Η μετάφραση της διατριβής του Μιχαήλ Μπαχτίν «Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του. Για τη λαϊκή κουλτούρα του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης» στα ελληνικά από τις Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης το 2017, αποτέλεσε ένα μεγάλο εκδοτικό γεγονός και αναμφίβολα μια μεταφραστική πρόκληση. Ο Γιώργος Πινακούλας μεταφράζει από το ρωσικό πρωτότυπο και σε πολλές από τις σημειώσεις του μεταφραστή μάς αποκαλύπτει τις μεταφραστικές διαδρομές του. Το βιβλίο του Μπαχτίν αλλά και οι Σ.τ.Μ σε συνδυασμό με την καλαίσθητη έκδοση των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης, δημιουργούν ένα χώρο στον οποίο η αναγνώστρια μπορεί να σημειώσει στο περιθώριο με μολύβι, συνομιλώντας με το κείμενο. Για το σχολιασμό της συνολικής πραγματείας του Μπαχτίν που ολοκληρώθηκε το 1940 αλλά που ξανα-διαμορφώθηκε γύρω στα 1949–1950, έχουμε προγραμματίσει να επανέλθουμε σε επόμενο τεύχος. Για τις αναγνώστριες/-ες αυτής της στήλης, ωστόσο, επιλέγουμε δύο Σ.τ.Μ που μπορεί να αποτελέσουν σημείο εισόδου στην γλώσσα του Μπαχτίν. Ακολουθώντας τις Σ.τ.Μ του Γιώργου Πινακούλα, σταδιακά μας αποκαλύπτεται ο πλούτος της μπαχτινικής γλώσσας που ξαναμεταφράζει την καρναβαλική γλώσσα. Γράφει ο Μπαχτίν στην εισαγωγή του έργου του:
«Να κατανοήσουμε αυτή την μισολησμονημένη και εν πολλοίς σκοτεινή πια για μας γλώσσα -αυτός είναι ο βασικός σκοπός όλης της εργασίας μας. Γιατί ακριβώς αυτή τη γλώσσα χρησιμοποίησε ο Ραμπελαί. Αν δεν την μάθουμε, είναι αδύνατο σήμερα να κατανοήσουμε το ραμπελαισιανό σύστημα των εικόνων. Αυτήν όμως την καρναβαλική γλώσσα χρησιμοποίησαν επίσης, με διαφορετικούς τρόπους και σε διαφορετικό βαθμό, και ο Έρασμος και ο Σαίξπηρ και ο Θερβάντες και ο Λόπε δε Βέσε και ο Τίρσο δε Μολίνα και ο Γκεβάρα και ο Κεβέδο. Τη χρησιμοποίησε επίσης και η γερμανική «λογοτεχνία των τρελών» («Νarrenliteratur») και ο Χανς Ζαξ και ο Φίτσαρτ και ο Γκριμμελσχάουζεν και άλλοι. Χωρίς την εκμάθηση αυτής της γλώσσας είναι αδύνατη η ολόπλευρη και πλήρης κατανόηση της λογοτεχνίας της Αναγέννησης και του Μπαρόκ. Και όχι μόνο η λογοτεχνία αλλά και οι αναγεννησιακές ουτοπίες και η ίδια η αναγεννησιακή κοσμοαντίληψη ήταν βαθιά διαποτισμένες απ’ την καρναβαλική αίσθηση του κόσμου και συχνά εκφράστηκαν με τις μορφές και τα σύμβολά της».
Η λαϊκή γελαστική δημιουργία
Γράφει ο Μπαχτίν και πάλι στην εισαγωγή (σελ 3):
«Ο Ραμπελαί είναι ο δυσκολότερος απ’ όλους τους κλασικούς της παγκόσμιας λογοτεχνίας, αφού απαιτεί ουσιώδη ανασυγκρότηση όλης της καλλιτεχνικο-ιδεολογικής αντίληψής μας, απαιτεί την ικανότητα να απαλλαγούμε από πολλές βαθιά ριζωμένες απαιτήσεις του λογοτεχνικού γούστου, απαιτεί την επανεξέταση πολλών ιδεών, και, το βασικότερο, απαιτεί τη βαθιά διείσδυση σε μια περιοχή που έχει μελετηθεί λίγο και επιφανειακά, στη «λαϊκή γελαστική δημιουργία».
Στη Σ.τ.Μ 3 (σελ 3), ο Γιώργος Πινακούλας γράφει για το γελαστικό:
«Η λέξη σμεχοβόι (CMEXOBOЙ), που χρησιμοποιεί εδώ ο Μπαχτίν, προέρχεται από τη λέξη σμεχ (CMEX), η οποία σημαίνει γέλιο. Σμεχοβόι σημαίνει γελαστός, γελαστικός, αυτός που έχει να κάνει με το γέλιο. Το αποδίδουμε με τη λέξη γελαστικός, που σημαίνει αυτός που συνηθίζει να γελά, ο γελαστός, ή αυτός που προκαλεί γέλιο, αστείος (Λεξικό Μπαμπινιώτη). Όπως θα φανεί στη συνέχεια του βιβλίου, ο Μπαχτίν, χρησιμοποιεί αυτό το επίθετο για να προσδιορίσει τη λογοτεχνία του γέλιου, βασικός εκπρόσωπος της οποίας είναι ο Ραμπελαί, σε αντίθεση με τη σοβαρή λογοτεχνία.
Η λαϊκο-πλατεϊστική κουλτούρα
Ο Μπαχτίν περιγράφοντας το λαϊκό γέλιο και τη λαϊκή δημιουργία, σημειώνει (σελ 4):
«Η στενή αντίληψη της λαϊκότητας και του φολκλόρ, που γεννήθηκε την εποχή του προρομαντισμού και κατά βάση ολοκληρώθηκε με τον Χέρντερ και τους ρομαντικούς, δεν χωρούσε σχεδόν καθόλου μέσα στα όριά της την ιδιόμορφη λαϊκό-πλατεϊστική κουλτούρα και το λαϊκό γέλιο με όλο τον πλούτο των εκδηλώσεων του, Αλλά και στην μετέπειτα εξέλιξη της λαογραφίας και της επιστήμης της λογοτεχνίας, ο λαός που γελούσε στις πλατείες δεν έγινε, ούτε καν στο ελάχιστο, αντικείμενο προσεχτικής και βαθιάς πολιτισμικο-ιστορικής, λαογραφικής και φιλολογικής μελέτης. Στην εκτεταμένη επιστημονική βιβλιογραφία που είναι αφιερωμένη στην τελετουργία, στο μύθο, στη λυρική και επική λαϊκή δημιουργία, το γελαστικό στοιχείο καταλαμβάνει τον ελάχιστο δυνατό χώρο».
Στη σημείωση 4 (σελ 4), ο Πινακούλας, σχολιάζει την απόδοση της λέξης «πλατεϊστική»:
«Η λέξη πλοστσαντνόι (πлοщаднοй) προέρχεται από τη λέξη πλόστσαντ (πлοщадъ), που σημαίνει πλατεία. Πλοστσαντνόι σημαίνει αυτός που έχει να κάνει με την πλατεία. Προτιμήσαμε να το αποδώσουμε με τον νεολογισμό πλατεϊστικός και όχι με τον εν χρήσει πολεοδομικό όρο πλατειακός. Η πλατεία για την οποία μιλά ο Μπαχτίν, όπως θα φανεί στη συνέχεια, δεν είναι απλώς ο συγκεκριμένος χώρος, αλλά κάτι πολύ ευρύτερο: είναι ο τόπος στον οποίο συγκεντρώνεται ο λαός για να ζήσει την πλούσια γιορταστική, πανηγυριώτικη και καρναβαλική ζωή του, κατά τις περιοόδους που απελευθερώνεται απ’ το ζυγό της εργασίας και της σοβαρής καθημερινότητας».
Προσθέστε σχόλιο