Ιστορίες για τη Σεξουαλικότητα
επιμ. Δήμητρα Βασιλειάδου & Γλαύκη Γκότση
Θεμέλιο, 2020 | 346 σελίδες
Το 1976 ο δυτικός κόσμος ζούσε στον απόηχο κοινωνικών κινημάτων που είχαν θέσει το φύλο και τη σεξουαλικότητα στο επίκεντρό των διεκδικήσεών τους. Χάρη στους αγώνες του Δεύτερου Φεμινιστικού Κύματος, η έκτρωση νομιμοποιήθηκε στη Βρετανία με το Abortion Act το 1967, στις ΗΠΑ το 1973 με την περίφημη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Roe vs Wade και στη Γαλλία το 1975 με νόμο της Υπουργού Υγείας, τότε, Σιμόν Βέιλ –στη Σοβιετική Ένωση, βέβαια, η έκτρωση είχε επανανομιμοποιηθεί λίγο μετά τον θάνατο του Στάλιν, το 1955. Μετά το Stonewall το Gay Liberation Movement ριζοσπαστικοποιήθηκε περαιτέρω, ειδικά στην Αμερική, οδηγώντας σε μια μεγάλη νίκη: τον αποχαρακτηρισμό της ομοφυλοφιλίας ως ψυχικής νόσου από την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία στη νέα έκδοση του διαγνωστικού και στατιστικού εγχειριδίου DSM το 1974. Και είναι μέσα σε αυτό το κλίμα που ο Φουκώ δημοσιεύει το 1976 τον πρώτο τόμο της Ιστορίας της Σεξουαλικότητας, διερωτώμενος για τον πολλαπλασιασμό των λόγων περί σεξουαλικότητας από τον 18ο αιώνα και μετά.
Προσπαθώντας να δώσει μια απάντηση, ο Φουκώ φαίνεται, αν όχι να απορρίπτει, τουλάχιστον να μη δίνει προτεραιότητα στην υπόθεση της καταστολής και απώθησης της σεξουαλικότητας, την οποία εν πολλοίς συγκρότησε ο Φρόιντ και η επιδραστικότητά της ψυχανάλυσης στην ιστορία της σκέψης στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, για χάρη ίσως ενός φαινομενικά αντίστροφου μηχανισμού που παράγει γνώση και εν τέλει εξουσιαστικούς λόγους περί σεξουαλικότητας. «Πολύ περισσότερο από έναν αρνητικό μηχανισμό αποκλεισμού ή απόρριψης,» γράφει ο Φουκώ, «πρόκειται για την αναφλόγηση ενός λεπτού δικτύου από Λόγους, γνώσεις, ηδονές, εξουσίες· δεν πρόκειται για μια κίνηση που απωθεί πεισματικά το απείθαρχο σεξ σε κάποια σκοτεινή και απροσπέλαστη περιοχή· αλλά, απεναντίας, για διαδικασίες που το διασκορπίζουν στην επιφάνεια των πραγμάτων και των σωμάτων, που το διεγείρουν, το φανερώνουν και το κάνουν να μιλάει, που το εμφυτεύουν στην πραγματικότητα και το προστάζουν να πει την αλήθεια».[1] Και ποιος θα δώσει την απάντηση για την ερμηνεία αυτής της ενίσχυσης, εντατικοποίησης αλλά και μυθοποίησης της υποτιθέμενης αλήθειας των λόγων περί σεξουαλικότητας; Η ιστορική έρευνα, αποκρίνεται ο Φουκώ.
44 χρόνια μετά, βρισκόμαστε τόσο στον απόηχο κοινωνικών κινημάτων που έθεσαν και πάλι στο επίκεντρο το φύλο και τη σεξουαλικότητα, όπως το #MeToo, το γυναικείο κίνημα στην Αργεντινή που οδήγησε στην πρόσφατη νομιμοποίηση της έκτρωσης, αλλά και ο εγχώριος φεμινισμός που εισήγαγε τη λέξη «γυναικοκτονία» στο λεξιλόγιό μας και την έννοια της «συναίνεσης» στον Ποινικό Κώδικα, όσο και ενώπιον ενός ολοένα και πιο ανησυχητικού νεοσυντηρητισμού και νεοαυταρχισμού που επιτηρεί τα (έμφυλα) σώματά και αστυνομεύει τη σεξουαλικότητά μας. Μέσα σε αυτό το κλίμα, ομολογώ ότι, μετά και το ομώνυμο συνέδριο που είχαν διοργανώσει οι «Ιστορικοί για την Έρευνα στην Ιστορία των Γυναικών και του Φύλου» στη Γαλλική Σχολή το 2018, περίμενα με ανυπομονησία να κυκλοφορήσουν οι Ιστορίες για τη Σεξουαλικότητα σε επιμέλεια Δήμητρας Βασιλειάδου και Γλαύκης Γκότση.
Ανυπομονούσα να διαβάσω προσεκτικά τις μελέτες που συγκροτούν και ανασυγκροτούν τους λόγους περί σεξουαλικότητας, προσπαθώντας ίσως να μπουν ηθελημένα ή αθέλητα, αλλά σχεδόν αναπόφευκτα —ακόμα και εάν αναχωρούν από αυτό, όπως σημειώνει και η Δήμητρα Βασιλειάδου στο προλογικό της σημείωμα— σε διάλογο με το ερώτημα που παίδεψε τον Φουκώ το 1976. Ποιοι είναι αυτοί οι ιατρικοί, νομικοί, ή άλλοι επιστημονικοί λόγοι που διαποτίζουν τις σεξουαλικές επιθυμίες και πρακτικές, που συγκροτούν τις σεξουαλικές ταυτότητες; Πώς διαπλέκονται οι λόγοι αυτοί σε ένα δίκτυο εξουσιών που συγκροτεί αυτό που ονομάζουμε σεξουαλικότητα και βρίσκει χώρο όχι μονάχα στην επιστήμη, τη χάραξη πολιτικής, τους νομοθετικούς και δικαστικούς θεσμούς και τα κανονιστικά πρότυπα συμπεριφοράς, αλλά και στην ίδια την ιστοριογραφία, την τέχνη και κάθε είδους πολιτισμική παραγωγή; Μάλιστα, η πολιτισμική αναφορά που κάνει στο προλογικό σημείωμα του βιβλίου η Δήμητρα Βασιλειάδου στη φράση του κυνικού πολιτικού Francis Underwood από την τηλεοπτική σειρά House of Cards «Τα πάντα στον κόσµο αφορούν το σεξ, εκτός από το ίδιο το σεξ. Το σεξ αφορά την εξουσία» (σ.13), μας εισάγει με ευφυή και γλαφυρό τρόπο σε αυτό που πρόκειται να επακολουθήσει.
Προκύπτει όμως το ερώτημα: τι είναι οι Ιστορίες για τη Σεξουαλικότητα; Μπορεί η ιστορική έρευνα, αλλά και οι άλλες πειθαρχίες και μεθοδολογικές προσεγγίσεις από τις οποίες εκκινούν οι συγγραφείς αυτού του τόμου—όπως η κοινωνική ανθρωπολογία, η ιστορία της τέχνης, η συγκριτική λογοτεχνία, ή οι σπουδές φύλου– να προσφέρουν μια ενοποιητική, ομοιογενή, παγιωμένη ιστορία της σεξουαλικότητας; Είναι άραγε αυτό το ζητούμενο; Και πώς γράφεις την ιστορία της σεξουαλικότητας χωρίς να υποπέσεις κι εσύ στην παγίδα του να παράγεις ή να αναπαράγεις εξουσιαστικό λόγο;
Σε αυτόν τον τόμο οι επιμελήτριες περνούν με προσοχή και ενσυναίσθηση από τις συμπληγάδες ανάμεσα στις οποίες κάθε προσπάθεια ιστορικοποίησης της σεξουαλικότητας μπορεί να εγκλωβίσει τους ερευνητές. Ο τίτλος άλλωστε είναι ενδεικτικός. Δεν διακηρύττουν ότι συνέγραψαν ή επιμελήθηκαν ΤΗΝ ιστορία της σεξουαλικότητας αλλά ότι παραθέτουν ιστορίες –σε πληθυντικό που μάλιστα θα μπορούσε κανείς να τις δει τόσο ως histories όσο και ως stories– ιστορίες για, που αναφέρονται δηλαδή στη σεξουαλικότητα. Με βάση το γεγονός ότι οι άνθρωποι μεν πάντα έκαναν σεξ και μιλούσαν γι’ αυτό, οι λόγοι όμως περί σεξουαλικότητας δεν είναι άχρονοι, αλλά ιστορικά συγκεκριμένοι, νομίζω ότι δεν είναι τυχαίο ότι τα χρονικά περιθώρια των κεφαλαίων κινούνται όλα, πλην ενός, εντός αυτού που ονομάζουμε Νεωτερικότητα, από τον 16ο αιώνα και εξής. Μάλιστα, ο 20ος αιώνας, στον οποίο και ισχυροποιείται ο μηχανισμός παραγωγής γνώσης για τη σεξουαλικότητα, παίρνει τη μερίδα του λέοντος, καθώς 11 από τα 14 κεφάλαια εστιάζουν τουλάχιστον και σε αυτόν. Το γεωγραφικό πλαίσιο, επίσης, είναι σχετικά συγκεκριμένο, καθώς, ενώ δεν σταματούν να συνομιλούν με τη διεθνή ιστοριογραφία, δέκα συγγραφείς αυτού του τόμου επικεντρώνουν τη μελέτη τους στον ελλαδικό χώρο ή στην ελληνόφωνη παραγωγή.
Ενώ αφήνουν λοιπόν ελεύθερους τους συγγραφείς να ξεδιπλώσουν ο καθένας και από μία ιστορία για τη σεξουαλικότητα, οι επιμελήτριες θέτουν βοηθητικά, αλλά όχι ασφυκτικά πλαίσια αφήγησης, τόσο με το προλογικό θεωρητικό σημείωμα της Δήμητρας Βασιλειάδου και την εισαγωγή όπου οι δύο επιμελήτριες παραθέτουν μια ενδελεχή ανασκόπηση της εγχώριας βιβλιογραφίας για τη σεξουαλικότητα, όσο, κυρίως, με την οργάνωση του τόμου σε πέντε ενότητες: Α’, Λόγοι των «ειδικών» και σεξουαλικές πρακτικές, Β’, Βία, Νόμος και Έγκλημα, Γ’, Ομοερωτικές σχέσεις και πρακτικές, Δ’, Σώματα και επιθυμίες στο πεδίο των τεχνών, και Ε’, Έννοιες και θεωρητικές μετατοπίσεις.
Στην πρώτη ενότητα, λοιπόν, για τους λόγους των «ειδικών», δηλαδή κυρίως των γιατρών, έχουμε τρία κεφάλαια. Πρώτο είναι το κεφάλαιο της Βασιλικής Θεοδώρου και του Χρήστου Λούκου που μελετούν αρχειακό υλικό του Νοσοκομείου «Συγγρός» για να σκιαγραφήσουν τους λόγους περί αφροδίσιων νοσημάτων τη δεκαετία του ’30, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη στερεοτυπική σύνδεση μεταξύ αφροδίσιων νοσημάτων και πορνείας. Δεύτερο έχουμε το κεφάλαιο του Κωστή Γκοτσίνα που εξετάζει τους ιατρικούς και ψυχιατρικούς λόγους για τον αυνανισμό στην Ελλάδα σε ένα αρκετά ευρύ χρονικό πλαίσιο, από το 1900 έως το 1970, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στον λόγο των σεξολόγων. Τέλος, το κεφάλαιο της Δέσπως Κριτσωτάκη αντλεί υλικό από το αρχείο του Κέντρου Ψυχικής Υγιεινής και Ερευνών Θεσσαλονίκης για να αναδείξει τους μετασχηματισμούς της εφηβικής και νεανικής γυναικείας σεξουαλικότητας κατά την περίοδο 1960-1980.
Στη δεύτερη ενότητα του τόμου σχετικά με τη σεξουαλική βία, το έγκλημα και την ποινική δικαιοσύνη, κατατάσσονται: πρώτον, το κεφάλαιο της Δήμητρας Βασιλειάδου που εστιάζει σε δικαστικά αρχεία για να μελετήσει περιπτώσεις όπου νεαρές κοπέλες προέβαιναν σε καταχρηστική καταγγελία βιασμού στα νησιά του Αιγαίου στις αρχές του 20ού αιώνα με σκοπό να πετύχουν τη μόνη κοινωνικά συμβατή και επανορθωτική προς την κατεστραμμένη τους ηθική λύση, τον γάμο, δεύτερον, το κεφάλαιο της Joanna Bourke που παρουσιάζει μια γενεαλογία της σεξουαλικής βίας στη βρετανική και αμερικανική κοινωνία από τον 19ο αιώνα μέχρι και τη μεταπολεμική περίοδο, και, τέλος, το κεφάλαιο της Έφης Αβδελά που αντλεί υλικό από δικαστικά αρχεία αλλά και σεξολογικά και νομικά κείμενα της μεταπολεμικής περιόδου για να μελετήσει τους λόγους περί των πρώιμων ομοερωτικών πρακτικών ανήλικων αγοριών που έφταναν στα δικαστήρια ανηλίκων.
Στο πρώτο κεφάλαιο της τρίτης ενότητας του τόμου που εστιάζει στις ομοερωτικές σχέσεις και πρακτικές, ο Κώστας Γιαννακόπουλος συζητά την ιατρικοποίηση της ομοφυλοφιλίας στους λόγους των ειδικών, αλλά και του Τύπου και των δικαστικών αρχών καθώς και τον συγκροτητικό χαρακτήρα της μυστικότητας και του taboo, με αφορμή ένα ομοσεξουαλικό έγκλημα στην Αθήνα του 1957. Στο δεύτερο κεφάλαιο, ο Νίκος Παπαδογιάννης μελετά τις πολύσημες εμπειρίες των μετακινήσεων που έκαναν γκέι άνδρες τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, παρατηρώντας τόσο τις ομοερωτικές επιθυμίες και πρακτικές ως κίνητρο αυτών των ταξιδιών, όσο και τα ταξίδια ως δυνατότητα σεξουαλικού πειραματισμού και αναστοχασμού. Στο τελευταίο κεφάλαιο αυτής της ενότητας, ο Σπύρος Χαιρέτης, χρησιμοποιώντας τα εργαλεία της επιτόπιας εθνογραφικής έρευνας και των αφηγήσεων ζωής, εστιάζει στα τσοντοσινεμά της Αθήνας, ξεκινώντας από τις δεκαετίες του 1980 και 1990 φτάνοντας έως και σήμερα, ως τόπους εκδήλωσης της ομοερωτικής επιθυμίας και πραγμάτωσης της ομοερωτικής επαφής.
Στην τέταρτη ενότητα του τόμου για τη σεξουαλικότητα στο πεδίο των τεχνών, βρίσκουμε, πρώτον, το κείμενο της Γλαύκης Γκότση που εστιάζει στις εικαστικές τέχνες και την αναπαράσταση της ενεργής γυναικείας σεξουαλικότητας εκ μέρους γυναικών καλλιτεχνίδων στα γυναικεία γυμνά της δεκαετίας του 1930, αντανακλώντας τόσο το κοινωνικό ρεύμα γυναικείας χειραφέτησης του Μεσοπολέμου όσο και την ομοερωτική γυναικεία επιθυμία. Στο δεύτερο κεφάλαιο αυτής της ενότητας, η Ανδρονίκη Διαλέτη αναλύει αναγεννησιακές ιταλικές κωμωδίες για να υπογραμμίσει ότι, παρά τη μη συμβατικότητά τους, και αυτές καταλήγουν να αναπαράγουν εδραιωμένες πατριαρχικές πολιτικές της επιθυμίας και έμφυλες σχέσεις εξουσίας. Στο πεδίο της ποίησης, τώρα, ο Παναγιώτης Ελ Γκεντί μελετά τα προσωπικά αρχεία του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη και του Κωνσταντίνου Καβάφη για να συζητήσει τη συγκρότηση του ομοσεξουαλικού εαυτού μέσα από την (ομο)πορνογραφία.
Στην τελευταία ενότητα, που είναι και η πιο θεωρητική αυτού του τόμου, η Εύη Καρούζου προτείνει μια αναχώρηση από την ερμηνευτική εξήγηση του Φουκώ που αναφέραμε παραπάνω για τον πολλαπλασιασμό των λόγων για τη σεξουαλικότητα μετά τον 18ο αιώνα, εστιάζοντας στην πολιτική οικονομία και τις ανάγκες του μερκαντιλιστικού κράτους. Στο τελευταίο κεφάλαιο, κλείνοντας με ωραίο τρόπο αυτόν τον τόμο και ανοίγοντας πολλά ερωτηματικά που ίσως για καλό θα μας συντροφεύουν μετά την ανάγνωσή του, ο Γιώργος Πλακωτός εξετάζει τους τρόπους με τους οποίους ο Φουκώ αποικίζει την ιστορική μελέτη του προνεωτερικού σεξ, προτείνοντας μια αναθεώρηση των υπαρχουσών ιστοριογραφικών διακρίσεων που συγκροτήθηκαν μέσα από το δυτικοκεντρικό αποικιακό βλέμμα.
Επανερχόμενη στο ερώτημα του κατά πόσο είναι δυνατή ή και ευκταία η δημιουργία μιας ενοποιητικής αφήγησης, μιας παγιωμένης ιστορίας για τη σεξουαλικότητα, αλλά και του πώς μπορεί κανείς να γράψει μια τέτοια ιστορία ή τέτοιες μικρές ιστορίες για τη σεξουαλικότητα χωρίς να αναπαράγει εξουσιαστικό λόγο, νομίζω ότι οι επιμελήτριες και οι συγγραφείς αυτού του τόμου πετυχαίνουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Και το πετυχαίνουν με πάρα πολλούς τρόπους, αλλά, κυρίως, δίνοντας φωνή στα υποκείμενα της αφήγησής τους. Όσο μολυσμένα κι αν είναι τα τεκμήρια από την εξουσία που τα γεννά, όπως λέει η Δήμητρα Βασιλειάδου στο κείμενο της με αναφορά στον Stephen Robertson (σ. 105), θέλοντας να σκιαγραφήσει την αδυναμία αδιαμεσολάβητου λόγου, ο τόμος αυτός είναι γεμάτος από τις φωνές των υπό (σεξουαλική) εξέταση υποκειμένων.
«’Ήμουνα τότε παιδί 18 χρονών» διαβάζουμε από τη μαρτυρία του ΒΔΓ το 1940 στο κείμενο του Κωστή Γκοτσίνα «Το αίμα έβραζε μέσα μου κι’ επειδή οι κοινές γυναίκες με φόβιζαν πολύ γι’ αυτό ζητούσα διέξοδο στον αυνανισμό’» (σ. 77). Η 21χρονη Πόπη, γράφει η Δέσπω Κριτσωτάκη, είχε πρόβλημα με τον φίλο της επειδή η ίδια δεν ήθελε να κάνουν σεξ. «Αν και θεωρητικά ήταν υπέρ των σεξουαλικών σχέσεων, ‘δεν είχε ξεπεράσει τα ‘’ταμπού’’ που είχε από την οικογένειά της’ ούτε και ήταν ‘σίγουρη για τα συναισθήματά της και αυτό δεν τη βοηθά να ‘’αφεθή ελεύθερη’’ ‘» (σ. 94). Διαβάζουμε, επίσης, στο κείμενο της Έφης Αβδελά: «’Νόμιζα ότι ήταν καλό πράμμα αλλά ύστερα μου το είπεν η μαμά μου κι έμαθα ότι ήτο κακό’» αναφέρει επτάχρονος στην κατάθεσή του στη δίκη για αποπλάνηση σε παρά φύση ασέλγεια από δύο εφήβους το 1953 (σ 155). Ή στο κείμενο του Κώστα Γιαννακόπουλου αναφέρεται η μαρτυρία της πληροφορήτριας του συγγραφέα Μαρίας, 75χρονης τρανς γυναίκας σήμερα που ως εκδιδόμενη το 1957 στα λεγόμενα κωλοχανεία «θυμάται ότι η Ασφάλεια είχε συλλάβει τις ‘αδερφές’ οι οποίες είχαν ‘φάει πολύ ξύλο’, προκειμένου να αποκαλύψουν ποιος ήταν ο δολοφόνος του Κουκουλέ» (σ. 181).
Και είναι αυτές οι φωνές των υποκειμένων, οι ιστορίες «από τα κάτω», οι διακλαδούμενες και αποσπασματικές—γιατί μόνο έτσι μπορούν να μιλήσουν—αφηγήσεις, σε συνδυασμό με το ψηφιδωτό που συνθέτουν οι διαφορετικές, αλλά πάντα βιβλιογραφικά ενήμερες μεθοδολογικές προσεγγίσεις των συγγραφέων, όπως και η προσεκτική, όχι όμως ασφυκτική επιμέλεια, που κάνουν τις Ιστορίες για τη Σεξουαλικότητα ένα βιβλίο για το οποίο είχαμε δίκιο όσες περιμέναμε με ανυπομονησία την έκδοσή του.
Το κείμενο επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο