εν πολλοίς οι σοσιαλιστές συνδικαλιστές συνειδητοποιούν ότι οι επαγγελίες των κυβερνήσεων για κοινωνικές ασφαλίσεις δεν οδήγησαν στα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Παράλληλα, το ΚΚΕ αλλάζει σταδιακά τακτική και διεκδικεί την εργατική ενότητα. Τότε η αρχειομαρξιστική ΠΕΘ προσχωρεί στο ΕΚΘ, ενώ το ΕΚΘ συνεργάζεται πια ολοένα και πιο σταθερά με το ΠΚΘ και το Πανυπαλληλικό Κέντρο Θεσσαλονίκης. Καρπός αυτής της διαδικασίας σύγκλησης ήταν η κήρυξη 4ωρης στάσης εργασίας τον Σεπτέμβριο του 1934, ενώ τον Οκτώβριο του ίδιου έτους υπογράφηκε πρωτόκολλο συνεργασίας εναντίον κάθε στρατιωτικοφασιστικής εκτροπής. Η χρονιά αυτή είναι η περίοδος των μεγάλων κινητοποιήσεων για τους εργάτες της Θεσσαλονίκης. Η απάντηση του κράτους ήταν βίαιη καταστολή και εκτοπίσεις. Όλα αυτά τα γεγονότα προαναγγέλλουν τις μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις του 1936.
Το 1936 έγιναν δύο γεγονότα που κατέχουν σημαντική θέση στην ιστορική διαδρομή του εργατικού κινήματος της πόλης. Το πρώτο αναφέρεται στη συμφωνία για ενωτική δράση του ΕΚΘ με το Πανυπαλληλικό Κέντρο. Η συμφωνία αυτή οδήγησε στην δημιουργία Ενωτικής Επιτροπής και ουσιαστικά έθεσε στο περιθώριο το Πανεργατικό Κέντρο και το Ανεξάρτητο Εργατικό Κέντρο. Το δεύτερο γεγονός ήταν η σύγκληση στην Θεσσαλονίκη του 1ου καπνεργατικού Συνεδρίου που αποσκοπούσε στην ενότητα του καπνεργατικού κλάδου. Στις 15 Απριλίου επιτυγχάνεται η συμφωνία για την ενότητα του κλάδου ανάμεσα στην κομμουνιστική Πανελλαδική Καπνεργατική Ομοσπονδία (ΠΚΟ) και την σοσιαλιστική/ρεφορμιστική Ενωτική Ομοσπονδία Καπνεργατών και Στιβαδόρων Ελλάδος (ΕΟΚΣΕ). Η εξέλιξη αυτή δημιούργησε συνθήκες ευνοϊκότερες για την δράση του καπνεργατικού κλάδου και αύξησε τις ελπίδες των εργαζομένων για την αποτελεσματικότητα των κινητοποιήσεων.
Το ρήγμα στην εργατική τάξη κλείνει: η ηγεμονική ανάδειξη της κομμουνιστικής αριστεράς
Στα μέσα του 1936 φαίνεται λοιπόν ότι κλείνει το μεγάλο ρήγμα στο εσωτερικό της ελληνικής εργατικής τάξης, καθώς ολοκληρώνεται μια μεγάλη διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης και ενοποίησής της. Μια διαδικασία η οποία λάμβανε χώρα σε κάθε σωματείο, σε κάθε γειτονιά, σε κάθε εργοστάσιο ή εργαστήριο σε όλο το μεσοπόλεμο, χωρίς όμως να γενικεύεται στο κεντρικό επίπεδο αφού επικρατούσε ο πολιτικός και οργανωτικός κατακερματισμός. Εξάλλου, η οργανωτική συγκρότηση της εργατικής τάξης δεν μία διαδικασία που εξελίσσεται γραμμικά, αλλά είναι δυναμική και διακρίνεται από «πυκνώσεις» και «αραιώσεις» ανάλογα τη συγκυρία. Το έτος 1936 φαίνεται πως αποτελεί το σημείο της κορυφαίας «πύκνωσης». Το ΚΚΕ επεκτείνεται σε πολλούς βιομηχανικούς κλάδους, όπως και στον προσφυγικό πληθυσμό, κυρίως στο βιομηχανικό προλεταριάτο, ενώ διατηρεί ή ενισχύει την επαφή του με άλλες εργατικές ή αγροτικές εθνικοτοπικές ομάδες. Επίσης, συνδέεται με την εξίσου αυθόρμητη αντίδραση των μειονοτήτων. Στην πράξη το παλιό σχέδιο του πολυεθνικού προλεταριάτου για τη διεθνιστική ενοποίηση όλης της εργατικής τάξης αρχίζει να γίνεται πραγματικότητα. Τις ημέρες του Μαΐου 1936 φαίνεται, λοιπόν, ότι το «μεγάλο καζάνι» που έβραζε για 14 χρόνια, η ελληνική κοινωνία, «σκάει». Η πολυπόθητη ομοιογένεια ήρθε στην Θεσσαλονίκη, αλλά ο ηγεμονικός φορέας δεν ήταν η αστική τάξη, αλλά η εργατική τάξη και το δικό της διεθνιστικό ταξικό σχέδιο. Βέβαια, οι νέες αναλύσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ για αστικοδημοκρατική επανάσταση θα αποδειχθούν κατώτερες των περιστάσεων και θα οδηγήσουν σε ήττα το εργατικό κίνημα. Απέναντι σε αυτό το διεθνιστικό εργατικό σχέδιο η αστική τάξη θα προτάξει πάντως την καταστολή και το φασιστικό κράτος εξαίρεσης του Ιωάννη Μεταξά.
Βιβλιογραφία:
Έφη Αβδελά, «Ο σοσιαλισμός των «άλλων»: ταξικοί αγώνες, εθνοτικές συγκρούσεις και ταυτότητες φύλου στη μετα-οθωμανική Θεσσαλονίκη», περ. Τα Ιστορικά, τ. 18-19 (1993)
Άγγελος Ελεφάντης, Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης. ΚΚΕ και αστισμός στο Μεσοπόλεμο, Αθήνα: Θεμέλιο 2000.
Κώστας Παλούκης, «Ενότητα και διάσπαση: πολιτικές, ιδεολογικές και οργανωτικές αντιπαραθέσεις στο ΕΚΘ του μεσοπολέμου» στο «Επετειακή Ημερίδα 100 Χρόνια Ε.Κ.Θ.1917-2017», Σάββατο 29 Απριλίου 2017, ΕΚΘ
Κωνσταντίνος Γ. Τζιάρας, «Τα λαϊκά στρώματα στη Θεσσαλονίκη του μεσοπολέμου (1922-1940): κοινωνική και πολιτική διάσταση της φτώχειας», διδακτορική διατριβή, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2017.
Το κείμενο του Κώστα Παλούκη επιμελήθηκε ο Στέλιος Χρονόπουλος
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Προσθέστε σχόλιο