Πολιτικές της συγγένειας. Η υιοθεσία στη σύγχρονη Ελλάδα
Ειρήνη Παπαδάκη
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2021 | 200 σελίδες
Με ποια υλικά και ποιες διαδικασίες δημιουργείται η συγγένεια στη σύγχρονη Ελλάδα; Το βιβλίο Πολιτικές της συγγένειας. Η υιοθεσία στη σύγχρονη Ελλάδα δείχνει ότι η υιοθεσία αποτελεί ιδανικό πρίσμα για να κατανοήσουμε πώς νοείται και δομείται η συγγένεια και, ειδικότερα, η οικογένεια και η μητρότητα. Η ανθρωπολογική μελέτη της Ειρήνης Παπαδάκη αξιοποιεί ποικίλες μεθόδους και υλικά: εθνογραφική παρατήρηση, συνεντεύξεις, ανάλυση ιστορικών πηγών, καταγραφή ιστοριών ζωής, διαδικτυακών συζητήσεων και τηλεοπτικών εκπομπών. Μετακινούμαστε από τον θάλαμο φιλοξενίας βρεφών ενός μαιευτηρίου και το γραφείο υιοθεσίας ενός κέντρου βρεφών, στα γραφεία ενός συλλόγου επανασύνδεσης βιογενετικών συγγενών, στα σπίτια θετών μητέρων και στον ψηφιακό κόσμο ενός φόρουμ υιοθεσίας.
Μάλιστα, κι αυτό είναι ένα βασικό κομμάτι του βιβλίου, ταξιδεύουμε πίσω στον χρόνο και παρακολουθούμε τη νομική και θεσμική εξέλιξη της υιοθεσίας καθώς και τα ιστορικά νοήματα της άγαμης μητρότητας. Φτάνοντας στο σήμερα, το βιβλίο αναλύει τον ρόλο και τις πρακτικές των εκπροσώπων του κράτους –και ιδιαίτερα των κοινωνικών λειτουργών– στην «αποσυγγένευση» και στη «συγγένευση»· τις σκέψεις και εμπειρίες των γυναικών που εμπλέκονται στις διαδικασίες της υιοθεσίας (θετών και υποψήφιων θετών μητέρων)· και, τέλος, τις αφηγήσεις μέσα από τις οποίες οι θετές μητέρες διεκδικούν και χτίζουν την ταυτότητά τους ως μητέρων, αλλά και μία συνεκτική βιογραφία και γενεαλογία για τα παιδιά τους. Στην πορεία της εμπεριστατωμένης και ευαίσθητης μελέτης της, η Ειρήνη Παπαδάκη θίγει με διεισδυτικότητα μία σειρά από σημαντικά ζητήματα, από τις νέες τεχνολογίες αναπαραγωγής έως τη μετανάστευση. Εδώ θα επικεντρωθώ σε τρεις μόνο όψεις της ανάλυσης.
Η πρώτη αφορά την ιστορική πορεία της υιοθεσίας, η οποία χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερες αντιφάσεις. Πέρα από το γεγονός ότι η Ελλάδα στα τέλη του 20ού αιώνα μετατράπηκε από χώρα που έδινε παιδιά σε χώρα που αναζητά παιδιά, είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε τον βαθμό και το είδος της ιστορικής αλλαγής. Ασφαλώς, στη διάρκεια του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα η υιοθεσία μετατράπηκε σε μια πρακτική κρατικά ελεγχόμενη και επιστημονικά επιβλεπόμενη, η οποία γίνεται με γνώμονα «το καλό του παιδιού». Συγχρόνως, όμως, οι ιδιωτικές υιοθεσίες συνεχίζονται έως σήμερα. Ασφαλώς, με τη θεσμοθέτηση της πλήρους υιοθεσίας το 1996 περάσαμε και στην Ελλάδα στο σχήμα της ευρωαμερικανικής συγγένειας, σύμφωνα με το οποίο η υιοθεσία επιφέρει την αποσύνδεση από τους βιογενετικούς γονείς και την πλήρη συγγένευση με τους θετούς. Όμως, όπως στις δεκαετίες του 1940 και 1950, το «αίμα» αποτελεί την κυρίαρχη πολιτισμική συνθήκη που ρυθμίζει τη συγγένεια, ενώ η μητρότητα –πρώτα και κύρια η «φυσική», βιολογική μητρότητα– θεωρείται απαραίτητη για την «ολοκλήρωση της γυναικείας φύσης».
Αυτό μας φέρνει στο δεύτερο ζήτημα που βρίσκεται στην καρδιά του βιβλίου: τις διαπραγματεύσεις και συνεχείς εντάσεις μεταξύ βιολογικού και κοινωνικού, οι οποίες εγείρονται από την υιοθεσία. Δεν πρόκειται για ένα θεωρητικό ζήτημα. Το βιβλίο αναδεικνύει με σαφήνεια πώς οι δυσκολίες –συναισθηματικές, πρακτικές, κοινωνικές– που αντιμετωπίζουν σήμερα οι θετοί γονείς και ειδικά οι θετές μητέρες έχουν να κάνουν με την κυρίαρχη «γενετική φαντασίωση». Μέσα σε αυτή τη συνθήκη οι θετές μητέρες αναγκάζονται να διαπραγματεύονται και να νομιμοποιούν συνεχώς τη θέση τους –μέσα τους, απέναντι στο παιδί και στην οικογένειά τους, την κοινωνία και τους κρατικούς μηχανισμούς και εκπροσώπους. Αυτή η ατέρμονη εργασία σε μεγάλο βαθμό βασίζεται στον αγώνα και τον πόνο των (υποψήφιων) θετών μητέρων μέχρι να καταφέρουν να αποκτήσουν το παιδί τους, αλλά και στην απόρριψη της πρωτοκαθεδρίας της συγγένειας εξ αίματος. Όπως λέει μια θετή μητέρα στη μαρτυρία της, «αμάν πια με τη βλακεία, το αίμα νερό δεν γίνεται» (σ. 171), ενώ μια άλλη επιχειρηματολογεί ότι η σημασία που δίνεται στη βιολογική μητέρα είναι άδικη, επειδή αντίστοιχη σημασία δεν δίνεται στις δωρήτριες ωαρίων ή τις παρένθετες μητέρες (σ. 167-168).
Με άλλα λόγια, πολλές θετές μητέρες τονίζουν ότι δεν είναι όλες οι γυναίκες που γεννούν μητέρες, γιατί, άλλωστε, δεν θεωρούν όλες τον εαυτό τους μητέρες. Στόχος της απόρριψης της «γενετικής φαντασίωσης» είναι η εξίσωση της «φυσικής» αναπαραγωγής με τη «μη φυσική», σε αυτή την περίπτωση μέσω της υιοθεσίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι, αντιδρώντας στους όρους «πραγματικοί γονείς» και «αίμα σας» που χρησιμοποιούνταν στην εκπομπή «Πάμε Πακέτο» πριν από δέκα χρόνια περίπου, μια ομάδα θετών γονέων και θετών παιδιών διαμαρτυρήθηκαν εγγράφως σημειώνοντας: «Θέλουμε να έρθει η στιγμή που όλος ο κόσμος θα καταλάβει πως μια οικογένεια που υιοθετεί ένα παιδί δεν διαφέρει σε τίποτα από μια οικογένεια που απέκτησε παιδιά γεννώντας» (σ. 36). Τα μέλη της ομάδας στη συνέχεια ίδρυσαν τον «Ελληνικό Σύλλογο Θετών Οικογενειών – ΑΜΦΙΔΩΡΟΝ», ο οποίος παρέμεινε ενεργός από το 2012 έως το 2019.
Παράλληλα, κι εδώ αναδεικνύονται ακόμα μία φορά οι περιπλοκότητες και εντάσεις της υιοθεσίας, πολλές θετές μητέρες αναγνωρίζουν τη σημασία των βιογενετικών γονέων και συγγενών και αναλαμβάνουν τη δύσκολη εργασία να τους συμπεριλάβουν στη βιογραφία και ταυτότητα των παιδιών τους. Έχοντας διαβάσει οι ίδιες κι έχοντας ακούσει από τις κοινωνικές λειτουργούς για ψυχολογικές έννοιες όπως το «δέσιμο με τον γεννήτορα» ή την κατάθλιψη των νεογνών εξαιτίας της εγκατάλειψης από τη βιογενετική μητέρα, αποφασίζουν, σύμφωνα και τη συμβουλή των κοινωνικών λειτουργών, να μιλούν, και ειδικότερα να μιλούν με θετικό τρόπο, στα παιδιά για τους βιογενετικούς γονείς.
Εκτός από τον αυξανόμενο ρόλο που διαδραματίζουν οι επιστήμες «ψ» στην υιοθεσία –ξεκινώντας από τις δεκαετίες του 1960 και 1970– αυτή η τάση φανερώνει μια ακόμα βασική αλλαγή που συντελείται τα τελευταία χρόνια, την άρση της μυστικότητας. Μέχρι το τέλος του 20ού αιώνα η μυστικότητα αποτελούσε βασική πρακτική των θετών γονέων, κυρίως επειδή η στειρότητα βιωνόταν με ενοχή και ντροπή και η υιοθεσία θεωρούνταν ως μειονεξία τόσο για τους γονείς όσο και τα παιδιά. Σήμερα, αν και σε γραφειοκρατικό επίπεδο η υιοθεσία παραμένει αφανής, νομικά οι θετοί γονείς είναι πλέον υποχρεωμένοι να ενημερώσουν το παιδί το αργότερο μέχρι την ενηλικίωσή του, ενώ πολλές θετές μητέρες επιλέγουν να μιλήσουν νωρίτερα στο παιδί τους, επειδή πιστεύουν ότι έτσι το βοηθούν να εξελιχθεί σε ολοκληρωμένο και ισορροπημένο άτομο. Το θέμα της μυστικότητας αποτελεί ένα από τα πιο συναρπαστικά κομμάτια του βιβλίου, που καταδεικνύει ότι η διαχείριση των οικογενειακών μυστικών δεν αποτελεί ατομική ή οικογενειακή επιλογή, αλλά ιστορική, κοινωνική και πολιτισμική υπόθεση.
Τέλος, βασική συμβολή της μελέτης αποτελεί η έμφαση στη φωνή και τις ιστορίες των ίδιων των γυναικών. Αρχικά, ανιχνεύονται οι εμπειρίες και τα συναισθήματα των γυναικών οι οποίες έδωσαν τα παιδιά τους για υιοθεσία στη μεταπολεμική Ελλάδα, ένα δύσκολο ερευνητικό εγχείρημα, μιας και οι γυναίκες αυτές ήταν αόρατες ή και κατακριτέες. Στη συνέχεια, με μεγάλη ενάργεια επισημαίνεται η αντιστοιχία των γυναικών αυτών με ορισμένες κατηγορίες γυναικών που δίνουν ή χάνουν τα παιδιά τους σήμερα, όπως είναι οι χρήστριες ουσιών και οι μετανάστριες χωρίς χαρτιά. Ιδιαίτερα αποκαλυπτική είναι η αντιπαραβολή δύο ιστοριών, της Τάμτας από τη Γεωργία και της «Αφγανής γυναίκας» χωρίς όνομα. Η κοινωνική λειτουργός που χειρίστηκε τις υποθέσεις είδε την πρώτη γυναίκα με συμπόνια, αναγνωρίζοντας σε αυτή τις Ελληνίδες που πριν από 50 χρόνια δεν μπορούσαν να κρατήσουν τα παιδιά τους, αλλά αρνήθηκε ή δεν μπόρεσε να συσχετιστεί με την Αφγανή γυναίκα, τηρώντας μια στάση που αντανακλά αυτήν της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Γίνεται σαφές εδώ πώς η διαχείριση των «περιστατικών» διαμορφώνεται όχι μόνο από επιστημονικά, νομικά και θεσμικά δεδομένα, αλλά και από τις προσωπικές και κοινωνικές εμπειρίες των κοινωνικών λειτουργών.
Όπως είναι αναμενόμενο σε μια πανοραμική μελέτη, ορισμένα ζητήματα παραμένουν αδιευκρίνιστα και νέα ερωτήματα εγείρονται. Για παράδειγμα, ποιος ήταν και είναι ο ρόλος της θρησκείας και της Εκκλησίας στις υιοθεσίες αναφορικά τόσο με τις εμπειρίες και προσλήψεις των εμπλεκομένων όσο και με διαδικαστικές πλευρές; Και, αν η υιοθεσία είναι γυναικεία υπόθεση, έχει νόημα να προσπαθήσουμε να αναλύσουμε τους ρόλους των ανδρών; Όμως η κύρια απουσία στο βιβλίο είναι αυτή των θετών παιδιών. Όπως σημειώνει από την αρχή η Ειρήνη Παπαδάκη, στο επίκεντρο της ανάλυσης είναι οι ενήλικες που ελέγχουν τις τύχες των παιδιών. Όμως, η σημασία και το ενδιαφέρον μιας ανάλυσης από τη σκοπιά των παιδιών διαφαίνονται από νύξεις που γίνονται σε ορισμένα σημεία του βιβλίου, όπως στη συμμετοχή των θετών παιδιών στον Ελληνικό Σύλλογο Θετών Οικογενειών, αλλά κυρίως στην παρουσία τους στις αφηγήσεις των θετών μητέρων, οι οποίες εναποθέτουν την επίλυση των αντιφάσεων και εντάσεων της υιοθεσίας στις επιλογές που θα κάνει το ίδιο το παιδί όταν μεγαλώσει.
Αυτό όμως είναι το θέμα ενός άλλου βιβλίου. Το παρόν επιτυγχάνει τον στόχο του, να δώσει μια «αίσθηση» του κόσμου της υιοθεσίας στην Ελλάδα του χθες και του σήμερα. Πρόκειται για μια μελέτη που έλειπε από την ελληνική ανθρωπολογική και ιστοριογραφική παραγωγή και η οποία συνεισφέρει σημαντικά στους τρόπους με τους οποίους σκεφτόμαστε την αναπαραγωγή, την οικογένεια, τη μητρότητα και την υποκειμενικότητα στον ελληνικό 20ό και 21ο αιώνα.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Προσθέστε σχόλιο