Not Enough: Human Rights in an Unequal World
Samuel Moyn
The Belknap Press of Harvard University Press, 2018 | 277 σελ.
Ο Σάμιουελ Μόιν, καθηγητής Νομικής και Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ, είχε επισημάνει την ενοποιητική δύναμη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο έργο του «The Last Utopia: Human Rights in History» («Η τελευταία ουτοπία: Τα ανθρώπινα δικαιώματα στην ιστορία»). Στο συγκεκριμένο βιβλίο, ο Μόιν προσέγγιζε τα ανθρώπινα δικαιώματα ως τη νέα (μετα)πολιτική ουτοπία, η οποία οικοδομήθηκε στα ερείπια των ματαιωμένων, εν πολλοίς διαστρεβλωμένων, πολιτικών ουτοπιών του 20ου αιώνα (π.χ. σοσιαλισμός, κοινωνικό κράτος). Ωστόσο, εφιστούσε την προσοχή απέναντι στον κίνδυνο μιας μεταφυσικής εξιδανίκευσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ανησυχούσε, λοιπόν, σοβαρά μήπως τα ανθρώπινα δικαιώματα διαστρεβλωθούν κατά την έμπρακτη εξειδίκευσή τους από ανταγωνιστικές πολιτικές ιδεολογίες.
Στο πρόσφατο έργο του, «Not Enough: Human Rights in an Unequal World» («Δεν αρκεί: Τα ανθρώπινα δικαιώματα σε έναν άνισο κόσμο»), ο Μόιν επιχειρεί να συγκεκριμενοποιήσει τις αιτιάσεις του απέναντι στην ουτοπική πρόσληψη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ειδικότερα, αποπειράται να αναδείξει το ζήτημα της μη ισόρροπης ανάπτυξης ατομικών-πολιτικών και κοινωνικοοικονομικών δικαιωμάτων και, κατά συνέπεια, το γεγονός ότι η δικαιωματική ουτοπία δεν επεκτείνεται επαρκώς στο πεδίο της διανεμητικής ισότητας.
Το βιβλίο διαρθρώνεται σε επτά ενότητες. Η κεντρική ιδέα του συγγραφέα καταστρώνεται με γραμμική χρονική σειρά (από τον 18ο αιώνα μέχρι σήμερα), και κινείται σε τρία επάλληλα αναλυτικά επίπεδα. Έτσι, σκιαγραφούνται, με αξιοσημείωτη επιμέλεια και πρωτοτυπία, τρία (μάλλον αντιθετικά) ζεύγη: ισότητα-επάρκεια, εθνικό κοινωνικό κράτος -κοσμοπολιτική διανεμητική δικαιοσύνη, ατομοκεντρική-κοινωνιοκεντρική πρόσληψη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Αρχικά, εξετάζεται η ιακωβίνικη κληρονομιά της Γαλλικής Επανάστασης. Σε αντίστιξη προς την Αμερικανική Επανάσταση, η οποία είχε στο επίκεντρό της την προαγωγή της ατομικής και πολιτικής ελευθερίας, η Γαλλική Επανάσταση έδινε ιδιαίτερη έμφαση στην προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Παρά την αδιαμφισβήτητη ομοφωνία ως προς τον ιδεατό στόχο, δηλαδή τη διαμόρφωση και οργάνωση μιας (ακριβο)δίκαιης πολιτικής κοινότητας, υφίσταντο σοβαρές διαφωνίες ανάμεσα σε όσους απέδιδαν ηθικοπολιτική και κανονιστική προτεραιότητα στην ισότητα (equality)[1] και σε όσους τάσσονταν υπέρ της πρωτοκαθεδρίας της επάρκειας (sufficiency).[2] Συνεπώς, το μαρξικό πρόταγμα για διανομή των πόρων «από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του»[3] θα μπορούσε να ερμηνευθεί, υπό το φως της ιακωβίνικης κληρονομιάς, είτε ως καθολικό εξισωτικό αίτημα (π.χ. ανώτατο όριο πλούτου) είτε ως κάλεσμα για την επιμεριστική αντιμετώπιση των συνθηκών ανέχειας (π.χ. βασικό εισόδημα).
Στη συνέχεια, ο συγγραφέας επισημαίνει την τόνωση του εξισωτικού ιδεώδους στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν η βιομηχανική ανάπτυξη και, συνακόλουθα, ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας είχαν ήδη εμπλουτιστεί με την καθολικότητα του εκλογικού δικαιώματος (τουλάχιστον, όσον αφορά τον ανδρικό πληθυσμό). Η κοινωνική εμβάθυνση της ιδιότητας του πολίτη[4] έθεσε στο προσκήνιο της ιστορίας το αίτημα για ανύψωση της ισότητας από αμιγώς τυπική αρχή (νομική ισότητα) σε ουσιαστικό γεγονός (πραγματική ισότητα). Το κράτος πρόνοιας (welfare state) λειτούργησε τότε ως ο θεσμικός μηχανισμός για την υλοποίηση της διανεμητικής ισότητας.
Πάντως, η οικοδόμηση μιας –κατά το δυνατόν– εξισωτικής κοινωνίας παρεμποδιζόταν a priori από δύο παράγοντες που υπονόμευαν την καθολική διάσταση της διανεμητικής δικαιοσύνης. Πρώτον, η υλική ισότητα των πόρων περιοριζόταν χωρικά στην πολιτική δομή του έθνους-κράτους. Δεύτερον, οι δικαιούχοι κοινωνικής προστασίας προσδιορίζονταν στη βάση αυστηρών κριτηρίων αποκλεισμού (ο «λευκός άνδρας εργάτης» λογιζόταν ως ο ιδεοτυπικός αποδέκτης των παροχών και υπηρεσιών του κράτους πρόνοιας).
Η κανονιστική εμβέλεια των κοινωνικοοικονομικών δικαιωμάτων και της διανεμητικής ισότητας ως θεμελιώδους δικαιικής αρχής επεκτάθηκε το 1948 σε παγκόσμια κλίμακα χάρη στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του νεοσύστατου τότε Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Το άρθρο 1 ορίζει ότι «όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι και ίσοι στην αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα». Επιπλέον, το πέρασμα από τη νομική στην πραγματική ισότητα σηματοδοτείται μέσα από τη θεσμοθέτηση τριών κρίσιμων κοινωνικοοικονομικών δικαιωμάτων: α) δικαίωμα στην κοινωνική προστασία (άρθρο 22), β) δικαίωμα στην εργασία με όρους δίκαιης και ικανοποιητικής αμοιβής (άρθρο 23), γ) δικαίωμα σε ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο μέσω της κοινωνικής ασφάλειας (άρθρο 25).[5] Παρά την υπερεθνική κατοχύρωση των συλλογικών εγγυήσεων της ανθρώπινης ύπαρξης, πάντως, η μέριμνα για την υλοποίηση του περιεχομένου των ανωτέρω κοινωνικοοικονομικών δικαιωμάτων παρέμενε στη διακριτική ευχέρεια των εθνικών κυβερνήσεων των κρατών-μελών του Ο.Η.Ε.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η αρμοδιότητα προς πραγμάτωση της διανεμητικής ισότητας δεν αναγνωρίστηκε γενικώς κι αορίστως στα κράτη-μέλη, αλλά μάλλον συμπύκνωνε τους συσχετισμούς δύναμης που προέκυψαν στη μεταπολεμική (ψυχροπολεμική) συνθήκη. Έτσι, η περίφημη «απελευθέρωση από την ανάγκη», την οποία εξήγγειλε ο Πρόεδρος των Η.Π.Α., Φράνκλιν Ρούζβελτ[6] στο πλαίσιο της Δεύτερης Διακήρυξης Δικαιωμάτων (Second Bill of Rights), περιελάμβανε μεν τα κοινωνικά δικαιώματα στο κανονιστικό σχεδίασμα ενός σύγχρονου κράτους δικαίου· ωστόσο, δεν τα κατοχύρωνε τόσο ως ιδιότητες σύμφυτες με την –εξίσου διαμοιρασμένη– ανθρώπινη αξιοπρέπεια όσο ως εργαλείο προσωρινής ταξικής ανακωχής, άρα ως μοχλό της καπιταλιστικής επανεκκίνησης μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Παρουσιάζει, πάντως, ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι η κεϋνσιανή (ανα)διανεμητική πολιτική του Ρούζβελτ συνάντησε ισχυρές αντιστάσεις από θεσμικούς πυλώνες, όπως το Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α. Το Ανώτατο Δικαστήριο (Supreme Court) επέμενε σε μια παραδοσιακά φιλελεύθερη (laissez-faire) ανάγνωση των δικαιωμάτων, αντιμετωπίζοντας το παρεμβατικό (κοινωνικό) κράτος ως μείζονα κίνδυνο για τις ατομικές (ιδίως, ιδιοκτησιακές) ελευθερίες.[7]
Η καθιέρωση σταθερών ισοτιμιών μεταξύ των νομισμάτων (σύστημα Bretton Woods) και η απο-αποικιοποίηση μεγάλου αριθμού χωρών της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής και της Ασίας αποτελούσαν αναμφίβολα ευνοϊκές συνθήκες για την οικουμενική διάχυση των προνοιακών δομών του ανεπτυγμένου κόσμου.[8] Το ηθικοπολιτικό αίτημα για παγκοσμιοποίηση των διανεμητικών αιτημάτων, όμως, παρέμεινε και κατά τη δεκαετία του 1960 απλό ευχολόγιο, καθώς το έθνος-κράτος αποτελούσε ακόμη τον κανονιστικό ορίζοντα, εντός του οποίου αποτιμάται ποσοτικά η κοινωνική προστασία και η δημοσιονομική ισορροπία.
H δεκαετία του 1970 χαρακτηρίζεται από την προϊούσα τάση προς οικουμενικοποίηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ωστόσο, η πετρελαϊκή κρίση του 1973 επέφερε την καπιταλιστική ύφεση και την χρηματιστικοποίηση της οικονομίας και, συνακόλουθα, την αμφισβήτηση του παρεμβατικού ρόλου του κράτους στην αγορά με παράλληλη κρίση διακυβέρνησης.[9] Μέσα σε αυτό το πολιτικό-κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο, τα ανθρώπινα δικαιώματα συνδέθηκαν πρωτίστως με την αστική (civil) και την πολιτική τους διάσταση. Κατά συνέπεια, τα κοινωνικοοικονομικά δικαιώματα υποχωρούν άτακτα και η ισότητα υποκαθίσταται από την επάρκεια, ήτοι την επιμεριστική θεραπεία των επειγουσών αναγκών των πιο ευάλωτων μελών του κοινωνικού συνόλου.[10] Η έμφαση στην κάλυψη των βασικών αναγκών (basic needs approach) και ο παραγκωνισμός της ισότητας ως αρχής διανεμητικής δικαιοσύνης αποτελούσαν πλέον κοινούς τόπους, τους οποίους συμμερίζονταν, παρά τις επιμέρους αποκλίσεις, διάφοροι φορείς της διεθνούς κοινότητας, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και η Διεθνής Αμνηστία.
Η επάρκεια, ως διανεμητικός σκοπός της πολιτικής κοινότητας, αμφισβητήθηκε καταστατικά από τη Νέα Παγκόσμια Οικονομική Τάξη (Νew International Economic Order=N.I.E.O.), η οποία αποτελούσε μια θεσμική πρωτοβουλία των αναπτυσσόμενων και υπανάπτυκτων χωρών του τέως αποικιοκρατούμενου κόσμου. Η Ν.Ι.Ε.Ο. έθετε ως τελικό στόχο την αποκατάσταση της διανεμητικής ισότητας ως θεμελιώδους αρχής δικαιοσύνης και την επέκτασή της από το εθνικό στο οικουμενικό πεδίο. Πάντως, θεωρούσε ότι η εθνική αυτοδιάθεση και η διακρατική συνέργεια των φτωχών εθνών-κρατών του πλανήτη απέναντι στους πλούσιους «δυνάστες» τους αποτελούσαν τα μοναδικά αποτελεσματικά μέσα για την σταδιακή οικουμενικοποίηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Σε φιλοσοφικό επίπεδο, η θεωρία δικαιοσύνης του Τζον Ρωλς, βιβλίο-σταθμός για την πολιτική φιλοσοφία του 20ου αιώνα,[11] επικρίθηκε, καθώς περιορίζει το κανονιστικό βεληνεκές της διανεμητικής δικαιοσύνης σε επίπεδο έθνους-κράτους. Ακόμα και πίσω από το ρωλσιανό «πέπλο της άγνοιας»,[12] το άτομο-ορθολογικός δρων μοιάζει να εντάσσεται σε ορισμένη, υφιστάμενη πολιτική κοινότητα που αποτελεί το πλαίσιο αναφοράς, εντός του οποίου και μόνο καλείται να καταλήξει σε καθολικεύσιμες αρχές δικαιοσύνης. Ο κρατοκεντρικός ορίζοντας της θεωρίας του Ρωλς και, κατ’ επέκταση, η μη οικουμενικότητα της διανεμητικής εμβέλειάς της, τέθηκαν στο στόχαστρο τόσο δεοντοκρατικών (π.χ. Ονόρα Ο’ Νιλ[13]) όσο και συνεπειοκρατικών (π.χ. Πίτερ Σίνγκερ[14]) θεωριών. Πάντως, είτε η έμφαση δοθεί στην πολιτική και οικονομική αλληλεπίδραση των μελών του κοινωνικού συνόλου[15] είτε στο αφηρημένο πρόσωπο,[16] η διανεμητική ισότητα φαίνεται να έχει υποκατασταθεί οριστικά, ως οικουμενική αξίωση, από την αρωγή προς τα πιο ευάλωτα άτομα-μέλη του ανθρώπινου γένους.
Σε εποχή νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας στο κοινωνικοοικονομικό πεδίο, η δικαιωματική ουτοπία προσέλαβε ακόμα πιο ατομιστικά χαρακτηριστικά. Η προστασία των δικαιωμάτων ερμηνευόταν πρωτίστως ως διάσωση της ελευθερίας βούλησης και δράσης απέναντι στην κρατική καταπίεση, την οποία ενσάρκωναν οι λατινοαμερικάνικες δικτατορίες και τα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Μετά την κατάρρευση του Τείχους, τα ανθρώπινα δικαιώματα κατέστησαν σχεδόν αναντίρρητα ο «υπαρκτός ιδεαλισμός» μιας παγκοσμιοποιημένης, όλο και πιο άνισης, φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ενδεικτικά, αξίζει να αναφερθεί ότι το φεμινιστικό κίνημα σε μεγάλο βαθμό διεθνοποίησε το αίτημα για ισότητα μεταξύ των δύο φύλων χωρίς, ωστόσο, να θέσει στο στόχαστρό του τις καπιταλιστικές κοινωνικοοικονομικές σχέσεις, οι οποίες διαιωνίζουν την άνιση μεταχείριση (π.χ. μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών έναντι ανδρών σε μορφές επισφαλούς ή ανασφάλιστης εργασίας).[17]
Έτσι, η κατάρρευση της Λίμαν Μπράδερς (Lehman Brothers), δηλαδή η πτώση του απορρυθμισμένου «τείχους» των αγορών) και η συνακόλουθη αποκάλυψη της δομικής δημοσιονομικής κρίσης των κρατών επέφεραν την περαιτέρω συρρίκνωση του επιπέδου επαρκούς προστασίας (Existenzminimum).[18] Παράλληλα, παρατηρείται μετάθεση της αρμοδιότητας υλοποίησης της minimum κοινωνικής προστασίας από ένα δημοκρατικό (νομοθέτης) σε ένα «αριστοκρατικό» πολιτειακό όργανο (δικαστής).[19] Έτσι, οι –όλο και πιο συρρικνωμένες– προνοιακές παροχές δεν αντιστοιχούν πλέον σε κοινωνικά δικαιώματα,[20] τα οποία καθορίζονται σε γενικούς κι αφηρημένους κανόνες δικαίου, αλλά σε επιμεριστικές διευθετήσεις που λαμβάνουν τη μορφή εξατομικευμένης ρύθμισης-ad hoc δικαιοδοτικής κρίσης.
Το βιβλίο του Σάμιουελ Μόιν αναδεικνύει με διαύγεια ότι η οικουμενικοποίηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων συμπίπτει με την όξυνση των κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων. Η ελεύθερη αγορά τεκμαίρεται αμάχητα ως το εγγενές όριο της διανεμητικής διαδικασίας, ακόμα και στην πιο προωθημένη αστικοδημοκρατική εκδοχή ισότητας (σελ. 210). Ο Μόιν ορθώς δεν προβαίνει σε μια μηδενιστική απόρριψη της φιλελεύθερης δημοκρατίας και των δικαιωματικών της ευαισθησιών ως δήθεν συλλογικής αυταπάτης.[21] Αντιθέτως, επιθυμεί να διασώσει τη δικαιωματική «ουτοπία». Επισημαίνει, ωστόσο, με έμφαση ότι η ηθικοπολιτική και κανονιστική αξιοποίηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων περνάει αναπόδραστα μέσα από τη διαλεκτική σύνθεση ισότητας-επάρκειας (η ισότητα ως διανεμητική προτεραιότητα)[22] σε ένα συνεκτικό πολιτικό σχέδιο για κοινωνική ρύθμιση των αγορών με οικουμενική εμβέλεια (σελ. 220).
Παρά την αδιαμφισβήτητη αναλυτική επάρκεια και πρακτική χρησιμότητα του βιβλίου, μπορούν να επισημανθούν δύο αδυναμίες της –ιστορικής και θεσμικής συνάμα– προσέγγισης του Μόιν. Αν και ο συγγραφέας επιχειρεί μια λεπτομερή καταβύθιση στην ιστορία των νεωτερικών πολιτικών κοινωνιών, δεν υφίσταται κάποια –κριτικά αναστοχαστική– αναφορά στην ιδιοκτησία ως (ατομική ή κοινωνική) σχέση.[23] Επιπλέον, η έμφαση στις –εθνικές και υπερεθνικές– θεσμικές διαρρυθμίσεις της διανεμητικής δικαιοσύνης μάλλον εγκλωβίζει τον Μόιν στην επισκόπηση της «από τα πάνω» κίνησης της ιστορίας, δίχως να αναλύεται η «από τα κάτω» δυναμική των κοινωνικών κινημάτων κατά την προώθηση μιας (υλιστικής) εξισωτικής ή μιας (μεταϋλιστικής) ταυτοτικής ατζέντας.
Επιμέλεια κειμένου: Στέλιος Χρονόπουλος
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο