Κριτική Τεύχος #14

«Της Λένης η μ[i]λιά», της Στέλλας Χαιρέτη: Τρεις φωνές, ένα σύνορο

Η ιστορία ξεδιπλώνεται μέσα από τρεις φωνές —της Λένης, του Κρητικού και του Κάτοικου— σε μια πολυπρισματική αφήγηση, όπου οι άντρες δεν έχουν ονόματα, αλλά εξουσίες ή επιθυμίες.

Της Λένης η μ[i]λιά
Στέλλα Χαιρέτη
Νήσος, Αθήνα 2024 | 102 σελίδες

 

Όταν μου ζητούν φίλες ή γνωστοί να παρουσιάσω ένα λογοτεχνικό βιβλίο, νιώθω σχεδόν πάντα έναν φόβο για το τι θα συναντήσω: θα είναι λογοτεχνία ή παραλογοτεχνία; Γραφή που αξίζει να διαβαστεί ή απλώς λόγια στη σειρά; Τι έχει να μου πει αυτή η ιστορία; Η νουβέλα της Στέλλας Χαιρέτη, Της Λένης η μ[i]λιά, που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 2024 από τις εκδόσεις Νήσος, διαλύει πολύ γρήγορα αυτόν τον φόβο. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες γίνεται σαφές πως πρόκειται όχι απλώς για καλογραμμένο κείμενο, αλλά για αυθεντική λογοτεχνία. Η Χαιρέτη δεν γράφει απλώς για να αφηγηθεί· γράφει για να φωτίσει το αόρατο σύμπαν τριών ανθρώπων με τρόπο που μας αφορά. Έχω την αίσθηση πως σύντομα, στα μαθήματα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, το όνομά της θα βρίσκεται δίπλα σε εκείνα των ελάσσονων νέων λογοτεχνών —προς το παρόν. Γιατί, αν συνεχίσει με το ίδιο βάθος, την ίδια ευαισθησία και γλωσσική ωριμότητα που δείχνει στη Λένη, μπορεί να περάσει στη στήλη των μείζονων φωνών της σύγχρονης ελληνικής γραμματείας. Το ταλέντο της το επιτρέπει —το έχει ήδη αποδείξει με τη συλλογή ποιημάτων Μια χούφτα χώμα, (2017, εκδόσεις Το Ανώνυμο Βιβλίο). Κι η «μιλιά» της πλέον ακούγεται καθαρά. 

Η συγγραφέας υφαίνει την ιστορία μιας γυναίκας της ελληνικής επαρχίας, της Λένης, που ζει μόνη και ζει από τη γη της. Η εύθραυστη ισορροπία της ανατρέπεται όταν ο νέος ιδιοκτήτης του γειτονικού χωραφιού αμφισβητεί τη μηλιά της —ένα δέντρο-σύμβολο, φορτισμένο με οικογενειακή μνήμη και ένα βαθύ προσωπικό μυστικό. Η ιστορία ξεδιπλώνεται μέσα από τρεις φωνές —της Λένης, του Κρητικού και του Κάτοικου— σε μια πολυπρισματική αφήγηση, όπου οι άντρες δεν έχουν ονόματα, αλλά εξουσίες ή επιθυμίες. Δεν πρόκειται για θεαματική πλοκή, αλλά για ουσία: ένας τόπος, μια γυναίκα, μια μηλιά, ένα μυστικό, ένα μαχαίρι. Και πίσω από αυτή την απλότητα κρύβεται το ανείπωτο: απώλεια, επιθυμία, σιωπή, μνήμη, εξουσία, πένθος, η αντοχή της κόρης, η βία του βλέμματος, ο τρόμος της επιθυμίας. Η Χαιρέτη συνθέτει μια σχεδόν θεατρική τριφωνία, όπου κάθε φωνή συμπληρώνει, φωτίζει ή σκιάζει τις άλλες. Γράφει με ακρίβεια και τόλμη· κάθε υλικό της —ο τόπος, το μαχαίρι, η μηλιά, τα βιβλία, ο λαιμός της Λένης— γίνεται σύμβολο, χωρίς να γίνεται αλληγορία. Δεν εξηγεί, δεν διδάσκει, δεν κατευθύνει. Γράφει με πίστη στη μορφή και εμπιστοσύνη στον αναγνώστη. Η «Λένη» είναι λογοτεχνικό κείμενο, γιατί δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο. Ένα κόκκινο μήλο, όχι για να φαγωθεί, αλλά για να κρατηθεί· για να θυμίσει· για να αντικαταστήσει τη σιωπή με μιλιά.

Η μακροσκελής εξομολόγηση της Λένης στην πρώτη ενότητα αποτελεί ένα σύνθετο μωσαϊκό βιωμάτων, αναμνήσεων και εσωτερικών στοχασμών, που αρθρώνονται μέσα από το φακό της γυναικείας εμπειρίας. Το κεντρικό μοτίβο του «συνόρου της Αρετής», που διατρέχει το κείμενο, είναι μια πολυσημική αναφορά: ένα σύνορο γεωγραφικό, υπαρξιακό, ηθικό, συναισθηματικό. Είναι το σημείο όπου μια γυναίκα επιλέγει να μείνει πιστή στον εαυτό της, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει μοναξιά, κοινωνική απόρριψη ή απώλεια. Η μητέρα της Λένης, η Αρετή, εμβληματική μορφή σιωπηλής δύναμης —παρούσα και μετά τον θάνατό της— γίνεται το μέτρο με το οποίο συγκρίνεται και καθορίζεται η κόρη. Η αφηγήτρια ανήκει σε μια γενιά γυναικών που σπάει —αργά και με οδύνη— τις παραδόσεις. Δεν κάνει παιδιά, δεν παντρεύεται, δεν ακολουθεί τον ρυθμό του χωριού. Προβάλλει την ατομική συνείδηση απέναντι στο συλλογικό ρόλο. Η μη αποδοχή της μητρότητας —που στη συνέχεια βέβαια ανατρέπεται δραματικά— δεν παρουσιάζεται ως ελάττωμα ή έλλειψη, αλλά ως θέση· ως εσωτερική επιλογή, με βάθος και συνέπεια. Η γυναίκα της αφήγησης —τόσο η μάνα όσο και η κόρη— κινείται σε ένα περιβάλλον όπου το να είσαι γυναίκα σημαίνει να σηκώνεις φορτία χωρίς αναγνώριση. Η αντίσταση εκδηλώνεται μέσα από την επιλογή της συνέπειας.

Η μνήμη έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Δεν είναι απλώς ανάμνηση ή αναπόληση, αλλά εργαλείο συγκρότησης ταυτότητας. Μέσα από μικρά υλικά αντικείμενα (ένα μαχαίρι, ένα σεμέν, ένα σεντόνι), η αφηγήτρια επαναφέρει στιγμές, πρόσωπα, ρόλους. Η μνήμη δεν είναι νοσταλγική —είναι ενεργή. Είναι η πράξη με την οποία τιμάται το παρελθόν και αναλαμβάνεται η ευθύνη του παρόντος. Κάθε επιλογή της κόρης έχει ρίζες σε μνήμες μητρικές, σε κληρονομιές άρρητες και συχνά επώδυνες. Η μητρότητα παρουσιάζεται με διττό τρόπο. Από τη μία, υπάρχει η μορφή της μητέρας ως άξονας οικογενειακός και αξιακός, απόλυτα συνδεδεμένη με τη σιωπηλή φροντίδα και τη σταθερότητα. Από την άλλη, η αφηγήτρια, δηλαδή η Λένη, στέκεται έξω από αυτή την εικόνα, επιλέγοντας να μη γίνει μητέρα. Όταν τελικά γεννά και χάνει το παιδί της, βιώνει τη μητρότητα ως εμπειρία απώλειας και επιβεβαίωσης. Η μητρότητα δεν την καθορίζει, αλλά λειτουργεί ως ένας ακόμη σταθμός στην προσωπική της πορεία.

Η γλώσσα του κειμένου είναι προφορική, αποσπασματική, ρυθμική. Υιοθετεί μια ελλειπτική σύνταξη, που υπογραμμίζει την αβεβαιότητα, την εσωτερικότητα και την προσωπική μαρτυρία. Η αφήγηση κινείται κυκλικά, επιστρέφοντας σε μοτίβα (το σύνορο, η μηλιά, η μάνα, το μαχαίρι), που αποκτούν κάθε φορά και νέα σημασία. Η μορφή ακολουθεί το περιεχόμενο: αποσπασματική μνήμη, ρηγματωμένος λόγος, σταθερή φωνή. Είναι η φωνή μιας γυναίκας που αρνείται να διαλυθεί στο πλήθος και επιμένει να μιλήσει —όχι για να ακουστεί, αλλά για να σταθεί. Το κείμενο αποτυπώνει με θαυμαστή καθαρότητα τη μετάβαση από την παραδοσιακή γυναίκα-μάνα-σύζυγο στη μοντέρνα γυναίκα-υποκείμενο που διαλέγει. Αυτή η μετάβαση είναι ταυτόχρονα επώδυνη και λυτρωτική. Η κόρη ζει μια ζωή οριοθετημένη —όχι όμως από άντρες ή κοινωνικούς κανόνες, αλλά από την ίδια της την πίστη. Το μαχαίρι δεν είναι πια εργαλείο· είναι σύμβολο αυτοπροσδιορισμού και ορίου: δεν ανήκει στην κουζίνα, δεν χρησιμοποιείται στην καθημερινότητα. Ανήκει στον μύθο που χτίζει η αφηγήτρια για τον εαυτό της. Η μετάβαση από την παραδοσιακή στη μοντέρνα γυναίκα συντελείται αθόρυβα, μέσα στην αγροτική ύπαιθρο κι όχι υπό την επιρροή της αστικής κουλτούρας. Πρόκειται για μια εσωτερική, αυτόνομη διεργασία πολιτισμικής μεταβολής που γεννιέται μέσα στην ίδια την αγροτική κοινότητα. Εκεί, η γυναίκα —όχι δυναμικά, αλλά με σιωπή και συνέπεια— δοκιμάζει το όριο της αρετής που της έχει επιβληθεί. Το όριο αυτό δεν καταργείται· παραμένει ενεργό, μα αλλάζει περιεχόμενο. Και το νέο αυτό περιεχόμενο το καθορίζει πλέον η ίδια η γυναίκα —μόνη της. Πρόκειται για ένα ουσιαστικό πολιτικό σχόλιο του κειμένου: η ανάδυση μιας νέας γυναικείας ταυτότητας δεν έρχεται εξωτερικά επιβαλλόμενη ούτε ως αντίδραση· γεννιέται από μέσα, μέσα από τη δική της πράξη, τη στάση ζωής, την ηθική επιλογή. Η γυναίκα της νουβέλας δεν περιμένει να της αναγνωριστεί ρόλος —τον διαμορφώνει η ίδια. Μιλά όχι με στόμφο, αλλά με τη σιωπηλή συνέπεια μιας καθημερινής αντίστασης. Αυτή η ενσώματη, εσωτερική αυτονομία είναι η πρώτη μορφή γυναικείας πολιτικής πράξης που αναγνωρίζουμε στο κείμενο.

Ο θάνατος της μητέρας, αντί να αποδυναμώνει την παρουσία της, την ενδυναμώνει. Η απουσία της γίνεται ο πυρήνας της συνείδησης της κόρης. Χωρίς εκείνη, δεν υπάρχει πια «οικογένεια» με την ουσιαστική έννοια, αλλά μόνο μια τυπική δομή. Αυτό είναι ένα επόμενο πολιτικό σχόλιο του κειμένου: οι γυναίκες κρατούσαν τον ιστό της κοινότητας, όχι μόνο με τη φροντίδα τους, αλλά και με τη μνήμη, τη σιωπή και την αντίστασή τους. Η κόρη, που θεωρούσε πως είχε αποφύγει τον παραδοσιακό ρόλο, τελικά γεννά —και μάλιστα χάνει το παιδί της. Η απώλεια είναι καθαρτική και μετασχηματιστική. Δεν είναι μόνο θρήνος. Είναι επιβεβαίωση μιας πορείας. Η ταφή του παιδιού δίπλα στη μηλιά της Αρετής καταργεί τα σύνορα. Η μνήμη, η μητέρα, ο έρωτας, η απώλεια —όλα συγκλίνουν σε εκείνο το σημείο. 

Το κείμενο Της Λένης η μ[i]λιά είναι βαθιά φεμινιστικό και συνάμα πολιτικό όχι γιατί υψώνει ιδεολογικά συνθήματα, αλλά γιατί αναδεικνύει μια γυναικεία εμπειρία που αποκτά υποκειμενικότητα, φωνή και ηθική βαρύτητα χωρίς να χρειάζεται εξωτερική νομιμοποίηση. Υπερασπίζεται τη δυνατότητα της γυναίκας να ορίσει τον εαυτό της, τον χώρο της, το σώμα της και τη μνήμη της. Όχι με κραυγές, αλλά με μια υπόγεια, καθημερινή πράξη αντίστασης. Η Λένη δεν είναι απλώς η πρωταγωνίστρια. Είναι η σταθερά του κόσμου που την περιβάλλει, το ηθικό μέτρο απέναντι στο οποίο κρίνονται οι υπόλοιποι χαρακτήρες —ο πατέρας, ο ξένος, ο κάτοικος, ο αγρότης. Είναι η μόνη που επιμένει σε μια πράξη αντίστασης χωρίς να υψώσει τη φωνή της, χωρίς να διαπραγματευτεί την αξία της. Δεν επιλέγει, αλλά κατοικεί την επιλογή της με σθένος. Αυτή η αθόρυβη εμμονή στον εαυτό της είναι μια ριζικά φεμινιστική στάση. Ο πατέρας της Λένης παρουσιάζεται σταδιακά ως μορφή που καταρρέει. Δεν είναι πια η απειλή, αλλά η σκιά της. Η απονομιμοποίηση της πατριαρχίας δεν γίνεται με ρήξη ή επανάσταση, αλλά με διάβρωση: η Λένη μένει· εκείνος σβήνει. Και όσο σβήνει, τόσο η ίδια αποκτά χώρο. Η Λένη δεν διεκδικεί τίποτα με τη γλώσσα —και όμως καταφέρνει να διαμορφώσει έναν χώρο μέσα στον οποίο η ίδια είναι το μέτρο. Ταυτόχρονα, το κείμενο είναι βαθιά υπαρξιακό. Δεν ζητά δικαίωση για τις γυναίκες απλώς, αλλά στοχάζεται τι σημαίνει να ζεις πιστός σε αυτό που διάλεξες —ακόμα κι αν αυτό το «σύνορο» φαντάζει σκληρό, μοναχικό ή άκαμπτο. Ο έρωτας δεν είναι παρά μια εκδοχή της αφήγησης —και μόνο εκείνος που αφηγείται καλά, επιβιώνει. Το «σύνορο της Αρετής» γίνεται έτσι σύμβολο ζωής, επιλογής και μνήμης. Εκεί η γυναίκα πατά γερά, ακόμα κι όταν χάνει. Κι ίσως γι’ αυτό νικά.

Η αφήγηση του Κρητικού στη δεύτερη ενότητα αποτελεί ένα από τα πιο πυκνά, πολυεπίπεδα και συγκινητικά μέρη του βιβλίου. Το κείμενο διατρέχει κεντρικά θέματα όπως η ταυτότητα, η πατρότητα, η μητρότητα, η ενοχή, η σιωπή, η επιθυμία, η μνήμη, ο τόπος, αλλά και η συλλογική ευθύνη απέναντι στον Άλλον. Ο Κρητικός κουβαλά ένα παρελθόν που δεν επέλεξε: είναι γιος ενός «φονιά», αστυνομικού που σκότωσε έναν μετανάστη. Το βάρος της καταγωγής του δεν είναι μόνο κοινωνικό, αλλά υπαρξιακό. Αναρωτιέται διαρκώς αν το αίμα του τον δεσμεύει, αν μπορεί ποτέ να υπάρξει έξω από αυτό. Η φυγή του είναι προσπάθεια επανεγγραφής του εαυτού του. Θέλει να βρεθεί σε έναν τόπο όπου η ιστορία του δεν είναι γνωστή —ή να μη χρειαστεί ποτέ να ειπωθεί. Ωστόσο, η πραγματική μεταμόρφωση έρχεται μόνο όταν ο ίδιος αποφασίζει να αναλάβει την ευθύνη και να μην επαναλάβει τον κύκλο της βίας. Η καταγωγή του δεν είναι πια κατάρα, αλλά ένα σημείο συνείδησης. Ακριβώς εδώ βρίσκεται μια από τις πιο ώριμες και βαθιές φεμινιστικές διαστάσεις του έργου: το ότι ο φεμινισμός δεν περιορίζεται στην αναπαράσταση της γυναικείας καταπίεσης, αλλά προτείνεται ως εργαλείο κατανόησης και θεραπείας όλων των υποκειμένων –και κυρίως εκείνων που διαμορφώθηκαν μέσα σε πατριαρχικές συνθήκες. Η μεταστροφή του Κρητικού δεν είναι κραυγαλέα· είναι αργή, εσωτερική, ουσιαστική. Δεν καταφεύγει στη βία για να απαντήσει στο τραύμα του, δεν προσπαθεί να επαναβεβαιώσει τον ρόλο του αρσενικού κυρίαρχου· αντίθετα, παραιτείται από αυτόν. Αυτή η επιλογή δεν τον καθιστά αδύναμο, αλλά ελεύθερο. Το γεγονός ότι η συγγραφέας επιτρέπει σε έναν αντρικό χαρακτήρα να αναγνωρίσει το πατριαρχικό τραύμα ως κοινό —όχι μόνο των γυναικών αλλά και των ίδιων των αντρών— και να στραφεί ενάντια σε αυτό, χωρίς να μετατραπεί σε εχθρό ή ήρωα, αποκαλύπτει έναν φεμινισμό της συμπερίληψης. Έναν φεμινισμό που δεν εκδικείται, αλλά φωτίζει. Και που ξέρει πως η απελευθέρωση των γυναικών δεν ολοκληρώνεται, αν δεν συνοδευτεί και από την απελευθέρωση των αντρών από τους ρόλους που τους καθορίζει ο πατριαρχική πρόσληψη του ανδρισμού.

Η μορφή της μητέρας του Κρητικού δεσπόζει σε όλη αυτήν την ενότητα. Είναι εκείνη που φεύγει πρώτη, που εγκαταλείπει τον φονιά, χωρίς να θυματοποιείται. Είναι εκείνη που δίνει στον γιο της ένα σακούλι, ένα μαχαίρι, μια κατεύθυνση, και την ευχή να μη γυρίσει πίσω —όχι από απόρριψη, αλλά για να προστατέψει τη μνήμη και την αξιοπρέπεια. Η μητέρα λειτουργεί ως το ηθικό ανάχωμα απέναντι σε μια κοινωνία που συγκαλύπτει. Εκείνη δεν τιμωρεί θεσμικά τον φονιά, αλλά του επιβάλλει τη σκληρότερη ποινή: τη μοναξιά και την αποδοκιμασία. Το πιο ανθρώπινο και βαθύ σχόλιο της ενότητας είναι η σχέση της με τον νεκρό μετανάστη. Εκείνη είναι που σκέφτεται τη μάνα του, που φαντάζεται τα πρόσωπα πίσω από τον «άγνωστο». Η πράξη της είναι η μόνη μορφή αποκατάστασης. Μέσα από αυτή την πράξη, το έργο αναγνωρίζει τον φεμινισμό της συνείδησης και της ευθύνης, έναν φεμινισμό που ξεπερνά το φύλο και αγκαλιάζει το ανθρώπινο.

Η μητέρα του Κρητικού ακολουθεί έναν επίσης σιωπηλό, ηθικό φεμινισμό που δεν διεκδικεί χώρο με συνθήματα, αλλά με στάση ζωής. Είναι επίσης ένα μοντέρνο υποκείμενο που δρα. Δεν φεύγει από τον φονιά άντρα για να σωθεί, αλλά για να του στερήσει κάθε ηθική νομιμοποίηση. Δεν εκδικείται· αποσύρεται με αξιοπρέπεια, αφήνοντάς τον στην απομόνωση που του αξίζει. Επίσης, με τη σιωπηλή της απόφαση αποκήρυξης διαταράσσει ριζικά την τάξη του κόσμου της. Σε μια κοινωνία που φυσικοποιεί την ανδρική βία και συγκαλύπτει τα εγκλήματα της εξουσίας, εκείνη αρνείται να σιωπήσει.  Ο λόγος της —η λιτή φράση προς τον γιο: «Συγγνώμη που τον διάλεξα»— συνιστά ριζική φεμινιστική χειρονομία. Αναγνωρίζει την ενοχή, αλλά δεν εγκλωβίζεται σε αυτήν.  Δίνει στον γιο της όχι μόνο μια ευχή, αλλά μια κατεύθυνση· ένα μαχαίρι που δεν προορίζεται για φόνο, αλλά για μνήμη. Αναλαμβάνει την ηθική ευθύνη που αρνείται η πολιτεία: σκέφτεται τον νεκρό μετανάστη, αναγνωρίζει πίσω του μια μάνα, μια ιστορία. Είναι η σιωπηλή φωνή της δικαιοσύνης. Η μητέρα αυτή επανανοηματοδοτεί την έννοια της μητρότητας: δεν είναι πια το θυσιαστικό, υπομονετικό αρχέτυπο, το θύμα. Είναι το κριτικό, φεμινιστικό βλέμμα που διαλύει τον κύκλο της βίας. Είναι η ηθική πρωταγωνίστρια που επιλέγει να κόψει τον δεσμό με τον πατέρα, να δώσει στον γιο μια νέα πυξίδα και να τιμήσει τον ξένο νεκρό όχι ως «παράπλευρη απώλεια», αλλά ως πρόσωπο.

Η σχέση του Κρητικού με τη Λένη χτίζεται πάνω σε μια ασύμμετρη γλωσσική ανταλλαγή. Εκείνος μιλά αδιάκοπα, σχεδόν καταναγκαστικά, προσπαθώντας να υπάρξει μέσα από την αφήγηση. Εκείνη ακούει, σιωπά ή λέει ελάχιστα. Στην αρχή, αυτό τον τρομάζει. Αργότερα, του αποκαλύπτει μια άλλη διάσταση: ότι το να ακούς είναι εξίσου πράξη, εξίσου γλώσσα. Η σιωπή της δεν είναι αδυναμία. Είναι επιλογή, είναι τρόπος αντίστασης. Όταν επιτέλους μιλούν ισότιμα, η σχέση τους αποκτά αμοιβαιότητα και βάθος. Όμως η Λένη παραμένει πάντα κάπως απρόσιτη, σαν να ανήκει περισσότερο στον τόπο της παρά στον λόγο του άλλου. Η ερωτική ένωση δεν παρουσιάζεται ως πάθος ή ως εξιδανίκευση, αλλά ως πράξη εμπιστοσύνης, αμοιβαιότητας και εσωτερικής λύτρωσης. Είναι η στιγμή που τα σώματα μιλούν χωρίς να χρειάζονται λέξεις.  Ο αφηγητής θέλει «να ξαναγεννηθεί» μέσα από το άγγιγμα, μέσα από τη φυσική οικειότητα. Η Λένη δεν ζητά υποσχέσεις, ούτε δίνει. Φεύγει ήσυχα, χωρίς σκηνή. Και μέσα σ’ αυτή την αποχώρηση ο Κρητικός μένει γυμνός, αλλά πιο ειλικρινής από ποτέ. Δεν τον συγκλονίζει πια η ενοχή ή η επιθυμία —τον καθορίζει η απόφαση να σταθεί διαφορετικά στον κόσμο.

Η αφήγηση αγγίζει με συγκλονιστικό τρόπο την τύχη των «αζήτητων» —των ανθρώπων χωρίς χαρτιά, χωρίς όνομα, χωρίς υπεράσπιση, χωρίς καν δικαίωμα στο πένθος. Η δολοφονία του μετανάστη από τον πατέρα του Κρητικού, «εν ώρα υπηρεσίας», δεν παρουσιάζεται ως μεμονωμένο περιστατικό, αλλά ως σύμπτωμα ενός συστήματος που νομιμοποιεί τη βία στο όνομα της ασφάλειας και της τάξης. Το κράτος σιωπά, το δικαιικό σύστημα καλύπτει, η κοινωνία αδιαφορεί ή βολεύεται —κι ο νεκρός μένει αζήτητος, αφανής, χωρίς φωνή. Η δολοφονία του μετανάστη γίνεται αφορμή για μια πολιτική και ηθική κατάθεση. Το κράτος σιωπά. Η κοινωνία ξεχνά. Ο νεκρός δεν έχει φωνή. Όμως ο Κρητικός, μέσα από τη μητέρα του, επιλέγει να θυμάται. Η θάλασσα που καταπίνει πρόσφυγες, το ψωμί και το τυρί που έμειναν στο χέρι του νεκρού, η κόκκινη κηλίδα στο ρούχο του —είναι εικόνες ανεξίτηλες, που απογειώνουν την αφήγηση σε πανανθρώπινο επίπεδο. Η ενότητα του Κρητικού είναι βαθύτατα ανθρώπινη και υπαρξιακή. Δεν είναι ιστορία λύτρωσης, αλλά ιστορία ευθύνης. Ο αφηγητής δεν φεύγει πια για να ξεφύγει. Δεν επιστρέφει για να δικαιωθεί. Επιστρέφει για να σταθεί —ως άνθρωπος, ως γιος, ως εραστής, ως πολίτης. Και η τελευταία του φράση, η άρνηση να γίνει φονιάς «όχι για μένα, αλλά για το παιδί μου», είναι ένα ισχυρό ηθικό μήνυμα.  

Η επιλογή της Χαιρέτη να συνδέσει τον πατέρα του Κρητικού με την κρατική βία, τον ρατσισμό και τις αντιπροσφυγικές ρητορικές αποτελεί ένα ισχυρό πολιτικό σχόλιο όχι μόνο για τη βία της εξουσίας, αλλά και για τις σιωπές που τη συντηρούν. Το γεγονός ότι ο πατέρας είναι Κρητικός, όπως και η ίδια η συγγραφέας, δίνει ιδιαίτερο βάρος σε αυτή την αναπαράσταση: πρόκειται για μια συνειδητή, εσωτερική κριτική. Δεν χαρίζεται στη «ρωμαλέα» αυτοεικόνα της Κρήτης· αντίθετα, δείχνει ότι ο πατριαρχικός μύθος της λεβεντιάς μπορεί να συγκαλύπτει τον αυταρχισμό, τη φαλλοκρατία, την απανθρωπιά. Η συγγραφέας δεν απορρίπτει την κρητική ταυτότητα· την ανακτά και την ξαναγράφει, δίνοντάς της ηθικό περιεχόμενο. Μέσα από το βλέμμα της μητέρας, και την αποστασιοποίηση του Κρητικού γιου, η Κρήτη παύει να είναι ένας τόπος εξιδανικευμένος και γίνεται πεδίο σύγκρουσης ανάμεσα στην συντηρητική βάρβαρη κληρονομιά και την προοδευτική ανθρώπινη συνείδηση.

Βέβαια, με την αναφορά στους μετανάστες και τους πρόσφυγες, το κείμενο εγκαταλείπει για λίγο τον αχρονικό του χαρακτήρα και μας προσγειώνει απότομα στη σκληρή, επίκαιρη πραγματικότητα. Αυτή η μετατόπιση μπορεί να ξενίσει, ακριβώς επειδή σπάει την αφηγηματική ασφάλεια και μας καθιστά συμμέτοχους: δεν είμαστε πια απλοί αναγνώστες, αλλά μάρτυρες και εν δυνάμει συνένοχοι. Το ερώτημα δεν είναι πια αφηρημένο ή λογοτεχνικό· γίνεται προσωπικό: ποια είναι η δική μας στάση απέναντι στο καθημερινό, δομικό έγκλημα που συντελείται στη Μεσόγειο και στα σύνορα της χώρας μας; Ποια είναι η στάση μας απέναντι στους φόνους και τη βαρβαρότητα που ασκείται από τα σώματα ασφαλείας στο όνομα της δικής μας ασφάλειας; Αναμφισβήτητα, πρόκειται για το πιο πολιτικό σχόλιο του κειμένου το οποίο παρουσιάζεται με έναν μοναδικό τρόπο καθώς στρέφει το βλέμμα στην ηθική της ίδιας της κοινωνίας και βροντοφωνάζει άρρητα το δίλημμα ανθρωπισμός ή βαρβαρότητα.

