Λογοτεχνία Τεύχος #01

Τηθύς

Ασυνήθιστα κοκκινωπά ίχνη στην επιφάνεια της Τηθύος, ενός από τους δορυφόρους του Κρόνου.Image and CaptionCredit: NASA / JPL-Caltech / Space Science Institute
Ξεκινήσαμε νωρίς, τόσο νωρίς που όλα ακόμα ήταν μια αδιαίρετη σκιά. Έπρεπε να τη δείτε. Εκείνη, που ήταν ικανή, ακόμα και στην πιο σημαντική συνέντευξη, στην πιο σημαντική δουλειά, να επιχειρηματολογήσει εκτενώς, γλαφυρά και παραστατικά και με το μοναδικό της μπρίο για τη θεμελιώδη άρνησή της να υποταχθεί στη βαρβαρότητα του πρωινού ξυπνήματος. Έπρεπε να τη δείτε γιατί είχε ξυπνήσει πριν ακόμα και από μένα, που ούτως ή άλλως πάντα ξυπνούσα νωρίς ή έστω νωρίτερα, εμένα, που ακόμα και οι αϋπνίες μου είχαν την τάση να πηγαίνουν με την όπισθεν και που περηφανευόμουν ότι μπορεί να είχα ζήσει και λίγο παραπάνω ζωή από κάθε συνομήλικό μου. Φυσικά, έφταιγε ο ενθουσιασμός της. Δεν ξέρω τι τον γέννησε, αλλά ουδέποτε είχα ψυχαναλυτικές έξεις ως προς τους ενθουσιασμούς της. Ήταν πολύ ζωογόνοι και μεταδοτικοί για να με απασχολήσουν ζητήματα όπως οι ψυχικοί μηχανισμοί και οι εσώτεροι αντιδραστήρες παραγωγής ενέργειας. Ήταν πολύ ορμητικοί για να αναρωτηθώ πού αυλάκωνε η κοίτη τους ή από πού ανάβλυζαν. Απλώς αφηνόμουν στη ροή του, απολαμβάνοντάς τον σαν σε παράφορο καρουζέλ που ξεκλείδωνε την επιστροφή στην παιδικότητα.

Ίσως βέβαια αυτή η παθητική εκδοχή του απολαμβάνειν να σχετιζόταν με το ότι οι ενθουσιώδεις της στιγμές δεν ήταν ούτε συχνές ούτε προγραμματισμένες. Ήταν άτακτες και με χαρακτήρα αυτοανάφλεξης, παρθενογενέσεις που μάλλον είχαν μεγαλύτερη συνάφεια με τους αστρικούς ζωδιακούς χάρτες που αρεσκόταν να αναλύει με την ευφράδεια περφόρμερ παρά με σαφείς και διακριτές αλληλουχίες εξωτερικών ερεθισμάτων. Ίσως ήταν απλώς εγγενή γνωρίσματα της καλλιτεχνικής της φύσης, αν και σπανίως είχε τον ανάλογο ενθουσιασμό στα καλλιτεχνικά της πρότζεκτ· σε αυτά η προσέγγισή της απέβαλλε όλα τα στολίδια, διατηρώντας έναν μονοκόμματο και τραχύ επαγγελματισμό, λες και όλη η εμπειρία του ζην άξαφνα τακτοποιούνταν σε καλά οριοθετημένα κουτάκια που έκλειναν γύρω από την προσήλωσή της, διαλύοντας στο μεταξύ όλα τα διάκενα. Δεν ήξερα αν εκείνη η μηχανή ήταν ο δρόμος για να κατακτήσει η Αναστασία τις κορυφές της. Διάολε, δεν ήμουν καν σίγουρος αν γνώριζα τις κορυφές της· μπορεί να ήθελε να γίνει από Ζαχά Χαντίντ έως σάρκινος τρισδιάστατος εκτυπωτής, δεν ξέρω, το μόνο που ξέρω είναι ότι ήθελε να σκαρφαλώνει και, όταν σκαρφαλώνεις, μάλλον το κάνεις αναζητώντας μια κορυφή. Εγώ, που πάντα μου άρεσε να κοιτάζω τη θέα από τα οροπέδια, την άφηνα να βιάζεται και να ξεμακραίνει γνωρίζοντας πως τελικά ο Αχιλλέας πάντα θα φτάνει τη χελώνα. Το μόνο παράδοξο ήταν το ότι κάθε φορά που την έφτανα, μια νέα θέα με αποσπούσε και πάντα αποκτούσε εκ νέου προβάδισμα. Άλλα κάπως κινούμασταν και οι δυο με αυτόν τον τρόπο, δεν είναι έτσι;

Αυτή η ασύμμετρη κίνηση μας οδήγησε, ίσως εν βρασμώ ψυχής αλλά εν πάση περιπτώσει δεν θυμάμαι, στο Λονδίνο. Φυσικά στο Λονδίνο και φυσικά ως προσκυνητές. Όχι ως πλάνητες κάποιας μποέμ νοσταλγίας, ούτε ως ηττημένα μυαλά που μετανάστευσαν για πράγματα τόσο ταπεινά όσο ένα νοίκι· όχι, καμία από αυτές τις εκδοχές δεν χωρούσε στον ιδεαλισμό μας. Πήγαμε στο Λονδίνο ως φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, ως κάτι που έστεκε. Μόλις δυο μήνες μετά ήμασταν πάντα εκεί. Κάπως έτσι δεν πάει; Δεν εννοώ καταγωγές και τόπους και τέτοια, όχι. Εννοώ πως η δουλειά της στο μεγάλο αρχιτεκτονικό γραφείο που έμοιαζε φτιαγμένο από γυαλί και ανθρακίτη έμοιαζε όντως με τη δουλειά της. Δεν ήταν παραφωνία ή εξαίρεση. Εννοώ πως εγώ έπαψα να είμαι αλαφροΐσκιωτος αλλά όχι σαν κάποια μεταμόρφωση, σαν ευθυγράμμιση επιτέλους σε αυτό που μάλλον θα έπρεπε να είμαι ήδη. Κατάλαβα, με τρόπο τόσο εύκολο που δεν ήταν καν επιφοίτηση αλλά μάλλον κάτι ανάλογο του πρωινού ξυπνήματος, πως το φαντασιακό μου βρισκόταν για καιρό σε μια στάσιμη λίμνη με κίτρινα νερά και αιωρούμενα φύκη· είχα επιτέλους συναντήσει το καθαρό ποτάμι. Λίγο πριν φύγουμε, ήμουν ακόμη ένας βαριεστημένος επιμελητής που διόρθωνα γραπτά άλλων ονειροπολώντας τη στιγμή που το δικό μου γραπτό θα διορθωνόταν από έναν βαριεστημένο επιμελητή. Το έγραφα και το ξαναέγραφα και πολύ συχνά καθόμουν και το διάβαζα και θαύμαζα τον εαυτό μου για την ικανότητά του να βρίσκει και να τοποθετεί τις λέξεις με τόσο καλή και αρμονική σειρά. Σφύριζα σκοπούς και ζωγράφιζα εφιάλτες, έπλαθα αγάλματα και κινηματογραφούσα ονειρικές σεκάνς, και όλα αυτά ανέβλυζαν από μέσα μου σαν καταρράκτες λέξεων. Ναι, είχα τακτοποιήσει το μέλλον μου γύρω από την ταυτότητα του συγγραφέα. Και ναι, νόμιζα πως δεν έφταιγε αυτό που βρισκόμουν σ’ ένα παρατεταμένο, συνεχώς διαστελλόμενο παρόν που δεν έλεγε να ξεμπλοκάρει προς το αύριο. Στο Λονδίνο κατάλαβα εγκαίρως πως είχα για όλα σωστές λέξεις παρεκτός για την περιγραφή του μέλλοντος μου. Δεν μπορούσα να περιγράψω εμένα. Το μέλλον μου βρισκόταν σε λέξεις σύνθετες και ενίοτε ασαφείς στους οικείους μου, που τουλάχιστον καταλάβαιναν τον συγγραφέα ακόμα κι αν δεν συμφωνούσαν με αυτόν. Λέξεις όπως copywriter, proofreader, copy-editor, editor και λοιπά ανάλογα, λέξεις εύλογα αγγλικές. Στο Λονδίνο ήμουν άλλωστε. Ποιος νοιάστηκε ποτέ για τη συννεφιά όταν έβρισκε τον ήλιο μέσα του;

Και κάπως έτσι, μας πήρε πολύ καιρό έστω και να σκεφτούμε να γυρίσουμε, πολύ καιρό να πούμε πως θα συγχρονίσουμε τις άδειές μας και θα τις αφιερώσουμε σ’ ένα ταξίδι επιστροφής, και τελικά γι’ αυτό χρειάστηκε ένας ετοιμοθάνατος σκύλος. Ο δικός μου σκύλος. Και να οι συμπτώσεις, που ποτέ δεν τις πιστεύουμε αλλά μάλλον απηχούν ένα κάρμα που ακόμη δεν έχουμε μάθει να αποκωδικοποιούμε. Η Αναστασία είχε περάσει μια νέα φάση κοινωνικοποίησης και γνωριμιών, και κάπως είχε τύχει να μιλήσει για την Ελλάδα σε πολλούς καινούριους ανθρώπους. Και όσα είπε και σκέφτηκε κάτι άφησαν μέσα της, ίσως μια ληθαργική νοσταλγία που θυμήθηκε πως ερχόταν το μεσογειακό μας καλοκαίρι, ίσως το σώμα της εξέπεμψε μια μνήμη της θάλασσας, που τόσο αγαπούσε, ίσως κάτι άλλο που δεν γνωρίζω. Μα όταν της είπα πως θα ήθελα να γυρίσουμε για διακοπές στην Εύβοια, τον κοινό μας προγονικό τόπο, πριν ακόμα να αναφερθώ στον επικείμενο τελευταίο ασπασμό μου με ένα κομμάτι της νεότητάς μου, εκείνη με αγκάλιασε και μου είπε: «Μάρκο, είσαι μέσα στο μυαλό μου». Δεν χρειάζεται να σας πω πόσο μου άρεσε να κατοικώ εκεί. Να είμαι μέσα σε αυτό το μυαλό. Πόσο ικανοποιητική απάντηση ήταν στο μεγάλο ερώτημα για λίγη ευτυχία. Κι εκεί γεννήθηκε ο ενθουσιασμός της. Σε αυτή την επιστροφή, σ’ ένα πολύ συγκεκριμένο μέρος. Σε μια μικρή παραλία, κάπου ανάμεσα στα χωριά μας, μια παραλία που κάποτε μπορεί να όρισε το εμείς μας. Ήταν και τότε οι συμπτώσεις, το ίδιο αμετάφραστο κάρμα: Γεια σου, γεια σου, πώς σε λένε, με λένε, από πού είσαι, από εκεί, και εγώ, απίστευτο πραγματικά, μα τι σύμπτωση, κοίτα να δεις, φαντάζομαι έχεις πάει στη Γ, μα φυσικά, πες μου ότι πήγαινες εκεί σχολείο, καλέ πως δεν γνωριζόμασταν τόσα χρόνια, εννοείται πως ξέρεις την παραλία στα πλευρά εκείνου του βουνού, πλάκα μου κάνεις, είναι ο παράδεισός μου, ε δεν το συζητώ, φύγαμε αυτό το σαββατοκύριακο κιόλας. Κι έτσι ξεκίνησε αυτό. Αυτή ήταν η αφετηρία μας.

Ας μη με χλευάσετε για κάποια αφέλεια περί καλοκαιρινού έρωτα. Έχουμε τοπόσημα, είτε το θέλουμε είτε όχι. Γεωγραφικά πλάτη και μήκη που, ναι, δεν είμαι ρομαντικός εγχειριδίου να πιστεύω πως αποτελούνται από κάτι άλλο πέρα από χώμα, νερό και διάβρωση, αλλά όλα από το χώμα, το νερό και τη διάβρωση δεν ξεκινούν; Εκεί δεν βρίσκεται η υλική μας μήτρα; Αυτό ήταν εκείνη η παραλία. Μικρή και προστατευμένη από θεόρατα βράχια και υγρή, ένα γαιώδες κομψοτέχνημα που μας φιλοξένησε και μας υποχρέωσε να ερωτευτούμε γιατί, ναι, όλα όσα ένιωθα για την Αναστασία ήταν πάντα έρωτας, από αυτούς που δεν κατασκευάζουν κυνισμούς ούτε μηχανεύονται θεωρήματα. Και ομολογώ πως αυτός ο ενθουσιασμός να ξαναβρεθούμε εκεί, να ταξιδέψουμε το εμείς μας ξανά εκεί, ενθουσίασε κι εμένα. Ίσως γιατί δεν την έβλεπα πια και τόσο πολύ κι ας μέναμε στο ίδιο σπίτι. Ίσως γιατί έβλεπα πως περνούσε πάντα καλύτερα με τους καινούριους της φίλους παρά βλέποντας μαζί μου ταινίες το βράδυ. Ίσως γιατί, ας το ομολογήσω τώρα πια, φοβόμουν πως είχα αρχίσει να μην είμαι αρκετός γι’ αυτήν, πως έκανα έρωτα μαζί της με την ψευδαίσθηση ότι αρκούσε να γνωρίζω τα κουμπιά της, πως, αχ, ίσως η αγκαλιά μας μετά να κάλυπτε τις όποιες ρουτινιάρικες μεθοδεύσεις για έναν κοινό οργασμό. Σ’ εκείνη την παραλία δεν υπήρχαν ποτέ αυτά. Όλα ήταν προϊστορία εκεί, κι εμείς δεν είχαμε παρά να προσαρμόσουμε τα ένστικτά μας σε αυτό το αρχέγονο ένστικτο της εμπειρίας του χώρου. Κι έτσι ξεκινήσαμε. Κι έτσι φτάσαμε ξανά πίσω, και είδαμε συγγενείς και φίλους και παλιούς γνωστούς, καλά προετοιμασμένοι για έξυπνες και ικανοποιητικές απαντήσεις στις ερωτήσεις για τον γάμο μας που αργούσε και για το παιδί μας που αργούσε και για την επιστροφή μας που αργούσε. Τι ήταν όλα αυτά, τη φανταζόμουν να σκέφτεται πίσω από το χαμόγελο που υποδυόταν. Παραήμασταν μοντέρνοι ακόμα και για τον μοντέρνο κόσμο. Ήμασταν ένα τυπικό μεταμοντέρνο ζευγάρι, που έκανε ένα διάλειμμα από το μέλλον για να επιστρέψει στην εποχή του κλασικού, μασώντας την απόσταση με προσοχή για να μη σπάσει κάποιο ευαίσθητο δόντι.

Πέρασα μια ολόκληρη μέρα με τον Πάρη, προσπαθώντας να ενεργοποιήσω τα γέρικα πόδια του και να ξυπνήσω το αιώνιο παιδί που ήξερα πως κρυβόταν πίσω από τη ρυτιδιασμένη του μουσούδα. Βούρκωσα όταν τον είδα ξαπλωμένο στον καυτό ήλιο του απομεσήμερου της άφιξής μας, δίπλα σε λευκά σεντόνια που ανέμιζαν και σε ξεθωριασμένα παιχνίδια που κάποτε πότιζε με σάλιο και ανείπωτη χαρά. Όταν σηκώθηκε να με υποδεχτεί, «μια βδομάδα είχε να σηκωθεί», είπε η μάνα μου, έκλαψα με αναφιλητά. Το ίδιο και η Αναστασία. Και παίζαμε με τον Πάρη που θα μπορούσε να απογειωθεί εκείνη τη στιγμή από το κούνημα της ουράς του, κλαίγοντας γοερά σαν μικρά παιδιά που για πρώτη φορά αναμετριούνται με τον θάνατο. Σε τρεις ημέρες ήταν το ραντεβού με τον κτηνίατρο. Και το πρώτο βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ από κάποια ενοχή που μάλλον αφορούσε τον ναρκισσισμό μου και όχι τον Πάρη, πως τάχα αν ήμουν εκεί, αν δεν είχα φύγει, αν τον είχα πάρει μαζί, το ραντεβού με τον κτηνίατρο θα καθυστερούσε μερικά χρόνια ακόμη. Ο Πάρης είχε σκάψει τόσο βαθιά που έφτιαξε ένα σωρό σκέψεις, που ίσως δεν είναι της παρούσης, και είχε αρχίσει να με πολιορκεί τόσο επίμονα που ενεργοποίησα έναν κανονικό νοητικό απορροφητήρα για να βάλω μια τάξη· και όλο μου το είναι άρχισε να συγκεντρώνεται στα φίλτρα του απορροφητήρα, μέχρι που ο απορροφητήρας ρούφηξε τον εαυτό του και όλα συμπυκνώθηκαν σ’ έναν υδαρή και μονοσήμαντο σβόλο, μια σταγόνα που έμοιαζε με λιωμένο ασήμι και αμφισβητούσε την ενδοκρανιακή βαρύτητα, παραμένοντας μετέωρη και τόσο εκκωφαντικά ηχηρή μέσα στη σιωπή της φαιάς ουσίας, που αν δεν επέβαλλα στον εαυτό μου να κοιμηθεί, τότε θα έπρεπε να αναμετρηθώ με κάτι αδιανόητα υπαρξιακό, κάτι που θα με σήκωνε από το κρεβάτι και θα έθετε μπροστά μου τον σπαραγμό του Αλμπέρ Καμί, αν και, γνωρίζοντας τη μάλλον προσεκτική μου φύση, πιθανότατα να έβγαζα το βράδυ φτιάχνοντας τελικά καφέ.

Και κάπως έτσι πέρασαν οι ημέρες, με πένθος και τρυφερότητα και νοσταλγία και νεογέννητα οράματα για τον χειμώνα που θα ερχόταν ξανά, όπως κάθε επιστροφή μικρής διάρκειας δηλαδή, κι έφτασε η ημέρα που θα πηγαίναμε. Θα επιστρέφαμε στο σημείο μηδέν. Έτσι ένιωθα πως το φανταζόταν· σαν ένα τοπόσημο της αφετηρίας. Των πρώτων λέξεων που αργότερα αθροίστηκαν για να φτιάξουν την αφήγηση της μεταμοντέρνας ζωής μας. Τι υπέροχη έξαψη αυτής της αναμονής. Κάναμε έρωτα το προηγούμενο βράδυ και το πάθος μας είχε μια παράξενη αντήχηση, έναν απόηχο που ερχόταν από τις πρώτες μας βραδιές, που είχαν μόνο εξερεύνηση και σώματα που έθεταν εαυτόν ως αντικείμενα στην υπηρεσία του άλλου, υποκείμενα και αντικείμενα με τέτοιες λεπτές ραφές που δεν μπορούσες να τα ξεχωρίσεις μεταξύ τους. Κάναμε αφοσιωμένο, μεθοδικό έρωτα και ας ξέραμε πως στην πραγματικότητα κρατούσαμε δυνάμεις για την επόμενη μέρα. Η οποία επόμενη ημέρα ήρθε τόσο γρήγορα που έμοιασε αφάνταστα λίγος ο χρόνος από τη στιγμή που το σχεδιάσαμε μέχρι τη στιγμή που σταματούσα το αγροτικό του πατέρα μου δίπλα μου σ’ ένα κακοτράχαλο μονοπάτι με νεροφαγιές και υλικά αποσάθρωσης, μοναχικές λυγερές ελιές και συσσωματώματα από σκίνα και κοκοραφιές, όλα φωτισμένα από μια αυγή τόσο γενναιόδωρη που μπορεί να μη μας άξιζε.

Αυτή η παραλία, η παραλία μας, μπορεί και αρκετών άλλων βέβαια, ήταν ένα άθροισμα γεωλογικών συμπτώσεων. Μήπως αθροίσματα συμπτώσεων δεν είναι και όλα τα magnum opus των μεγάλων μας καλλιτεχνών; Μια νότα σαν στιγμιαία επιφοίτηση, μια ανείπωτη απώλεια, μια τυχαία συνάντηση ιδεών που έκαναν χημική αντίδραση, η Αναστασία μπορούσε να μιλήσει γι’ αυτά με μεγαλύτερη ευφράδεια. Η παραλία ήταν μια μικρή κοιλότητα σε ένα κατά τα άλλα απόκρημνο σύστημα από ευθυτενή βράχια που ορθώνονταν απευθείας από τον βυθό, σύστημα το οποίο αποχωριζόταν από ένα ρήγμα, ένα ρήγμα-σύνορο ανάμεσα σε δυο τοπογραφίες που συνιστούσαν ίσως και την Ελλάδα ολόκληρη. Η μια πλευρά, γεμάτη γκρίζους ασβεστολιθικούς όγκους, άλλοτε ξερή, γυμνή και γαιώδης και άλλοτε χαλί για κατάφυτες εξάρσεις του πράσινου, και η άλλη πλευρά, η πολύχρωμη, ακανόνιστη και γωνιώδης πανδαισία των μεταμορφωμένων πετρωμάτων, μάρμαρα και σχιστόλιθοι και φυλλίτες, πετρώματα με αχαλίνωτη φαντασία στις προσμείξεις και τη διάταξη των ορυκτών τους που έστεκαν πληθωρικά σε αποχρώσεις και γεμάτα φαντασία δίπλα από την αρχαϊκή γκρίζα μονοτονία των ανθρακικών σωμάτων της άλλης πλευράς, σαν πίνακας του Μιρό που συναντούσε μια νεκρή φύση του Μονέ και αμφιταλαντεύονταν αιωνίως αν αυτή η συνάντηση ήταν αφορμή για καβγά ή η αρχή μιας υπέροχης φιλίας.

Καθώς πλησιάζαμε στο μονοπάτι, φτάσαμε στη νεκρή ζώνη αυτής της συνάντησης, όπου με ανασηκωμένες ράχες αντιδιαμετρικά στον λειασμένο καθρέπτη του ρήγματος, η μία πλευρά προσέφερε τη γυμνή της μεγαλοπρέπεια σε μοβ, κίτρινες και πράσινες ανταύγειες, και ή άλλη αναζητούσε την ποίηση σε θαμπούς κρυστάλλους ασβεστίτη και αρώματα από θυμάρι και ρίγανη. Και εμείς, θεατές μιας τιτανομαχίας και ευλογημένοι στην ταπεινότητά μας, αρχίσαμε την καταβύθιση στην κοιλιά του γεωλογικού αυτού δισυπόστατου κήτους, κουβαλώντας τα υλικά του πικ νικ και της υπέροχης ημέρας μας, άλλοτε γλιστρώντας και πέφτοντας και γελώντας, άλλοτε παραπατώντας με πλάγια βήματα, άλλοτε τσιρίζοντας (η Αναστασία κυρίως) στη θέα μιας αγριεμένης μέλισσας, άλλοτε καιροφυλακτώντας για μια ύπουλη οχιά, άλλοτε σταματώντας για να δώσουμε ένα φιλί επειδή απλώς ήταν όλα τόσο όμορφα.
Θα ήθελα να πω, σε αυτό το σημείο, πως όντως ένιωσα κάτι. Ένιωσα πως κάτι άσχημο ίσως επρόκειτο να συμβεί. Δεν μπορώ να το περιγράψω, ίσως ήταν ένα μεταίσθημα διαρκείας, ένα déjà vu που απηχούσε κάποιο τελεολογικό συμβάν, πως εκείνη την στιγμή επρόκειτο να τελειώσει η ζωή μου και πως όλα αυτά που θεωρούσα τόσο όμορφα και περίτεχνα γύρω μου ήταν αδιάφορα ως προς αυτό. Ως προς τον φόβο μου και το αναπόφευκτο τέλος που ερχόταν. Η Αναστασία είχε ξεμακρύνει, ως συνήθως, εγώ είχα κουραστεί από το κουβάλημα του ψυγείου μας, η ομπρέλα γλιστρούσε από τη μασχάλη μου, δεν ξέρω τι ακριβώς έφταιξε αλλά είδα ένα μικρό μπάλωμα της παραλίας να ξεπροβάλλει σε κάποια στροφή και σκέφτηκα, για μια στιγμή μονάχα, πως δεν έπρεπε να φτάσω μέχρι κάτω. Δεν έπρεπε να πάω εκεί. Είχε περάσει ο καιρός που εγώ και η Αναστασία ήμασταν εκεί, που είχαμε το δικαίωμα να είμαστε εκεί, και άξαφνα η κάθοδός μας έμοιασε με ύβρη, με μια αλαζονεία απέναντι σε κάποιες ιερές έννοιες που εμείς είχαμε ταξινομήσει ως μνημεία και μουσειακά εκθέματα.

«Μάρκο, μια μέλισσα πάλι!», φώναξε η Αναστασία, και το ανοίκειο που είχε αποκτήσει ο χώρος έγινε ξανά γνώριμο και οικείο κι εγώ επέστρεψα από αυτή την ανομολόγητη στιγμή. Μισή ώρα μετά, ακολουθούσα σκυφτός και ιδρωμένος έναν σπονδυλωτό μίτο από παπούτσια, κάλτσες, ρούχα, μαγιό, για να φτάσω στο αιώνιο καλοκαίρι του γυμνού σώματος της Αναστασίας, λευκό και παλλόμενο και ακτινοβόλο, έτοιμο να επιστρέψει στην κοιτίδα, στο στρείδι που κάποτε το σχημάτισε λίγο αφότου το γονεϊκό υλικό του Ουρανού κατέπεσε στα αφρισμένα νερά της θάλασσας. Η Αναστασία βούτηξε με χάρη στη θάλασσα κι εγώ σωριάστηκα στο χρωματιστό βότσαλο της μικρής παραλίας, χωρίς να νιώθω τίποτε άλλο πέρα από ευγνωμοσύνη.

Ευχαριστήσαμε τη μητέρα Γαία, που δεν φαινόταν να βιάζεται καθόλου να ολοκληρώσει την περιστροφή της γύρω από το μεγάλο μας άστρο. Ευχαριστήσαμε τη Θάλασσα, που μας υποδέχτηκε με δροσιά και γαλήνη. Ευχαριστήσαμε τους βράχινους πύργους, που μας προσφέρανε μπαλώματα σκιάς όταν τα χρειαζόμασταν. Ευχαριστήσαμε τον άνεμο, που μας συντρόφευε διακριτικά, σαν πολύπειρος μπάτλερ που ήταν και δεν βρισκόταν συνεχώς εκεί. Φάγαμε τις ντομάτες και τα σαλάμια μας και τα ψωμάκια μας, ήπιαμε τα αναψυκτικά μας, κοιμηθήκαμε στην άμμο, διαβάσαμε τα βιβλία μας. Εγώ πήρα μαζί μου έναν Μπέρνχαρντ, που είχα ξεκινήσει στο αεροπλάνο, εκείνη έναν Γιάλομ, που διάβαζε για περίπου τρεις αιώνες. Ύστερα αισθανθήκαμε πως ήταν η ώρα, και αναζητήσαμε λαίμαργα μια δυαδικότητα, μια νέα προσπάθεια να φτιάξουμε ένα εμείς ως γινόμενο από το εμείς ως άθροισμα, ξαπλώσαμε σε μια δροσερή κοιλότητα δίπλα ακριβώς στο κύμα και αφήσαμε την θάλασσα να παίζει με τα πόδια μας.

Η στιγμή δεν είχε, δεν είναι ντροπή να το παραδεχτώ, την ένταση και την έξαψη της προηγούμενης νύχτας. Κάτι δεν λειτουργούσε ακριβώς σωστά. Ίσως η καύλα να αφορά κυρίως το ταξίδι, το διάνυσμα μέχρι τον προορισμό και όχι τον προορισμό τον ίδιο. Ίσως να μπορούσα να καταλάβω μέσα από αυτό τη διαρκή τάση της Αναστασίας να ξεμακραίνει και να μη θεωρεί τίποτα σαν τέλος του δρόμου. Ήταν ο τρόπος της να μένει καυλωμένη. Με τη ζωή την ίδια. Με γύρισε ανάσκελα στην άμμο και πήρε τα ηνία εγκαίρως, πριν η αναδυόμενη αμηχανία μου χαλάσει ολότελα τη στιγμή. Ύστερα, χωρίς να μπορώ να καταλάβω αν τελείωσε εκείνη, χωρίς να μπορώ να καταλάβω γιατί με απασχόλησε τόσο το αν τελείωσε εκείνη, ανέλαβε τη δική μου ικανοποίηση και με άφησε να ξεθυμάνω ξαπλώνοντας δίπλα μου. Μείναμε αγκαλιασμένοι για αρκετή ώρα σε αυτή τη στάση, σε κάτι που έμοιαζε με εκκίνηση μιας αγκαλιάς που έμεινε στην μέση. Ήμασταν για λίγη ώρα ένα προϊόν εξάτμισης, σάρκινα άλατα που είχαν αποτεθεί στην παραλία, ασάλευτοι και σιωπηλοί και ειρηνικοί. Θα ήθελα να πω ευτυχισμένοι. Δεν θα ήθελα να σκεφτώ πως η σιωπή μας ήταν το ανάλογο ενός και τώρα τι;

Ξεκινήσαμε να μαζεύουμε το απόγευμα. Θα είχαμε ανέβει το μονοπάτι, μία ώρα περίπου ανάβαση, και θα είχαμε μπει στο αυτοκίνητο πριν ακόμη ο ήλιος δύσει. Φορτώθηκα τα περισσότερα, προπορεύτηκε. Ακολούθησα σκυφτός την ανάμνηση των πεταμένων της ρούχων σε αντίστροφη πορεία. Σκαρφάλωσα τους άτακτους σωρούς από κροκαλοπαγή κι απέφυγα να ρίξω μια τελευταία ματιά στην παραλία που αφήναμε πίσω. Δεν ήθελα αποχαιρετισμούς, ίσως επηρεασμένος από τον Πάρη, που ο αποχαιρετισμός μας περιείχε την αγωνία του τέλους και την ατσάλινη άγκυρα της απώλειας. Άκουσα τη φωνή της, μα κάπου χάθηκε στην απόσταση. Ύστερα την είδα, ανήσυχη και σκεφτική πάνω σ’ έναν βράχο.
«Οι μέλισσες πήγαν για ύπνο, αγάπη μου», βρήκα να πω, αλλά το βλέμμα της στράγγιξε από τη φράση μου κάθε υποψία ελαφρότητας. Με ρώτησε αν είχαμε βγει καλά για το μονοπάτι. Είχα κάνει τόσες φορές τη διαδρομή, που μπορούσα να αναγνωρίσω ακόμα και τα μικρά απολιθώματα από τα κοχύλια στις μικρές ολισθημένες πλαγιές κοντά στο μονοπάτι. Της είπα ναι. Επέμεινα σε αυτό, παρά τις αντιρρήσεις της. Επέμεινα κι επέμεινα, αποφεύγοντας μια μάλλον αναντίρρητη αλήθεια που βρισκόταν, ή μάλλον δεν βρισκόταν, μπροστά στα μάτια μου. Το μονοπάτι δεν ήταν εκεί.
Είχα το συνήθειο να ψάχνω μια και δυο φορές κάτι που ήταν μπροστά στα μάτια μου. Τυπικός ονειροπαρμένος Υδροχόος, μου έλεγε εκείνη, δίνοντάς μου τα κλειδιά που μπορεί να κρατούσα στα χέρια μου όσο τα έψαχνα. Εκείνη, ο Ζυγός, δεν είχε τέτοια θέματα συγκέντρωσης. Επιπλέον, είχε μια μοναδική αίσθηση του χώρου. Ο χώρος ήταν η τέχνη της, και κάθε τόπος γινόταν βίωμά της με το που πάταγε σε αυτόν το πόδι της. Μονάχα στο σπίτι της, στο σπίτι μας, δεν αντιμετώπιζε τον χώρο ως ένα ακόμα εγκεφαλικό πρότζεκτ. Ίσως επειδή πάσχιζε να τον προστατεύσει από τον επαγγελματία εαυτό, ήθελα να σκέφτομαι. Όχι, σε καμία περίπτωση όχι επειδή ίσως μέσα της υπήρχε ένα τσόφλι αβεβαιότητας για αν αυτός ήταν όντως ο τόπος, ο τελικός προορισμός, αυτό που ακόμα και οι γνήσιοι μεταμοντέρνοι θα ήθελαν να αποκαλούν σπίτι. Αυτά ήταν προβολές της δικής μου ανασφάλειας. Και το κακό με την ανασφάλεια είναι πως, όντας εξαιρετικά διαβρωτική, είναι καλύτερο να την αφήνεις να τρώει τα μέσα σου παρά να ανοίγεις τον κρουνό, εκθέτοντας και τον άλλον στην τοξικότητά του. Άλλωστε, στον χώρο δεν ήταν εκείνη ή εγώ, κατοικούσε το εμείς μας. Το εμείς μας δεν ήταν ούτε αρχιτέκτονας ούτε τεχνικός λέξεων. Ήταν κάτι άλλο, που δεν έμπαινε στα κουτάκια με τα οποία εμείς φορούσαμε τον εαυτό μας.

Όμως αυτό το εμείς κάπως διαταράχθηκε εκείνο το απόγευμα, μπροστά σ’ ένα μονοπάτι που δεν ήταν εκεί, καθώς το ψάχναμε και το ψάχναμε αλλά όχι σε συνεργασία· το έψαχνε και το έψαχνα. Και δεν ήταν συναγωνισμός για τον ανέλπιστο σωτήρα της ημέρας, ήταν κάτι που έμοιαζε με επίρριψη ευθυνών, ευθυνών για κάτι τόσο παράλογο όσο ένα μονοπάτι που ήταν από πάντα εκεί, πριν γεννηθούμε, πριν γεννηθούν οι γονείς που μας γέννησαν, πιθανώς πριν ακόμη το νησί μας αναδυθεί από τον ωκεάνιο πυθμένα της Τηθύος. Αλλά να, που μέσα στη σιωπή μας κατηγορούσε ο ένας τον άλλον πως κάτι του διέφυγε. Πως κάτι προσπέρασε και είχαμε και οι δυο την αίσθηση πως ο άλλος έπρεπε να κρατάει τσίλιες. Κι αυτός ο σαδιστικός παραλογισμός, του μονοπατιού που έπαψε να υπάρχει, συνέχιζε να μας αγναντεύει σκωπτικά σαν συνονθύλευμα από σκόνη και αρμύρα, σαν μια τεκτονική αλλαγή που συνέβη κάτω από τη μύτη μας αλλά εμείς ήμασταν τόσο αφοσιωμένοι και απορροφημένοι στον εαυτό μας που δεν καταλάβαμε το παραμικρό.

Όταν άρχισε να σουρουπώνει και οι σκιές να απλώνουν σκουρόχρωμο σεντόνι τους γύρω μας, είχαμε επιστρέψει στην άκρη της παραλίας, δίπλα στα πράγματά μας, κοιτάζοντας τις πορτοκαλιές ανταύγειες του ουρανού πίσω από τα βράχια. Δεν μιλούσαμε. Οι τελευταίες κουβέντες που είχαν ειπωθεί αφορούσαν την εμμονική επιμονή της Αναστασίας να βρει σήμα στο κινητό της, επιμονή στα όρια μιας υστερίας που περίμενε το παραμικρό ερέθισμα για να ανατιναχθεί. Της είπα να σταματήσει, την ηρέμησα. Είπα τα σωστά πράγματα, με τον σωστό τρόπο. Ήταν η δουλειά μου, και άρα αυτό που ήμουν ήδη ή θα γινόμουν αργά ή γρήγορα. Έμοιασε να βρίσκει τις ανάσες της, όμως δεν φαινόταν εύκολο να βρει λόγια. Οπότε μείναμε ακίνητοι να παρατηρούμε τη γλωσσική γέφυρα της επικοινωνίας μας να σιγοκαίγεται και να καταρρέει αργά μπροστά μας, ανήμποροι να πλησιάσουμε ο ένας τον άλλον, κυριευμένοι από έναν φόβο που έμοιαζε να μας γδέρνει τον καθένα ξεχωριστά. Θα μας έψαχναν, προσπάθησα να της πω, θα θεωρήσουν πως θα μείνουμε τη νύχτα, μου αντιγύρισε, θα μας ψάξουν αύριο, της είπα, αλλά και μόνο στην εκφορά αυτής της φράσης ένιωσα ένα τσουχτερό ρεύμα αέρα και αισθάνθηκα την αμείλικτη δυσκολία μιας νύχτας χωρίς φαγητό, με ελάχιστο νερό και χωρίς το παραμικρό πράγμα για να μας προστατέψει από τους νυχτερινούς βοριάδες. Επιβίωση, να κάτι για το οποίο ήμασταν εντελώς απροετοίμαστοι, κάτι αδιανόητο για τη μεταμοντέρνα ζωή μας, κάτι που έμοιαζε βγαλμένο από την αντίθεση ανθρώπου-φύσης της κλασικής λογοτεχνίας.

Όταν ήρθε η νύχτα, τα πράγματα είχαν κάπως αλλάξει. Είχαμε ανάγκη να ζεστάνει ο ένας τον άλλον, κι έτσι τα σώματα μας έκαναν τη διαμεσολάβηση για την αποκατάσταση μιας άρρητης διάρρηξης. Λιώναμε τον πάγο, όμως κρυώναμε και πεινούσαμε και διψούσαμε, κι εγώ της έδωσα την τελευταία μου γουλιά. Ο ουρανός είχε αποκτήσει μια ειρωνική σχεδόν γενναιοδωρία. Μπορούσαμε να διακρίνουμε τα αστρικά νεφελώματα και τους μακρινούς γαλαξίες, μπορούσαμε να εντοπίσουμε τον χρυσό δίσκο του Βόγιατζερ να αντηχεί την 9η του Μπετόβεν στα άκρα του ηλιακού μας συστήματος, μπορούσαμε να εντοπίσουμε τον Βορρά από τη μύτη της Μεγάλης Άρκτου και να αισθανθούμε πως βρισκόμασταν πάνω στο κρύο κέλυφος του Κοσμικού Αυγού, λίγο πριν αυτό ραγίσει και γεννηθεί ο Έρωτας, και μαζί του ο κόσμος επανεκκινήσει τη δημιουργία του. Είδαμε σιωπηλοί μια βροχή αστεριών, μια παραστρατημένη ομάδα από αιώνιους πλάνητες που καίγονταν μοιραία στην πηχτή μας ατμόσφαιρα, και ο βοριάς ταξίδεψε λίγο από αυτή τη διαστημική σκόνη που κρατούσε από τη Μεγάλη Έκρηξη και την ακούμπησε πάνω στα χείλη της Αναστασίας, και εγώ δεν μπορούσα παρά να τα φιλήσω, πνίγοντας αυτή την αστερόσκονη σε σάλιο, αρμύρα, αγάπη αμάραντη και σιωπηλή απόγνωση.

Το φιλί μας ήταν που την ενεργοποίησε. Η Αναστασία διέκοψε το φιλί στη μέση και τραβήχτηκε από κοντά μου. Σηκώθηκε αναζητώντας ένα ισχνό φεγγάρι, ανήμπορη ίσως να διαχειριστεί μια πληρότητα που βρισκόταν μονάχα στο παρελθόν και στο μέλλον. Έκανα να την πλησιάσω, αυτό δεν έπρεπε να κάνω;. Έφτασα κοντά της κι επιχείρησα να φέρω τα χέρια μου γύρω της, μα εκείνη αρνήθηκε εμένα και την αγκαλιά μου και άρχισε να μιλάει· δεν με κοιτούσε, κοιτούσε ένα ακροατήριο που ίσως μας κατασκόπευε από τον βυθό, ίσως στις φωλιές των υφάλων, όμως ήξερα πως μιλούσε σ’ μένα. Έμαθα πολλά σ’ εκείνο τον μονόλογο, όμως κανένα δεν συνοδευόταν από την έξαψη μιας νέας γνώσης ή μιας νέας πτυχής που ανακαλύπτεις στον άνθρωπό σου. Δεν γνώριζα, ας πούμε, πως η Αναστασία είχε τάσεις νοσταλγίας και φυγής από το Λονδίνο. Δεν γνώριζα, ας πούμε, πως η Αναστασία είχε πριν κάποιες εβδομάδες σπάσει τον υπολογιστή του γραφείου της σε μια έκρηξη οργής. Δεν γνώριζα, πώς θα μπορούσα άραγε να ξέρω, ότι η Αναστασία αναρωτιόταν αν θα ήθελε να γίνει μητέρα κι αν εγώ ήθελα να θέλει να γίνει μητέρα. Τίποτα δεν γνώριζα απ’ όλα αυτά κι έμεινα να αναρωτιέμαι ποια θα μπορούσε να είναι αυτή η terra incognita που ζούσαμε τόσο καιρό, μουγγοί και τυφλοί και κωφοί και τόσο μα τόσο πολύ μόνοι. Μα δεν πρόλαβα να πάρω θέση σε όλα αυτά. Δεν ήθελε να πάρω θέση σε όλα αυτά η Αναστασία. «Το νερό είναι πολύ ζεστό», μου είπε, όντας πια μακριά μου, μια στιλπνή σιλουέτα δίπλα στο μονότονο αχό των μικρών κυμάτων. «Και δεν έχω πρόθεση να πεθάνω εδώ απόψε», συμπλήρωσε.
Διαπραγματευτήκαμε. Σωστές λέξεις, με σωστό τρόπο. Απέναντί μου εκείνη ολόκληρη ένα πείσμα. Της μίλησα για τα ρεύματα, της μίλησα για τις αποστάσεις, της μίλησα για την αδυναμία μας να τις διανύσουμε κολυμπώντας. Της μίλησα μέχρι και για καρχαρίες. Όμως εγώ αυτό ήμουν, ένας παραγωγός λέξεων με υψηλή προσαρμοστικότητα και άριστους χρόνους παράδοσης· για τα της χωρικότητας ήταν η Αναστασία. Για τον χώρο ως βίωμα, είτε συντελεσθέν είτε μελλοντικό, ήταν εκείνη. Μου όρισε τον χώρο, με όχι τόσο κατάλληλες λέξεις μα με μεγάλη ακρίβεια. Μου όρισε τις αποστάσεις. Μου όρισε το έργο που έπρεπε να παραχθεί από τα σώματά μας. Θυμόταν την τοπογραφία της παραλίας, αυτός ήταν άλλωστε και δικός της τόπος και η σχέση της ήταν αναμφίβολα λιγότερο υπερβατική απ’ ότι η δική μου· άλλωστε η Αναστασία ήταν που σκαρφάλωνε, εγώ ήμουν αυτός που κοιτούσε τη θέα. Θυμόταν πολλούς ενδιάμεσους κολπίσκους που κάποτε αποτέλεσαν αγκυροβόλια για ψαρότρατες, μα και πολλές όχι τόσο απόκρημνες απολήξεις των βράχων. Και άλλωστε είπε ότι «τίποτα δεν μας εξασφαλίζει πως την επόμενη ημέρα θα υπάρχει το μονοπάτι». Μου πήρε κάμποση ώρα, μα το κατάλαβα· αυτό δεν ήταν μια πρόταση προς διαπραγμάτευση. Ήταν απόφαση. Ήταν ανάληψη ευθύνης για το εμείς. Ήταν ηγεσία, τη στιγμή της αμηχανίας και της παραίτησης και της εναπόθεσης στη μοίρα, ή την τύχη, ή όπως αλλιώς θα μπορούσε να ονομαστεί. Και η Αναστασία γδύθηκε ξανά μπροστά μου, και ουδέποτε θυμάμαι να έχω ποθήσει τόσο πολύ ένα σώμα.

 

Καθώς η αυγή μεταμόρφωνε τον ουρανό σε κάτι σκληρό και τραχύ και γκρίζο, κάτι που ερχόταν από αιώνια βάθη ως ανάμνηση της απαρχής, το χαμένο μονοπάτι δεν με φόβιζε πια. Θα ξημέρωνε, θα το έβρισκα. Ή και αν όχι, θα μπορούσα να συμφιλιωθώ με τη σκέψη πως η φύση, ή η όποια ανώτερη δύναμη έλεγχε αυτόν τον δίαυλο προς την επιστροφή (άραγε σε τι ακριβώς;), είχε πάρει μια απόφαση για μένα, μια απόφαση που έπαιρνε σχήμα μέσα από συλλογισμούς που η δική μου σκέψη ήταν αδύνατον να καταλάβει, πόσο μάλλον να επιχειρήσει να επηρεάσει. Ή, αλίμονο, να κρίνει. Οπότε το χαμένο μονοπάτι δεν με φόβιζε πια. Όμως ήμουν εκεί, πετρωμένος από την αγωνία, μια βράχινη συμπαγής μονάδα του κόσμου, ανήμπορος να απαντήσω σ’ ένα ερώτημα που έμοιαζε τόσο θεμελιακό που ίσως η απάντησή του σχετιζόταν τελικά άρρηκτα με το μονοπάτι, ίσως είχα φτάσει μπροστά στο ερώτημα, στην ψίχα του κρεμμυδιού που ξεφλούδιζα με ευλάβεια και υπομονή και αθωότητα, θεωρώντας πως στην επόμενη φλούδα κρυβόταν μια προφανής απάντηση που μάλλον ανόητα μου διέφευγε και όταν θα ερχόταν θα ήταν διαυγής σαν κρύσταλλο· όμως να, βρισκόμουν τώρα μπροστά του, εκείνος που θα έμπηγε τα δόντια του στην ψίχα χωρίς να διστάσει λεπτό, ήμουν μπροστά του και καταλάβαινα για πρώτη φορά πως ήμουν αβάσταχτα ανεπαρκής. Μπορούσα να ακούσω τους νευρώνες να αγκομαχούν, τα γρανάζια να υποφέρουν στη βάσανο της καθοδήγησής μου, μπορούσα να μυρίσω τον εγκέφαλό μου να καίγεται. Δεν μπορούσα να δώσω μια απλή απάντηση σε κάτι που θα έπρεπε να είναι απλό σαν την τροχιά του ήλιου την αυγή. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν εκείνη είχε σαλπάρει για την ίσαλο γραμμή, για εκεί όπου η ουτοπία και η ευτοπία συμφύονται, ή αν την άφησα να παρασυρθεί από τα ωκεάνια ρεύματα προς τον αναπόφευκτο χαμό της, μ’ εμένα ανήμπορο να δώσει την ελάχιστη μάχη να την κρατήσει κοντά του ή έστω στη ζωή. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν είχα μείνει πίσω, δειλός και ανήμπορος να ξεφύγω από τις αβεβαιότητές μου, ή αν για πρώτη φορά είχα καταλάβει την αξία της εγκράτειας, της υπομονής, ίσως της αργοπορημένης μου ωρίμανσης.

Το ερώτημα χτιζόταν σαν σωρός κι εγώ αφαιρούσα κόκκους, αφαιρούσα και αφαιρούσα μέχρι να βρω τον κόκκο εκείνο που έπαυε να το κάνει σωρό, τον κρίσιμο κόκκο που θα ήταν το κριτήριο της απάντησης, μέχρι που αυτή η αφαίρεση έγινε μια μονότονη επαναλαμβανόμενη ρουτίνα, τόσο αργή και τόσο επιδραστική όσο ένας αιώνας διάβρωσης για λίγα χιλιοστά λαξευμένης πέτρας. Και το ερώτημά μου ξέφυγε ολότελα και από τη γλώσσα, ταξίδεψε στη χώρα τής μη γλώσσας, όπου δεν μπορούσα ούτε να μιλήσω με τον ίδιο μου τον εαυτό, αποσυναρμολογήθηκε σε στοιχειώδη σωματίδια που άρχισαν να στροβιλίζονται και να κατασκευάζουν από το μηδέν καινούρια αστρικά νεφελώματα που χωρούσαν σ’ ένα ταπεινό και μικροσκοπικό κρανίο, και παραδόθηκα σε αυτή τη σαδιστική υπόμνηση του ίδιου μου του μυαλού για τη φαιδρότητα της αναζήτησης νοήματος μέχρι που, ίσως από τύχη, όλα διαστάλθηκαν σε μια στιγμιαία διαύγεια, μια σημειακή εκρηκτική στιγμή επίγνωσης, και μπόρεσα επιτέλους να ξαπλώσω ανάσκελα και να απολαύσω τον νεογέννητο ήλιο.

Σχετικά με τον συντάκτη

Πάνος Τσερόλας

Ο Πάνος Τσερόλας γεννήθηκε το καλοκαίρι του 1985. Σπούδασε στην Πάτρα, ζει στην Αθήνα και συμμετέχει στο εκδοτικό εγχείρημα Εκτός Γραμμής. Μυθιστορήματα και παιδικά βιβλία του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κέδρος, ενώ έχει τιμηθεί με το λογοτεχνικό βραβείο του Αναγνώστη το 2016 στην κατηγορία των Παιδικών.

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange