Μοιρολόι για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας
Federico García Lorca
απόδοση: Αργύρης Ευστρατιάδης
εκδόσεις Πατάκη, 2019 | 104 σελίδες
Σχεδόν 85 χρόνια από τον τραγικό θάνατό του (εκτελέστηκε χωρίς δίκη σε ηλικία 38 ετών από τους Εθνικιστές στασιαστές του Φρανθίσκο Φράνκο [Francisco Franco] στο Βιθνάρ, κοντά στη Γρανάδα λίγες μόλις ημέρες μετά την έκρηξη του Ισπανικού Εμφυλίου πολέμου το καλοκαίρι του 1936) ο σπουδαίος Ισπανός ποιητής Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα [Federico García Lorca] εξακολουθεί να γοητεύει. Ο Lorca, γιος ενός ευκατάστατου γαιοκτήμονα και μιας ευαίσθητης δασκάλας, σπούδασε νομικά, αλλά τον κέρδισαν η λογοτεχνία, η μουσική και το θέατρο. Ο ίδιος ανήκει στη λεγόμενη «γενιά του ’27» (Generación del 27), μια ομάδα Ισπανών διανοουμένων που συνδέθηκαν πολύ γρήγορα με την ευρωπαϊκή λογοτεχνική πρωτοπορία της εποχής και στην οποία εντάχθηκαν ποιητές όπως οι Χόρχε Γκιγιέν [Jorge Guillén], Πέδρο Σαλίνας [Pedro Salinas] και Ραφαέλ Αλμπέρτι [Rafael Alberti], αλλά και σκηνοθέτες όπως ο Λουίς Μπουνιουέλ [Luis Buñuel] και εικαστικοί όπως οι σουρεαλιστές Σαλβαδόρ Νταλί [Salvador Dalí] και Όσκαρ Ντομίνγκες [Óscar Domínguez].
Η πρώτη συνάντηση της ομάδας αυτής πραγματοποιήθηκε στη Σεβίλλη το 1927 (σε αυτό το γεγονός οφείλει και την ονομασία της) με αφορμή τη συμπλήρωση τότε 300 ετών από τον θάνατο του ποιητή της εποχής του Baroque Λουίς ντε Γκόνγκορα [Luis de Góngora]. Επρόκειτο για μια πνευματική άνθηση αντίστοιχη με εκείνη που είχε παρατηρηθεί στην Ισπανία τρεις δεκαετίες νωρίτερα, με την «γενιά του’98» (Generación de 1898), η οποία με το έργο των επιφανέστερων εκπροσώπων της όπως ο Αντόνιο Ματσάδο [Antonio Machado] και ο Μιγέλ ντε Ουναμούνο [Miguel de Unamuno] είχε συμβάλλει αποφασιστικά στην ανανέωση της ισπανικής πνευματικής ζωής. Η πνευματική δραστηριότητα της «γενιάς του ‘27», όπως και του Λόρκα συνέπεσε χρονικά με την πτώση της δικτατορίας του στρατηγού Μιγέλ Πρίμο ντε Ριβέρα [Miguel Primo de Rivera] (1930) και την ανακήρυξη της Β΄ Ισπανικής Δημοκρατίας (Απρίλιος 1931), οι εκσυγχρονιστικές προσπάθειες της οποίας τερματίστηκαν βίαια με την επικράτηση των Εθνικιστών του Φρανθίσκο Φράνκο το 1939.
Το έργο του Λόρκα μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στην Ελλάδα. Πρόσφατα κυκλοφόρησε σε μετάφραση του Ομότιμου Καθηγητή Γενετικής και Αναπτυξιακής Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης και Ακαδημαϊκού Αργύρη Ευστρατιάδη το ποίημα «Μοιρολόι για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας» (“Llanto por Ignacio Sánchez Mejías”) από τις εκδόσεις Πατάκη. Ο Αργύρης Ευστρατιάδης μετέφρασε για πρώτη φορά το ποίημα το 1966 και το εξέδωσε με δικά του έξοδα τον Δεκέμβριο του 1969.
Το ποίημα αυτό, όπως μαρτυρά και ο τίτλος του είναι μια ελεγεία, ένας θρήνος για τον θάνατο του ταυρομάχου και συγγραφέα Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας μετά από τραυματισμό του σε ταυρομαχία στην αρένα του Μανθανάρες της Μαδρίτης τον Αύγουστο του 1934. Ο νεκρός ταυρομάχος ήταν άνθρωπος με πολύπλευρη και ιδιαίτερη προσωπικότητα, καθώς μεταξύ άλλων υπήρξε ηθοποιός, πιλότος, οδηγός σε αγώνες αυτοκινήτων, αλλά και θεατρικός συγγραφέας και λογοτέχνης∙ μάλιστα με δική του πρωτοβουλία είχε πραγματοποιηθεί η εκδήλωση προς τιμήν του Λουίς ντε Γκόνγκορα που, όπως προαναφέρθηκε, έμελλε να είναι η πρώτη συνάντηση των εκπροσώπων της «γενιάς του ’27».
Ο Λόρκα, στενός φίλος του νεκρού ταυρομάχου, συγκλονισμένος από τον θάνατό του, συνέθεσε τον ποιητικό του θρήνο, ο οποίος παραπέμπει σε ανδαλουσιανό πένθιμο ψαλμό, μολονότι ο ποιητής μάλλον δεν είχε πρόθεση να μιμηθεί τα λαϊκά και τσιγγάνικα μοιρολόγια της γενέτειράς του. Είναι ωστόσο εμφανής μια «επιστροφή» του δημιουργού στις ρίζες της πατρίδας του, στην παράδοσή της, στο χώμα εκείνο, όπου γεννήθηκε και που λίγο αργότερα έμελλε να τον υποδεχτεί με τον πιο τραγικό τρόπο στην αγκαλιά του.
Το ποίημα είναι διαρθρωμένο σε τέσσερα μέρη που τιτλοφορούνται αντίστοιχα (με βάση την μετάφραση του Αργύρη Ευστρατιάδη): Α) Η ΛΑΒΩΜΑΤΙΑ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ, Β) ΤΟ ΧΥΜΕΝΟ ΑΙΜΑ, Γ) ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ, Δ) ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ.
Στο πρώτο μέρος κυριαρχεί η επωδός «Τ’ απόγεμα η ώρα πέντε», που αποτελεί σαφή αναφορά στην πραγματική ώρα του θανάσιμου τραυματισμού του Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας∙ ωστόσο, αυτό είναι ίσως και το μοναδικό ρεαλιστικό στοιχείο που χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη ενότητα του ποιήματος, καθώς ακολουθεί ένα πλήθος από εξωπραγματικές και καθαρά συμβολικές αναφορές, όπως για παράδειγμα, το παιδί και το λευκό σεντόνι, ο κουβάς με την ασβέστη, το περιστέρι κλπ. Η διαρκής όμως επανάληψη της ώρας κατορθώνει να δημιουργήσει ένα απόλυτα σπαρακτικό κλίμα που ενισχύει την ελεγειακή και πένθιμη ατμόσφαιρα του ποιήματος, καθώς λειτουργεί ως πρελούδιο των όσων θα ακολουθήσουν.
Στο δεύτερο μέρος εκείνο που κυριαρχεί είναι –όπως μαρτυρά και ο τίτλος του- το αίμα που ρέει από την πληγή και χύνεται στην αρένα. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτού του μέρους είναι το γεγονός ότι η αφήγηση του ποιητή μεταφέρεται σε πρώτο πρόσωπο (σε αντίθεση με το πρώτο μέρος, όπου ο ποιητής επιλέγει το –ίσως πιο «αποστασιοποιημένο»- τρίτο πρόσωπο), δηλώνοντας στον αναγνώστη με έμφαση και ένταση: «Δεν θέλω να το βλέπω (ενν. το αίμα)». Θα μπορούσε κανείς να ερμηνεύσει τις εικόνες που περιγράφει σε αυτό το μέρος ο Λόρκα ως «όραμα», καθώς ο θάνατος, ο ταύρος και ο νεκρός φίλος «συναντούν» εικόνες του παρελθόντος, ενός άλλου κόσμου. Ενδεικτικά αναφέρονται «η αγελάδα του αρχαίου κόσμου», σαφής υπαινιγμός στις θεότητες της αρχαιότητας που συμβόλιζαν την αφθονία και τη γονιμότητα, που δέχονταν όμως ως προσφορές ανθρωποθυσίες∙ επίσης, οι «Ταύροι του Γκισάντο» [Toros de Guisando], γλυπτά αρχαίας ιβηρικής τέχνης του 2ου αι. π.Χ., αλλά και ο «αέρας της ανδαλουσιάνικης Ρώμης», που σχετίζεται με την ρωμαϊκή παρουσία στην Ανδαλουσία, η οποία χρονολογείται ήδη από την εποχή των Καρχηδονιακών πολέμων. Πάντως, η επανάληψη της άρνησης («Δεν θέλω να το δω») υποδηλώνει τον διαρκή φόβο του θανάτου που βασανίζει τον ποιητή, ενώ οι χαρακτηριστικές –ενίοτε βιβλικής έμπνευσης (π.χ. από το «Άσμα Ασμάτων»), όπως οι στίχοι «το γέλιο του ήταν νάρδος/ από αλάτι και ευφυΐα»– παρομοιώσεις προετοιμάζουν την μετάβαση στο τρίτο μέρος του ποιήματος που χαρακτηρίζεται από περισσότερο σουρρεαλιστικά στοιχεία.
Στο τρίτο μέρος αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι «η πέτρα είναι ένα μέτωπο όπου τα όνειρα στενάζουν» και ότι (η πέτρα) είναι «ένας ώμος που σηκώνει τον χρόνο/ Με δέντρα από δάκρυα και κορδέλες και πλανήτες». Η παρουσία του κατεξοχήν άψυχου λίθινου στοιχείου, που στην περίπτωση των Ταύρων του Γκισάντο προετοίμαζε την έλευση του θανάτου τώρα ταυτίζεται με τον ίδιο τον θάνατο, ενώ τα δέντρα ποτίζονται από δάκρυα και στεφανώνονται. Στην πέτρα στέκει το σώμα του Ιγνάθιο, τον οποίο ο θάνατος «σκέπασε με χλωμό θειάφι/ και του έβαλε κεφάλι σκοτεινού μινώταυρου», ενώ ο ποιητής απευθύνει χαιρετισμό στον νεκρό φίλο του: «Κοιμήσου, πέτα, ησύχασε».
Το ποίημα κλείνει με το τέταρτο μέρος, όπου ο Λόρκα αποδίδει με κατηγορηματικό τρόπο την πιο σκληρή μοίρα που επιφυλάσσει ο θάνατος για τον άνθρωπο, τη λήθη («Κανείς δεν σε γνωρίζει», «έχεις πεθάνει για πάντα»), ωστόσο, ο ίδιος απευθυνόμενος στον νεκρό του φίλο αναφέρει «Όμως εγώ σε τραγουδώ». Πρόκειται για τη συμπύκνωση ολόκληρου του ποιητικού νοήματος και του σκοπού στον οποίο αποβλέπει ο Λόρκα, που δεν είναι άλλος από τη διατήρηση της μνήμης του Ιγνάθιο.
Στο ποίημα αποτυπώνεται ο μυστικιστικός, παγανιστικός και απόκοσμος χαρακτήρας του «αγώνα» ανάμεσα στον άνθρωπο και τον ταύρο, ενός αγώνα κατά κανόνα άνισου, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις καταλήγει στη σφαγή του αθώου ζώου, και για τον λόγο αυτό κατεξοχήν βάρβαρου. Ωστόσο, το θέαμα της μεθοδευμένης και τελετουργικής δολοφονίας του ταύρου, για τον Λόρκα συνιστά έναν συμβολισμό: την σύγκρουση της ωμής ισχύος με την επιδεξιότητα, την ενστικτώδη επίθεση με την συγκροτημένη άμυνα και, εν τέλει, τη λειτουργία του πεπρωμένου· μια λάθος κίνηση του ταυρομάχου μπορεί να του στοιχίσει τη ζωή. Οπωσδήποτε θα ήταν παρακινδυνευμένο, αν όχι εσφαλμένο, να επιχειρήσει κανείς την ερμηνεία του ποιητικού λόγου με σκοπό την ανεύρεση του «μοναδικού» ή και «πραγματικού» νοήματός του. Και τούτο, διότι τόσο η κριτική, όσο και οι αναγνώστες διαμορφώνουν εικόνες, οι οποίες ενδέχεται να προσεγγίζουν ή να απομακρύνονται από τα ερεθίσματα του δημιουργού, πρόκειται λοιπόν για καθαρά υποκειμενικές διαπιστώσεις.
Στην περίπτωση πάντως της ποίησης του Λόρκα γενικά, αλλά και ειδικότερα, σε ό,τι αφορά το συγκεκριμένο έργο, είναι εμφανής η επιρροή της ισπανικής λαϊκής παράδοσης. Εν προκειμένω, ίσως περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο ποίημα του Λόρκα, κάνει αισθητή την παρουσία του το «ντουέντε» [duende], μια λέξη που δύσκολα μπορεί να αποδοθεί, καθώς συμπυκνώνει ποικίλες και διαφορετικές έννοιες, αλλά που τουλάχιστον στην προκειμένη περίπτωση θα μπορούσε πιθανώς να αποτυπώνει μια ιδιάζουσα «ερωτικής» φύσης σχέση με τον θάνατο· ο ίδιος ο Λόρκα άλλωστε υπήρξε εισηγητής της έννοιας του ντουέντε, καθώς την χρησιμοποίησε σε διάλεξη που έδωσε τον Οκτώβριο του 1934 στο Μπουένος Άιρες, κατά την διάρκεια περιοδείας του στην Λατινική Αμερική. Υπενθυμίζεται ότι ο Λόρκα ανήκε στη «Γενιά του ’27», η οποία ως λογοτεχνικό ρεύμα φιλοδοξούσε να συγκεράσει στοιχεία της ισπανικής λαϊκής και ποιητικής παράδοσης με τις αναζητήσεις των σύγχρονων τότε κινημάτων του Φουτουρισμού, του Ντανταϊσμού και κυρίως του Σουρρεαλισμού, κάτι αντίστοιχο δηλαδή –τηρουμένων των αναλογιών- με την ελληνική «Γενιά του ’30». Με τις επαναλήψεις (ιδίως στο πρώτο και δεύτερο μέρος του ποιήματος) ο ποιητής επιχειρεί να κλιμακώσει τη δραματοποίηση, ενώ οι αναφορές στον τόπο, τη γενέθλια γη της Ανδαλουσίας (Σεβίλλη, Γουαδαλκιβίρ), συνθέτουν τις ψηφίδες ενός μωσαϊκού που απεικονίζει το κεντρικό θέμα, την ταυρομαχία, όπου το ντουέντε βρίσκει την απόλυτη έκφρασή του· όλα τα στοιχεία που επιστρατεύει ο Λόρκα, η επανάληψη, η γη, η ταυρομαχία, αλλά και η σελήνη (παρούσα και σε άλλα έργα του ποιητή, όπως για παράδειγμα στο θεατρικό έργο «Ο ματωμένος γάμος» [Bodas de sangre], που ο Λόρκα είχε γράψει λίγο νωρίτερα) αντλούνται από τον πλούτο της ισπανικής λαϊκής παράδοσης, της οποίας ο ίδιος υπήρξε βαθύς γνώστης.
Ο διαχωρισμός του ποιήματος σε τέσσερα μέρη παραπέμπει σε δομή θεατρικού έργου και εξισορροπεί αριστοτεχνικά με το κράμα του λαϊκού λυρισμού ο οποίος είναι διάχυτος σε ολόκληρο το έργο και του ποιητικού σουρρεαλισμού που αντικατοπτρίζει την άρτια τεχνική του Λόρκα· πράγματι, ο ποιητής κατορθώνει να μετατρέψει τη λαϊκή παραδοσιακή δημιουργία σε κομψοτέχνημα με έναν τρόπο «υπερβατικό», με έναν λυρισμό που ισορροπεί ανάμεσα στον ουρανό και τις χθόνιες δυνάμεις. Τα στοιχεία που αντλούνται από την τσιγγάνικη ανδαλουσιανή παράδοση, τον συγκερασμό της παγανιστικής αρχαιότητας (Ταύροι του Γκισάντο) και του καθολικισμού συνθέτουν τον καμβά της ποιητικής τέχνης του Λόρκα. Ο θάνατος παρουσιάζεται κλιμακωτά, αλλά όχι καλυμμένα (σε αντίθεση με άλλα έργα του Λόρκα), καθώς στο πρώτο μέρος, αποτυπώνεται ο επιθανάτιος ρόγχος του Ιγνάθιο και τα πάντα περιστρέφονται στο μεταίχμιο ανάμεσα στη ζωή και την εγκατάλειψη του σώματος από την ψυχή· στο δεύτερο μέρος, τα ίχνη του αίματος στην άμμο της αρένας, του αίματος, το οποίο αρνείται να αντικρύσει ο ποιητής, υποδηλώνουν το νόημα της ζωής, που πλέον είναι απούσα, ενώ η κορύφωση του θρήνου στο τρίτο μέρος οδηγείται στην σταδιακή αποδραματοποίηση του τέταρτου και τελευταίου μέρους, το οποίο είναι ίσως και το πιο λυρικό τμήμα του ποιήματος, καθώς παραπέμπει στην «κάθαρσιν» της αρχαίας τραγωδίας, η οποία συντελείται με την αποδοχή του θανάτου, αλλά και την υπόσχεση της μνήμης.
Η εξαιρετική απόδοση του ποιήματος από τον Αργύρη Ευστρατιάδη συμπληρώνεται από λιθογραφίες του Σαλβαδόρ Νταλί και του Πάμπλο Πικάσσο [Pablo Picasso], εμπνευσμένες από τις ταυρομαχίες, ενώ η καλαίσθητη έκδοση συνοδεύεται από ένα εκτενές επίμετρο στο πρώτο μέρος του οποίου παρατίθενται χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με τις ταυρομαχίες, αλλά και τον βίο του Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας (με πλούσιο φωτογραφικό υλικό και εκτενή βιβλιογραφία), στο δεύτερο μέρος φιλοξενείται μια συμβολή του συγγραφέα και μεταφραστή Ραμόν Ιριγκογιέν [Ramón Irigoyen] σχετικά με τον Λόρκα και την γενιά του, στο τρίτο μέρος παρατίθεται ένα ενδιαφέρον κείμενο του ποιητή Βαγγέλη Ροζακέα με τίτλο «Η παρουσία του Duende στο Μοιρολόι για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας» και στο τέταρτο ένα κείμενο του ποιητή –και μέλους της «Γενιάς του’ 27»- Χόρχε Γκιγιέν, που τιτλοφορείται «Τα σύμβολα του Θανάτου στον “Θρήνο για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας”». Το επίμετρο ολοκληρώνεται με καταγραφή των εκδόσεων του ποιήματος στην ελληνική γλώσσα και με κατατοπιστικές ερμηνευτικές σημειώσεις για τα τέσσερα μέρη του έργου, το οποίο παρατίθεται και στο πρωτότυπο.
Το κείμενο του Γιώργου Ζώη επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Προσθέστε σχόλιο