Στις 8 Νοεμβρίου ανέβηκε στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση (πρώην «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών») ένα θεατρικό έργο φτιαγμένο από μια ομάδα Σύριων καλλιτεχνών, που είχαν τη φιλοδοξία να μιλήσουν για τον πόλεμο στη Συρία, όχι όπως τον έχουμε σχηματίσει στο μυαλό μας από τις αφηγήσεις των ΜΚΟ και των Μέσων ενημέρωσης, αλλά φωτίζοντας τις άγνωστες πτυχές του. Το «Factory» είναι ένα θεατρικό έργο βασισμένο σε μαρτυρίες εργατών και σε μια ανεξάρτητη δημοσιογραφική έρευνα γύρω από τον ρόλο της γαλλικής τσιμεντοβιομηχανίας Lafarge στον πόλεμο της Συρίας. Ανέβηκε τον Σεπτέμβριο στο Βερολίνο, καθώς είναι μια συμπαραγωγή του Ρουρτριενάλε (Ruhrtriennale) με τη Φόλκσμπίνε του Βερολίνου (Volksbühne Berlin), και ακολούθησε η ελληνική πρεμιέρα στη Στέγη.
Ο σκηνοθέτης Ομάρ Αμπουσαάντα ζει στη Δαμασκό. «Δεν την εγκατέλειψα τις πιο σκληρές μέρες του πολέμου. Δεν πρόκειται να την εγκαταλείψω τώρα. Θα παραμείνω εδώ» δηλώνει. Δεν είναι υποστηρικτής του Άσαντ, όπως θα υποθέσει ένας κάπως καχύποπτος αναγνώστης, ενημερωμένος για τις εξελίξεις στη χώρα. Δεν σιτίζεται από τα κρατικά θέατρα της χώρας του. Ο Αμπουσάαντα διατηρεί μια πολύ καθαρή ματιά, είναι ένας διανοούμενος που έχει πάρει θέση εναντίον της βαρβαρότητας του καθεστώτος. Αυτό όμως που κυρίως θέλει τώρα να μας δείξει είναι ο ρόλος των δυτικών κρατών, συγκεκριμένα ο ρόλος της Γαλλίας και των ΗΠΑ, και των μεγάλων επιχειρήσεων, στον πόλεμο της Συρίας.
Μαζί με τον στενό του συνεργάτη, τον θεατρικό συγγραφέα Μοχάμαντ Αλ Άταρ, ερευνούν μια πραγματική ιστορία: Πριν ξεσπάσει ο πόλεμος στη Συρία, την περίοδο 2007-2010 η Γαλλία κάνει ένα άνοιγμα στο καθεστώς Άσαντ καταφέρνοντας να υπογράψει μια σειρά από εμπορικές συμφωνίες. Η πανίσχυρη Lafarge αποφασίζει να επενδύσει στη χώρα αποκτώντας ένα μεγάλο εργοστάσιο τσιμέντου στην Τζαλαμπίγια κοντά στη Ράκα. Όταν οι μαζικές διαδηλώσεις που ξέσπασαν την Άνοιξη του 2011 εξελίχθηκαν σε έναν αιματηρό εμφύλιο, όλες οι ξένες εταιρείες άρχισαν να αποχωρούν από τη Συρία. Η Lafarge αποφάσισε να κρατήσει ανοιχτό το εργοστάσιο πάση θυσία. Αυτή την ιστορία διηγείται η παράσταση.
Υπάρχουν τόσα κράτη και τόσες παρατάξεις που εμπλέκονται στον πόλεμο της Συρίας που πραγματικά μπορεί κανείς να φτιάξει τον δικό του συνδυασμό από γεγονότα και ερμηνείες και να εξυπηρετήσει τη μία ή την άλλη πλευρά. Ο Αμπουσάντα και ο Αλ Άταρ δεν χαρίζονται σε κανέναν. Δεν αθωώνουν καμία πλευρά, αλλά εστιάζουν σε αυτό που έχει λιγότερο αναδειχθεί: στον ρόλο των πολυεθνικών, των δυτικών κρατών και των μυστικών τους υπηρεσιών. Αιχμή της παράστασης ο ρόλος της Γαλλίας και της πολυεθνικής που έκανε μπίζνες με το καθεστώς Άσαντ ενώ στη συνέχεια προσπάθησε να κρατήσει ανοιχτό το εργοστάσιό της πληρώνοντας τεράστια ποσά στον ISIS και σε άλλες ένοπλες ομάδες που είχαν αναπτυχθεί στη Βόρεια Συρία, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή των εργαζομένων.
Μέθοδος και εμπειρία
Οι δύο Σύριοι καλλιτέχνες κάνουν θέατρο-ντοκιμαντέρ. Αντιλαμβάνονται, όπως δηλώνει ο Αμπουσαάντα, πως η δουλειά τους μοιάζει με τη δουλειά ενός δημοσιογράφου ή ενός δικηγόρου που αναζητά την αλήθεια. Το «Factory» βασίζεται στη δημοσιογραφική έρευνα της Ντοροτέ Μιριάμ Κελού (Dorothée Myriam Kellou) η οποία δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 2016 στη Μοντ (Le Monde). Το κείμενο της παράστασης βασίστηκε σε πληροφορίες που αντλήθηκαν από το ρεπορτάζ και σε μαρτυρίες που συγκέντρωσαν οι ίδιοι οι δημιουργοί.
Στη σκηνή βλέπουμε τέσσερις ηθοποιούς και έναν μουσικό. Οι τέσσερις χαρακτήρες του έργου είναι οι εξής: η δημοσιογράφος που ερευνά την υπόθεση, ο Σύριος μεγαλοεπιχειρηματίας Φιράς Τλας που μεγάλωσε πολύ κοντά στην οικογένεια των Άσαντ, ένας Συροκαναδός, ο Αμρ, στέλεχος της επιχείρησης, και ένας εργάτης, ο Αχμάντ, που εκπροσωπεί όλους τους εργάτες του εργοστασίου. Τον Αχμάντ υποδύεται ο Σύριος ηθοποιός Μουσταφά Κουρ (Mustafa Kur), τη δημοσιογράφο η επίσης Σύρια Λίνα Μουράντ (Lina Murad), τον Φιράς παίζει ο Λιβανέζος ηθοποιός Ραμζί Σουκέρ (Ramzi Choukair), και τον Αμρ ο Σύριος Σαέντ αλ Γκεφάρι (Saed Al Ghefari).
Ο Αμπουσαάντα λέει πως προσπάθησαν να προσεγγίσουν όλα τα πρόσωπα που εμπλέκονταν στην ιστορία. Να καταγράψουν τη φωνή τους, την εκδοχή του καθένα για τα πράγματα, την αλήθεια τους. Είχαν όμως ως προτεραιότητα να ακουστεί η φωνή των εργατών του εργοστασίου. Τους συνάντησαν, ως πρόσφυγες πλέον, στην Ελλάδα και στη Γερμανία. Από τις δικές τους διηγήσεις φτιάχτηκε ο χαρακτήρας του Αχμάντ. Τα λόγια του είναι δικά τους λόγια. Ο Τλας και ο Αμρ αρνήθηκαν να μιλήσουν. Οι χαρακτήρες τους δομήθηκαν με βάση τα στοιχεία που είναι γνωστά για αυτούς και το ρεπορτάζ της Κελού.
Η δύναμη της παράστασης έγκειται στο ότι αποσυνθέτει όλες τις κυρίαρχες αφηγήσεις, δείχνοντας με ακρίβεια το πώς κινήθηκαν οι κοινωνικές τάξεις στη Συρία. Η αστική τάξη, που ένα τμήμα της εξεγείρεται εναντίον του Άσαντ και υποστηρίζει μαχητικά την αντιπολίτευση, τα ανώτερα και μεσαία στελέχη που στρέφονται προς τη Δύση, και η εργατική τάξη που υπό την απειλή των όπλων προσπαθεί να επιβιώσει. Δίνεται έτσι μια ερμηνεία που συνθέτει από τις επιμέρους αλήθειες τη μεγάλη αλήθεια και αποκαλύπτει με ήρεμο τρόπο την πάλη των τάξεων μέσα στον πόλεμο. Το «Factory» είναι ένα κατεξοχήν πολιτικό έργο, το οποίο προτείνει έναν τρόπο προσέγγισης της πραγματικότητας, μιας σύνθετης πραγματικότητας.
Ο θεατής βλέπει πώς οι επιχειρηματίες, τα στελέχη των επιχειρήσεων και η εργατική τάξη της χώρας γνώρισαν μια στιγμή «εθνικής ενότητας» και πώς με το ξέσπασμα του εμφυλίου ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του. Βλέπει ακόμα πως μέσα στον πόλεμο διατηρήθηκε μια κανονικότητα. Κάποιοι πήγαιναν για δουλειά, με όποιον τρόπο μπορούσαν, και κάποιοι τους πίεζαν να διατηρήσουν την εργασιακή τους πειθαρχία μέχρι την τελευταία ώρα.
Για τους Έλληνες θεατές δεν είναι μια παράσταση που κινητοποιεί συναισθήματα, είναι μια παράσταση που μεταδίδει πληροφορία. Για τους Σύριους, που έζησαν την εμπειρία του πολέμου και της φυγής, λειτουργεί σε πολλά επίπεδα ξυπνώντας φοβερές μνήμες. Η αγάπη για την πατρίδα, η ζωή πριν τον πόλεμο, το τσιμέντο που έπεσε πάνω στο τραύμα, η απωθημένη εμπειρία της φυγής. Συγκλονιστικά πράγματα, που όμως μεταφέρονται ήπια, προσεκτικά, κουβεντιαστά. Ο λόγος κυλάει πολύ ομαλά, υπάρχουν μονόλογοι και διάλογοι μεταξύ των ηρώων, κι όλο αυτό καταλαβαίνεις ότι θέλει να μεταφέρει γνώση και όχι να κηρύξει ένα μήνυμα. Το ούτι του Σαλέχ Κατμπέχ (Saleh Katbeh), που σχολιάζει διακριτικά από την άκρη της σκηνής, συντελεί στην ήρεμη απόδοση του λόγου.
Πραγματικά, υπάρχει χώρος για την αλήθεια της κάθε πλευράς. Έτσι που θέλεις να το διατυπώσεις με σαφήνεια: Αυτό ακριβώς χρειαζόμαστε σήμερα, περισσότερη πληροφορία και λιγότερο συναίσθημα. Να ακούσουμε όλες τις φωνές, και την αλήθεια της καθεμιάς. Και επειδή στα διεθνή Μέσα ακούμε τη φωνή των πολυεθνικών και των μεγάλων κρατών, είναι δική μας υπόθεση να αναζητήσουμε τη φωνή αυτών που δεν ακούγονται.
Η σκηνοθεσία παίρνει θέση. Είναι με αυτούς που η φωνή τους δεν ακούγεται. Και αυτό έχει από πίσω του εκτός από ερευνητική/δημοσιογραφική δουλειά, διανοητική και καλλιτεχνική συγκρότηση. Επί πολλά χρόνια, ο Αμπουσάαντα επισκέπτεται απομακρυσμένα χωριά στη Συρία, την Αίγυπτο και την Υεμένη οργανώνοντας παραστάσεις και εργαστήρια στα οποία εμπλέκει τις τοπικές κοινότητες.
Η παράσταση αναζητά το κοινό της
Έμαθα για την παράσταση από το Facebook. Είδα στην αρχή την προωθημένη δημοσίευση με το βίντεο από τη σελίδα της Στέγης, αλλά αυτό που με κινητοποίησε πραγματικά ήταν ένα άρθρο με τις δηλώσεις του σκηνοθέτη στους Έλληνες δημοσιογράφους το οποίο πέτυχα στο timeline νωρίς το πρωί της Πέμπτης, την ημέρα που ανέβαινε η παράσταση. Μετά, ξεκινώντας να γράφω αυτό το σημείωμα, από επαγγελματική διαστροφή, κάθισα και μέτρησα αναφορές και αντιδράσεις στο διαδίκτυο. Το βίντεο για την παράσταση που αναρτήθηκε στη σελίδα της Στέγης στο Facebook είχε περισσότερες από 1.500 θετικές αντιδράσεις, 182 κοινοποιήσεις, όμως από τα 49 σχόλια το πιο δημοφιλές ήταν ένα σχόλιο ανοιχτά ισλαμοφοβικό. Είναι κάτι που μπορεί να συμβεί όταν προωθείται μια ανάρτηση σε ένα ευρύτερο κοινό. Ωστόσο, είναι ένα δυσοίωνο σημάδι.
Περίπου είκοσι ειδησεογραφικά σάιτ έγραψαν για την παράσταση. Το θέμα ανέδειξαν σε μεγαλύτερη έκταση φιλοξενώντας δηλώσεις του σκηνοθέτη έντυπα και ψηφιακά Μέσα όπως η Εφημερίδα των Συντακτών, το popaganda.gr, το lifo.gr, το monopoli.gr και το real.gr ενώ το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων διένειμε σχετικό υλικό. Ο ΑΝΤ1 έκανε αναφορά στην παράσταση στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων. Μια σύντομη κριτική της παράστασης αναρτήθηκε στο andro.gr. Η Καθημερινή αρκέστηκε να συμπεριλάβει την παράσταση στην ημερήσια πολιτιστική Ατζέντα.
Η κεντρική σκηνή της Στέγης, παρότι οι τιμές ήταν πολύ προσιτές με εισιτήρια ακόμα και των επτά ευρώ, ήταν μισοάδεια την Πέμπτη, αλλά και το Σάββατο 10 Νοεμβρίου δεν γέμισε. Η Συρία δεν βρίσκεται τόσο ψηλά στην επικαιρότητα πια, το μίγμα της δημοσιότητας δεν έφτασε σε εκείνο το σημείο που δημιουργεί τάση «να πάμε να το δούμε» και το τετραήμερο των παραστάσεων είναι πολύ σύντομο διάστημα για να λειτουργήσει η διάδοση από στόμα σε στόμα. Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα που θα άξιζε να τεθεί προς συζήτηση: Είναι η Στέγη χώρος κατάλληλος για να λειτουργήσει η σχέση αυτής της παράστασης με το κοινό;
Η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση (πρώην «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών») αυτοπροσδιορίζεται ως έδρα του σύγχρονου πολιτισμού και σημείο συνάντησης τολμηρών ιδεών που εξερευνούν τα όρια μεταξύ τέχνης, επιστήμης και κοινωνίας. Εκτός από δικές της παραγωγές, αγοράζει παραγωγές τρίτων και λειτουργεί υποστηρικτικά ως χορηγός πολιτιστικών υποδομών. Σύμφωνα με τον Γενικό Διευθυντή του οργανισμού Χρήστο Καρρά, ο ρόλος του είναι να ακουμπά θέματα κοινωνικής έντασης παίρνοντας θέση που μπορεί και να δημιουργεί αμηχανία σε ένα μέρος του κοινού του.
Όταν το Θέατρο Τέχνης είναι τόσο στριμωγμένο οικονομικά που αναζητά 50.000 ευρώ για βασικές επισκευές από την αγορά χορηγιών ή προχωρά σε παραγωγές με φοβερούς περιορισμούς, με έναν-δύο ηθοποιούς στη σκηνή, όταν το Εθνικό Θέατρο συνεχίζει το σερί του Ψαθά στοχεύοντας σε ένα κοινό που άλλα πάει να δει και άλλα βλέπει και μετά ξεσπαθώνει στο Αθηνόραμα, στη Στέγη απομένει ο ρόλος του «τολμηρού διαφωτιστή» που παρακολουθεί διεργασίες και ζυμώσεις στο διεθνές περιβάλλον. Είναι πολύ ενδιαφέρον να δούμε σε ένα επόμενο άρθρο, πώς η Στέγη συνδέεται με το κοινό της, ποιο είναι το κοινό της, και αν μπορεί να παίξει αυτόν τον ρόλο.
Νέα πεδία συνάντησης
Ένα πρώτο πολύ βασικό συμπέρασμα από την πράξη και την προγραμματική τοποθέτηση του Σύριου σκηνοθέτη όπως αποτυπώνεται στο έργο και στις δηλώσεις του είναι πως, παρά τις προφανείς δυσκολίες, μπορεί να υπάρξει ανεξάρτητη καλλιτεχνική δημιουργία στις μέρες μας. Ακόμα και σε μια χώρα που διαλύεται από τον πόλεμο στην οποία περιορίζεται ασφυκτικά η ελευθερία του λόγου.
Όταν ένας καλλιτέχνης στη Συρία, σε μια χώρα σε πόλεμο, καταφέρνει να κρατήσει τη φωνή του και την ανεξαρτησία του, να μην είναι με το καθεστώς, να μην υποκλίνεται στα ιδρύματα, να μην συντάσσεται με καμία οικογένεια της αστικής τάξης, αλλά να αναζητά την αλήθεια με κόπο, με σοβαρή δουλειά, σημαίνει ότι μπορούμε κι εμείς να κάνουμε κάτι καλύτερο. Κάτι καλύτερο από το να κάνουμε καλά τη δουλειά μας.
Πόλεις όπως το Βερολίνο, διάφορα ευρωπαϊκά φεστιβάλ, μικρές και μεγαλύτερες σκηνές, γίνονται τόποι συνάντησης καλλιτεχνών οι οποίοι αντιστέκονται παράγοντας έργα που επικοινωνούν με την αγωνία των ανθρώπων. Κάποια από αυτά τα έργα θα καταφέρουν να βρουν το κοινό τους. Άλλα θα μείνουν σε εκκρεμότητα αναζητώντας αυτή τη σύνδεση στο άγνωστο ψηφιακό μας μέλλον.
Ένα δεύτερο συμπέρασμα αφορά τη σχέση πολιτικής-τέχνης. Στο σημερινό περιβάλλον, που χαρακτηρίζεται από την καθολική απογοήτευση από τις πολιτικές δυνάμεις και την άνοδο του ρεύματος της ακροδεξιάς, έχουμε μια αισθητή αποδυνάμωση των πρωτοποριών. Παραμένει όμως η δυνατότητα δημιουργίας τους από «άλλο δρόμο». Η τέχνη μπορεί να γίνεται ένα προνομιακό πεδίο συνάντησης δυνάμει πρωτοποριών που δεν μπορούν ακόμα να σχηματιστούν στο πολιτικό πεδίο.
Το κύριο ζήτημα που προκύπτει από τη μέθοδο των Σύριων που έφτιαξαν το «Εργοστάσιο του πολέμου» είναι το ζήτημα της αλήθειας. Αν θέλεις να δεις τον κόσμο από τη σκοπιά του ενός ή του άλλου επιχειρηματία, της μιας ή της άλλης κυβέρνησης, η αλήθεια σου θα είναι μερική και αποσπασματική. Η θέαση του κόσμου διευρύνεται αν επιλέξεις να δεις την πραγματικότητα με τα μάτια εκείνων που παράγουν χωρίς να μπορούν να εξουσιάσουν, εκείνων που μετρούν τη ζωή με τον χρόνο που ξοδεύουν μπροστά σε μηχανές, οθόνες και υπολογιστές.
Δεν υπάρχει καλλιτεχνική πρωτοπορία που δεν αναμετριέται με το ζήτημα της αλήθειας. Δεν υπάρχει πρωτοπορία χωρίς σύνδεση με την εργατική τάξη. Μπορεί να υπάρχει πειραματισμός, νέες φόρμες, κάποιες συγκινητικές στιγμές. Μπορεί να δρα ένα τολμηρό, φωτισμένο και προστατευμένο από κάποια ιδρύματα περιθώριο. Όμως, ο δρόμος της πρωτοπορίας περνά μέσα από τις πράξεις που συνδέουν τον καλλιτέχνη με το κοινό που ενδεχομένως δεν έφτασε ποτέ να παρακολουθήσει μια παράσταση στη Στέγη.
* Επιμέλεια κειμένου: Στέλιος Χρονόπουλος
Προσθέστε σχόλιο