Στο Μελένικο της Οθωμανικής Μακεδονίας, ή σε κάποια κωμόπολη κοντά σε αυτό, όπου οι γονείς θα είχαν τη δυνατότητα να στείλουν τα παιδιά τους στο Ελληνικό Φροντιστήριο της πόλης, ένας δάσκαλος ονόματι Κωνσταντίνος Νικολάου θα συγγράψει ένα βοήθημα ιστορίας για παιδιά. Για την ακρίβεια μια Εισαγωγήν εις την Καθολικήν Ιστορίαν, η οποία συγκροτήθηκε με τη μορφή ερωταποκρίσεων, μορφή συνηθισμένη στα μαθηματάρια της περιόδου του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.[1] Ο χρόνος της συγγραφής του έργου φαίνεται να είναι μεταξύ του 1812 και του 1815, μεταξύ δηλαδή της πρώτης ήττας του Ναπολέοντα (στη Ρωσία) και της οριστικής εξόντωσής του (στο Βατερλώ).
Το όνομα του δασκάλου δεν συναντάται σε αυτά που υπηρέτησαν στο Ελληνικό Φροντιστήριο του Μελένικου αυτή την εποχή, πράγμα που σημαίνει ότι το έργο είτε συγγράφηκε ως προσπάθεια του δασκάλου να διοριστεί σε αυτό (σε μια εποχή που κλονιζόταν η θέση του παλαιού μετσοβίτη διδασκάλου Αδάμου Τσαπέκου εξαιτίας έντονων ενδοκοινοτικών συγκρούσεων που είχαν οδηγήσει και στη σύνταξη του περίφημου κοινοτικού κανονισμού με τίτλο Σύστημα ή Διαταγαί[2]) είτε ως βοήθημα παιδιών σε κατ’οίκον φροντιστήριο (που φαίνεται και ως πιο πιθανό, εάν βασιστεί κυρίως κανείς στη μορφή του).
Το έργο είναι γραμμένο σε χειρόγραφη μορφή (από όσο γνωρίζουμε δεν τυπώθηκε ποτέ) και αποτελεί μια εξαιρετική πηγή διανοητικής ιστορίας. Η πρόσληψη του ιστορικού παρελθόντος από έναν ελληνομαθή δάσκαλο, μέσα από φιλτράρισμα άλλων Καθολικών Ιστοριών που συγγράφηκαν αυτήν την περίοδο, είναι ιδιαίτερα κρίσιμη. Δεν επρόκειτο για έργο ενός διανοουμένου πρώτης γραμμής, αλλά για αυτό ακριβώς μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα σημαντικό, για να καταλάβει κανείς τα υπόγεια πνευματικά ρεύματα αυτής της περιόδου.
Ένα από τα κεφάλαια του έργου αυτού είναι αφιερωμένο και στους Μακεδόνες, των οποίων η ένταξη στο εθνικό σχήμα για λόγους ιστορικούς δεν ήταν πάντα δεδομένη. Γνωρίζουμε την αμφίθυμη σχέση που κράτησαν διανοούμενοι του 19ου αιώνα απέναντι στο πρόβλημα τόσο της καταγωγής τους όσο και (κυρίως) του διαφορετικού πολιτειακού συστήματος που εκπροσωπούσαν, αρχής γενομένης από τον ίδιο τον Κοραή.[3] Έχει μεγάλο ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας λύνει το πρόβλημα της σχέσης τους με τους Έλληνες των νοτίων πόλεων-κρατών. Το κεφάλαιο, όπου περιλαμβάνεται η αναφορά σε αυτούς, επιγράφεται «Περί των διχονοιών των Ελλήνων»: οι Μακεδόνες εντάσσονται στον ελληνικό κόσμο επειδή ακριβώς αποτελούν ένα βασίλειο μεταξύ των υπολοίπων. Ο συγγραφέας μιλώντας για τον αλληλοσπαραγμό μεταξύ των Ελλήνων αναφέρεται σε “βασίλεια” και όχι σε πόλεις- κράτη, παρότι αφήνει να εννοηθεί ότι η «προτέρα ελευθερία» την οποία απολάμβαναν έπαψε να υφίσταται μετά τη Μάχη της Χαιρώνειας. Η περιγραφή του στο σημείο αυτό είναι χασμωδική και σχιζοειδής:[4] οι Έλληνες (δεν μιλάει για Νότιους Έλληνες) αντιπαρατίθενται στον Αλέξανδρο, αλλά ο Αλέξανδρος θεμελιώνει την «Μοναρχία των Ελλήνων».
Και εδώ είναι η κρίσιμη παρέμβασή του: κάνοντας τη διάκριση μεταξύ «βασιλείας» (όπου η Μακεδονία γίνεται απλώς ένα εκ των «βασιλείων» όλου του ελληνικού κόσμου) και «μοναρχίας» (όπως στην πραγματικότητα κατανοεί την έννοια της αυτοκρατορίας), θα περιγράψει τον Αλέξανδρο στα δώδεκα χρόνια της δικής του κυριαρχίας ως μοιρασμένης ακολούθως: «ἓξ χρόνια ἦτον βασιλεύς καί ἓξ μονάρχης». Προφανώς, θεωρώντας ως σημείο καμπής τη Μάχη στα Γαυγάμηλα (331 π.Χ.). Και παρότι δεν θα κάνει αναφορά στη δολοφονία του Φιλίππου (πιθανότατα γιατί θα έπρεπε να εμπλέξει Ολυμπιάδα και Αλέξανδρο), θα αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο ο θάνατος του Αλεξάνδρου να ήταν δολοφονία: είτε φταίγαν τα «πιοτά», είτε το «φαρμάκι».
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα όμως είναι η απόπειρα του συγγραφέα να «αντιστρέψει» τη λειτουργία του σχήματος των προφητειών του Δανιήλ: από όλον να το κάνει μέρος.[5] Η σύνολη δομή του έργου και όχι μόνο το κεφάλαιο περί Μακεδόνων βασίζεται πάνω στην εξιστόρηση της αλληλοδιαδοχής των τεσσάρων μεγάλων μοναρχιών, ιστορικό μοτίβο που βασιζόταν πάνω σε μια ερμηνεία του αντίστοιχου βιβλικού κειμένου. Η «μοναρχία» των Μακεδόνων, κατάργησε αυτή των Περσών, που με τη σειρά της είχε διαδεχθεί αυτή των Ασσυρίων. Κατόπιν οι Μακεδόνες θα δώσουν τη σκυτάλη στους Ρωμαίους. Ενώ λοιπόν θα περίμενε κανείς ο συγγραφέας να επικαλεστεί το σχήμα του Δανιήλ ως βασικό καμβά του έργου του, θα το «θυμηθεί» μόνο όταν θα αναφερθεί στην περίπτωση του διαμερισμού της Μοναρχίας των Μακεδόνων στα τέσσερα ελληνιστικά βασίλεια: των Μακεδόνων, της Περγάμου, των Σελευκιδών και των Πτολεμαίων. Αντί ο Δανιήλ να θεμελιώσει την τετραμερής κατανομή του χρόνου, αυτή αφήνεται ξεκρέμαστη θεωρητικά, και το προφητικό κείμενο συσχετίζεται με την τετραμερή κατανομή του αυτοκρατορικού χώρου. Αυτή η μετατόπιση αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της αφήγησης: η Ιστορία αποκαλυπτικού/θρησκευτικού τύπου, ενώ κανονικά αποτελεί τον καμβά της σύνολης αφήγησης του δασκάλου από το Μελένικο, εγκιβωτίζεται μέσω του παραδείγματος των Μακεδόνων μέσα στην εθνική αφήγηση. Ο Δανιήλ αντί να οριοθετεί το πέρασμα από την θρησκευτική στην κοσμική ιστορία, γίνεται το μέσο για να δοθεί αποκαλυπτικό περιεχόμενο στην νέου τύπου κοσμική ιστορία: την εθνική.
