Την προηγούμενη Κυριακή (15 Μαρτίου) η γερμανική εφημερίδα Die Welt, με πηγές κυβερνητικούς κύκλους, δημοσιοποίησε ότι η κυβέρνηση Τραμπ επιχειρεί να εξαγοράσει από τη γερμανική εταιρεία CureVac έναντι εντυπωσιακά μεγάλων ποσών/ανταλλαγμάτων τα αποκλειστικά δικαιώματα στην εργασία της εταιρείας για την παραγωγή του εμβολίου για τον κορονοϊό και το ίδιο το εμβόλιο, αν η εταιρεία κατόρθωνε να το παραγάγει.
Η επιδίωξη αυτή της αμερικανικής κυβέρνησης έχει προφανώς μια άμεση στόχευση που αφορά τις επερχόμενες εκλογές του Νοεμβρίου: ο Τραμπ απειλείται σοβαρά, τόσο εξαιτίας της ίδιας της καταφανέστατα ανεπαρκούς διαχείρισης της κρίσης που δημιουργεί η πανδημία, όσο και εξαιτίας των καταστροφικών συνεπειών της στο χρηματιστήριο και γενικότερα στην οικονομία. Χρειάζεται επομένως απεγνωσμένα να παρουσιάσει στον Αμερικανικό λαό κάποιου είδους επιτυχία πριν τις εκλογές. Ένα εμβόλιο ή άλλο φάρμακο για τον κορονοϊό θα ήταν αναμφίβολα ένα ισχυρό όπλο για τις εκλογές.
Ταυτόχρονα η επιδίωξη αυτή υπακούει και σε έναν μεσοπρόθεσμο σχεδιασμό: η επιτυχημένη δημιουργία ενός εμβολίου θα σημάνει για τη χώρα που θα το αναπτύξει ένα σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στον καπιταλιστικό ανταγωνισμό την «επόμενη μέρα» μετά την πανδημία. Οι ΗΠΑ επιδιώκουν να διασφαλίσουν αυτό το πλεονέκτημα για τον εαυτό τους και να εμποδίσουν τις κύριες ανταγωνίστριες χώρες, τη Γερμανία στη συγκεκριμένη περίπτωση, από το να το αποκτήσουν.
Το «αποκλειστικό δικαίωμα» στο εμβόλιο για τον κορονοϊό, που επιδιώκουν να αποκτήσουν οι ΗΠΑ, είναι κοινή πρακτική σε συμφωνίες μεταξύ επενδυτών και ερευνητικών εταιρειών που δημιουργούν εμβολια ή άλλα φάρμακα. Ο επενδυτής χρηματοδοτώντας τα πρώτα στάδια ανάπτυξης ενός φαρμάκου (ή οποιασδήποτε άλλης συσκευής ή τεχνολογίας) αναλαμβάνει κάποιο ρίσκο με τη λογική προϋπόθεση ότι στη συνέχεια θα είναι ο μόνος που θα μπορεί να το εκμεταλλευτεί εμπορικά. Δεν υπάρχει κάτι το πρωτοφανές ή σκανδαλώδες στη λογική της συμφωνίας καθεαυτή. Το ιδιαίτερο στοιχείο είναι ότι μια γερμανική εταιρεία θα παράγει κάτι που θα διαθέτουν σε όλον τον κόσμο (και θα κοστολογούν) οι ΗΠΑ. Ωστόσο η ιδιαιτερότητα αυτή είναι απολύτως εύλογη σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, στον οποίο κυριαρχούν ταυτόχρονα το δόγμα των νόμων της αγοράς και η (ρητή πλέον) προτεραιότητα που δίνουν κάποιες μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις στα «εθνικά συμφέροντα».
Τη στιγμή αυτή διαφορετικές εταιρείες και εργαστήρια σε διαφορετικές χώρες εργάζονται για την παραγωγή του εμβολίου. Στις ΗΠΑ γίνονται, προφανώς, επίσης απόπειρες, με την πιο σημαντική από τις οποίες αυτήν της εταιρείας Moderna, που σε συνεργασία με το Εθνικό Ινστιτούτο Αλλεργιών και Μεταδοτικών Ασθενειών ετοιμάζεται να ξεκινήσει κλινικές δοκιμές πολύ σύντομα. Ωστόσο, καθώς τα εμβόλια έχουν ένα μεγάλο ποσοστό εμπειρισμού στην παραγωγή τους και επομένως είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς αν ένα εμβόλιο θα πετύχει, είναι συνήθης επιχειρηματική πρακτική να προσπαθούν οι επενδυτές να έχουν από νωρίς επενδύσει σε περισσότερες από μία προσπάθειες. Με αυτό το δεδομένο η κυβέρνηση των ΗΠΑ, επιχειρώντας να αγοράσει την έρευνα της CureVac, λειτουργεί ως ένας τυπικός επενδυτής που επιδιώκει να διασφαλίσει τις δυνατόν καλύτερες πιθανότητες για την επένδυσή του.
Με τον ίδιο τρόπο πρέπει να κατανοήσουμε και την αντίδραση της Γερμανίας. H γερμανική κυβέρνηση αντέδρασε έντονα και πολύ γρήγορα στις διαπραγματεύσεις της CureVac με την αμερικανική κυβέρνηση, μπήκε και η ίδια σε διαδικασία νέων διαπραγματεύσεων με την εταιρεία (και άσκησε μέσω του στοχευμένου δημοσιεύματος στη Welt και κοινωνική πίεση στην εταιρεία), καθιστώντας έτσι εντελώς σαφές ότι η παραγωγή του εμβολίου είναι ένα πεδίο σκληρού οικονομικού ανταγωνισμού μεταξύ ΗΠΑ και Γερμανίας. Η διακρατική εμπορική διαπάλη μεταξύ ΗΠΑ Γερμανίας δεν είναι καινούρια, είναι συνέχεια της προηγούμενης περιόδου· έχει, ωστόσο, ολοφάνερα ενταθεί τα τελευταία χρόνια με αυξημένους δασμούς και πολιτικές κρατικού προστατευτισμού. Προφανέστατα, καθώς ο ανταγωνισμός των ελίτ εντείνεται, στο τραπέζι της αντιπαράθεσης μπαίνει με τον πιο ωμό τρόπο η υγεία των λαών τους.
Ο ανταγωνισμός αυτός επενδύεται από πλευράς της γερμανικής κυβέρνησης με έναν ανθρωπιστικό λόγο παγκόσμιας αναφοράς, όπως αυτός που χρησιμοποίησε τελικά και ο κύριος μέτοχος της CureVac, ο εκατομμυριούχος Ντίτμαρ Χοπ (Dietmar Hopp) στη δήλωση απόρριψης της πρότασης της αμερικανικής κυβέρνησης, σε αντιπαράθεση με τη ρητορική του τύπου «America first» που χρησιμοποιεί ο Τραμπ. Αυτή η διαφορά, ωστόσο, δεν μπορεί να συσκοτίζει το γεγονός ότι πρόκειται για έναν πρωτίστως οικονομικό ανταγωνισμό.
Οι τρόποι εκδήλωσης του ανταγωνισμού αυτού, ο δημόσιος λόγος με τον οποίον παρουσιάζεται και κυρίως τα αποτελέσματά του, αναδεικνύουν ανάγλυφα μια κρίσιμη αντίφαση του συστήματος. Στις καλές εποχές, σε εποχές που οι κρίσεις δεν είναι τόσο έντονες ή τόσο καθολικές, ο ανταγωνισμός με την προσδοκία του κέρδους εντείνει διαφορετικές προσπάθειες και οδηγεί σε μια επάρκεια προϊόντων ικανών να καλύψουν ανάγκες, τουλάχιστον τον δυτικό κόσμο. Σε εποχές σοβαρών κρίσεων, ωστόσο, η εικόνα είναι διαφορετική. Η κατάσταση που επικρατεί με την απουσία επαρκών τεστ για τον έλεγχο αν κάποιος είναι φορέας του ιού ή όχι είναι χαρακτηριστική. Η σημασία των τεστ αυτών για τη συλλογή αξιόπιστων δεδομένων είναι μεγάλη. Μόνο αν έχει κανείς καλή εικόνα για την εξάπλωση του ιού και για τους αριθμούς των μη πασχόντων φορέων μπορεί να κάνει εκτιμήσεις για την εξέλιξη της νόσου και την ανάπτυξη «ανοσίας της αγέλης». Η έλλειψη τεστ, τουλάχιστον στις ΗΠΑ, φαίνεται να είναι αποτέλεσμα κακής και ασυντόνιστης προετοιμασίας. Ενώ διάφορα ινστιτούτα ανέπτυσσαν τεστ παράλληλα, αυτό που υιοθετήθηκε κεντρικά είχε τεχνικά προβλήματα. Όταν τελικά παρήχθη ένα αξιόπιστο τεστ, αποδείχθηκε ότι δεν υπάρχουν αρκετά αντιδραστήρια. Από την άλλη, η έλλειψη τεστ εκτός ΗΠΑ οφείλεται κυρίως στο ότι δεν μπορούν να παραχθούν με τους ρυθμούς που απαιτεί η κατάσταση, χωρίς να αποκλείεται να παίζει κάποιον ρόλο και ένας δισταγμός από μέρους των κυβερνήσεων να προχωρήσουν αποφασιστικά σε μαζικά τεστ, λόγω των τεράστιων υποδομών που θα χρειαστεί να εγκαθιδρυθούν για τη διαχείριση των αποτελεσμάτων του τεστ (προώθηση σε καραντίνα των φορέων, ενεργή αναζήτηση προηγούμενων επαφών των φορέων).
Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι σε όλα τα προϊόντα των Νέων Τεχνολογιών και σίγουρα και της Βιοϊατρικής, όπως τα φάρμακα, η «κοινωνία», η χρηματοδότηση δηλαδή με δημόσιο χρήμα και η υποστήριξη με δημόσιες υποδομές, έχει συμβάλει αποφασιστικά με ποικίλους τρόπους. Καταρχάς, οι επιστημονικές δημοσιεύσεις και τα ευρήματα πάνω στα οποία στηρίζονται οι ιδιωτικές απόπειρες είναι σχεδόν όλες προϊόν ακαδημαϊκών ινστιτούτων με κρατική χρηματοδότηση. Αλλά και άμεσα, το κράτος συχνά χρηματοδοτεί μικρές βιοτεχνολογικές επιχειρήσεις ή συνεργάζεται όπως στην περίπτωση της Moderna για το ακριβότερο κομμάτι στην ανάπτυξη ενός φαρμάκου που είναι η κλινική δοκιμή.
Στην περίπτωση της CureVac το γερμανικό δημόσιο συμμετέχει επίσης στην παραγωγή του εμβολίου χρηματοδοτώντας την έρευνα της εταιρείας, η οποία έχει ήδη λάβει 7,5 εκατομμύρια Ευρώ από την Coalition for Epidemic Preparedness Innovations (CEPI), στην οποία συμμετέχει και η Γερμανία. Είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι χωρίς δημόσιο χρήμα η έρευνα της CureVac δεν θα μπορούσε μάλλον να είχε αρχίσει καν την έρευνά της για το εμβόλιο. Με βάση την εμπειρία μου από τις ΗΠΑ (και με γνώση ότι παρόμοια νομικά καθεστώτα ισχύουν και στην Ευρώπη), αυτή η συνεργασία / διαπλοκή δημόσιου – ιδιωτικού δεν είναι κάτι ασυνήθιστο. Τα συμβαλλόμενα μέρη διαπραγματεύονται συνήθως όρους και έχουν ποσοστά στις μελλοντικές εισπράξεις ανάλογα με τη συμβολή του καθενός στην ανάπτυξη του φαρμάκου. Είναι σχεδόν ο κανόνας για έναν μεγάλο επενδυτή να επιδιώκει αποκλειστική εκμετάλλευση του φαρμάκου και να αποζημιώνει τα άλλα μέρη με ποσοστά επί των πωλήσεων ή άλλους τρόπους. Με άλλα λόγια, δεν είναι απίθανο οι αντιδράσεις από τη μεριά των Γερμανών να μην εκφράζουν κυρίως κάποια αντίθεση αρχής και έντονα πατριωτικά ή ανθρωπιστικά αισθήματα, αλλά να είναι βασικά προσπάθεια είτε να διαπραγματευτούν μια καλύτερη συμφωνία (για παράδειγμα, αν το γερμανικό δημόσιο συνέβαλλε στα αρχικά στάδια της έρευνας της εταιρείας, θα μπορούσε να συμφωνηθεί ότι θα αποζημιωθεί ή θα εισπράττει κάποιο ποσοστό, χωρίς αυτό να αναιρεί το αποκλειστικό δικαίωμα των Αμερικανών στο εμβόλιο) είτε να διεκδικήσουν να διατηρήσουν τον απόλυτο έλεγχο μιας επένδυσης με προοπτική κερδοφορίας.
Για να κατανοήσουμε τι ακριβώς σημαίνει για τις σημερινές κοινωνίες αυτού του τύπου η διαπλοκή δημόσιου και ιδιωτικού στην παραγωγή προϊόντων κρίσιμων για την επιβίωση εκατομμυρίων ανθρώπων, η εμπορική τους εκμετάλλευση, και το γεγονός ότι καθίστανται αντικείμενο εμπορικού ανταγωνισμού, μπορούμε να λάβουμε υπόψη μας δύο στοιχεία.
Αφενός, το αντιπαράδειγμα στην εμπορική χρήση εμβολίων, με πιο γνωστή περίπτωση αυτήν του εμβολίου για την πολιομυελίτιδα, το οποίο, ενάντια στη λογική εμπορικής εκμετάλλευσης που κυριαρχούσε ήδη, δημιουργήθηκε και χωρίς κατοχύρωση πνευματικών δικαιωμάτων δόθηκε για ελεύθερη χρήση στην κοινωνία από τον προοδευτικό Νεοϋορκέζο και λαμπρό επιστημονα Τζόνας Σολκ (Jonas Salk) το 1955. Αυτή τη στιγμή μια τέτοια – εντελώς αναγκαία – στάση γίνεται στην καλύτερη περίπτωση, όπως δείχνουν τα πράγματα, αντιληπτή ως ακραίος (και πρακτικά ανύπαρκτος) αλτρουισμός.
Αφετέρου, τη σημασία ενός γενικότερου και εντελώς κρίσιμου ερωτήματος που τίθεται στις δυτικές καπιταλιστικές κοινωνίες: σε εποχές κρίσης, όπως η σημερινή, η απουσία κεντρικού σχεδιασμού και συγκεντρωτικής διοχέτευσης πόρων φαίνεται να είναι αδυναμία. Οι πρωτοφανείς (τουλάχιστον για τα τελευταία 100 χρόνια) εξελίξεις που ζούμε θέτουν με ένταση το ερώτημα του ποιος είναι ο πιο ορθολογικός και αποτελεσματικός τρόπος ανάπτυξης φαρμάκων, ιδιαίτερα για τόσο μεγάλα τμήματα πληθυσμού. Μια γενική απάντηση δεν είναι εύκολη, καθώς η επιδίωξη είναι διπλή: να διατηρήσει μια κοινωνία δυναμισμό και να αποφύγει γραφειοκρατικά στοιχεία και αδράνειες που προκαλούνται από μια απόλυτα συγκεντρωτική διεύθυνση της έρευνας, ενώ παράλληλα να μπορεί να αντιμετωπίσει γρήγορα και αποτελεσματικά μια απειλή τέτοιου μεγέθους. Η αποτελεσματική απάντηση σε αυτή τη διπλή πρόκληση είναι και ένα από τα μεγάλα στοιχήματα των καιρών μας.
Το κείμενο επιμελήθηκαν η Δήμητρα Αλιφιεράκη και ο Στέλιος Χρονόπουλος.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Προσθέστε σχόλιο