Η αφήγηση του Κάτοικου, του δεύτερου άντρα, διαφέρει ουσιαστικά από εκείνη του Κρητικού: δεν είναι εξομολογητική, αλλά παρατηρητική. Φαινομενικά νηφάλιος, κοινωνικά ενταγμένος, «λογικός», ο Κάτοικος λειτουργεί ως φωνή του κοινού νου του χωριού. Ωστόσο, κάτω από αυτή τη φαινομενική νηφαλιότητα, διαφαίνεται μια βαθιά προσωπική αγωνία: ο έρωτάς του για τη Λένη, κρυφός, άρρητος και σε στιγμές σχεδόν ανησυχητικός. Ο Κάτοικος στήνει τη δική του αφήγηση γύρω από τη Λένη ως φαντασίωση. Παρατηρεί τη ζωή της, παρεμβαίνει κρυφά (δίνοντάς της βιβλία μέσω της μητέρας της όταν εκείνη ζούσε), επενδύει σε αυτήν συναισθηματικά και ηθικά. Η σχέση τους δεν είναι αμοιβαία· η Λένη δεν τον αναγνωρίζει ως σημαντικό πρόσωπο στη ζωή της. Εκείνος όμως αισθάνεται σχεδόν πατρική ιδιοκτησία πάνω της, μέχρι το τέλος, όταν η επιθυμία του αρχίζει να γίνεται αντιφατική και ασαφής: κόρη ή γυναίκα; 

Το ύφος του είναι γεμάτο εσωτερικές αντιφάσεις: παραδέχεται τη φαντασιακή φύση της σχέσης του με τη Λένη, μα και επιμένει σε ένα δικαίωμα να είναι ο κηδεμόνας της, ακόμα και ο σωτήρας της από τον Κρητικό. Την έχει δει, όπως λέει, να αλλάζει, να γίνεται «άλλη»· δεν την κατανοεί πια, αλλά συνεχίζει να την διεκδικεί ως μέρος της δικής του ιστορίας και όχι της δικής της ζωής. Εδώ ο λόγος γίνεται εργαλείο εξουσίας: εξιστορεί για να κατοχυρώσει εσωτερικά δικαιώματα πάνω στη Λένη, χωρίς ποτέ να της τα ζητήσει ανοιχτά. Η Λένη, στον λόγο του Κάτοικου, δεν είναι ποτέ πραγματικό πρόσωπο· είναι πάντα ένα αντικείμενο. Αντιπροσωπεύει τη χαμένη κόρη, τη γυναίκα που δεν είχε, τη φανταστική ζωή που δεν έζησε. Το ότι εκείνη αγνοεί την ύπαρξη αυτών των συναισθημάτων κάνει την ανισότητα της σχέσης πιο έντονη.  

Το ηθικό ερώτημα είναι ασφυκτικό: πού τελειώνει η πατρική φροντίδα και πού αρχίζει η κατοχή; Ποια είναι τα όρια της επιθυμίας όταν δεν βρίσκει ανταπόκριση; Και, κυρίως, τι σημαίνει για έναν άνθρωπο —σε ηλικία, με εξουσία, με θέση— να μετατρέπει τον άλλο σε κληρονόμο, άρα σε κάποιον που χρωστάει, χωρίς να του το πει ποτέ; Η φωνή του Κάτοικου είναι σπουδή στον λανθάνοντα ναρκισσισμό και στην ανάγκη για νόημα που περνά μέσα από την καθυπόταξη του Άλλου. Το να κληροδοτήσει τα κτήματά του στη Λένη είναι η ελάχιστη πράξη εξιλέωσης —ή μήπως η απόλυτη πράξη ιδιοποίησης; Η τελευταία του αμφιταλάντευση —αν είναι κόρη ή γυναίκα— είναι συγκλονιστική. Δεν αφορά τη Λένη, αλλά τον ίδιο του τον εαυτό. 

Η προτελευταία ενότητα της αφήγησης κορυφώνει με απόλυτο τρόμο τη σταδιακή αποκάλυψη της παθολογικής επιθυμίας του Κάτοικου. Η εξομολόγηση του φόνου δεν είναι απλώς το τέλος μιας ιστορίας –είναι το σημείο κατάρρευσης κάθε συνείδησης, λογικής, γλώσσας και ορίου. Το ύφος του κειμένου γίνεται παραληρηματικό.  Η σκηνή του φόνου δεν περιγράφεται σαν μια πράξη απόφασης αλλά σαν μια ακούσια διαδικασία, σαν το μαχαίρι να έχει δική του θέληση. Η Λένη παύει να είναι άνθρωπος με βούληση. Ο αφηγητής επιμένει να καθοδηγεί ακόμα και την τελευταία της πνοή: να πεθάνει «ήσυχα», «δίπλα στη μηλιά», με «το σώμα καθαρό». Ακόμα και τώρα, ο έλεγχός του πάνω της πρέπει να είναι απόλυτος. Η μηλιά, που σε προηγούμενες ενότητες συμβόλιζε τη γυναικεία κληρονομιά, εδώ γίνεται ο τόπος φαντασιακής ανάπαυσης. Ο δολοφόνος προσπαθεί να μετατρέψει τον φόνο σε «ποιητική» ταφή —να ντύσει με ονειρικές εικόνες μια πράξη αποτρόπαιη. Μα η αντίσταση του σώματος της Λένης αποδεικνύει το αντίθετο: η ζωή της δεν παραδίδεται εύκολα. Αυτή η σκηνή φέρνει ανατριχίλα γιατί δείχνει πώς μια βαθιά επιθυμία, άρρητη και απωθημένη, μπορεί να μετατραπεί σε βία όταν δεν βρίσκει γλώσσα. 

Ο φόνος της Λένης αποτελεί μια ξεκάθαρη περίπτωση γυναικοκτονίας. Δεν είναι απλώς μια δολοφονία. Δεν είναι το αποτέλεσμα μιας στιγμιαίας παρόρμησης. Είναι η κορύφωση μιας παθολογικής επιθυμίας ιδιοκτησίας πάνω στο σώμα και τη ζωή μιας γυναίκας. Ο Κάτοικος, που αυτοπροσδιορίζεται ως προστάτης, πατέρας, εν δυνάμει σύζυγος, γίνεται τελικά ο φονιάς της. Η βία του δεν γεννιέται από μίσος, αλλά από το αδιέξοδο μιας αγάπης που ποτέ δεν αμφισβητεί το δικαίωμά της στην κατοχή. Η πράξη του έρχεται να σφραγίσει μια πολιτισμική και έμφυλη νοοτροπία: η γυναίκα δεν έχει αυθύπαρκτη ταυτότητα. Υπάρχει ως θυγατέρα, ως σύζυγος, ως κληρονόμος, αλλά όχι ως πρόσωπο ανεξάρτητο. Όταν η Λένη ξεφεύγει από αυτόν τον ρόλο –όταν απορρίπτει τις προξενιές, όταν επιμένει να υπερασπίζεται τη γη της, όταν τελικά αρνείται τη θέση που της έχει αποδοθεί– γίνεται απειλή. Και τότε, ο λόγος για τον οποίο τη λάτρευε, γίνεται η αφορμή που την καταστρέφει. 

Ο φόνος είναι η τιμωρία της αυτονόμησης. Η Λένη δεν πεθαίνει γιατί αγάπησε λάθος άνθρωπο. Πεθαίνει γιατί τόλμησε να μη χρειάζεται κανέναν. Έτσι, η νουβέλα της Χαιρέτη καταγράφει με ακρίβεια τον μηχανισμό της πατριαρχικής εξουσίας και της βίας που αυτή γεννά, ακόμα και όταν καμουφλάρεται πίσω από την ευαισθησία, την καλλιέργεια ή την «αγάπη». Ο φόνος της Λένης είναι η τελευταία, αδιαμφισβήτητη απόδειξη ότι το «σ’ αγαπώ» χωρίς ισότητα και ελευθερία, μπορεί να σημαίνει «σ’ εξαφανίζω».

Ο Κρητικός επιστρέφει –ή έτσι λέγεται. Το ερώτημα όμως δεν είναι αν επέστρεψε· είναι αν είναι πια ο ίδιος, αν η ιστορία που ξεκίνησε έχει συνέχεια ή απλώς μεταμορφώνεται. Η καταληκτική εικόνα είναι συγκλονιστική στην απλότητά της: η μηλιά της Αρετής, της μητέρας, έχει γίνει η μηλιά της Λένης, της κόρης. Το δέντρο πια ακαλλιέργητο, αλλά δυνατό, συνεχίζει να καρπίζει. Η σιωπή της Λένης είναι τώρα η σιωπή του τοπίου. Και ο τελευταίος παραλληλισμός, «Η Λένη, ένα μεγάλο, τραγανό, κόκκινο μήλο», κλείνει τον κύκλο: το σώμα της, η μιλιά της, η ύπαρξή της ταυτίζεται πλήρως με τον τόπο. Η Λένη δεν χρειάζεται πια να μιλήσει. Η σιωπή της καρπίζει.


Το κείμενο του Κώστα Παλούκη επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)

Σχετικά με τον συντάκτη

Κώστας Παλούκης

Ο Κώστας Παλούκης είναι διδάκτορας νεότερης ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Από το 2003 μέχρι σημέρα έχει συμμετάσχει με δικά του κείμενα σε συλλογικούς τόμους και βιβλία, επιστημονικά και πολιτικά περιοδικά, εφημερίδες και διαδικτυακές σελίδες. Τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα αφορούν την ιστορία του κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος στην Ελλάδα, την ιστορία των λιμένων, κ.α.

Secured By miniOrange