H ανέκδοτη αυτή Εισαγωγή εις την Καθολικήν Ιστορία των αρχών του 19ου αιώνα δεν είναι απλώς μία ένδειξη ότι η στροφή στον αποκαλυπτικό χαρακτήρα της εθνικής ιδεολογίας επωαζόταν αρκετά νωρίτερα από την καμπή της Μεγάλης Ιδέας και της ρομαντικής ανασύνταξης με την διπλή συμβολή Ζαμπέλιου και Παπαρρηγόπουλου των μέσων του 19ου αιώνα· δείχνει επιπλέον ότι οι τρόποι με τους οποίους μπορεί κάποιος να συναρθρώσει τις διαφορετικές χρονικότητες του υποστασιοποιημένου έθνους πάνε πολύ πιο πέρα από την απόρριψη του εσχατολογικού-κυκλικού και την αποδοχή του γραμμικού-εθνικού.[6] Το σχήμα του εγκιβωτισμού είναι ιδιαίτερα σημαντικό για να καταλάβει κάποιος πώς κρίσιμες αντιφάσεις θα μπορούσαν να αρθούν με την εγκόλπωση του θρησκευτικού χρόνο από τον εθνικό. Για τον «τουρκομερίτη» δάσκαλο από το Μελένικο αλλά και άλλους διανοουμένους αυτής της περιόδου η μακεδονική εξάπλωση δεν αποτελεί μόνο προείκασμα της ρωμαϊκής/βυζαντινής οικουμένης αλλά ταυτόχρονα και την παραδειγματική απεικόνιση της εσωτερικής διχόνοιας ως καταστατικού χαρακτηριστικού των Ελλήνων. Για να αντιμετωπίσει κάποιος το πρόβλημα της ένταξης της αυτοκρατορικής εποχής στη θεσμισμένη μνήμη του εθνικού κράτους, θα έπρεπε πρώτα να αναμετρηθεί με την περίοδο των Μακεδόνων: και παρά τον πρωτόλειο χαρακτήρα της αφήγησής του ο δάσκαλος από την Οθωμανική Μακεδονία το είχε καταλάβει και προσπάθησε με τις περιορισμένες (;) δυνατότητές του να το επιλύσει. Ακολουθεί το απόσπασμα.
Ε. περί τῶν διχονοιῶν τῶν ἑλλήνων
Ἐρ.: τι λογῆς ἦτον αἱ ἐσωτερικαί σύγχυσεις και διχόνοιαι μεταξύ τῶν ἑλλήνων;
Ἀπ.: τό ἓνα βασίλειον ἐσυκώνετο κατά το ἂλλο ἓως ὁποῦ ὁ βασιλεύς τῶν μακεδόνων φίλιππος ὁ πατήρ τοῦ μεγάλου ἀλεξάνδρου πολεμώντας τά ὃλα τά ὑπέταξε και με αὐτό ἒκαμεν ἀρχήν τῆς μοναρχίας τῶν ἑλλήνων.
Ἐρ.: τι ἒγινε μετά ταῦτα.
Ἀπ.: ὁ βασιλεύς φίλιππος ἀφ΄ οὖ ὑπέταξε τά βασίλεια τῶν ἑλλήνων ἀπεφάσισε να κινήσῃ πόλεμον κατά τῶν περσῶν και ἐπρόσταξε τάς ἐπαρχίας να σηκοθοῦν μεγάλον στράτευμα ὃμως ἀνάμεσα εἰς αὐτήν τήν ἑτοιμασίαν τοῦ πολέμου ἀπέθανεν τόδε
Ἐρ.: ποῖος ἐβασίλευσεν μετά τον θάνατόν του;
Ἀπ.: ὁ υἱός του ἀλέξανδρος ὁ μέγας.
Ἐρ.: εἰς ποῖον ἒτος ἀπό τῆς γεννήσεώς του διαδέχθη αὐτήν την βασιλείαν τοῦ πατρός του;
Ἀπ.: εἰς το εἰκοστόν ἓτος τῆς ἡλικίας του οἱ ἓλληνες βλέποντες αὐτήν την μακαρίαν ἡλικίαν τοῦ βασιλέως ἐξωνίζοντο να ἀπολαύσουν την προτέραν των ἐλευθερίαν ὃμως ἠνάγκασε να τελειώσουν ἐκεῖνο το ὁποῖο ὑποσχέθησαν νά δώσωσι τοῦ πατρός του φιλίππου κατά τῶν περσῶν.
Ἐρ.: με ποῖον εἶχεν πόλεμον ὁ ἀλέξανδρος;
Ἀπ.: μέ τόν βασιλέα τῶν περσῶν δαρεῖον τῶν κιδεμόνων,[7] ὁ ὁποῖος ἒλεγε με καταφρονητικόν τρόπον διά τον ἀλέξανδρον, πρέπει νά περδεύσῃ τινάς μέ τό ῥαβδί τοῦτο τό ἀφθάδικον παιδί.
Ἐρ.: εἰς πόσα χρόνια ἐκυρίευσεν ὁ ἀλέξανδρος τήν μοναρχίαν;
Ἀπ.: εἰς τέσσαρα ἓτη. ὓστερον δε ἐκυρίευσεν ὃλην τήν μοναρχίαν τῶν περσῶν καί ἓκαμεν ἀρχήν τῆς μοναρχίας τῶν ἑλλήνων.
Ἐρ.: πολύν καιρόν ἐβασίλευσεν ὁ μέγας ἀλέξαν[δρος];
Ἀπ.: ὃλα δώδεκα χρόνια ἓξ χρόνια ἦτον βασιλεύς καί ἓξ μονάρχης
Ἐρ.: τί μεγάλα κατορθώματα ἒκαμεν αὐτός;
Ἀπ.: ἒκτισε τήν ἀλεξάνδρειαν εἰς τήν αἲγυπτον ὑπῆγε μέ τό στράτευμά του εἰς τήν ἲδιαν[8] ἓως τον τάγην[9] ποταμόν.
Ἐρ.: τί τέλος ἒλαβε;
Ἀπ.: γυρίζωντας ἀπό τήν ἲνδαν εἰς την βαβυλῶνα ποταμόν ἀπέθανε ἀπό τά πολλά πιοτά, ἢ κατ΄ ἂλλους ἀπό το φαρμάκι. Το σῶμα του ἐτάφη εἰς την ἀλεξάνδρειαν, ἀπέθανεν δε ὦν τριάκοντα χρονῶν ἀπό γεννήσεώς του.[10]
Ἐρ.: τί ἒγινεν μέ τήν μοναρχίαν ὓστερον ἀπό τόν θάνατόν του;
Ἀπ.: μετά τόν πολυχρόνιον μεταξύ τῶν στρατιγῶν του διερέθη ἡ μοναρχία εἰς τέσσαρα βασίλεια κατά τήν προφητείαν τοῦ Δαναήλ εἰς τό Ζ΄κεφ.
Ἐρ.: πῶς ὠνομάζονται ἐκεῖνα;
Ἀπ.: τῶν μακεδόνων, τῶν ἀσιακῶν,[11] τῶν συῥίων[12] καί τῶν αἰγυπτίων.[13]
Ἐρ.: ἐπεκράτησαν πολύν καιρόν ταῦτα τά βασίλεια;
Ἀπ.: το ἓνα περισσότερον ἀπό το ἂλλο, ἓως ὁποῦ ἓνα κατόπι τοῦ ἂλλου, ἐνικήθη ἀπό τούς ῥωμαίους καί μετά καιρόν ἒγιναν ὃλα ἐπαρχία τῶν ῥωμαίων.
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο