Από έναν φεγγίτη με βρώμικη τζαμαρία, με την μπουγάδα απλωμένη να κρέμεται από το ταβάνι πάνω σε μια αυτοσχέδια απλώστρα, παρακολουθούμε από το εσωτερικό ενός ημιυπόγειου διαμερίσματος τον κόσμο να κινείται έξω στον δρόμο. Η κάμερα κατεβαίνει, το όποιο φυσικό φως σβήνει σιγά-σιγά και στο πλάνο εμφανίζεται ένας νεαρός, ο οποίος απευθυνόμενος στην αδελφή του λέει: «Την πατήσαμε! Τέρμα το τζάμπα wi–fi! Η κυρία από πάνω έβαλε κωδικό στο ρούτερ της». Η κοπέλα τον συμβουλεύει να πατήσει τον πλέον προφανή κωδικό [123456789] και το αντεστραμμένο είδωλο του προφανούς [987654321], δίχως όμως επιτυχία. Η μάνα αμέσως αναλαμβάνει δράση, ταρακουνώντας τον πατέρα για να τον ρωτήσει ποιο είναι το σχέδιο του (πάντα χρειάζεται ένα σχέδιο) τώρα που το δωρεάν wi–fi τους πέθανε. Ο μεσήλικας συμβουλεύει τον γιο του να κρατάει ψηλά το κινητό και να ψάξει για σήμα σε κάθε γωνιά του σπιτιού. Πράγματι, κάπου στριμωγμένος ανάμεσα στην τουαλέτα και τα πολλά στοιβαγμένα αντικείμενα, ο γιος επανασυνδέεται με τον κόσμο και ελέγχει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καθώς η μάνα περιμένει να επικοινωνήσει μαζί της μια εταιρεία για να τους αναθέσει μια δουλειά του ποδαριού. Η επιβίωση της οικογένειας Kim είναι άμεσα συνδεδεμένη με την δυνατότητα πρόσβασης στο διαδίκτυο. Όταν όλοι βρίσκονται σε επικοινωνία με όλους, η συνδεσιμότητα μπορεί να εξασφαλίσει ή να αποκλείσει κάποιον από μια μερίδα φαγητού. Φαίνεται πως με τον ψηφιακό κόσμο να επιδρά στον πραγματικό, η κοινωνική τάξη δεν αφορά πλέον μόνο την ιδιοκτησία, αλλά έχει να κάνει και με την πρόσβαση στα κανάλια επικοινωνίας.
Εν τω μεταξύ, και πάντα μέσα στο ημιυπόγειο, ο πατέρας δείχνει τη δυσαρέσκειά του για τα «βρωμιάρικα έντομα» που έχουν εγκατασταθεί πάνω στο τραπέζι, όπου ο ίδιος τρώει το ψωμί του. Διαμαρτύρεται για τον ξένο που ευδοκιμεί μέσα στον χώρο του, δίχως την έγκρισή του. Η κυριολεκτική χρήση της έννοιας του παράσιτου, όπου ένας ζωικός οργανισμός τρέφεται και αναπτύσσεται σε βάρος άλλου, έχει ήδη εισαχθεί στην πλοκή. Στην επόμενη ακριβώς σκηνή γίνεται απολύμανση από τον δήμο, ο πατέρας αρπάζει την ευκαιρία και συμβουλεύει τους υπολοίπους να αφήσουν τα παράθυρα ανοιχτά να μπει το αντιπαρασιτικό στο σπίτι τους. Παρότι βρίσκονται και οι ίδιοι μέσα, θέλουν να επωφεληθούν από τη δωρεάν απολύμανση και να αφανίσουν τα όποια παράσιτα συμβιώνουν μαζί τους. Τη στιγμή που όλοι συμφωνούν για την αναγκαιότητα της διαδικασίας, ταυτόχρονα διαμαρτύρονται για την «μπόχα» που πρέπει να υποστούν. Με το παρασιτοκτόνο να αποτελεί «ίαμα και δηλητήριο συνάμα»,[1] ο σκηνοθέτης αφενός μας τοποθετεί μέσα σε ένα σύμπαν στο οποίο κάθε όρος φέρει εντός του το ίχνος του αντιθέτου του, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται δυνατή η απόλυτη διάκρισή τους. Αφετέρου, με την τετραμελή οικογένεια να μην καταφέρνει να είναι παραγωγική, ο Μπονγκ Τζουν Χο σκιαγραφεί τη σύγχρονη Νότια Κορέα με ένα μαρξικό βλέμμα. Δίχως να προβαίνει σε μια ταξική ανάλυση διά πάσαν νόσον, καταδεικνύει την αντίθεση ανάμεσα στην πολλά υποσχόμενη οικονομία που προβάλλει μια αυξανόμενη συνολική παραγωγή και το μεγάλο ποσοστό του εξαθλιωμένου παραγωγικού πληθυσμού. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Ετιέν Μπαλιμπάρ: «Πρέπει να επαναλάβουμε τι διακυβεύεται πρακτικά: άνθρωποι που ‘περισσεύουν’ όπως και το απαράγραπτο ‘δικαίωμά τους να έχουν δικαιώματα’, όχι εις βάρος αυτών που έχουν ήδη, αλλά δίπλα τους και ανάμεσά τους».[2]
Το σκηνικό σύντομα αλλάζει. Ανεβαίνουμε σκάλες, ακούμε το κελαΐδισμα των πουλιών, αντλούμε ευχαρίστηση από την ομορφιά των δέντρων, όταν εμφανίζεται μια ευκαιρία και σύσσωμη η οικογένεια των Kim υπονομεύει τις θέσεις των υπαλλήλων μιας εύπορης οικογένειας και αναλαμβάνει όλα τα οικιακά πόστα. Με διάφορα τεχνάσματα και χρησιμοποιώντας σύγχρονες διαφημιστικές μεθόδους, ο πατέρας γίνεται οδηγός, η μητέρα υπηρέτρια, η κόρη art–therapist και ο γιος δάσκαλος αγγλικών. Οι φτωχοί Kim παρεισφρέουν στο σπίτι των πλουσίων Park, εμείς επιτέλους απολαμβάνουμε το φως της ημέρας και η μεταφορική χρήση της έννοιας του παράσιτου, που τρέφεται συμβιωτικά από τον άλλο και τον απομυζά για να ζει, έχει τεθεί σε εφαρμογή. Στον τόπο που σήμερα λαμβάνει χώρα το οικονομικό θαύμα, ανάμεσα στο φως του ισογείου και το σκοτάδι του υπογείου, ο σκηνοθέτης, με ένα σπονδυλωτό επιχείρημα, παρουσιάζοντας το ευδιάκριτο ατομικό πλεόνασμα ουσιαστικά σέρνει από την αφάνεια στην επιφάνεια τα αθέατα κοινωνικά υπόλοιπα. Όπως η Τζούντιθ Μπάτλερ στο βιβλίο της Ευάλωτη ζωή ασχολείται με ζωές αξιοθρήνητες και «ανθρώπους που δεν είναι άνθρωποι»,[3] έτσι και Τα παράσιτα προσεγγίζουν βίους άδικους που εγκολπώνονται στο κοινότοπο της κοινωνικής αγριότητας.
Δομημένο πάνω σε χαρακτήρες με δυσδιάκριτα χαρακτηριστικά, αφού στιγμές αβρότητας και σκληρότητας εναλλάσσονται θολώνοντας τα όρια ανάμεσα στο καλό και το κακό, το έργο δεν μας επιτρέπει να τοποθετηθούμε με σαφήνεια για το ποιοι είναι κάθε φορά οι ενάρετοι και ποιοι όχι ή να επιλέξουμε σε ποιους συμπαραστεκόμαστε. Από τη μια, ο πατέρας των φτωχών, ενώ δείχνει την ευαισθησία του προβάλλοντάς μας τις ανησυχίες του για το παρόν των εκτοπισθέντων υπαλλήλων, παράλληλα περιγελά τους πάντες που είναι ευκολόπιστοι και κατάφερε να τους ξεγελάσει. Ειδικά για την αφεντικίνα του σχολιάζει ότι «είναι πλούσια, όμως πάντα είναι ευγενική», αλλά η γυναίκα του σπεύδει να τον διορθώσει λέγοντάς του ότι είναι «ευγενική γιατί είναι πλούσια». Από την άλλη, ο πατέρας των πλουσίων μολονότι δείχνει την ευγνωμοσύνη του για τον επαγγελματισμό του πρώτου διαμαρτύρεται για τη μυρωδιά του, αυτή τη μυρωδιά που διαχέεται στο αυτοκίνητο και «ξεπερνάει τα όρια». Ταλαντευόμενος ανάμεσα στη συμπάθεια και την αντιπάθεια προς τον Kim, o Park απορρίπτει με αηδία αυτήν την μπόχα «που κάποιες φορές τη μυρίζεις στο μετρό». Οι άνθρωποι του μεροκάματου έχουν διαφορετική οσμή, καταλαβαίνουμε εμείς. Είναι αυτή η αδιάκριτη και ταυτόχρονα διακριτή οσμή της ταξικότητας, που δεν αφαιρείται με κανένα απορρυπαντικό και που αυτόβουλα εγκαθίσταται ανάμεσα στα άτομα που καλούνται να συνυπάρξουν. Είμαστε ένα όριο. Τη στιγμή που όλοι αναγνωρίζουμε ως καταστατική συνθήκη της ζωής ότι εξαρτόμαστε από τους άλλους, ουσιαστικά παραμένουμε αμετάκλητα διαιρεμένοι, διαιωνίζοντας τα αθέατα όρια και τον αποκλεισμό του άλλου.
Η ανατροπή δεν αργεί να έρθει· και έρχεται από τους «όμοιους» των Kim: τη φτωχή υπηρέτρια, που εκτόπισαν για να καταλάβουν τη θέση της, και τον σύζυγό της, που είναι παρατημένος στο υπόγειο της οικίας. Όταν, λοιπόν, η πρώην υπηρέτρια εμφανίζεται με ένα μπιμπερό για να ταΐσει τον 60χρονο σύζυγό της, όλα αλλάζουν. Το παράδοξο είναι ότι μέσα στην απέραντη ανορθολογικότητα που διέπει τον κόσμο των παράσιτων-κολασμένων, η ίδια, ορθολογικά σκεπτόμενη ότι αν φάει απότομα ο άντρας της θα αρρωστήσει, φροντίζει βήμα-βήμα για την αποκατάσταση της δύναμής του και την ανάκτηση του πόστου της. Άγριες σκηνές ακολουθούν ανάμεσα στους πρώην και τους νυν εργαζομένους, αφού αναγνωρίζουν ότι η μόνη ιδιοκτησία που έχουν είναι η εργατική τους δύναμη, την οποία, αν δεν καταφέρουν να πουλήσουν, το σύστημα θα τους εξοστρακίσει, θα οδηγηθούν σε υλική ένδεια και εν τέλει στον θάνατο.[4] Σε αυτό το σκηνοθετημένο πλαίσιο δεν υπάρχουν ψήγματα αλληλεγγύης μεταξύ των απόκληρων, αλλά ο καθένας είναι στραμμένος ενάντια στον άλλο, αποβλέποντας στη δική του επιβίωση, με τον θεσμό της οικογένειας να αποτελεί τον μοναδικό συνεκτικό κοινωνικό ιστό.
Σε αυτό το σημείο τίθεται σε εφαρμογή και η τρίτη έννοια των παρασίτων, αφού η δεύτερη οικογένεια των φτωχών, διεκδικώντας την εύνοια του «Προστάτη», έρχεται ως άλλο παράσιτο ραδιοφώνου να αλλοιώσει με τις παρεμβολές της την επικοινωνία και να χαλάσει τη σχέση των Kim με τους Park. Τελικά, όμως, όλοι στρέφονται εναντίον όλων, με τα αποτελέσματα να καθίστανται τραγικά και για τις τρεις οικογένειες. Η απόγνωση και η αγανάκτηση γεννούν αντιδράσεις μη αναμενόμενες, απελευθερωτικές και συνάμα αυτοκαταστροφικές. Όταν πια στον επίλογο ο γιος των Kim μοιράζεται μαζί μας το δικό του σχέδιο για τη ζωή, που παρά τα όσα έχουν συμβεί δεν είναι άλλο από το να γίνει ο ίδιος πλούσιος και να βελτιώσει την κατάστασή του, τότε είναι η στιγμή που μέσα μας τα ατομικά όνειρα εκδικούνται την ίδια την ελπίδα της κοινωνικής αλλαγής προς έναν δικαιότερο κόσμο. Τα παράσιτα σίγουρα πραγματεύονται πολλά περισσότερα από όσα έχουν καταγραφεί εδώ. Ωστόσο, το σημαντικότερο είναι ίσως ότι ο Μπονγκ Τζουν Χο μας υπενθυμίζει πόσο σκοτάδι κρύβεται πίσω από τα φωτεινά όνειρά μας. Όμως είναι στα αλήθεια ανήλιαγα όπου και αν πηγαίνουμε;
Το κείμενο επιμελήθηκε η Κλεονίκη Αλεξοπούλου.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο