Ο Μίχαελ Χάινριχ [Michael Heinrich] είναι πολιτικός επιστήμονας και ερευνητής του έργου του Μαρξ για πάνω από τέσσερις δεκαετίες. Στη διδακτορική του διατριβή Η Eπιστήμη της Aξίας (Die Wissenschaft vom Wert, 1991 και 1999) ασχολείται διεξοδικά με την Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, ενώ η εισαγωγή του στο Κεφάλαιο με τον τίτλο Το Κεφάλαιο του Καρλ Μαρξ. Μία Εισαγωγή στους τρεις τόμους (Kritik der politischen Ökonomie. Eine Einführung, 2004) έχει μεταφραστεί σε 8 γλώσσες και έχει εκδοθεί και σε ελληνική μετάφραση το 2017. Στην επέτειο των 200 ετών από τη γέννηση του Καρλ Μαρξ εξέδωσε τον πρώτο τόμο της βιογραφίας του Μαρξ για το διάστημα της ζωής του από το 1818 μέχρι το 1841. Ο πρώτος αυτός τόμος, που θα αποτελέσει τμήμα μια τρίτομης βιογραφίας, περιλαμβάνει σταθμούς της ζωής και του έργου του Μαρξ που εκτείνεται από τη σχολική ζωή μέχρι τη δραστηριότητά του ως εκδότη της Εφημερίδας του Ρήνου (Rheinische Zeitung) και των Γερμανογαλλικών Επετηρίδων (Deutsch-Französische Jahrbücher). Ήδη στην περίοδο αυτή διαπιστώνουμε κατά τον Χάινριχ ρήξεις, ασυνέχειες και νέες αφετηρίες, που ασκούν επίδραση στο υπόλοιπο του έργου του, όπως εξελίχθηκε στη συνέχεια. Τη σύνδεση και αλληλεπίδραση των διαφορετικών ιδιοτήτων του Μαρξ αλλά και την πρόκληση της συγγραφής μιας βιογραφίας για τον Μαρξ σήμερα, την επικαιρότητα του έργου του και άλλα θέματα συζητήσαμε με τον Μίχαελ Χάινριχ στη συνέντευξη που μας παραχώρησε στο Βερολίνο.
Έχουμε μπροστά μας τη βιογραφία του Μαρξ, που εκδώσατε φέτος, 200 χρόνια μετά τη γέννηση του Καρλ Μαρξ. Θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε μια μαρξιστική βιογραφία του Μαρξ; Ποιές οι ιδιαιτερότητες μιας τέτοιας βιογραφίας ως προς το αντικείμενο και τη μέθοδο που ακολουθείτε;
Όσον αφορά τον μαρξισμό, είμαι ένας εντελώς ορθόδοξος μαρξιστής. Όταν κάποτε ο Πολ Λαφάργκ, ο γαμπρός του Μαρξ τού περιέγραφε τις θέσεις των γάλλων μαρξιστών εκείνος είπε εξοργισμένος «je ne suis pas marxiste», «δεν είμαι μαρξιστής». Αυτή είναι και η δική μου τοποθέτηση. Ο Μαρξ είχε πρόβλημα με τον «-ισμό». Νομίζω κι εγώ ότι πρέπει γενικώς να διαχωρίζουμε ανάμεσα στις ιδέες και τις έννοιες που προέρχονται από τον Μαρξ από τη μία και σε ό,τι συνδέθηκε με την ετικέτα του μαρξισμού στο πέρασμα της ιστορίας από την άλλη. Πρόκειται για δύο διαφορετικά πράγματα.
Αυτό ωστόσο που είναι ενδιαφέρον και σημαντικό στην ερώτηση είναι ότι αυτή η βιογραφία δεν είναι ανεξάρτητη από τις μελέτες μου στα έργα του Μαρξ και ό,τι έμαθα και αποκόμισα από αυτά για τον ρόλο του ατόμου στην κοινωνία. Στον κέντρο του ιστορικισμού, του ιστορικού ρεύματος που κυριαρχεί στη Γερμανία τον 19ο αιώνα και μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, βρίσκεται η αντίληψη ότι η ιστορία είναι έργο μεγάλων ανδρών. Επομένως, είναι φυσικό ότι αν μελετήσω τη βιογραφία αυτών των μεγάλων ανδρών, ξέρω και πώς λειτουργεί η ιστορία.
Αντίθετα, κάτω από την επίδραση των έργων του Μαρξ αναδεικνύονται δομικοί παράγοντες, οι ταξικές σχέσεις, η οικονομική ανάπτυξη. Τα άτομα είναι ενταγμένα σε συγκεκριμένες συνθήκες και σχέσεις. Αυτές είναι που δίνουν στα άτομα συγκεκριμένες δυνατότητες και ορίζουν περιθώρια δράσης, αυτές εξηγούν τις πράξεις των ατόμων, εξηγούν την λογική αυτών των πράξεων. Οι πράξεις δεν είναι κατανοητές μόνο ως αποτέλεσμα προθέσεων των ατόμων, αλλά ως αποτέλεσμα των συνολικών συνθηκών. Αυτή η αντίληψη είναι για μένα, για την βασική σύλληψη αυτής της βιογραφίας του Μαρξ, πολύ σημαντική. Δεν με ενδιαφέρει να υμνήσω τον συγκεκριμένο άνθρωπο, τον Μαρξ, όπως συμβαίνει σε ορισμένες βιογραφίες που έχουν προκύψει στο πλαίσιο του μαρξιστικού-λενινιστικού ρεύματος. Με ενδιαφέρει να τοποθετήσω το συγκεκριμένο άτομο, τον Μαρξ, στην εποχή του, να διαπιστώσω σε ποια σημεία η εποχή του τον διαμόρφωσε, ποιες επιρροές του καιρού του φέρει, αλλά και πού ο ίδιος έδωσε νέα ώθηση με καινούργιες ιδέες. Με ενδιαφέρει να δω πώς εξελίσσεται αυτή η αλληλεπίδραση επιρροών και νέων ιδεών.
Φυσικά, το ίδιο κάνουν και άλλοι βιογράφοι. Δεν είμαι ο μόνος που έχει αυτήν την προσέγγιση. Ωστόσο κάνω κριτική σε μια βασική αντίληψη που υπάρχει σε πολλές βιογραφίες, όπως για παράδειγμα αυτή του Τζόναθαν Σπέρμπερ (Jonathan Sperber), όπου ήδη η δομή της βιογραφίας στηρίζεται σε ένα υποτιθέμενο σχήμα, στην υπόθεση ότι υπάρχει μια διακριτή φάση διαμόρφωσης, όπου το άτομο, εδώ ο Μαρξ, εκτίθεται στα ερεθίσματα του περιβάλλοντός του και διαμορφώνεται, και στη συνέχεια μία διακριτή φάση δράσης, ο Σπέρμπερ την ονομάζει «Οι αγώνες», όπου το άτομο, διαμορφωμένο πια και έτοιμο, δραστηριοποιείται και επιδρά στο περιβάλλον του. Αυτή είναι μια υπερβολικά σχηματική και απλοϊκή διάκριση. Ο Μαρξ βλέπουμε ότι δεν σταματάει να μαθαίνει ποτέ, αναζητά διαρκώς, μέχρι το τέλος της ζωής του, νέα γνώση, και ταυτόχρονα ξεκινάει πάρα πολύ νωρίς να έχει αγωνιστική δράση. Συμβαίνουν πάντα και τα δύο ταυτόχρονα.
Στο επίμετρο του πρώτου τόμου, όπου προσπαθώ να εκθέσω με όσο μεγαλύτερη ευκρίνεια γίνεται τη μέθοδό μου, την μεθοδολογία που ακολουθώ, σημειώνω ότι αντιμετωπίζω τον βιογραφούμενο ως πρόσωπο που βρίσκεται σε μια διαρκή διαδικασία διαμόρφωσης, όχι ως κάτι δεδομένο. Το πρόσωπο είναι ένας συντομογραφικός τρόπος να δηλωθεί αυτή η διαδικασία. Και αυτήν την διαδικασία θέλω να συλλάβω. Αυτή είναι ουσιαστικά και η κληρονομιά που παίρνω από τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται ο Μαρξ την ιστορία. Ταυτόχρονα επιδιώκω να παρουσιάσω τον Μαρξ ως δρων πολιτικό πρόσωπο, ως πρόσωπο με επιστημονική, πολιτική και δημοσιογραφική δράση. Αυτές οι τρεις πλευρές δεν διαχωρίζονται. Και φυσικά αυτό που τελικά με ενδιαφέρει είναι να δείξω τι έχει να μας πει σήμερα το πρόσωπο αυτό και το έργο του. Είναι λοιπόν τρία πράγματα που συνδέονται μεταξύ τους: το πρόσωπο μέσα στο ιστορικό του περιβάλλον, οι διαφορετικές πλευρές δράσεις αυτού του πολιτικού προσώπου και τρίτο η επικαιρότητά του σήμερα.
Ποιά είναι η σχέση αυτών των διαφορετικών στοιχείων της δραστηριότητας του Μαρξ και πώς επιδρά η μεταξύ τους σχέση στο έργο του;
Οι τρεις διαφορετικές βασικές πλευρές της δραστηριότητας του Μαρξ προφανώς συνδέονται, αλλά με τρόπους που αλλάζουν στο πέρασμα του χρόνου. Ξεκινά ως φοιτητής, είναι ο επιστήμονας Μαρξ· γίνεται δημοσιογράφος καταρχάς για πρακτικούς λόγους, για να βγάλει κάποια χρήματα. Όταν πηγαίνει στην Εφημερίδα του Ρήνου (Rheinische Zeitung für Politik, Handel und Gewerbe) το 1842, γίνεται πολιτικός δημοσιογράφος. Αυτή η πλευρά της δραστηριότητάς του εξακολουθεί μέχρι το τέλος της ζωής του και τον φέρνει αντιμέτωπο με ερωτήματα που τον οδηγούν πολύ μακριά από την φιλοσοφία, από την οποία είχε ξεκινήσει ως φοιτητής: στην κοινωνική θεωρία, στην πολιτική οικονομία. Ως δημοσιογράφος ωστόσο εμπλέκεται σε πολιτικές διαμάχες που δίνουν συγκεκριμένες κατευθύνσεις στην επιστημονική έρευνα με την οποία καταπιάνεται. Κι επιστρέφει στη δημοσιογραφία διαρκώς, από τη μια για εντελώς πεζούς λόγους, αφού πρέπει κάπως να επιβιώσει κι αυτή είναι η μοναδική του πηγή εισοδήματος, αλλά και για πολιτικούς λόγους· η δημοσιογραφία είναι ένα μέσο με το οποίο μπορεί να ασκεί επιρροή.
Η σχέση μεταξύ του επιστήμονα, του δημοσιογράφου και του πολιτικού ακτιβιστή Μαρξ δεν είναι μια σχέση σταθερή, αλλάζει με τον χρόνο διαρκώς. Από τη μεριά μου προσπαθώ να παρουσιάσω αυτήν την δυναμική σχέση, όσο είναι δυνατόν να την ανασυστήσουμε σήμερα. Αυτό είναι κάτι που κάθε βιογραφία για τον Μαρξ πρέπει να λαμβάνει υπόψη: υπάρχουν πολλά τα οποία δεν ξέρουμε, και δεν μπορούμε να τα ξέρουμε όλα. Για τα κενά που έχουμε πρέπει να κάνουμε υποθέσεις.
Τί μας λέει η βιογραφία του Μαρξ για το σήμερα και πώς συνδέεται με τη σημερινή πραγματικότητα;
Το τι σημαίνει για εμάς σήμερα το πρόσωπο Μαρξ και το έργο του δεν είναι εύκολη ερώτηση. Γιατί το «σήμερα» δεν είναι κάτι σταθερό, αλλάζει. Τα ερωτήματα με τα οποία προσεγγίζουμε τον Μαρξ το 2018 είναι εντελώς διαφορετικά από αυτά που είχαμε το 1918, όταν ο Μέρινγκ εξέδωσε μία μεγάλη βιογραφία του Μαρξ για τα εκατό χρόνια από την γέννησή του. Κι είναι εντελώς διαφορετικά από τα ερωτήματα που είχαμε το 1968, και σε 20 χρόνια πάλι θα είναι διαφορετικά. Το πώς προσεγγίζουμε τον Μαρξ καθορίζεται εντελώς από την δική μας ιστορική κατάσταση. Γι’ αυτό εξάλλου το ερώτημα σχετικά με την επικαιρότητα του Μαρξ επανέρχεται με νέους τρόπους διαρκώς και απαντιέται επίσης διαφορετικά κάθε φορά.
Και ειδικά σήμερα; Πώς τίθεται και πώς απαντιέται αυτό το ερώτημα σήμερα;
Εξαρτάται από το πεδίο. Στην πολιτική οικονομία ασχολούμαστε με την εξέλιξη του καπιταλισμού και διαβάζουμε τον Μαρξ ως τον θεωρητικό που δημιούργησε βασικές εννοιολογικές κατηγορίες για την ανάλυση του καπιταλισμού και θεμελίωσε την θεωρία των κρίσεων. Είναι παράλογο, πιστεύω, να επιχειρούμε να αναλύσουμε τον καπιταλισμό χωρίς τα εργαλεία αυτά. Ταυτόχρονα ωστόσο ο Μαρξ δεν πρότεινε μια ολοκληρωμένη, έτοιμη θεωρία. Οπότε σήμερα το θέμα δεν είναι να εφαρμόσουμε απλώς κάτι που υπάρχει έτοιμο, και να ανακαλύπτουμε κάθε φορά στον καπιταλισμό τα ίδια και τα ίδια στοιχεία· αυτό δεν είναι ανάλυση. Αυτό είναι το ένα πεδίο.
Από την άλλη, σε προηγούμενες δεκαετίες ήταν ιδιαίτερα σημαντική η θεωρία του Μαρξ για την ιστορία ή, τουλάχιστον, αυτό που θεωρούσαν ότι ήταν η θεωρία του για την ιστορία. Όσον αφορά το πεδίο αυτό πρέπει να είμαστε πιστεύω προσεκτικότεροι σήμερα. Γιατί αυτά που ο Μαρξ όντως έγραψε και εκείνα στα οποία μετασχηματίστηκαν και παρουσιάστηκαν με την ετικέτα του ιστορικού υλισμού είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα.
Κι έπειτα, σήμερα έχουμε καινούργια ερωτήματα, για παράδειγμα ο ευρωκεντρισμός, η μετα-αποικιοκρατία είναι θέματα που πριν από 40 ή και 20 ακόμα χρόνια δεν ήταν τόσο κεντρικά ή δεν συζητιούνταν με τον ίδιο τρόπο. Για τα θέματα αυτά έχουμε σήμερα νέα ερωτήματα με τα οποία προσεγγίζουμε τον Μαρξ και καινούργια ερωτηματικά για το έργο του και τη βιογραφία του. Ο Μαρξ είχε μία ευρωκεντρική φάση, στη δεκαετία του 1850, που είναι εμφανής στα άρθρα του για την βρετανική πολιτική στην Ινδία. Ξεπερνάει ωστόσο αυτήν την φάση ήδη από την δεκαετία του 1860 και κυρίως του 1870. Οι μαρτυρίες ωστόσο για την εξέλιξη αυτή βρίσκονται σε επιστολές και στις σημειώσεις του και όχι στα δημοσιευμένα έργα του.
Η βιογραφία σας έχει τον τίτλο “Καρλ Μαρξ και η γέννηση της μοντέρνας κοινωνίας: Βιογραφία και εξέλιξη του έργου του”. Πώς συνδέεται η αφήγηση της ζωής του Μαρξ με την εξέλιξη του έργου του;
Ο Μαρξ για πάνω από 40 χρόνια δούλευε επιστημονικά, ξεκινώντας με την διατριβή του από το 1839, μέχρι το 1880/1881. Είναι πάνω από 40 χρόνια και είναι προφανές ότι μέσα σε ένα τέτοιο διάστημα ένας άνθρωπος που μαθαίνει και θέλει να μαθαίνει τόσο πολύ και ταυτόχρονα είναι πολύ αυτοκριτικός, δεν επαναλαμβάνει διαρκώς τις ίδιες ιδέες. Υπάρχει εξέλιξη. Αυτή την εξέλιξη, την εξέλιξη του έργου του Μαρξ, προσπαθώ να διακρίνω χρησιμοποιώντας την βιογραφία.
Κοιτώντας συνολικά το έργο του Μαρξ μπορείς να το δεις ως μία σειρά από ερευνητικά σχέδια τα οποία ξεκινά να επεξεργάζεται, τα διακόπτει, τα εγκαταλείπει, κι αργότερα τα ξεκινά ξανά με κάπως διαφορετικό πια θεωρητικό πλαίσιο, τα εξελίσσει, τα διακόπτει ξανά και τα ξαναπιάνει μετά από κάποιον καιρό. Για να δούμε και να καταλάβουμε πώς τα νέα ξεκινήματα διαδέχονται τις διακοπές, δεν αρκεί να δούμε μόνο τα θεωρητικά προβλήματα, τις ανεπάρκειες της θεωρίας, ότι ο Μαρξ δηλαδή βρίσκεται αντιμέτωπος με κάποια θεωρητικά αδιέξοδα και πρέπει να ξεκινήσει πάλι από την αρχή. Χρειαζόμαστε οπωσδήποτε και τα βιογραφικά στοιχεία, χρειάζεται να δούμε σε ποιες πολιτικές αντιπαραθέσεις είχε εμπλακεί ο Μαρξ, οι οποίες από τη μια μπορεί να τον εμπόδιζαν ως έναν βαθμό να αφοσιωθεί στο επιστημονικό του έργο, από την άλλη όμως συνέβαλλαν αποφασιστικά στην εξέλιξη της θεωρητικής του δουλειάς. Ταυτόχρονα αυτή η εξέλιξη προκαλούσε κάποιες νέες αντιπαραθέσεις. Λόγω των αναλύσεών του, ο Μαρξ ασκούσε κριτική σε κάποιες πολιτικές στρατηγικές κι αυτό οδηγούσε σε αντιπαραθέσεις με συνοδοιπόρους του, αντιπαραθέσεις που έφταναν μέχρι την οριστική ρήξη. Το γεγονός ότι φιλίες και πολιτικές συμμαχίες διαλύονταν οφειλόταν στο γεγονός ότι ο Μαρξ είχε μετακινηθεί και το θεωρητικό υπόβαθρο στο οποίο στηρίζονταν αυτές οι συμμαχίες δεν ήταν πλέον δεδομένο.
Με την έννοια αυτή το θεωρητικό έργο του Μαρξ επιδρά στην πολιτική του εξέλιξη και στις πολιτικές του αντιπαραθέσεις και αντίστροφα οι πολιτικές αντιπαραθέσεις επηρεάζουν την κατεύθυνση που παίρνει το θεωρητικό του έργο. Έτσι οι δύο όροι στον τίτλο, «βιογραφία» και «εξέλιξη του έργου», δηλώνουν πράγματα που δεν μπορούν να διαχωριστούν. Τα στοιχεία της βιογραφίας του Μαρξ είναι ακατανόητα αν δεν λάβουμε υπόψη μας την εξέλιξη του θεωρητικού του έργου, η εξέλιξη του θεωρητικού του έργου γίνεται κατανοητή μόνο αν λάβουμε υπόψη μας και την βιογραφία του.
Ποιος είναι ο ρόλος της έκδοσης των απάντων του Μαρξ στη διαδικασία να γράψετε τη βιογραφία όπως το κάνετε;
Είχα την τύχη να μεγαλώνω παράλληλα με την εξέλιξη της MEGA. Η έκδοση ξεκίνησε το 1975, εγώ ξεκίνησα να σπουδάζω το 1976, αρχικά μαθηματικά και φυσική και έπειτα πολιτικές επιστήμες. Ήδη είχα εκπονήσει τη διπλωματική μου εργασία στις πολιτικές επιστήμες, λαμβάνοντας υπόψη μου τους τόμους της MEGA 2 που είχαν εκδοθεί μέχρι τη στιγμή εκείνη, για τα χειρόγραφα 61-63. Και στη συνέχεια, τη διδακτορική μου διατριβή, όπου μελετώ την επιστημονική θεωρία της αξίας, δεν θα μπορούσα να την είχα γράψει χωρίς την MEGA. Και φυσικά ούτε και τη βιογραφία θα μπορούσα να την γράψω χωρίς την MEGA. Από αυτήν την άποψη βρίσκομαι σε προνομιακή θέση και για μένα η μελέτη του έργου του Μαρξ είναι αδιανόητη χωρίς τη MEGA.
Mέσα στα 150 χρόνια πρόσληψης του Μαρξ κάθε γενιά έχει στη διάθεσή της ένα διαφορετικό σώμα κειμένων του Μαρξ. Οι σύγχρονοι του Μαρξ ήξεραν μόνο τον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου, δεν γνώριζαν τα πρώιμα γραπτά, δεν γνώριζαν τις θεωρίες για την υπεραξία, ούτε τα Grundrisse. Η επόμενη γενιά, η γενιά μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε την κάπως προβληματική έκδοση που έκανε ο Κάουτσκι στις Θεωρίες για την υπεραξία, την έκδοση του Ένγκελς του δεύτερου και του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου κι έτσι είχε την αίσθηση ότι γνωρίζει το σύνολο του έργου του Μαρξ, γιατί γνώριζε το σύνολο του βασικού του έργου. Στη δεκαετία του 20 ωστόσο δημοσιεύτηκαν τα πρώιμα γραπτά, η Κριτική στην φιλοσοφία του Χέγκελ (παλιότερα ήταν γνωστή μόνο η εισαγωγή δημοσιευμένη στα Deutsch-Französische Jahrbücher), η Γερμανική ιδεολογία, αλλά και οικονομικά χειρόγραφα, όπως τα Αποτελέσματα της άμεσης διαδικασίας παραγωγής, στα τέλη της δεκαετίας. Το 1939 δημοσιεύτηκαν τα Grundrisse.
Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι διέκοψαν τη διαδικασία νέων εκδόσεων και διάδοσης αυτών που είχαν ήδη γίνει. Ωστόσο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο, στη Γερμανία από την αρχή της δεκαετίας του 60, σε άλλες χώρες λίγο αργότερα, διαβάζουμε τα Grundrisse και αντιλαμβανόμαστε ότι είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στον πρώιμο Μαρξ και στον Μαρξ των οικονομικών χειρογράφων της δεκαετίας του 1890. Κι έπειτα, τη δεκαετία του 90, με την MEGA γίνονται γνωστά τα χειρόγραφα του Κεφαλαίου και διαπιστώνουμε σαφώς ότι η έκδοση του Ένγκελς διαφέρει σε αρκετά σημεία από το αρχικό κείμενο του Μαρξ. Αυτή τη στιγμή δημοσιεύονται οι σημειώσεις του Μαρξ (Exzerpte), μία έκδοση που θα δώσει ξανά καινούργιο υλικό για την πρόσληψη του, κυρίως όσον αφορά τη σκέψη του από τη δεκαετία του 1870 και μετά, οπότε στην πραγματικότητα διαμορφώνονται νέες δομές για το κεφάλαιο, τις οποίες ο Μαρξ δεν αναλύει σε κάποιο από τα έργα του, τις συζητάει όμως στις σημειώσεις και στις επιστολές του. Κάθε γενιά γνωρίζει έναν διαφορετικό Μαρξ, θεωρεί βιαστικά ότι αυτός είναι ολόκληρος ο Μαρξ, και τριάντα χρόνια αργότερα αποδεικνύεται ότι κάνει λάθος. Σήμερα, η MEGA δεν είναι βέβαια ακόμα ολοκληρωμένη, αλλά βρίσκεται κοντά στο σημείο αυτό. Σύντομα, σε 20 χρόνια, θα μπορούμε να πούμε ότι γνωρίζουμε το σύνολο του Μαρξ και με βάση αυτό πλέον να συζητήσουμε και να βγάλουμε συμπεράσματα.
Ο δεύτερος τόμος της βιογραφίας του Μαρξ που ελπίζω να εκδοθεί το 2020, στην επέτειο από τα 200 χρόνια από τη γέννηση του Φρίντριχ Ένγκελς, θα καλύπτει την περίοδο μέχρι το 1845 περίπου. Για το διάστημα αυτό και τα τέσσερα μέρη της MEGA θα είναι σχεδόν πλέον ολοκληρωμένα, οπότε όσον αφορά τις πηγές για τον Μαρξ και τον Ένγκελς δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Για την περίοδο μετά το 1845 η MEGA έχει ακόμα κενά και στον τρίτο τόμο της βιογραφίας θα πρέπει να αντιμετωπίσω αυτά τα κενά -δεν ξέρω βέβαια ακριβώς πότε θα δημοσιευτεί ο τρίτος τόμος, αλλά πιθανότατα προτού ολοκληρωθεί η MEGA. Έχω όμως το προνόμιο να έχω πρόσβαση σε αδημοσίευτο υλικό. Εξάλλου το Ινστιτούτο για την Κοινωνική Ιστορία του Άμστερνταμ έχει δημοσιεύσει όλα τα χειρόγραφα του Μαρξ σε ψηφιακές φωτογραφίες στο ίντερνετ –το πρόβλημα είναι ότι κανείς δεν μπορεί να τα διαβάσει, είναι εξαιρετικά δυσανάγνωστα, οπότε είναι εντελώς απαραίτητη η μεταγραφή τους πρώτα. Στο ινστιτούτο είναι διαθέσιμες ήδη κάποιες μεταγραφές, αδημοσίευτες και θα μπορώ να έχω πρόσβαση σε αυτές. Ωστόσο, όταν ολοκληρωθεί η MEGA, θα έχει έρθει προφανώς η ώρα και για μια καινούργια βιογραφία του Μαρξ ή, έστω, για μια νέα έκδοση που θα λαμβάνει υπόψη της τα νέα στοιχεία.
Ποιές επιπλέον πηγές χρησιμοποιείτε εκτός από τα γραπτά που περιλαμβάνονται στη MEGA για την ανακατασκευή της βιογραφίας και της ιστορίας του έργου του Μαρξ;
Προτού προχωρήσουμε στη συζήτηση σχετικά με τις πηγές πρέπει να σκεφτούμε ότι στη βιογραφία του Μαρξ ούτε ήθελα ούτε μπορούσα να μιλήσω μόνο για τον Μαρξ. Αν το έκανα θα ήταν σίγουρα μια πολύ κακή βιογραφία γιατί θα έθετε στο κέντρο ένα μόνο πρόσωπο, αλλά θα αγνοούσε όλα αυτά τα δίκτυα σχέσεων, συζητήσεων, συγκρούσεων. Αυτό εξάλλου είναι κι ένας λόγος για τον οποίο κάνω κριτική σε πολλές βιογραφίες, ότι δηλαδή τοποθετούν όλα τα άλλα πρόσωπα εκτός από το βιογραφούμενο στον ρόλο κομπάρσων: στην περίπτωση του Μαρξ είναι είτε καλοί φίλοι που τον υποστηρίζουν, είτε κακοί εχθροί που τον επιβουλεύονται. Πάντα πρόσωπα σε δεύτερο πλάνο. Έτσι μένουν πολλά πράγματα αδιευκρίνιστα και ασαφή. Ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, από τον πρώτο τόμο της βιογραφίας: ο Μπρούνο Μπάουερ, με τον οποίο καταπιάνεται και στον οποίο κάνει σκληρή κριτική ο Μαρξ τόσο στον πρώτο τόμο της Αγίας Οικογένειας (1845) όσο και στα χειρόγραφα που αποτελούν την Γερμανική ιδεολογία, αντιμετωπίζεται σε πολλές βιογραφίες του Μαρξ αποκλειστικά και μόνο με αναφορά σε αυτήν την κριτική. Ωστόσο, αυτός ο Μπρούνο Μπάουερ ήταν από το 1837 ως το 1842, για πέντε ολόκληρα χρόνια δηλαδή ο πιο στενός προσωπικός φίλος του Μαρξ και ο πιο στενός πολιτικός του συνοδοιπόρος. Αν λοιπόν δούμε τον Μπρούνο Μπάουερ μόνο με αναφορά στην περίοδο μετά το ρήγμα της σχέσης του με τον Μαρξ το 1842/1843, τότε είναι εντελώς ακατανόητο γιατί αυτό το πρόσωπο είχε τόση σημασία για τον Μαρξ για πέντε χρόνια. Πρέπει λοιπόν να ασχοληθούμε με τον Μπρούνο Μπάουερ. Να ασχοληθούμε με τα γραπτά του, με τις συνθήκες της ζωής του, με την εξέλιξή του. Και για τον σκοπό αυτό χρειαζόμαστε τις αντίστοιχες πηγές.
Προσπαθώ, περισσότερο από άλλους βιογράφους του Μαρξ, να αντιμετωπίζω τους συγχρόνους του Μαρξ ως αυτόνομες προσωπικότητες και όχι μόνο από την προοπτική του Μαρξ ή από την προοπτική της κριτικής που τους ασκεί ο Μαρξ. Προσπαθώ να ανακαλύψω ό,τι μπορώ για τις συζητήσεις της εποχής εκείνης, να καταλάβω τι ήταν συνηθισμένο, τι θεωρούνταν «κανονικό» την εποχή εκείνη στο πλαίσιο μιας αντιπαράθεσης. Συχνά διαβάζουμε μόνο τα γραπτά του Μαρξ και θεωρούμε πολύ ιδιαίτερο και τον τρόπο και το περιεχόμενο. Ωστόσο πρέπει να ξέρουμε τι έγραφαν και άλλοι την εποχή εκείνη, σε τι διέφερε ο Μαρξ από αυτούς. Τι ήταν δυνατόν την εποχή εκείνη, τι ήταν δεδομένο, πού είναι η ιδιαίτερη συμβολή του Μαρξ, πού ο Μαρξ ξεπερνάει αυτό που ήταν μέχρι τη στιγμή εκείνη δυνατόν στην εποχή του; Για να υπηρετήσω αυτήν την προσέγγιση χρειάζομαι ένα πλήθος πηγών, όχι μόνον βιβλία, αλλά και εφημερίδες και περιοδικά και επιστολές που στο μεταξύ έχουμε στη διάθεσή μας, από διάφορα πρόσωπα, από τον Άρνολντ Ρούγκε, τον Μόζες Χες, τον Μπρούνο Μπάουερ φυσικά. Προσπαθώ να χρησιμοποιώ όλες αυτές τις πηγές και να τις εντάσσω στη βιογραφία.
Ο πρώτος τόμος της βιογραφίας αναφέρεται στην περίοδο από το 1818 μέχρι το 1841. Ποιοί οι λόγοι της επιλογής αυτής της χρονικής ενότητας και ποιές οι ιδιαιτερότητες αυτού του πρώτου τόμου;
Θα ήθελα να διευκρινίσω κάτι: ο κάθε τόμος δεν αποτελεί μία νοηματική ενότητα. Ο πρώτος τόμος φτάνει μέχρι το 1841. Αυτός δεν είναι λόγος να σκεφτεί κανείς ότι θεωρώ ότι η περίοδος μέχρι το 1841 είναι μία ενότητα στην πνευματική εξέλιξη του Μαρξ και ότι έπειτα ξεκινά μία καινούργια φάση. Ο λόγος που ο πρώτος τόμος καλύπτει το διάστημα μέχρι το 1841 είναι τελείως πρακτικός: έπρεπε να δημοσιευτεί στα 200 χρόνια από την γέννηση του Μαρξ και εγώ ως εκεί μόνο είχα προλάβει να φτάσω με την επεξεργασία του υλικού και το γράψιμο. Την αντίληψη ότι μια πολιτική και πνευματική ζωή και παραγωγή, όπως αυτή του Μαρξ, μπορεί να χωριστεί σε μεγάλες φάσεις τις οποίες μπορεί κανείς να αποτυπώσει σε ξεχωριστούς τόμους την θεωρώ καθαρή ανοησία.
Στην δική μου βιογραφία του Μαρξ οι ενότητες που έχουν μια νοηματική ενότητα στην βιογραφία είναι τα κεφάλαια. Γι’ αυτό και τα κεφάλαια είναι μεγάλα –κανένα δεν είναι μικρότερο από 100 σελίδες. Στο καθένα από αυτά ο Μαρξ βρίσκεται σε έναν συγκεκριμένο τόπο και δέχεται τις επιδράσεις από αυτόν τον τόπο, ή εργάζεται για συγκεκριμένα σχέδια, κι έπειτα αλλάζει κάτι, πηγαίνει σε έναν άλλο τόπο ή αφοσιώνεται σε νέα σχέδια. Με αυτή την έννοια τα κεφάλαια παρουσιάζουν μία ενότητα, ως έναν βαθμό βέβαια· δεν χρειάζεται να τα θεωρούμε εντελώς διακριτές μεταξύ τους ενότητες. Αλλά, ναι, τα κεφάλαια είναι ενότητες και ο κάθε τόμος περιλαμβάνει τόσες τέτοιες ενότητες όσες έχω προλάβει να ολοκληρώσω ώστε να δημοσιευτούν. Τώρα, ο πρώτος τόμος, ξεκινά, προφανώς, από το 1818, τη χρονιά που γεννήθηκε ο Μαρξ –εξετάζω, βέβαια, όπου χρειάζεται και πράγματα που συνέβησαν πριν το 1818– και καλύπτει τα πρώτα 23 χρόνια της ζωής του, μέχρι δηλαδή το 1841.
Είναι τα παιδικά και νεανικά χρόνια του Μαρξ, τα χρόνια που δέχεται πολλές επιδράσεις από το περιβάλλον του, επιδράσεις που ως έναν βαθμό καθορίζουν τη ζωή του. Είμαι πολύ προσεκτικός, όπως είπα και πριν, με τον διαχωρισμό μεταξύ μιας περιόδου διαμόρφωσης από το περιβάλλον και μιας περιόδου επίδρασης στο περιβάλλον, αλλά οπωσδήποτε οι επιρροές και τα ερεθίσματα που δέχεται κάποιος στα πρώτα χρόνια της ζωής του είναι καθοριστικά.
Επιπλέον ο πρώτος τόμος αφορά και μια περίοδο στη ζωή του Μαρξ που δεν έχει απασχολήσει μέχρι τώρα έντονα τόσο τις θεωρητικές όσο και τις πολιτικές συζητήσεις για τη ζωή και το έργο του. Υπάρχει ικανό πρωτογενές υλικό από αυτήν την περίοδο; Είναι ακριβής η μέχρι τώρα εικόνα για τα πρώτα χρόνια της ζωής του Μαρξ;
Το πρόβλημα με τα νεανικά χρόνια του Μαρξ είναι ότι δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα για αυτά. Ο Μαρξ δεν κρατάει ημερολόγιο, και δεν έχουμε κανένα κείμενο ούτε δικό του ούτε άλλων, παλιών συμμαθητών του για παράδειγμα, που να περιγράφει αυτήν την περίοδο της ζωής του. Γι’ αυτό και ονόμασα το πρώτο κεφάλαιο «Η αφανής νεότητα». Τι ακριβώς συνέβη τα χρόνια εκείνα δεν το ξέρουμε. Αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι να ανασυστήσω το κοινωνικό και πνευματικό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώνει ο Μαρξ, το περιβάλλον του στο Τρίερ. Για τον πατέρα του ξέρουμε στο μεταξύ αρκετά, το ίδιο και για τους καθηγητές του στο σχολείο, για τον μελλοντικό του πεθερό, τον Λούντβιχ φον Βεστφάλεν, τον οποίο ο Μαρξ είχε γνωρίσει ήδη ως παιδί, γιατί ήταν στην ίδια τάξη με τον Έντγκαρ φον Βεστφάλεν, τον γιο του Λούντβιχ και αδελφό της Τζένι. Μπορούμε με βάση αυτές τις γνώσεις να ανασυστήσουμε μια σειρά επιδράσεων που δέχτηκε ο Μαρξ.
Μπορούμε επίσης να αναθεωρήσουμε μια θέση που συχνά υποστηρίζεται, ότι ο νεαρός Μαρξ, ο Μαρξ στα σχολικά του χρόνια, ήταν απομονωμένος. Ο Φράνσις Βίιν (Francis Wheen) γράφει στη βιογραφία του, στο πρώτο κεφάλαιο, ότι ο νεαρός Μαρξ ήταν εντελώς αποξενωμένος από το περιβάλλον του· ως εβραίος που είχε βαφτιστεί χριστιανός και ζούσε σε ένα χριστιανικό περιβάλλον δεν είχε φίλους. Και ως εκ τούτου ήταν φυσικό αργότερα στη βάση αυτή της εμπειρίας αποξένωσης να αναπτύξει τη θεωρία της αλλοτρίωσης.[1] Αυτά είναι μια σκέτη ανοησία. Στο πρώτο κεφάλαιο της βιογραφίας αποδεικνύω ή τουλάχιστον υποστηρίζω πειστικά ότι ο Μαρξ είχε τουλάχιστον έξι στενούς φίλους, οι οποίοι ήταν μεγαλύτεροι από αυτόν, δεν ήταν συμμαθητές του, και οι οποίοι του έδωσαν και τα πρώτα πολιτικά ερεθίσματα. Σε κάθε περίπτωση δεν ήταν κατά κανέναν τρόπο απομονωμένος.
Αλλά και η σημασία του γεγονότος ότι ήταν εβραίος που είχε βαφτιστεί, αποτιμάται εντελώς λανθασμένα. Ασφαλώς ο αντισημιτισμός είναι ένα πολύ σημαντικό θέμα και για την δική μου βιογραφία του Μαρξ, αλλά πρέπει να είναι εντελώς σαφές ότι ο αντισημιτισμός στην εποχή του Μαρξ δεν είναι ένας ρατσιστικός αντισημιτισμός, όπως συμβαίνει από τα τέλη του 19ου και στον 20ο αιώνα, αλλά μάλλον ένας θρησκευτικός και πολιτισμικός αντιεβραϊσμός. Αν ένας εβραίος βαφτιζόταν μπορούσε πραγματικά να πάψει να αποτελεί στόχο, κάτι που είναι αδύνατον να συμβεί στην περίπτωση του ρατσιστικού αντισημιτισμού. Πραγματεύομαι λοιπόν τον αντισημιτισμό και τον αντιεβραϊσμό της εποχής του Μαρξ, την σημασία της βάπτισης, για να διορθώσω κάποιες λανθασμένες αντιλήψεις που αφορούν το γεγονός ότι ο Μαρξ ήταν ένας βαφτισμένος εβραίος. Στη συνέχεια πραγματεύομαι την εποχή που ο Μαρξ ήταν φοιτητής στην Βόννη και το Βερολίνο, εξετάζω το περιβάλλον στο οποίο βρισκόταν και δίνω και μεγάλη έμφαση στο γεγονός ότι ο Μαρξ σπούδασε νομική.
Ο Μάρξ επανέρχεται συχνά τόσο στα πρώιμα κείμενα όσο και στα ώριμα σε κριτικές σκέψεις σε σχέση με το ρόλο του κράτους και του δικαίου. Ποια η επίδραση των νομικών του σπουδών αυτής της περιόδου στην εξέλιξη του έργου του; Πώς τις αντιλαμβανόταν ο ίδιος;
Στη δική του μικρή αυτοβιογραφία, μία σελίδα μόνο, στον πρόλογο του «Για την κριτική της πολιτικής οικονομίας» (1859) –ένα πραγματικά αυτοβιογραφικό κείμενο, αλλά εξαιρετικά συντομευμένο– ο Μαρξ υποτιμά τις νομικές σπουδές του. Λέει ότι σπούδασε νομικά, αλλά είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την ιστορία και την φιλοσοφία. Αυτό όμως δεν είναι αλήθεια. Ο Μαρξ ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην νομική κανονικά. Δεν είναι τυχαίο ότι χρησιμοποιεί εκτεταμένα νομικά επιχειρήματα σε μία ολόκληρη σειρά άρθρων, στην Κριτική της Φιλοσοφίας του Δικαίου του Χέγκελ, μέχρι και στο Κεφάλαιο. Εξάλλου, ο Μαρξ υπερασπίστηκε τον εαυτό του δύο φορές ως δικηγόρος, το 1848, κατά τη διάρκεια της επανάστασης, όταν ήταν διευθυντής της Εφημερίδας του Ρήνου, και τη μία φορά εκπροσωπώντας και την εφημερίδα: και τις δύο φορές οι κατηγορίες ήταν για ανατροπή του κράτους, κι ο Μαρξ υπερασπίστηκε τον εαυτό του και τις δύο φορές με εξαιρετικές αγορεύσεις, στις οποίες συνδύασε πολιτική και νομική επιχειρηματολογία. Και τις δύο φορές αθωώθηκε: 100% επιτυχία ως δικηγόρος. Πιστεύω πραγματικά ότι οι νομικές σπουδές είχαν για τον Μαρξ μια πολύ μεγαλύτερη σημασία από αυτή που τους αποδίδουν μέχρι σήμερα οι περισσότερες εργασίες για τον Μαρξ.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη νομική στο Βερολίνο ο Μαρξ έρχεται σε επαφή με τη διαμάχη που κυριαρχούσαν τότε στο πανεπιστήμιο, στην Νομική, μεταξύ του Σαβινί, του κύριου εκπροσώπου της γερμανικής ιστορικής σχολής –μιας πολύ αντιδραστικής σχολής δικαίου– και του Έντουαρντ Γκαντς από την άλλη, του ιδιοφυούς μαθητή και συνεχιστή του Χέγκελ, ο οποίος δυστυχώς πέθανε πολύ νωρίς. Αυτή η αντιπαράθεση μεταξύ του Σαβινί και του Γκαντς ορίζει το πλαίσιο στη νομική σχολή του Βερολίνου την εποχή που σπουδάζει εκεί ο Μαρξ και φυσικά επηρεάζει την αντίληψη που σχηματίζει ο Μαρξ για τη νομική επιστήμη. Το πλαίσιο αυτό και την επίδραση αυτή προσπαθώ να την τεκμηριώσω και να την παρουσιάσω.
Μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα λαμβάνει χώρα και έντονη αντιπαράθεση του Μαρξ με θρησκευτικο-φιλοσοφικές ιδέες. Ποιο είναι το πλαίσιό τους;
Στο τελευταίο κεφάλαιο ασχολούμαι με τις θρησκευτικο-φιλοσοφικές αντιπαραθέσεις στην Πρωσία τη δεκαετία του 1830. Οι διαμάχες αυτές είχαν μια πολύ έντονη πολιτική διάσταση -καθόριζαν τη δημόσια συζήτηση. Δεν απασχολούσαν μόνο ειδικούς, αλλά και το ευρύ κοινό με μεγάλη ένταση. Ο Μαρξ σχεδίαζε να γράψει διάφορα κείμενα με θρησκευτικό-φιλοσοφικό περιεχόμενο. Εκτός από την νομική, η φιλοσοφία της θρησκείας ήταν ένα θέμα με το οποίο ο Μαρξ ασχολήθηκε επισταμένα. Στο Κεφάλαιο βρίσκουμε ίχνη αυτής της ενασχόλησης: το πλήθος των παραθεμάτων από την Βίβλο, οι αναφορές σε θεολογικές αντιπαραθέσεις και συζητήσεις για εντελώς ειδικά ζητήματα δεν οφείλονται απλώς στο γεγονός ότι τον 19ο αιώνα η θρησκεία είχε μία πολύ μεγαλύτερη σημασία από ότι τον 20ο ή τον 21ο αιώνα –αυτό πίστευα κι εγώ παλιότερα, αλλά όχι, αυτές οι αναφορές ανάγονται σε μια εντατική ενασχόληση με τα θρησκευτικά-φιλοσοφικά προβλήματα που συζητιούνταν στα 1830.
Αυτή η ενασχόληση και αυτά τα ζητήματα ορίζουν ως έναν βαθμό και το περιβάλλον για τη διδακτορική διατριβή του Μαρξ που έχει θέμα της μεν την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, έχει όμως και ένα πολύ σύγχρονο σημείο αναφοράς. Όχι μόνο ο Μαρξ, αλλά και άλλοι την εποχή εκείνη θεωρούσαν ότι η κατάσταση στην οποία βρισκόταν η φιλοσοφία μετά τον Αριστοτέλη, ο οποίος έμοιαζε να έχει λύσει όλα τα τότε φιλοσοφικά προβλήματα, ήταν συγκρίσιμη με την κατάσταση μετά τον Χέγκελ, ο οποίος επίσης έμοιαζε να έχει λύσει όλα τα προβλήματα. Και στις δύο εποχές έμπαινε το ερώτημα πώς θα μπορούσε να προχωρήσει η φιλοσοφία, αν θα ήταν καν δυνατόν να συνεχίσει να υπάρχει. Σε αυτό το πλαίσιο η διατριβή του Μαρξ που είναι μια σύγκριση της φυσικής φιλοσοφίας του Δημόκριτου, πριν τον Αριστοτέλη, και του Επίκουρου, μετά τον Αριστοτέλη, έχει μια ιδιαίτερη επικαιρότητα, μια άμεση σχέση με την κατάσταση της φιλοσοφίας στην Πρωσία μετά το 1831, μετά τον θάνατο του Χέγκελ. Και στο επίμετρο που σχεδίαζε ο Μαρξ για τη διατριβή του τα θρησκευτικο-φιλοσοφικά ερωτήματα παίζουν έναν εντελώς αποφασιστικό ρόλο. Ο Μαρξ συνδέει την κατάσταση της φιλοσοφίας με αυτά τα ερωτήματα. Και αυτό ακριβώς επιχειρώ να αναδείξω, όχι μόνο ερμηνεύοντας την διατριβή του Μαρξ, αλλά και τοποθετώντας την στο πλαίσιο των συζητήσεων και των αντιπαραθέσεων της εποχής της.
Υπάρχει ένας Μαρξ, μια θεωρία του Μαρξ ή πολλές; Διαπιστώνουμε κρίσεις, τομές και αναθεωρήσεις στη θεωρία του ήδη στον πρώτο τόμο της βιογραφίας κι αν ναι, ποιες;
Το ερώτημα της τομής ή των τομών στη θεωρία του Μαρξ ήταν μέρος της διαδικασίας ενασχόλησής μου με το πρώιμο έργο του στον πρώτο τόμο. Στο βιβλίο μου Επιστήμη της αξίας είχα τονίσει πολύ έντονα την διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον νέο και τον ώριμο Μαρξ, αν και όχι ακριβώς με τον ίδιο τρόπο όπως ο Αλτουσέρ. Ο Αλτουσέρ στηρίζει πάνω σε αυτήν την διαχωριστική γραμμή και έναν διαχωρισμό ανάμεσα σε ιδεολογία και επιστήμη. Αυτό πιστεύω ότι είναι λάθος. Αλλά τόνιζα ιδιαίτερα ότι το 1845, οι Θέσεις για τον Φόιερμπαχ» και την Γερμανική ιδεολογία, ορίζουν μία τομή. Και αυτό το θεωρώ ακόμα σωστό. Ωστόσο, προσθέτω δύο παραμέτρους.
Πρώτον, θέλω να τονίσω ότι η σκέψη του Μαρξ κινούνταν πάντοτε σε περισσότερα από ένα πεδία. Μπορεί κάθε φορά να κυριαρχούσε ένα πεδίο, η φιλοσοφία, η πολιτική, η οικονομία, αλλά και όλα τα υπόλοιπα ήταν πάντοτε παρόντα. Σε όλα τα πεδία αυτά συμβαίνουν τομές στη σκέψη του Μαρξ, αλλά οι τομές αυτές ούτε ταυτόχρονες είναι ούτε μπορούν να συνοψιστούν στη μία ή στις δύο μεγάλες τομές. Έτσι, σήμερα αμφισβητώ αφενός την θέση της συνέχειας, ότι δηλαδή από το 1843 ή, κατά άλλους, από το 1842 το έργο του Μαρξ μπορεί να ενταχθεί σε ένα ενιαίο θεωρητικό παράδειγμα, το οποίο εξελίσσεται χωρίς καμία τομή. Δεν το πιστεύω αυτό. Υπάρχει μια σειρά τομών.
Αμφισβητώ όμως αφετέρου και την θέση που διακρίνει δύο ή τρεις φάσεις, τον νέο και τον ώριμο Μαρξ, ή τον νέο, τον μέσο και τον ώριμο Μαρξ. Οι τομές συμβαίνουν στα διαφορετικά πεδία και σε διαφορετικές περιόδους στο καθένα. Δεν έχουμε μία γραμμή με τομές, αλλά ένα δίκτυο, περισσότερες γραμμές που διασταυρώνονται και διακόπτονται σε διαφορετικά σημεία η καθεμιά. Μία δισδιάστατη εικόνα, όχι μία μονοδιάστατη.
Η πρώτη τομή συμβαίνει αρκετά νωρίς. Είναι η πρώτη διανοητική κρίση και σχετίζεται με την εγκατάλειψη του ρομαντισμού, της ποίησης που ήταν συνδεδεμένη με αυτόν και της ιδέας σύνδεσης μεταξύ πολιτικής και ποίησης. Δεν μπορώ να το αποδείξω, δεν έχουμε στοιχεία, αλλά υποθέτω ότι ο Μαρξ είχε διαμορφώσει την αντίληψή του για την ποίηση, την ζωή και την πολιτική με αναφορά στον πρώιμο ρομαντισμό του Νοβάλις και του Σλέγκελ, στην ποιητικοποίηση της πραγματικότητας. Γνωρίζει όμως τον Χέγκελ, ο οποίος κάνει ανελέητη κριτική σε αυτές τις αντιλήψεις και βλέπει ότι δεν μπορεί να γίνει ποιητής. Όχι γιατί του λείπει το ταλέντο –αυτή είναι η θέση του Μέρινγκ την οποία βλέπουμε να επαναλαμβάνεται συχνά– αλλά γιατί η πολιτική/φιλοσοφική θεωρία την οποία είχε συνδέσει με την ποίηση δεν στέκει πλέον. Πρέπει να κάνει κάτι άλλο.
Ωστόσο γνωρίζει τον Χέγκελ πολύ αργά για να γίνει γίνει ορθόδοξος εγελιανός, το 1837, όταν από την μία κυριαρχούν πλέον αντιπαραθέσεις στη σχολή του Χέγκελ και από την άλλη, παρόλο που το πρωσικό κράτος, ο υπουργός παιδείας Άλτενστάιν προσφέρουν ακόμα στήριξη στον Χέγκελ, οι συντηρητικοί έχουν αρχίσει να του κάνουν κριτική. Ο Μαρξ έρχεται σε επαφή με αυτήν την πραγματικότητα και του είναι πρακτικά αδύνατον να γίνει απλά εγελιανός, όπως θα ήταν δυνατόν στα τέλη της δεκαετίας του 20. Τώρα, στα τέλη της δεκαετίας του 30 ο Μαρξ εκτίθεται στο ρεύμα της κριτικής στον Χέγκελ και πρέπει να το λάβει υπόψη του. Και το κάνει για πρώτη φορά στη διατριβή του. Με βάση αυτή τη συζήτηση αμφισβητώ τη διάκριση μεταξύ παλαιών και νεαρών εγελιανών και μια εύκολη ταξινόμηση του Μαρξ ως νεαρού εγελιανού.
Αυτή η διάκριση μεταξύ παλαιών και νεαρών εγελιανών χρησιμοποιείται πολύ συχνά για να καταταχτεί ο Μαρξ στους νεαρούς εγελιανούς. Έχει κάποια εξηγητική αξία αυτή η διάκριση;
Στέκομαι κριτικά απέναντι στη διάκριση μεταξύ παλαιών και νεαρών εγελιανών. Ένα σημαντικό πρόβλημα είναι ότι η διάκριση αυτή προϋποθέτει την σύμφυρση δύο διαφορετικών αντιπαραθέσεων. Η διάκριση μεταξύ παλαιών και νεαρών εγελιανών δεν ταυτίζεται με τη διάκριση μεταξύ δεξιών και αριστερών εγελιανών αντίστοιχα ούτε με τη σημερινή διάκριση μεταξύ δεξιάς και αριστεράς. Στο κέντρο της αντιπαράθεσης μεταξύ δεξιών και αριστερών εγελιανών βρίσκεται το ερώτημα της ιστορικότητας του προσώπου του Ιησού ως προϋπόθεσης για τη χριστιανική θρησκεία. Οι αριστεροί εγελιανοί απαντούν αρνητικά. Κι έπειτα υπάρχει μια μάλλον πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ νεαρών εγελιανών και παλαιών εγελιανών, με τους δεύτερους να είναι μάλλον συντηρητικοί και τους πρώτους να έχουν μια κριτική στάση. Στην ιστορία της πρόσληψης του Χέγκελ ταυτίστηκαν οι αριστεροί εγελιανοί με τους νεαρούς εγελιανούς και οι δεξιοί με τους παλαιούς εγελιανούς. Αυτό όμως δεν ισχύει καθόλου. Εξάλλου συγκεκριμένοι άνθρωποι μετακινούνται, όπως ο Μπρούνο Μπάουερ. Με αυτήν την έννοια, και το συζητώ αναλυτικά αυτό σε ένα επίμετρο στον πρώτο τόμο, η διάκριση μεταξύ παλαιών και νεαρών εγελιανών είναι ιστορικοφιλοσοφική κατασκευή. Είναι ως έναν βαθμό βάσιμη, καθώς υπάρχουν νεότεροι εγελιανοί με κριτική στάση και παλαιότεροι εγελιανοί με συντηρητική, αλλά ούτε οι μεν ούτε οι δε δημιουργούν έστω και εν μέρει κάποια συνεκτικό σύστημα αρχών ή θέσεων. Γι’ αυτό εξάλλου και είναι πολύ δύσκολη η κατάταξη συγκεκριμένων προσώπων στη μια ή την άλλη κατεύθυνση και διαφορετικοί μελετητές κάνουν εντελώς διαφορετικές ταξινομήσεις. Και αυτό δεν οφείλεται στην ανεπάρκεια των μελετητών, αλλά στον προβληματικό χαρακτήρα της διάκρισης. Πρέπει να είμαστε πολύ πιο προσεκτικοί με αυτούς τους όρους, και αυτό προσπαθώ να κάνω στην βιογραφία. Πίσω στον Μαρξ: στην διατριβή κάνει κριτική σε θέσεις των «νεαρών εγελιανών». Δεν μπορούμε να τον θεωρούμε έτσι απλά νεαρό εγελιανό εκτός πια κι αν διευρύνουμε τόσο πολύ τον όρο, ώστε οποιαδήποτε κριτική και αντιπολιτευτική θέση να λέμε ότι ανήκει στους νεαρούς εγελιανούς.
Η επιρροή του Χεγκελ στο Μαρξ ωστόσο δεν περιορίζεται σε αυτό.
Όχι, καθόλου· η επιρροή του Χέγκελ στον Μαρξ εκτείνεται μέχρι το τέλος της ζωής του. Στην πορεία του έργου του ωστόσο διαπιστώνουμε διαφορετικές προσλήψεις της εγελιανής φιλοσοφίας, αλλά και διαφορετικές κριτικές της.
Ο Μαρξ μελετά τον Χέγκελ στα τέλη της δεκαετίας του ‘30. Αργότερα, το 1843 και υπό την επίδραση των ιδεών του Φόιερμπαχ, προβαίνει σε μια εκ θεμελίων κριτική του Χέγκελ. Το 1845, όταν σημειώνεται το μέγιστο της επίδρασης του Φόιερμπαχ στη θεωρία του Μαρξ, προβαίνει σε μια νομιναλιστική κριτική στο Χέγκελ, υποστηρίζοντας τη θέση ότι στον Χέγκελ οι αφηρημένες έννοιες είναι αυτονομημένες. Το 1857, όταν γράφει την Εισαγωγή, του είναι πια ξεκάθαρο, ότι αυτές οι αφηρημένες έννοιες και η δυναμική που εγκιβωτίζεται σε αυτές, είναι απαραίτητες. Υπό αυτήν την έννοια, η Εισαγωγή του 1857 αποστασιοποιείται από κάποιες κριτικές θέσεις που εμφανίζονται σε αποσπάσματα της Αγίας Οικογένειας του 1845. Στη συνέχεια, στις αρχές της δεκαετίας του ‘60, ο Μαρξ γράφει μια περίληψη για την απόλυτη γνώση. Εκεί καταπιάνεται ξανά εντατικά με τη Φαινομενολογία του Πνεύματος, με την οποία είχε ασχοληθεί ως φοιτητής αλλα και αργότερα στα οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα του 1844. Στο Κεφάλαιο υπάρχουν και πάλι αναφορές στη Λογική του Χέγκελ, συχνά ωστόσο παραβλέπεται, ότι το έργο του Χέγκελ που εμφανίζει τις περισσότερες παραπομπές στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου δεν είναι η Λογική, αλλά η Φιλοσοφία του Δικαίου, στην οποία παραπέμπει κατά κανόνα επιβεβαιωτικά.
Κατά συνέπεια η σχέση του Μαρξ με τον Χέγκελ διαπερνά για πάνω από σαράντα χρόνια το συνολικό του έργο, γεγονός που δεν μας επιτρέπει να μιλάμε μονοδιάστατα για μια επίδραση του Χέγκελ στο Μαρξ ή για την κριτική του Μαρξ στον Χέγκελ. Πρόκειται για μια πολύ δυναμική σχέση που διέρχεται διάφορες φάσεις αφομοίωσης και κριτικής. Για το λόγο αυτό, ο ρόλος του έργου του Χέγκελ θα εμφανίζεται και στους τρεις ή τέσσερις τόμους της Βιογραφίας, όχι σε μορφή περίληψης της εγελιανής φιλοσοφίας σε πέντε σελίδες, όπως συχνά απαντάται στις διάφορες βιογραφίες του Μαρξ, αλλά ως μέρος της εξέλιξης του έργου του Μαρξ στις διάφορες φάσεις της, όπου αυτό φαίνεται να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο.
Στο πρώιμο έργο του Μαρξ φαίνεται να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο η ιδέα του καλού της ανθρωπότητας. Υπήρξε πράγματι κατευθυντήρια γραμμή η ιδέα αυτή για τον πρώιμο Μαρξ και τί ρόλο διαδραματίζει στη συνέχεια;
Το καλό της ανθρωπότητας εμφανίζεται στον πρώτο τόμο της Βιογραφίας του Μαρξ και ειδικότερα στο τμήμα που αφορά την εργασία που συνέταξε για τις απολυτήριες εξετάσεις του Λυκείου. Εκεί φαίνεται να διαδραματίζει κεντρικό ρόλο. Στην εργασία αυτή παρατίθενται οι υποθετικές σκέψεις ενός νέου σχετικά με την επιλογή του μελλοντικού του επαγγέλματος. Κριτήριο για την επιλογή του επαγγέλματος αλλά και αυτό που προσδίδει τελικά μέγεθος στη δραστηριότητα ενός ποιητή, φιλοσόφου ή επιστήμονα, είναι να επιτελεί το όποιο έργο του με τελικό σκοπό το καλό της ανθρωπότητας. Στο σημείο αυτό είναι φανερή στο Μαρξ η επίδραση των ιδεών του Διαφωτισμού διά του καθηγητή Γλώσσας και Ιστορίας και διευθυντή του σχολείου στο οποίο φοιτούσε, του Χούγκο Βίτενμπαχ (Hugo Wyttenbach). Σύμφωνα με αυτές η προσωπική εκπλήρωση και εξέλιξη περνάει μέσα από τη συνειδητή επιδίωξη του καλού της ανθρωπότητας. Στο σημείο αυτό αναγνωρίζουμε την επίδραση και του πατέρα του Μαρξ, ο οποίος εμφορούνταν από όμοιες ιδέες. Ο απόφοιτος λυκείου Μαρξ δεν θεμελιώνει ο ίδιος, αλλά μεταφέρει τις ιδέες αυτές ως καθοδηγητικές γραμμές χωρίς να έχει ακόμα μια συγκεκριμένη άποψη για τη έννοια της ιδέας του καλού της ανθρωπότητας, την οποία στο πλαίσιο αυτό παραθέτει άκριτα. Στην ίδια εργασία υιοθετεί επίσης, για παράδειγμα, άκριτα την εικόνα του προσώπου που επιδιώκει να ξεχωρίζει από τη μάζα. Η ανθρωπότητα εμφανίζεται υπό την επίδραση μιας ελιτίστικης αστικής σκέψης ως μάζα, από την οποία το μεμονωμένο άτομο επιδιώκει να αναδειχθεί. Τα άτομα που αναδεικνύονται από την μάζα οφείλουν μετέπειτα να εργάζονται για το καλό της ανθρωπότητας.
Παρόλα αυτά η ιδέα αυτή του καλού της ανθρωπότητας ακολουθεί τον Μαρξ και στα επόμενα βήματά του. Εκεί ωστόσο αναλογίζεται όλο και πιο συγκεκριμένα τους όρους πραγμάτωσης αυτής της ιδέας και διαπιστώνει την εξάρτησή της από οικονομικούς και πολιτικούς όρους και από την αντιπαράθεση με αυτούς. Το καλό της ανθρωπότητας δεν ανάγεται πια στα ρομαντικά ιδεώδη του Διαφωτισμού, που τελικά καταλήγουν στον αστικό φιλελευθερισμό και στην ιδέα ότι εάν κάνουν όλοι το καλό, κάποτε πραγματώνεται και το καλό της ανθρωπότητας. Αντίθετα πρέπει να αναλυθούν οι συνθήκες, το ίδιο το περιεχόμενο αυτού του καλού της ανθρωπότητας. Οι προϋποθέσεις πραγμάτωσης ποικίλουν στον Μαρξ ανάλογα με το σημείο της θεωρητικής του εξέλιξης. Παρόλα αυτά η ίδια η ιδέα επανέρχεται σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, όπως λέει ο Πολ Λαφάργκ στις αναμνήσεις από τον Μαρξ, όπου θυμάται τον Μαρξ να επαναλαμβάνει πως, σε τελική ανάλυση, αυτό για το οποίο πρέπει να εργαστούμε είναι το καλό της ανθρωπότητας.
Ποιες υπήρξαν οι προσωπικές ερευνητικές προκλήσεις για σένα κατά τη σύλληψη και σύνταξη της βιογραφίας; Ποιο είναι το συγγραφικό περιβάλλον στο οποίο εμφανίζεται μια βιογραφία για τον Μαρξ σήμερα;
Η βιογραφία αυτή προϋποθέτει πραγματικά έρευνα, την έκταση της οποίας δεν μπορούσα να είχα προβλέψει –αν την είχα προβλέψει μπορεί να μην ξεκινούσα ποτέ! Καθότι υπάρχουν περίπου τριάντα εκτεταμένες βιογραφίες για τον Μαρξ, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι υπάρχουν τόσα σημεία στη ζωή και το έργο του που είτε δεν έχουν ερευνηθεί καθόλου είτε δεν έχουν ερευνηθεί σωστά. Σε πολλές περιπτώσεις η μια βιογραφία αντιγράφει την άλλη και δικαιολογεί την ύπαρξή της προβάλλοντας μια καινούργια ασήμαντη πληροφορία. Η συστηματική έρευνα και ενασχόληση απουσιάζουν. Η συμβολή της MEGA (η οποία δεν υπάρχει σε ολοκληρωμένη μορφή ούτε μέχρι σήμερα) στην παρακολούθηση και καταγραφή της βιογραφίας ήταν καθοριστική. Όταν ξεκίνησα την ενασχόληση με τη βιογραφία του Μαρξ είχα προσωπικά μια ιδέα ως προς την εξέλιξη του έργου του, το ρόλο της εγελιανής θεωρίας, την εξέλιξη της Πολιτικής του Οικονομίας στις δεκαετίες ‘60 και ‘70. Παρόλα αυτά δεν είχα στο μυαλό μου μια ολοκληρωμένη βιογραφία του Μαρξ. Αυτή προκύπτει σταδιακά μέσα από την έρευνα, συχνά δε και με αναθεωρήσεις και εκπλήξεις. Η συγγραφή της βιογραφίας είναι ένα ερευνητικό έργο με ανοιχτή έκβαση.
Η βιογραφία αυτή αποτελεί το απαύγασμα μιας μακρόχρονης προσωπικής ενασχόλησής σας με το έργο του Μαρξ. Είναι λοιπόν αυτό ένα προσωπικό Opus Magnum, το επιστέγασμα μιας μακράς επιστημονικής πορείας έντονης τριβής με τη θεωρία του Μαρξ;
Στην πράξη μπορεί κανείς να το αποκαλέσει πράγματι ως ένα opus magnum, το οποίο προέκυψε από τη συνολική ενασχόλησή μου με τη θεωρία του Μαρξ. Αυτή ξεκίνησε κατά τη διάρκεια των σχολικών μου χρόνων και την αντιπαράθεση με την επίδραση του φοιτητικού κινήματος του ‘68 στο γερμανικό γυμνάσιο. Την πρώτο κείμενο του Μαρξ το διάβασα το 1971 σε ηλικία 14 ετών. Από τότε έχω ασχοληθεί και με άλλα πράγματα και όχι μόνο με την ανάγνωση του Μαρξ. Παρόλα αυτά σε όλο αυτό το διάστημα των άνω των σαράντα ετών που ασχολούμαι με τον Μαρξ και το έργο του, η επιστροφή στο Μαρξ ήταν επαναλαμβανόμενη και εντεινόμενη, ώστε εισρέει με όλες αυτές τις φάσεις της και στη βιογραφία, όπου ταυτόχρονα αξιοποιείται και ανάλογα. Από αυτή τη σκοπιά, ναι, μπορεί να πει κανείς ότι πρόκειται για ένα οpus magnum, παρότι κάτι τέτοιο δεν ήταν ούτε ο αρχικός σκοπός μου ούτε προγραμματισμένο.
Έχεις παρουσιάσει το έργο σου σε διάφορες χώρες. Θα μπορούσες να μας δώσεις μια γενική εικόνα για τον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνεται;
Στα ταξίδια μου στις διάφορες χώρες τόσο στην Ευρώπη, όσο και στη Λατινική Αμερική, την Ινδία ή την Κίνα και από τις μεταφράσεις των βιβλίων μου σε 14 ή 15 γλώσσες έχω γίνει αποδέκτης των πιο διαφορετικών αντιδράσεων. Κάποιες από αυτές σχετίζονται με τα ίδια τα βιβλία μου και τις απόψεις μου που περιλαμβάνονται σε αυτά, άλλες με την κατάσταση και τα θέματα που αποτελούν αντικείμενο συζήτησης στην κάθε χώρα, όπως για παράδειγμα θέματα σχετικά με την οικολογία και την καταστροφή του περιβάλλοντος στην Ινδία, η οποία χαρακτηρίζεται από μεγάλη αγροτική παραγωγή, ή τη λατινική Αμερική, που την απασχολεί το θέμα Ευρωκεντρισμός. Το κάθε θέμα λοιπόν σχετίζεται και με τα ζητήματα που απασχολούν την κάθε περιοχή.
Έχει υπάρξει στο παρελθόν ή υπάρχει κάποιος διάλογος με τη Νέα Ανάγνωση του Μαρξ (Neue Marx Lektüre) στην Ελλάδα;
Την πρόσληψη της Νέας Αναγνωσης του Μαρξ στην Ελλάδα δεν τη γνωρίζω, θα πρέπει ωστόσο να είμαστε ούτως ή άλλως προσεκτικοί με τη χρήση του όρου. Πρόκειται για μια ονομασία που περιγράφει θετικά καταρχήν την εντατική ενασχόληση με ένα νέο πεδίο θεμάτων στη θεωρία του Μαρξ, τα οποία δεν είχαν τύχει ευρείας επεξεργασίας στο παρελθόν, όπως ο φετιχισμός και η ανάλυση της μορφής. Τα ζητήματα αυτά αναδεικνύονται και αυτό που στην ουσία επιδιώκεται είναι η άρνηση δογματισμών που τείνουν προς την κατευθυνση της δημιουργίας ενός κλειστού συστήματος μιας μαρξιστικής θεωρίας. Η άρνηση αυτή του δογματισμού γίνεται όχι μόνο από τη σκοπιά του περιεχομένου, αλλά και με ρητές αναφορές στα τετράδια και στα σχέδια κειμένων του Μαρξ, δηλαδή με μια εκδοτική και φιλολογική αντιπαράθεση με τις ιδέες του Μαρξ και με μια ανατρεπτική διάθεση ενάντια στο δογματισμό. Από την άλλη υπάρχει η κριτική ότι στη Νέα Ανάγνωση αφαιρείται η ιστορία από το Μαρξισμό, ότι αντικαθίσταται η διαλεκτική από τη λογική, ότι ο Μαρξ αποπολιτικοποιείται. Τα επιχειρήματα που συνδέονται με την κριτική αυτή τα θεωρώ γενικά αδύναμα. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έχει προηγηθεί αντιπαράθεση με το ίδιο το περιεχόμενο της θεωρίας και τα επιχειρήματά της, αλλά γίνεται επικέντρωση στο γεγονός της επαναλαμβανόμενης ή μη χρήσης εννοιών-συμβόλων, όπως η ταξική πάλη, χωρίς να εξετάζεται ή να μελετάται αυτό που άποψη περιεχομένου έχει λεχθεί ή αναπτυχθεί σε σχέση με τη συγκεκριμένη έννοια. Παρότι λοιπόν θεωρώ τον όρο Νέα Ανάγνωση του Μαρξ μια αφαίρεση, αντιλαμβάνομαι εξίσου ως προβληματική την κριτική που έχει μέχρι τώρα ασκηθεί. Η προσέγγιση αυτή του Μαρξ φαίνεται να έχει ξεβολέψει αυτούς που επιχειρηματολογούσαν κατεξοχήν με τη Διαλεκτική, χωρίς ωστόσο να γίνεται σαφές στις θεωρήσεις τους, τί είναι αυτό στο οποίο αναφέρονται.
Η βιογραφία σου για τον Μαρξ φέρει τον τίτλο «Ο Καρλ Μαρξ και η γέννηση της μοντέρνας κοινωνίας». Πώς συνδέεται σε αυτήν το πρόσωπό του Μαρξ με τη γέννηση της μοντέρνας κοινωνίας;
Ο τίτλος του βιβλίου έχει για μένα μεγάλη σημασία. Στην τελευταία βιογραφία του Μαρξ από τον Γκάρεθ Στέντμαν Τζόουνς (Gareth Stedman Jones), που εκδόθηκε το 2016 στα αγγλικά και σε γερμανική μετάφραση το 2017, επιχειρείται μια ιστορικοποίηση του Μαρξ και υποστηρίζεται η θέση ότι ο Μαρξ ανήκει στον 19ο αιώνα και είναι έντονα επηρεασμένος από αυτόν. Κατ’ επέκταση, ότι είναι περιορισμένη η σημασία του έργου του για τον 20ο και τον 21ο αιώνα. Κατά την άποψη αυτή, ο Μαρξ έχει πλέον ιστορική μόνο σημασία για την εποχή στην οποία δρα και γράφει. Φυσικά και ο Μαρξ και η θεωρία του είναι προϊόν της εποχής του. Θα πρέπει όμως κανεις να αναρωτηθεί, τί ήταν αυτή η εποχή. Τον αιώνα που έζησε ο Μαρξ η παγκόσμια ιστορία έζησε μια θεμελιώδη μεταβολή, αυτό που προσδιορίζω ως «γέννηση της μοντέρνας κοινωνίας». Στον αιώνα αυτό έλαβαν χώρα τεχνολογικές μεταβολές, πολιτικές μεταβολές, κοινωνικές μεταβολές, που καθιστούν εμφανέστατες τις θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ του πριν και του μετά. Στον αιώνα αυτό τέθηκαν θεμέλια που διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο και στη σημερινή κοινωνία.
Ο Μαρξ ήταν από τη μια αυτόπτης μάρτυρας αυτών των αλλαγών, ταυτόχρονα όμως ήταν και αναλυτής αυτών των αλλαγών και δυναμικός ακτιβιστής, που επενέβαινε στις κοινωνικές εξελίξεις. Θεματοποιούσε προβλήματα και έθετε ερωτήματα τα οποία είναι σήμερα και δικά μας ερωτήματα. Για το λόγο αυτό, ανεξάρτητα από τη γνώμη που έχει κανείς για τις απαντήσεις του ίδιου του Μαρξ στα ερωτήματα αυτά, τουλάχιστον ως προς το διάλογο που ανοίγουν τα ερωτήματά του είναι μέχρι σήμερα επίκαιρος και θέτει ζητήματα τα οποία δεν μπορούν να αντιπαρέλθουν ούτε οι επικριτές του.
Αυτή την προβληματική υποδηλώνει ο τίτλος «γέννηση της μοντέρνας κοινωνίας», ναι, ο Μαρξ είναι προϊόν του 19ου αιώνα, αλλά τί συμβαίνει στη διάρκεια αυτού του αιώνα; Ο όρος «μοντέρνα» βέβαια δεν είναι ο ίδιος μονοδιάστατος. Η φράση παραπέμπει στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης του Κεφαλαίου, όπου αναφέρει ότι ο τελικός σκοπός του έργου αυτού είναι να αποκαλύψει τον οικονομικό νόμο κίνησης της μοντέρνας κοινωνίας. Η νεωτερικότητα ή το νεωτερικό είναι και στον ίδιο τον Μαρξ κάτι που μεταβάλλεται. Υπάρχει μόνο ένα νεωτερικό ή πολλά νεωτερικά; Είναι μια ευρωκεντρική έννοια ή όχι; Το ερώτημα της μοντέρνας κοινωνίας θα επανέλθει στους επόμενους τόμους της βιογραφίας, καθώς ο πρώτος τόμος δεν έχει δώσει ικανή αφορμή να συζητηθεί διεξοδικά και το ίδιο και οι σημαντικές συζητήσεις που το έχουν περιβάλει.
Ελπίζω ωστόσο ότι στο τέλος αυτής της βιογραφίας θα καταστεί δυνατό να γίνει μια κριτική αντιπαράθεση με αυτή τη «γέννηση της μοντέρνας κοινωνίας» προς την κατεύθυνση ότι δεν είναι μία η μοντέρνα κοινωνία που γεννιέται. Ο ίδιος ο Μαρξ περνά μια μακρά διαδικασία μάθησης προκειμένου να αποκτήσει συνείδηση του ζητήματος αυτού το 1870. Το ερώτημα της νεωτερικότητας και της νεωτερικής κοινωνίας είναι λοιπόν ακόμα ένα ζήτημα που διαπερνά το σύνολο των διαφορετικών τόμων της βιογραφίας.
Την επιμέλεια του γραπτού κειμένου της συνέντευξης έκανε ο Αντώνης Γαζάκης.
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο