TONGUE
Παναγιώτης Αχνιώτης και Ανδρέας Αναστασιάδης
Η ταινία θα προβάλλεται από τις 19 μέχρι και τις 28 Μαΐου 2019 στο διαδικτυακό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, στον σύνδεσμο: https://online.filmfestival.gr/film/tongue/ (πρόσβαση μόνο με σύνδεση από την Ελλάδα)
«Μες τούντα τα θεμέλια αναγιωθήκαμεν τζαι οραματιστήκαμεν τζαι μεις, τζαι έτσι εμάθαμεν να μιλούμεν»
Παναγιώτης Αχνιώτης, Ανδρέας Αναστασιάδης, σκηνοθέτες της ταινίας Tongue
Όσες και όσοι κατορθώσουν να δουν την ταινία TONGUE στο φετινό online φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης θα έχουν την ευκαιρία να βιώσουν μια σπάνια εμπειρία αφήγησης, μιας προσωπικής και ταυτόχρονα συλλογικής ιστορίας ενός ανθρώπου και ενός νησιού «που φαντάζει ανέκαθεν μοιρασμένο». Πρόκειται για τις ιστορίες της κυπριακής άκρας αριστεράς και του δικοινοτικού κινήματος επανένωσης, των οποίων οι αφηγήσεις επιτελούνται με κέντρο τον βίο του κύπριου ακτιβιστή Κωστή Αχνιώτη.
Λέω «σπάνια εμπειρία», γιατί κατά τη γνώμη μου η επιλογή των σκηνοθετών να δημιουργήσουν στην κυπριακή γλώσσα περιλαμβάνοντας τόσο την κυπριακή ελληνική όσο και την κυπριακή τουρκική προσφέρει τη μοναδική δυνατότητα στις/στους θεατές να ακούσουν αυτές τις ιστορίες στη μόνη δυνατή γλώσσα, την κυπριακή, τη γλώσσα που μιλιέται αλλά δεν διδάσκεται στα σχολεία, τη γλώσσα που μπορεί να αφηγηθεί αυτές τις ιστορίες όπως βιώθηκαν. Με αυτή την έννοια η ταινία είναι κυπριακή αλλά δεν αφορά μόνο όσες και όσους μιλούμεν κυπριακά. Μπαίνει στο αερόστατο της πρώτης δικοινοτικής αφίσας και πετάει προς το ελληνικό κοινό, αμετάφραστη χωρίς αυτό να της στερεί το οικουμενικό της νόημα.
Αλλά και το κυπριακό κοινό θα έχει την ευκαιρία να αφεθεί στη γνώριμη γοητεία της κυπριακής γλώσσας. Γοητεία όχι τόσο για την μελωδικότητα που παρατηρούν όσοι δεν είναι κύπριοι, όσο για εκείνη την ειλικρίνεια της γεμάτης, εγκυμονούσας γλώσσας που τα βαριά της σύμφωνα, τα έντονα φωνήεντα και τα τελικά νι, αναπλάθουν κάθε στιγμή το οικείο του τόπου που μας ανάγιωσεν (ανάθρεψε). Η ακρόαση της κυπριακής στο Tongue είναι από μόνη της μια αισθητηριακή εμπειρία.
Οι σκηνοθέτες συλλέγουν προσεχτικά και με αγάπη, θραύσματα μνήμης από αφηγήσεις συγγενών, φίλων, συντρόφων, παρουσιάζουν παλιές φωτογραφίες χρησιμοποιώντας το αρχειακό υλικό που έχουν στη διάθεσή τους, ανακαλούν τις δικές τους μνήμες και χρησιμοποιούν την ηχογραφημένη φωνή του Αχνιώτη, συνθέτοντας ένα ανάγλυφο κολλάζ. Με λίγα λόγια αξιοποιούν όλες τις πηγές που έχουν στη διάθεσή τους και τις συνθέτουν έχοντας επίγνωση ότι η κάμερά τους, μεταφέρει τη γνώση της βαριάς κληρονομιάς που τους αφήνουν όσοι πάλεψαν για την επανένωση του νησιού στις πιο δύσκολες συνθήκες, στη μοναξιά του περιθωρίου.
Αυτό το αφηγηματικό κολλάζ λειτουργεί σαν χάρτης για να εξερευνήσουμε τη γεωγραφία της Κύπρου, τους τόπους θανάτου και ζωής για να ξέρουν τα πόδια των επόμενων πού να πατήσουν, για να αποφύγουν τα «κρυφά νεκροταφεία». Οι αφηγήσεις μπλέκονται μεταξύ τους, οι φωτογραφίες είναι έντονα κινητικές και η κάμερα σε πολλά σημεία προδίδει συνειδητά τη συγκίνηση όσων ανακαλύπτουν τα περάσματα, τις γέφυρες του ποτζεί τζαι του ποδά (του από κει και του από δώ). Η κυπριακή γλώσσα στην ταινία λειτουργεί ως συγκολλητική ουσία της σκόρπιας μνήμης, εισβάλλει προκλητικά σε ελληνο-ορθόδοξες εκκλησίες μιλώντας τουρκοκυπριακά με την ίδια βαριά προφορά της ελληνοκυπριακής πλευράς, είναι γλώσσα ανυπάκουη, στρέφεται ενάντια στην αποικιοκρατία, μιλά για τη ζωή και το θάνατο αποδεχόμενη τη στενή τους σχέση, τολμά να βλέπει τον κάμπο της Λευκωσίας σαν θάλασσα, αγκαλιάζεται την εποχή του ανοίγματος των συνόρων και μιλά για την ελπίδα στο δημοψήφισμα, μιλά για τα πρώτα βήματα της άκρας αριστεράς, είναι η γλώσσα αυτών για τους οποίους μιλούσε ο Κωστής Αχνιώτης όταν έλεγε ότι «η κυπριακή συνείδηση έχει την αλαζονεία του περιθωρίου», όπως μας υπενθύμισε ο Ανδρέας Παναγιώτου, στην κηδεία του Κωστή.
Είναι τελικά μια γλώσσα που μπορεί να σε συνδέσει με το νησί αν το αγαπήσεις, που μπορείς να νιώσεις άνετα ακούγοντάς την με τον ίδιο τρόπο που ο ανθρωπολόγος κυπριακής καταγωγής Peter Loizos περιέγραφε την εμπειρία του από την έρευνα πεδίου στο Αργάκι:«Πολλά πράγματα με έκαναν να νιώθω ότι βρισκόμουν στο σπίτι μου και αυτό που δεν ξέχασα ποτέ μου ήταν η [κυπριακή] παροιμία «Όποιος έσσιει δέντρον έσσει σσιός» (όποιος έχει δέντρο έχει σκιά).
Οι διαφορετικοί χρόνοι στην ταινία ενισχύονται από τις παράλληλες αφηγήσεις των σκηνοθετών που «κάμνουν δικά τους τα ερωτήματα που τους έθεσαν τα αγαπημένα τους πρόσωπα». Είναι οι στιγμές που το μαγνητόφωνο μπαίνει σε αναμονή και ο φακός της κάμερας γίνεται καλειδοσκόπιο που δείχνει τη ζωή αλλιώς, σαν «τα φανάρκα μες την φυλακήν του παρόντος» η γενιά των σκηνοθετών «γυρεύκει το φως». Το σώμα των σκηνοθετών δεν αποκρύπτεται. Με αυτό-εθνογραφική διάθεση, χρησιμοποιούν τη φωνή τους, τις σκιές καθώς ποδηλατούν ή περπατούν, θυμίζουν την παρουσία τους καθώς το κάδρο εγκαταλείπει τη σταθερή του θέση ή όταν η κάμερα τρέχει γρήγορα σαν τη φαντασία, εκεί που τα πόδια δεν μπορούν να φτάσουν, πέρα από τις βαρέλλες, σε απάτητα χώματα.
Ήδη από την πρώτη σκηνή, παρακολουθώντας την κηδεία του Αχνιώτη αντιλαμβανόμαστε την πρόθεση των σκηνοθετών να δημιουργήσουν την ταινία εκθέτοντας την υπαρξιακή αγωνία της γενιάς τους (γεννημένοι κάπου το ῾90 όπως σημειώνουν) για το πώς να ζεις ελεύθερα σε ένα ναρκοθετημένο κόσμο. Με τα ίδια τους τα λόγια «Τζαι ενώ ο θάνατος δημιουργεί την απορία της γέννησης εμείς διερωτούμαστε πως μπορούμε να ανασυγκροτήσουμε την υπόσχεση για μια ζωή που να υπερβαίνει βαρέλλες τζαι διαχωρισμούς». Η αφήγηση ξεκινά ανάποδα, από το τέλος, με τον θάνατο να ανοίγει την αυλαία για τις επόμενες ζωές. Η γλώσσα του Αχνιώτη, των αγαπημένων φίλων και συντρόφων του και κυρίως των σκηνοθετών του Tongue συναντά τη γλώσσα ενός άλλου σκηνοθέτη, του σημαντικότερου, κατά τη γνώμη μου, κύπριου σκηνοθέτη στη σύγχρονη ιστορία του κυπριακού κινηματογράφου, του Άδωνι Φλωρίδη. Στην ταινία ακούμε τη φωνή του ίδιου να απαγγέλει το ποίημα του «η ιστορία του αμμαθκιού που ποσιεπάζει».
Δύο γενιές σκηνοθετών συνομιλούν, η νύξη για τον δάσκαλο της σκηνοθεσίας είναι προφανής όσο και ο διάλογος σε όλη τη διάρκεια της ταινίας με το ποίημα του Φλωρίδη. Η κάμερα των Παναγιώτη Αχνιώτη και Ανδρέα Αναστασιάδη, περπατά, ανεβαίνει, κατεβαίνει, τρέσιει, βουρά, τρυπώνει, ανακαλύπτει, αποκαλύπτει, συνδέει, θυμάται, νιώθει. Η κάμερα τους σφηνώνει, προσπαθεί, πενθεί, σιύφκει, ντζίζει, χωρεί, εν χωρεί, κάμνει παύσεις, ποταυρίζεται, ονειρεύκεται, παουρίζει, χάνεται, στο «ποδά του ποτζιεί, στο ποτζιεί του ποδά», η κάμερα λαλεί. Η κυπριακή γλώσσα συνεχίζει να ποιεί στα κυπριακά ναρκοπέδια, αρνείται τα σύνορα, είναι η γλώσσα ενός ανθρώπου, του Κωστή Αχνιώτη, βαθιά πολιτική, είναι η γλώσσα ενός κόσμου, του κόσμου μας, κυπριακή, διεθνιστική, δική μας. Αυτήν την γλώσσα μιλά το TONGUE.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Προσθέστε σχόλιο