Παγανιστικές δοξασίες της θεσσαλικής επαρχίας
Χρυσόστομος Τσαπραΐλης
Αντίποδες, 2017 | 160 σελίδες
Αν τύχει κάποιος ξεχασμένος διαβάτης να περπατά στον θεσσαλικό κάμπο λίγο πριν η δροσιά σμίξει με τα σύννεφα που έχουν μαζέψει οι Μόρες από τα νυχτερινά όνειρα, θα συναντήσει, κάπου ανάμεσα στη Λάρισα και την Καρδίτσα, ένα ξεχασμένο σπίτι, κάθε φορά σε διαφορετική πλευρά της στράτας. Ξύλινο, φτιαγμένο από οξιές που κατεβάζει ο Πηνειός τις νύχτες που οι γριές δαγκώνουν τη βελέντζα και μασουλάνε σιγά-σιγά τα κρόσσια της μνήμης τους, έχει πόρτες στις θέσεις των παραθύρων και ένα παράθυρο στη θέση της πόρτας. Λένε ότι όποιος κοιτάξει μέσα από αυτό το πορτοπαράθυρο θα απομείνει εκεί μέχρι το τέλος του χρόνου, αν δεν έχει στην τσέπη του τρεις σελίδες γραμμένες από χέρι παιδιού που έχει κοιμηθεί κάτω από συκιά.
Στο σπίτι αυτό μένει ένας άντρας όλος γένια και δάχτυλα μακριά, που έχει γύρω από το στόμα του ένα χρυσό στεφάνι, σαν να έχει πιει γάλα από αρνί που το ‘σπειρε ένα κριάρι που κάποτε είχε πετάξει μακριά από τούτον τον τόπο. Αυτός ο άντρας κάθε βράδυ κάθεται σε ένα από τα δεκατρία δωμάτια του σπιτιού -όλα στρωμένα με ξερά στάχυα και κόκκινους φόβους- και, αφού ανάψει ένα καντήλι για να μην τον ενοχλήσει γέλιο παρατημένης γυναίκας, περιμένει να έρθουν.
Και έρχονται. Κάθε βράδυ κι ένας άλλος ή μια άλλη. Άλλοτε είναι ο Αγαπότεχνος που του φέρνει πλοκάμια και φρίκες εμφιαλωμένες σε γυάλινα δοχεία και τα ακουμπάει στις άκρες των ονείρων του, ήσυχα-ήσυχα, για να μην ξυπνήσει τους Παλαιούς. Άλλοτε η μάγισσα Ζυράννα, με μουσικές βορινές και κουδούνια στα χέρια και τη μάσκα της, του ψιθυρίζει συνταγές για ξόρκια που δεν διώχνουν τον θάνατο, αλλά τον κρατούν σε απόσταση αφελείας. Κι ακόμη, έρχεται κοντά του ένα περίεργο πλάσμα με δύο κεφάλια και τέσσερα ζευγάρια γυαλιά, ο Μέγας Πολίτης, που του φέρνει κάθε φορά βιβλία με ξεθωριασμένα γράμματα. Συχνά τον επισκέπτεται κι ο μονόχειρας βιολιστής με ένα κηροπήγιο καρφωμένο πάνω στο βιολί του και μια παράξενη ουρά που κουνιέται μόνη της, σαν να τη φυσά άνεμος σε σταυροδρόμι του κόσμου. Μια φορά ήρθε κι ένας Σέρβος πλασιέ λεξικών που έριχνε ταρό με λέξεις και έλυνε σταυρόλεξα με ολόκληρα κεφάλαια βιβλίων. Φυσικά, δεν έλειπε κι ο Γλωσσοφτιάχτης που μιλούσε για τη μέση της γης, για πλάσματα με τριχωτά πόδια και για άλλα με μυτερά αυτιά, και του ‘φερνε έναν χαλκά που του ψιθύριζε παράξενα καλέσματα.
Έρχονται κι άλλοι πολλοί και όλοι τους, αφού πιουν μια κούπα κατσικίσιο γάλα που περίσσεψε από το ουράνιο άρμεγμα των άστρων, αρχινάνε να μιλάνε. Άλλος αργά, άλλη γρήγορα, τραγουδάνε ιστορίες καμωμένες από σκοτάδι και φως, χωρίς να τον κοιτάζουν ποτέ στα μάτια, αλλά πάντα λίγο πάνω από τον αριστερό του ώμο. Κι ο άντρας με τα γένια αρπάζει κάθε τόσο τις λέξεις απ’ το στόμα τους πριν σμίξουν με το πυρόξανθο πάτωμα και τις βάζει σ’ ένα σακούλι κεντημένο από ομίχλη και βρύα. Κι αυτό συνεχίζει μέχρι να λαλήσει κόκορας που ψάχνει κάποιον να προδώσει και αυτός για να απαλλαγεί επιτέλους από το αιώνιο μαρτύριό του.
Τότε ο παράξενος επισκέπτης φορά το πανωφόρι του που αντί για τσέπες έχει σπηλιές, ανοίγει το παράθυρο και βγαίνει από την πόρτα. Ο άντρας πάλι, αφού σκουπίσει τα μάτια του, αρχίζει να γράφει άλλη μια από τις παγανιστικές δοξασίες που χάριζε στον τόπο του. Έχει πολλή δουλειά ακόμη.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Προσθέστε σχόλιο