Κριτική Τεύχος #07

Στον λαβύρινθο της νοτιοευρωπαϊκής αριστεράς

En el Laberinto. Las izquierdas del sur de Europa, 1968-1982
[Στον λαβύρινθο. Οι αριστερές του ευρωπαϊκού νότου, 1968-1982] Andreu Mayayo – Javier Tébar (επιμ.)
Comares Historia, Γρανάδα 2018 | 144 σελ.

 

Η σύγχρονη πολιτική ιστορία του ευρωπαϊκού νότου, πρωτίστως η μετάβαση από τις δικτατορίες που γνώρισε η Ιβηρική Χερσόνησος και η Ελλάδα στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, έχει απασχολήσει επανειλημμένα πολιτικούς στοχαστές και ακαδημαϊκούς από τη δεκαετία του 1970, με προεξέχουσα την περίπτωση και το έργο του Νίκου Πουλαντζά.[1] Στα «ιδιαίτερα» στοιχεία των νοτιοευρωπαϊκών χωρών περιλαμβάνονται επίσης η ισχυρή επιρροή της αριστεράς, η επιλογή του «ευρωκομμουνισμού» (από την πλευρά των ΚΚ της Ιταλίας, της Ισπανίας και εν μέρει της Γαλλίας), η επαναστατική και αντεπαναστατική εμπειρία που γνώρισε η Ιταλία στη δεκαετία του 1970, αλλά και η ταυτόχρονη σχεδόν άνοδος στην εξουσία σοσιαλιστικών κομμάτων στην Ισπανία, τη Γαλλία και την Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Η καθυστερημένη κρίση της αποβιομηχάνισης που γνώρισε η νότια σε σχέση με τη βόρεια Ευρώπη και στη συνέχεια η παρατεταμένη κρίση και η αδυναμία της πρώτης να ανταγωνιστεί τις οικονομίες της δεύτερης, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα κινήματα των ‘indignados’ και των «αγανακτισμένων», και η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ και των Podemos στην Ισπανία και την Ελλάδα συμπληρώνουν το παζλ των λεγόμενων «ιδιαιτεροτήτων του νότου». Η πιο πρόσφατη πρωτοβουλία του Τσίπρα για τη συγκρότηση ενός «μετώπου του ευρωπαϊκού νότου», ακόμα κι αν δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από ένα πολιτικό πυροτέχνημα, αντανακλά ακριβώς την ίδια πρόσληψη.

Η προσέγγιση αυτή υιοθετείται από τους συντελεστές του βιβλίου που κυκλοφόρησε το 2018 από τις ισπανικές εκδόσεις Comares, με τον τίτλο En el Laberinto. Las izquierdas del sur de Europa, 1968-1982 [Στον λαβύρινθο. Οι αριστερές του ευρωπαϊκού νότου, 1968-1982]. Το βιβλίο αποτελεί προϊόν του συνεδρίου που οργάνωσε το Ίδρυμα ‘Cipriano Garcia’ των Εργατικών Επιτροπών της Καταλωνίας (των CCOO, της συνδικαλιστικής δηλαδή ένωσης που συγκρότησε το ΚΚΙ την περίοδο της φρανκικής δικτατορίας), το Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης, το Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης και το Ιστορικό Μουσείο της πόλης, με τον τίτλο ‘La izquierda en el sur de Europa durante los años setenta’ (Η αριστερά στον ευρωπαϊκό νότο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970), τον Νοέμβριο του 2016.

Το βιβλίο αποτελείται από έξι κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο («Η Νότια Ευρώπη στη δεκαετία του 1970: μία αριστερά σε μετάβαση»), ο γνωστός ιστορικός Geoff Eley εξετάζει τη δυναμική της αριστεράς μέσα από την οπτική της κρίσης του μεταπολεμικού φορντισμού, την αποβιομηχάνιση και την επέκταση του καταναλωτισμού, αλλά και την ανάδυση νέων συλλογικών ταυτοτήτων που αμφισβήτησαν την παραδοσιακή αριστερά και συνδέθηκαν με τα νέα κοινωνικά κινήματα. Σύμφωνα με τον Έλι, η οικονομική κρίση του 1973 αποτέλεσε κομβικό σημείο για την εξέλιξη της δυναμικής της αριστεράς. Την εποχή εκείνη κορυφώθηκαν οι εργατικοί αγώνες, αλλά η ανασυγκρότηση του καπιταλισμού, σε συνδυασμό με τη μετάβαση στο μεταφορντικό μοντέλο ανάπτυξης και την αναδιάρθρωση της εργατικής τάξης διέψευσαν τις προηγούμενες αισιόδοξες εκτιμήσεις των αριστερών κομμάτων, ευνόησαν την άνοδο της δεξιάς (Θάτσερ, Ρήγκαν) και την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού.

Στο δεύτερο κεφάλαιο ο Andrea Sangiovanni παρουσιάζει την εξέλιξη των διαφορετικών εκφάνσεων της ιταλικής αριστεράς στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης και της «στρατηγικής έντασης» που καλλιεργήθηκε από την άκρα δεξιά, τμήμα του κρατικού μηχανισμού και τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. Ο Sangiovanni υποστηρίζει ότι η δεκαετία του 1970 συνιστά το χρονικό σημείο της κορύφωσης της επιρροής της ιταλικής αριστεράς και, ταυτόχρονα, της έναρξη της κρίσης της, στην οποία παραμένει μέχρι σήμερα εγκλωβισμένη. Ο συγγραφέας επικεντρώνει το ενδιαφέρον του, αφενός, στην αντιπαράθεση του Κομμουνιστικού Κόμματος (PCI) και της Νέας Αριστεράς (του «Κινήματος» της Αυτονομίας και της άκρας αριστεράς) και, αφετέρου, στον ανταγωνισμό του PCI με το Σοσιαλιστικό (PSI) για την πολιτική ηγεμονία. Το PCI φάνηκε ανίκανο να παρακολουθήσει και να κατανοήσει τις αλλαγές στον χώρο της οικονομίας και της εργασίας, ενώ η απάντησή του στη «στρατηγική της έντασης» ήταν ο ευρωκομμουνισμός και η επιδίωξη συμμαχιών με τους σοσιαλιστές και χριστιανοδημοκράτες, προκειμένου να αποτραπεί ένα πραξικόπημα από την πλευρά της άκρας δεξιάς και να αποκτήσει το κόμμα πρόσβαση στους επίσημους θεσμούς και την κρατική διοίκηση. Η επιλογή αυτή κατέστη αδύνατη, μεταξύ άλλων επειδή ο ανταγωνισμός Κομμουνιστών-Σοσιαλιστών απέτρεψε τη συγκρότηση μιας θεσμικής αριστεράς που θα μπορούσε να διεκδικήσει την εξουσία. Από την άλλη πλευρά, οι διάφορες συνιστώσες του «Κινήματος» απέρριπταν τον συγκεντρωτικό χαρακτήρα του PCI και επέλεξαν ως κεντρική τους επιλογή τη σύνδεση των εργατικών και φοιτητικών αγώνων μέσα από την υποστήριξη των κινητοποιήσεων των εργαζομένων της FIAT, την αντίδραση στη λιτότητα (για παράδειγμα με τις πρωτοβουλίες της «αυτομείωσης»), την κριτική τους στην εργασία, αλλά και με την υποστήριξη της σύγκρουσης (ένοπλης και μη) με το κράτος και την άκρα δεξιά. Ο Sangiovanni καταλήγει πάντως ότι όλες οι εκφάνσεις της ιταλικής αριστεράς επλήγησαν από την υποχώρηση των συλλογικών ταυτοτήτων στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της επόμενης.

Στο τρίτο κεφάλαιο ο Xavier Vigna προσεγγίζει τις εξελίξεις στη γαλλική αριστερά μετά το 1968, όταν το Κομμουνιστικό Κόμμα (PCF) έχασε την ηγεμονία του τόσο στην ίδια την αριστερά όσο και στα κοινωνικά κινήματα. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι οι εντάσεις και οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στα κοινωνικά κινήματα και τα αριστερά κοινοβουλευτικά κόμματα αναπτύχθηκαν μέσα στο περιβάλλον της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης μετά το 1973, την οποία η αριστερά αντιμετώπισε αντιφατικά και ανεπαρκώς. Το PCF φάνηκε απρόθυμο ή ανίκανο να ταυτιστεί με τα αιτήματα του «δεύτερου κύματος» του φεμινισμού και της οικολογίας, ενώ απέφυγε να υποστηρίξει τις πιο ριζοσπαστικές κινητοποιήσεις της εργατικής τάξης, που περιλάμβαναν τις εκδηλώσεις ανυπακοής, τις καταλήψεις, τη διοργάνωση «παραγωγικών απεργιών» (που αμφισβητούσαν εκ νέου και δυναμικά την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής) και τις συγκρούσεις με την αστυνομία. Σε αντίθεση με το PCF, το αναδιοργανωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS) υπό τον Μιτεράν διεύρυνε σταδιακά την κομματική του βάση, την εκλογική του πελατεία και τη στρατηγική του, χάρη στα ανοίγματα στα κοινωνικά κινήματα (κυρίως το φεμινιστικό και το οικολογικό). Έτσι, στο τέλος της περιόδου παρουσιάστηκε ως μία εφικτή εναλλακτική κυβερνητική λύση προσελκύοντας την υποστήριξη τόσο μετριοπαθών, όσο και ριζοσπαστών της αριστεράς. Ωστόσο, αυτή η δυναμική του PS δεν αντιμετώπισε τα πλέον κρίσιμα ζητήματα για το μέλλον της εργασίας και της εργατικής τάξης. Η ιδεολογική και πολιτική του κυριαρχία ήταν συνεπώς πρόσκαιρη.

Η Μάγδα Φυτιλή, μετά από μία συνοπτική περιγραφή της οργάνωσης και της δράσης της ελληνικής αριστεράς στα μεταπολεμικά χρόνια, εστιάζει στον αγώνα για την ηγεμονία στον συγκεκριμένο πολιτικο-ιδεολογικό χώρο ανάμεσα κυρίως στο ΚΚΕ, το ΚΚΕ εσωτερικού, το ΠΑΣΟΚ και δευτερευόντως τους μαοϊκούς του ΕΚΚΕ. Μετά το τέλος της δικτατορίας, σύμφωνα με τη συγγραφέα, τα κομμουνιστικά κόμματα έφεραν το βαρύ φορτίο του παρελθόντος, αλλά ταυτόχρονα στήριζαν σε αυτό την πολιτική τους νομιμοποίηση αναφερόμενα τόσο στην εθνική αντίσταση, όσο και στην αντιδικτατορική δράση. Το ΚΚΕ που κατάφερε να κυριαρχήσει στον χώρο της παραδοσιακής αριστεράς ακολούθησε τακτική συμβιβασμών και πολιτική ενσωμάτωσης στο κοινοβουλευτικό σύστημα, και φάνηκε εχθρικό απέναντι στον ριζοσπαστισμό του εργατικού κινήματος (στα 1975-1978), αλλά και του φοιτητικού –που εξέφρασε η άκρα αριστερά. Από την άλλη πλευρά, το ΠΑΣΟΚ, απαλλαγμένο από το ιστορικό βάρος του Εμφυλίου και της μετεμφυλιακής κατάστασης, αυτοπροβλήθηκε ως εκπρόσωπος των ηττημένων του Εμφυλίου, υιοθέτησε ριζοσπαστική ρητορική και έναν πολωτικό «αντιδεξιό» λόγο, υποσχόμενο σοσιαλισμό και, παράλληλα, προσφέροντας «κυβερνησιμότητα». Με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να αποπλανήσει σημαντικό μέρος της αριστεράς (όπως ακριβώς συνέβη και στη Γαλλία), ενώ η παραδοσιακή αριστερά έχασε την πολιτική πρωτοβουλία και ηγεμονία, περιοριζόμενη σε «ηθική δύναμη».

Οι Manuel Loff και Álvaro Cúria δίνουν μία γενική εικόνα των τάσεων και των πρωταγωνιστών της πορτογαλικής αριστεράς στη τη δεκαετία του 1970, επικεντρώνοντας την ανάλυσή τους στο ΚΚ (PCP). Το PCP, αν και δεν προκάλεσε, συμμετείχε και προσπάθησε να οικειοποιηθεί την «Επανάσταση των Γαρυφάλλων», η οποία ανέτρεψε το δικτατορικό καθεστώς. Σε αντίθεση με το ισπανικό και το ιταλικό ΚΚ, το PCP έμεινε πιστό στη σοβιετική ορθοδοξία και στις αρχές της δεκαετίας του 1970 υποστήριξε την επαναστατική ανατροπή της δικτατορίας. Στη συνέχεια, αν και υποστήριξε τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της χώρας, απέσυρε την υποστήριξή του από τις επαναστατικές κινήσεις των πιο ριζοσπαστικών στοιχείων του Κινήματος των Ένοπλων Δυνάμεων (MFA) υποστηρίζοντας τη συγκρότηση «αριστερής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας», επιλογή με τη οποία διαφώνησε το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSP). Το τελευταίο υπήρξε δημιούργημα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας που επιδίωκε τον περιορισμό της επιρροής του PCP και των ριζοσπαστικών τάσεων στο χώρο της αριστεράς, διατηρούσε αδύναμη εκπροσώπηση στα συνδικάτα, αλλά αντιπροσώπευε μια «αριστερή» κυβερνητική λύση για την Πορτογαλία του Ψυχρού Πολέμου. Έτσι, το PCP έμεινε μακριά από την εξουσία, αλλά διατήρησε την ισχύ του στα συνδικάτα. Το κεφάλαιο αναφέρεται αποσπασματικά στις πιο ριζοσπαστικές τάσεις της αριστεράς, παρά την προφανή τους επιρροή και συμβολή στην επαναστατική περίοδο (1974-1975), η οποία πάντως δεν αποτυπώθηκε στις εκλογικές αναμετρήσεις.

Τέλος, η Carme Molinero αναφέρεται στην εξέλιξη της ισπανικής αριστεράς κατά τη διαδικασία μετάβασης από τη δικτατορία του Φράνκο στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Όπως επισημαίνει, το Κομμουνιστικό Κόμμα (PCE) δεν κατάφερε να μετουσιώσει σε εκλογική και πολιτική επιρροή την ηγεμονία που διατηρούσε ως επικεφαλής του αντιφρανκικού αγώνα: Ακολούθησε τη στρατηγική του ευρωκομμουνισμού και του συμβιβασμού, προκειμένου να αποτρέψει τη διαιώνιση της δικτατορίας μετά τον θάνατο του Φράνκο (όπως δηλαδή έκανε το ιταλικό ΚΚ), από την άλλη όμως δεν κατάφερε να συγκροτήσει συμμαχία με το σοσιαλιστικό PSOE, το οποίο, μολονότι δεν διακρίθηκε ιδιαίτερα για την αντιφρανκική του δράση, υποστηρίχτηκε από τη γερμανική σοσιαλδημοκρατία και αναδείχθηκε σε κερδισμένο των εκλογικών αναμετρήσεων στο χώρο της αριστεράς. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε σε εσωτερική κρίση και στην αυτοδιάλυση του PCE (το οποίο σήμερα αποτελεί μια συνιστώσα της Ενωμένης Αριστεράς – Izquierda Unida). Το PSOE κυριάρχησε ιδεολογικά και πολιτικά, αλλά η πολιτική εκσυγχρονισμού που ακολούθησε στη δεκαετία του 1980 είχε σοβαρές κοινωνικές συνέπειες στην Ισπανία, και συνολικά αποδυνάμωσε την ιδεολογική επιρροή της αριστεράς.

Συμπερασματικά, το βιβλίο δίνει μια καλή, πανοραμική εικόνα της αριστεράς του «νότου» κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο παρουσιάζοντας τις κεντρικές επιλογές των αριστερών κομμάτων, τα αίτια της επιρροής τους, αλλά και της μετέπειτα παρακμής τους. Για παράδειγμα, γίνεται σαφές ότι η επιλογή του ρεφορμισμού και της κυβερνησιμότητας από την πλευρά της κομμουνιστικής αριστεράς λειτούργησε σε όλες τις περιπτώσεις αρνητικά για την επιρροή της, ενώ αντίθετα το πορτογαλικό και το ελληνικό ΚΚ που έμειναν προσκολλημένα στη σοβιετική ορθοδοξία κατάφεραν να διατηρήσουν (αναλογικά με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες) τις δυνάμεις τους, παρά τις σημαντικές τους απώλειες μετά το 1989. Από την άλλη πλευρά, η επικέντρωση των συγγραφέων στην πολιτική των ΚΚ, και δευτερευόντως των Σοσιαλιστών, υποβαθμίζει τον ρόλο και τη δράση της ριζοσπαστικής και κινηματικής αριστεράς, με την –αναπόφευκτη, θα έλεγα– εξαίρεση του κεφαλαίου για την Ιταλία. Στην τελευταία, η διάσταση του ΚΚ με το «Κίνημα» είχε σαφέστερη θεωρητική και ιδεολογική βάση, καθώς αμφισβήτησε όχι μονάχα την οργάνωση και την ιεραρχία του PCI αλλά και την πολιτικο-οικονομική του ανάλυση. Κατά αυτόν τον τρόπο ανανέωσε τον επαναστατικό λόγο και την επαναστατική πράξη, ενώ ταυτόχρονα καθόρισε αποφασιστικά τους κύριους άξονες της σύγχρονης αντικαπιταλιστικής κριτικής.

Σε κάθε περίπτωση είναι προφανές ότι η καπιταλιστική ανασυγκρότηση στα τέλη του 20ού αιώνα και η κρίση ταυτότητας της εργατικής τάξης, στην οποία βασίστηκε το σοσιαλιστικό κίνημα και η σοσιαλιστική σκέψη για ενάμιση περίπου αιώνα, έπληξαν αποφασιστικά όλες τις εκφάνσεις της αριστεράς. Παράλληλα όμως με την απαξίωση της αριστεράς και τη κυριαρχία των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, ο σύγχρονος καπιταλισμός διεύρυνε τις κοινωνικές ανισότητες και επιβεβαίωσε τις αντινομίες του και τον αντιανθρωπισμό του. Μένει να αποδειχτεί κατά πόσο τα χαρακτηριστικά αυτά θα οδηγήσουν σε έναν νέο κύκλο αυταρχικής διακυβέρνησης, πολέμων και κοινωνικής αυτοκαταστροφικότητας ή θα επιτρέψουν στα ανταγωνιστικά κινήματα του παρόντος τον επανασχεδιασμό μιας νέας ουτοπίας.

Σχετικά με τον συντάκτη

Λουκής Χασιώτης

Ο Λουκής Χασιώτης είναι Επίκουρος καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, και συγγραφέας τριών βιβλίων: H «Aνατολική Oμοσπονδία»: Δύο ελληνικές φεντεραλιστικές κινήσεις στο τέλος του 19ου αιώνα, Bάνιας, 2001· Ελληνοσερβικές σχέσεις 1913–1918. Συμμαχικές προτεραιότητες και πολιτικές αντιπαλότητες, Βάνιας, 2004· και Τα παιδιά του Εμφυλίου: Από την «Κοινωνική Πρόνοια» του Φράνκο στον «Έρανο» της Φρειδερίκης, 1936–1950, Εστία, 2013. Συμμετέχει επίσης στην εκδοτική ομάδα «Εκδόσεις των ξένων».

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε