Κριτική Τεύχος #06

To Σύνταγμα και η Αριστερά

Λουίζα Γκουλιαμάκη, από τη σειρά Διαδηλωτές

Το Σύνταγμα και η Αριστερά
Χαράλαμπος Κουρουνδής
Εκδόσεις Νήσος, 2018 | 580 σελίδες

 

Ο βιομηχανικός καπιταλισμός, η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου,
η Πολιτική Οικονομία του Ρικάρντο και το σύστημα της πρόσκαιρης κάθειρξης
είναι φαινόμενα που ανήκουν σε μία και την αυτή ιστορική εποχή.
Εβγκένι Πασουκάνις

 

Το βιβλίο του Χαράλαμπου Κουρουνδή είναι μια μελέτη πολιτικής ιστορίας, εστιασμένη στις παρεμβάσεις που αφορούν το Σύνταγμα, χωρίς ωστόσο να περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Ενώ αυτά τα διεξέρχεται με εξαιρετικό τρόπο, από τεχνική άποψη, το κάνει με μια ζωντάνια που δεν συνηθίζεται σε ανάλογες μελέτες.

Ο Κουρουνδής είναι ενεργός δικηγόρος και το βιβλίο βασίζεται στη διδακτορική του διατριβή, που ο ίδιος εκπόνησε στη Νομική της Θεσσαλονίκης. Αυτά του τα χαρακτηριστικά θα μπορούσε να έχουν σαν αποτέλεσμα μια τεχνοκρατική νομική προσέγγιση, με μικρό ενδιαφέρον για το ευρύτερο κοινό. Δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο.

Ο κύριος λόγος, κατά τη γνώμη μου, είναι πως η προσπάθειά του επικαθορίζεται από τα ίδια τα άμεσα πολιτικά του ενδιαφέροντα και, κυρίως, από μια έκδηλη έγνοια για την Αριστερά. Έγνοια, μαζί με την απαραίτητη επιστημονική αποστασιοποίηση – που σημαίνει «ενσυναίσθηση», αλλά τόση όση χρειάζεται, ώστε να παραμένει η οπτική ανοικτή και, επομένως, δημιουργική.

Ο Κουρουνδής φαίνεται να είναι πεισμένος ότι, όπως υπογραμμίζει ο Τζεφ Ίλι (Geoff Eley), οι συνταγματικοί ορισμοί πρέπει να συμπληρώνονται από ιστορικές προσεγγίσεις εστιασμένες στην επέκταση των δημοκρατικών δυνατοτήτων με άλλους τρόπους – τρόπους  πέραν από τους νομικούς. Η θέση αυτή υποστηρίζεται από το αναμφισβήτητο γεγονός πως καθοριστικές διευρύνσεις της δημοκρατίας προέκυψαν σπανίως στην ιστορία – και σε πολύ ασυνήθιστες συγκυρίες, όταν η κοινωνικοπολιτική κρίση έφτασε στην κορύφωσή της, προσκαλώντας στο προσκήνιο λαϊκές κινητοποιήσεις επιβλητικής κλίμακας.  Έτσι «έρχεται η δημοκρατία» πάντοτε. Με κεντρικό στοιχείο την κοινωνική κινητοποίηση, την ταξική πάλη.

Ίδιες είναι, όμως, οι προϋποθέσεις συνολικά, όταν πρόκειται για εγχειρήματα πολιτικών μετασχηματισμών ή συνταγματικών μεταβολών, όπως αυτές που μελετάει το βιβλίο. Χωρίς το ιστορικο-κοινωνικό συγκείμενο, χωρίς την εστίαση στην παρουσία –ακόμη και ως «απούσα αιτία», για να θυμηθούμε τον Αλτουσέρ– των λαϊκών τάξεων και των αγώνων τους, το αποτέλεσμα είναι αδύνατο και παραπειστικό.

Το βιβλίο επιλέγει ως περίοδο έρευνας την «πυρίκαυστο» εποχή από τη δεκαετία του ’50 μέχρι την εκκίνηση της μεταπολίτευσης. Με σταθμούς το 1963, και την τότε προσπάθεια της ΕΡΕ για τη «βαθεία τομή» στο μετεμφυλιακό Σύνταγμα, και το 1975, όταν δηλαδή ψηφίζεται το Σύνταγμα που, με μικρές τροποποιήσεις, έχουμε και σήμερα. Το 1963 είναι η έναρξη της προϊστορίας του 1975.

Αξιοποιώντας, με τις απαιτούμενες λεπτομέρειες, κάθε διαθέσιμο υλικό –από τις συζητήσεις στη Βουλή μέχρι τις αντιπαραθέσεις στον Τύπο, από τις δημόσιες τοποθετήσεις των κομμάτων και των επιστημονικών συλλόγων έως την τεχνική εργασία των κοινοβουλευτικών επιτροπών–, ο Κουρουνδής εξορύσσει τα πραγματικά επίδικα των διαδικασιών.

Παράλληλα, μας δίνει μια πολύ αξιόπιστη και τεκμηριωμένη εικόνα των πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών εξελίξεων που αποτελούν τα καθοριστικά συμφραζόμενα της διαμάχης σχετικά με το Σύνταγμα.

Η πρόταση συνταγματικής αναθεώρησης του Καραμανλή, η «βαθεία τομή», αποδεικνύεται πως αποτέλεσε στρατηγική επιλογή της κυβερνώσας Δεξιάς, η οποία, μέσα στην προϊούσα αστάθεια της μετεμφυλιακής κρατικής θέσμισης –και υπο την απειλή της επιδείνωσής της–, επεδίωξε να «συγκεντροποιήσει» την εξουσία. Επιβάλλοντας την κυβέρνηση ως τον κυρίαρχο πόλο, τόσο απέναντι στη Βουλή, όσο και αναφορικά με τον Θρόνο και το Στρατό, επιχείρησε ταυτόχρονα να θωρακίσει το καθεστώς έναντι του εσωτερικού εχθρού. Ο επιδιωκόμενος ευρύτερος στόχος ήταν η εξυπηρέτηση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, η οποία έτρεχε ήδη με ρυθμούς που μόνο η Ιαπωνία έπιανε την ίδια περίοδο. Ήταν η ίδια αυτή που έκανε αληθοφανή τη στενή σύνδεση του ελληνικού καπιταλισμού με την ΕΟΚ.

Η καπιταλιστική ανάπτυξη προϋπέθετε την επιβολή μιας εκτελεστικής εξουσίας πολύ περισσότερο ευέλικτης από τη νομοθετική και τη συγκέντρωσή της στο πλαίσιο της κυβέρνησης, η οποία έπρεπε η ίδια να αναλάβει σημαντικότατο μέρος του νομοθετικού έργου. Είχε ανάγκη, ακόμη, τη δημιουργία μιας δημόσιας διοίκησης που θα υπηρετούσε τις «αναπτυξιακές προτεραιότητες» και θα άνοιγε τον δρόμο για την «ευρωπαϊκή προοπτική» του ελληνικού καπιταλισμού.

Ως προς αυτά, η «βαθεία τομή» συντονίζονταν απολύτως με τις διεθνείς τάσεις μεγάλης ενίσχυσης της εκτελεστικής εξουσίας και ενός πρωτοφανούς, στην ιστορία του καπιταλισμού, κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία. Πολλά από αυτά τα στοιχεία θα θεωρητικοποιούσε αργότερα ο Πουλαντζάς με την εισαγωγή της έννοιας του «αυταρχικού κρατισμού».

Ο Πουλαντζάς, βέβαια, πρωτύτερα είχε επισημάνει:

Η οικονομική ανάπτυξη αυτή καθεαυτή δεν έχει απολύτως κανένα νόημα –εκείνο που ενδιαφέρει είναι η κοινωνική και πολιτική της σημασία, δηλαδή η σχέση της με την εκμετάλλευση των λαϊκών μαζών.

Η «βαθεία τομή» το αντιλαμβάνονταν απολύτως – καλύτερα, παραδόξως, από την Αριστερά της εποχής. Γι’ αυτό το δεύτερο σκέλος των παρεμβάσεων αφορούσε ακριβώς συνταγματικές αλλαγές –τόσο για τη συνδικαλιστική οργάνωση, όσο και για τα «αντισυνταγματικά» κόμματα– προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι, ήδη σε εξέλιξη και με προοπτική μεγάλης ενίσχυσης, εργατικοί αγώνες.  Όπως ρητά το έθεταν οι υποστηρικτές της συνταγματικής αλλαγής, επικαλούμενοι συχνά την κυρίαρχη τότε σχολή του «εκσυγχρονισμού», η οικονομική ανάπτυξη, σε συνθήκες χωρών, όπως η Ελλάδα, δεν συμβαδίζει εύκολα με την «πολλή δημοκρατία».

Τα γεγονότα που ακολούθησαν, η όξυνση της ταξικής πάλης, η εκτεταμένη κοινωνική κινητοποίηση, ο «διακεκομμένος» ελληνικός Μάης των Ιουλιανών, του Πολυτεχνείου και της πρώτης Μεταπολίτευσης, η επιθετική αντίδραση του συστήματος ως τελευταίος σπασμός της αποδιάρθρωσης της μετεμφυλιακής θέσμισης καθόρισαν τη μοίρα της «βαθείας τομής». Και μαζί επέδρασαν στις μετέπειτα συνταγματικές εξελίξεις με αποτέλεσμα, παρ’ όλη την αρχική  βούληση του Καραμανλή και της Δεξιάς, το σημερινό Σύνταγμα να αποτυπώσει τελικά έναν συμβιβασμό, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα.

Και η πλειοψηφική Αριστερά; Το ΚΚΕ; Η ΕΔΑ; Ποια είναι η στάση της, η τοποθέτησή της; Πώς αντιλαμβάνεται και πώς δρα μέσα στις συγκεκριμένες συνθήκες;

Όπως πολύ αναλυτικά δείχνει ο Κουρουνδής, η βασική της προσέγγιση για τα τεκταινόμενα επικαθορίζεται από την αντίληψή της πως συντελείται μια προσπάθεια «φασιστικοποίησης», ακραίας επίτασης των χαρακτηριστικών του μετεμφυλιακού υπερ-αυταρχικού κράτους. Δεν πρόκειται, ωστόσο, για μια αντίληψη που συνδυάζεται, όπως συνέβη σε άλλες περιπτώσεις στο παρελθόν, με μια «αριστερίστικη» πολιτική πράξη. Αντίθετα, η συγκεκριμένη ανάλυση την οδηγεί σε μια διαρκή επίδειξη «μετριοπάθειας», συγκράτησης του κινήματος «μέσα σε όρια» και μια προσπάθεια διαμόρφωσης ευρέων μετώπων για την υπεράσπιση του ελάχιστου.

Τακτική, η οποία παίρνει συχνότατα γκροτέσκα πραγματικά χαρακτηριστικά. Όπως σημειώνει  ο Κουρουνδής:

Η λανθασμένη εκτίμηση του συσχετισμού των δυνάμεων την οποία απηχούσε η ανάλυση περί «φασιστικοποίησης» διευκόλυνε την ηττοπαθή ανάλυση με βάση την οποία η ΕΔΑ όριζε τα πολιτικά της καθήκοντα, καθώς συνεπαγόταν την υιοθέτηση εκ μέρους της μετριοπαθών στόχων, περιορισμένων στο πλαίσιο της μετεμφυλιακής νομιμότητας και της αναζήτησης του «μικρότερου κακού». Δεν είναι τυχαίο ότι τον Ιούνιο του 1963 η ΕΔΑ υποστήριξε πως η παραίτηση του Κ. Καραμανλή συνιστούσε ήττα του «ανοιχτού φασισμού» ο οποίος «στο πρόσωπο του αυταρχικού και βάναυσου αρχηγού της ΕΡΕ εκφράζει την πιο αδίστακτη και επιθετική πτέρυγα της αντιδραστικής δεξιάς», ενώ ο Θρόνος επέλεξε να σώσει τα προσχήματα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Δύο χρόνια αργότερα, αυτή η τακτική μετατοπίστηκε επιδιώκοντας τη συνεννόηση με όλα τα κόμματα για να περιοριστούν οι αυθαιρεσίες του Θρόνου, ενώ στην περίοδο της δικτατορίας απευθύνθηκε και στο βασιλιά για τη συγκρότηση μετώπου απέναντι στους συνταγματάρχες. Ο κύκλος ολοκληρώθηκε στη συγκυρία της μεταπολίτευσης όταν, στο πλαίσιο της διαφορετικής τοποθέτησης της Αριστεράς απέναντι στον Κ. Καραμανλή ο Η. Ηλιού προσπάθησε να αποσυνδέσει την ίδια τη «βαθεία τομή» από τον πρωθυπουργό και να τη συνδέσει με ξένες δυνάμεις» (σελ. 131-132).

Η «μετριοπάθεια», φυσικά, δεν απέτρεψε καμία από τις ζοφερές εξελίξεις, που βίωσε η ελληνική κοινωνία, με αποκορύφωμα την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Μια Αριστερά, που είχε όλη την καλή διάθεση να «συνεννοηθεί», σε βαθμό που να αποτρέπει το μεγαλειώδες κίνημα των οικοδόμων από την διεκδίκηση του 7ωρου –«για λόγους χρονικότητας και τακτικής»–, ή να αρνείται ως μαξιμαλιστικές πολλές από τις διεκδικήσεις και τα συνθήματα των μαζικών δημοκρατικών κινημάτων της εποχής. Αλλά που η ίδια συνελήφθη, χωρίς την παραμικρή αντίσταση, στον ύπνο στις 21 Απριλίου 1967.

Ο Κουρουνδής δεν «καταγγέλλει» την Αριστερά. Επιχειρεί να εξηγήσει τη διαδρομή της – και τις προφανείς αποτυχίες της. Προκειμένου γι’ αυτό ερευνά το βαθύτερο, το πιο στρατηγικό υπόστρωμα των πρακτικών της. Και δείχνει, με πολύ πειστικό τρόπο, πως η ΕΔΑ και το ΚΚΕ οδηγήθηκαν σε συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές λόγω, κυρίως, της στρατηγικής τους ανάλυσης για τον εξαρτημένο και υπανάπτυκτο χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού, ο οποίος καθορίζονταν κυριότατα και διαχρονικά από τα δεδομένα της «ξενοκρατίας».

Γι’ αυτό, κιόλας, σε μια περίοδο, που η ελληνική άρχουσα τάξη, πραγματοποιούσε πολιτικές τομές και οργάνωνε μείζονες συνταγματικές αλλαγές προκειμένου να θωρακίσει την καπιταλιστική ανάπτυξη, η ΕΔΑ αρνιόταν τα ίδια τα γεγονότα. Ενώ η οικονομική ανάπτυξη και ο προσανατολισμός προς τη βαρειά εκβιομηχάνιση εξελίσσονταν με πρωτοφανείς ρυθμούς και ο κρατικός παρεμβατισμός και η «σχεδιοποίηση» γινόταν βασικά προτάγματα του κράτους της Δεξιάς, η Αριστερά αντιμετώπιζε τη «βαθεία τομή» ως «αντιδραστική στροφή στο παρελθόν».

Η ΕΔΑ ήταν απολύτως πρόθυμη να συνεργαστεί με το «παραγωγικό» τμήμα της καπιταλιστικής τάξης, σε μια «πανεθνική συμμαχία» ενάντια στους «κερδοσκόπους», την «πλουτοκρατική ολιγαρχία», που εκπροσωπούσε η Δεξιά. Ήταν έτοιμη να βοηθήσει στην επίτευξη της οικονομικής ανάπτυξης και της εκβιομηχάνισης, κατεξοχήν «προοδευτικών» επιδιώξεων, που η Δεξιά εμπόδιζε εκπροσωπώντας τα αντιδραστικά και καθυστερημένα στρώματα της ολιγαρχίας.

Όπως το θέτει ο Κουρουνδής,

[α]κόμη και το 1962, ενώ η οικονομική ανάπτυξη στη χώρα επιταχυνόταν με αυξανόμενους ρυθμούς, το κόμμα της Αριστεράς επέμενε ότι «αν δημιουργήθηκαν μερικές βιομηχανικές μονάδες […] αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, εκβιομηχάνιση της χώρας, ούτε, πολύ λιγώτερο, ολόπλευρη και αρμονική ανάπτυξη της οικονομίας της» […] Το πρόβλημα της Αριστεράς ήταν πως δεν κατανοούσε τις αλλαγές στην οικονομία και την κοινωνία που επέφερε το μοντέλο κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης το οποίο προωθούσε η ΕΡΕ και εθελοτυφλούσε εξακολουθώντας να θέτει ως πρόταγμα την εκβιομηχάνιση της χώρας και να διαχωρίζει μηχανιστικά την «πλουτοκρατική ολιγαρχία» από το σύνολο της αστικής τάξης. Με άλλα λόγια, δεν εστίαζε την κριτική της στον ταξικό χαρακτήρα της διαρκώς επιταχυνόμενης ανάπτυξης αλλά παρέμενε προσκολλημένη στο ερώτημα αν υπάρχει τελικά αυτή η ανάπτυξη δίνοντάς του μάλιστα αρνητική απάντηση (σελ. 129).

Αυτή η στρατηγική ανάλυση, επιπλέον, εντάσσονταν σε μια διεθνή τάση, συνδεδεμένη ισχυρά με τον κυρίαρχο σοβιετικό μαρξισμό της εποχής: «Πρόκειται για το μοτίβο του «μιζεραμπιλισμού», το οποίο εμφανίζεται και στα άλλα Κομμουνιστικά Κόμματα της Δυτικής Ευρώπης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα εκείνο της Γαλλίας, όπου το ΚΚ απέδιδε στον Ντε Γκωλ τόσο τον «κίνδυνο εκφασισμού», όσο και τη «βιομηχανική παρακμή» της χώρας» (σελ. 130).

Ο Κουρουνδής στοιχειοθετεί την ανάλυσή του για την Αριστερά με πλήθος –δυσεύρετων, πολλές φορές– τεκμηρίων, ιδίως αναφορικά με την συνταγματική συζήτηση.            

Όπως προείπα, το βιβλίο μας δίνει τη δυνατότητα να προσεγγίσουμε σε βάθος την ιστορία της περιόδου ως ιστορία του κοινωνικού ανταγωνισμού και των επίδικών του. Κάνοντάς το, προσφέρει κάτι περισσότερο: έναν γενικό οδηγό προσέγγισης, κατάλληλο και για την διερεύνηση των σημερινών, αλλά και των πλησιαζόντων γεγονότων.  

Άλλωστε, είναι εντυπωσιακές, πολλές φορές και τηρουμένων των αναλογιών, οι επιβιώσεις αντιλήψεων και αναλύσεων.

Τόσο η αναζήτηση ευρειών συμμαχιών, έκφραση ενός λαϊκομετωπισμού «σύγχρονης» κοπής, όσο και η ανάλυση που τη στηρίζει, συνεχίζουν, από πολλές απόψεις, μια παράδοση που δεν λέει να μας εγκαταλείψει, σε πείσμα των παταγωδών αποτυχιών της. Σε μια περίοδο, σήμερα, πολύ διαφορετική, στην καρδιά μιας καταστροφικής ύφεσης και μιας πρωτοφανούς επίθεσης στον κόσμο της εργασίας, ένα πολύ πλειοψηφικό τμήμα της Αριστεράς πάλι δείχνει ως αντίπαλο τους «ξένους» και την «ολιγαρχία» και επιδιώκει μεγάλα μέτωπα, από τους άνεργους μέχρι το μεσαίο και το «παραγωγικό» κεφάλαιο.  

Πάλι δεν είναι η καπιταλιστική τάξη, αλλά οι ελάχιστοι «κερδοσκόποι» ο κύριος αντίπαλος.

Χαρακτηριστική είναι και η όλη συζήτηση για την «παραγωγική ανασυγκρότηση» και την νέα ανάγκη «εκβιομηχάνισης» της χώρας, η οποία ενώνει ένα πολύ μεγάλο μέρος της Αριστεράς. Μέρος που τείνει, βέβαια, να αγνοεί πως στην πραγματικότητα ελάχιστα αποκλίνει από τις ρητές στοχεύσεις της ίδιας της άρχουσας τάξης – του ΣΕΒ, του ΙΟΒΕ και των εργοδοτικών οργανώσεων (βλ. ενδεικτικά το σχέδιο της McKinsey “Greece 10 Years Ahead –Defining Greece’s New Growth Model and Strategy”, που αποτελεί το πλαίσιο των «προτάσεων για την ανάπτυξη» που κυριαρχούν στους αστικούς κύκλους).

Και σήμερα, όπως και τότε, ξανά, η πλειοψηφία των αριστερών ισχυρίζεται πως «η δημοκρατία είναι προϋπόθεση για την ανάπτυξη». Εθελοτυφλεί και πάλι. Η καπιταλιστική ανάπτυξη δεν έχει ανάγκη τη δημοκρατία –κάθε άλλο. Η σημερινή εργοδοτική δικτατορία στη χώρα μας είναι εξαιρετικά ευνοϊκή γι’ αυτήν την ανάπτυξη.

Γι’ αυτό η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να μας πνίγει στους ευφημισμούς. Δυστυχώς, όμως, δεν είναι μόνο η κυβέρνηση που εμφορείται από αναπτυξιακά «οράματα» κρύβοντας αντικειμενικά την πρωταρχικότητα της εκμετάλλευσης, η οποία βρίσκεται στη βάση της ανάπτυξης.

Μετά από οκτώ χρόνια Μνημονίων –τα νέα μας Συντάγματα, επικυρωμένα αποκλειστικά σχεδόν με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου του «εκτελεστικού»–, η ανάλυση του Κουρουνδή είναι εξαιρετικά πολύτιμη, και για να καταλάβουμε την εποχή μας.

Το βιβλίο του Κουρουνδή είναι μια δημιουργική πολιτική παρέμβαση και μαζί μια πολύτιμη αρχαιολογία –με την έννοια που έδινε στον όρο ο Φουκώ– της αριστερής σκέψης και πρακτικής στη χώρα μας.

Σχετικά με τον συντάκτη

Χρήστος Λάσκος

Ο Χρήστος Λάσκος διδάσκει φυσική στη μέση εκπαίδευση, είναι διδάκτορας του Τμήματος Παιδαγωγικής του ΑΠΘ και οικονομολόγος.
Είναι συγγραφέας των βιβλίων Χωρίς Επιστροφή και 22 πράγματα που μας λένε για την ελληνική κρίση και δεν είναι έτσι (μαζί με τον Ευκλείδη Τσακαλώτο) (ΚΨΜ 2011 και 2012), του βιβλίου Κρίση και αριστερή πολιτική (Νήσος 2014) και συνεπιμελητής του βιβλίου Το Όχι που έγινε Ναι (με τον Δημοσθένη Παπαδάτο) (ΚΨΜ 2016). Κριτικές του δημοσιεύονται στο ένθετο Αναγνώσεις της Κυριακάτικης Αυγής.

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange