Ο εθνικισμός και το έθνος κράτος είναι σύγχρονες πραγματικότητες. Αναδύθηκαν στο πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό πλαίσιο της νεωτερικότητας. Είναι στο πλαίσιο αυτό που το έθνος αναδεικνύεται βασική πηγή νομιμοποίησης της εξουσίας. Με τη σειρά της, η συγκρότηση του εθνικού κράτους απαιτεί την ομογενοποίηση και τη συνοχή της φαντασιακής -κατά Μπένεντικτ Άντερσον (Benedict Anderson)- ή επινοημένης -κατά Έρικ Χόμπσμπάουμ (Eric Hobsbawm)- εθνικής κοινότητας, ώστε να διασφαλιστεί η υπακοή στην κρατική εξουσία. Καθοριστικό ρόλο εδώ διαδραματίζει η Ιστορία, η οργάνωση της οποίας ως επιστήμης είχε συμπέσει χρονικά με τις παραπάνω εξελίξεις.[1]
Όπως και στις υπόλοιπες νεωτερικές κοινωνίες, η ελληνική εθνική συνείδηση σφυρηλατήθηκε σταδιακά μέσα από τους θεσμοθετημένους μηχανισμούς των φορέων του Διαφωτισμού και, ακολούθως, του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Το εκπαιδευτικό σύστημα αποτέλεσε τον αποτελεσματικότερο θεσμοθετημένο μηχανισμό καλλιέργειας και προώθησης της εθνικής συνείδησης, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ελληνική περιφέρεια. Είναι χαρακτηριστικό ότι, μέχρι και σήμερα, η σφυρηλάτηση της εθνικής συνείδησης εξακολουθεί να βρίσκεται στο επίκεντρο της εκπαιδευτικής σκοποθεσίας. Η σκοποθεσία αυτή είναι ρητά διατυπωμένη τόσο στο ελληνικό Σύνταγμα, όσο και στα Αναλυτικά Προγράμματα. Η εθνική ιδεολογία και η εθνική συνείδηση εμφυσούνταν και εξακολουθούν να εμφυσούνται στο μαθητικό δυναμικό –δηλαδή στους μελλοντικούς πολίτες– μέσα από τη διδασκαλία συγκεκριμένων μαθημάτων. Προνομιακή θέση σε αυτή τη διαδικασία κατείχε και εξακολουθεί να κατέχει το μάθημα της Ιστορίας.[2]
Η ελληνική εθνική ιστοριογραφία υιοθέτησε το γερμανικό θετικιστικό ιστοριογραφικό παράδειγμα του 19ου αιώνα, το οποίο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των εθνών-κρατών και στην καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης των ευρωπαίων πολιτών. Ο γερμανικός θετικιστικός ιστορικισμός εισήχθη στο νεοπαγές ελληνικό κράτος και στο εκπαιδευτικό του σύστημα το 1886, μέσω του τρίσημου-γραμμικού ιστορικού σχήματος «Αρχαιότητα-Βυζάντιο-Νέος Ελληνισμός» του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου. Μέσα από τις αρχές, τη μεθοδολογία και την επιχειρηματολογία του ιστορικισμού, ο Παπαρρηγόπουλος επιχείρησε την ανατροπή των θέσεων του Φαλμεράυερ περί εκσλαβισμού των Ελλήνων και την τεκμηρίωση μιας υποτιθέμενης τρισχιλιετούς συνέχειας του ελληνικού έθνους στο χώρο και στο χρόνο. Σύμφωνα με το ιστοριογραφικό παράδειγμα του Παπαρρηγόπουλου, οι τρεις διαδοχικές περίοδοι που διανύει ο ελληνισμός είναι νομοτελειακά προδιαγεγραμμένες από τη Θεία Πρόνοια. Το ελληνικό έθνος, σε κάθε φάση της υποτιθέμενης αδιάλειπτης τρισχιλιετούς παρουσίας του στον χωροχρόνο, είναι επιφορτισμένο με μία «άνωθεν» ιστορική αποστολή. Στην αρχαιότητα ιστορική αποστολή του ελληνικού έθνους αποτελούσε η διάδοση του πολιτισμού στην ανθρωπότητα, στη βυζαντινή εποχή η διάδοση του χριστιανισμού και στους νεότερους χρόνους ο «εκπολιτισμός» και ο «εξευρωπαϊσμός» της Ανατολής.[3]
Το ιστόρημα αυτό συνέβαλε στην εμπέδωση του εθνικού ιδεολογήματος του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», πάνω στο οποίο θεμελιώθηκε η κατασκευή της νεοελληνικής εθνικής ταυτότητας. Ενός φύσει ενάρετου «εθνικού εαυτού» που διαμορφώνεται κατά αντιδιαστολή προς έναν «εθνικό άλλο», συνήθως Βαλκάνιο ή Ανατολίτη, ο οποίος, όταν δεν αποσιωπάται, προβάλλεται ως πολιτισμικά κατώτερος, ως φορέας βαρβαρότητας, ως ένας προαιώνιος εχθρός που διαρκώς επιβουλεύεται το ομοιογενές, αυτόφωτο, αδιάλειπτο και αναλλοίωτο στο χωροχρόνο ελληνικό έθνος. Επιπλέον, σύμφωνα με το εν λόγω ιστοριογραφικό παράδειγμα, τα γεγονότα (όπως ακριβώς και τα έθνη) συνιστούν αυθύπαρκτες και αμετάβλητες οντότητες, συνδεόμενες μεταξύ τους ντετερμινιστικά με σχέσεις αιτίου-αιτιατού.
Έτσι λοιπόν, η Ιστορία περιορίζεται σε μία και μοναδική, αδιαμφισβήτητη, αλλά απόλυτα ιδεολογικοποιημένη, αφήγηση. Πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτή την αφήγηση διαδραματίζουν οι μεγάλες προσωπικότητες, κυρίως άνδρες, που συνδέονται με τον «εθνικό εαυτό» με δεσμούς αίματος. Έτσι λοιπόν, ο θετικιστικός ιστορισμός του Παπαρρηγόπουλου πρωτοστάτησε στην οργάνωση της νεοελληνικής εθνικής ιστορίας και στη διαμόρφωση της νεοελληνικής εθνικής συνείδησης. Έκτοτε αποτελεί τον κυρίαρχο τρόπο πρόσληψης της Ιστορίας από τα υποκείμενα της ελληνικής νεωτερικότητας.[4]
Τα σχολικά εγχειρίδια Ιστορίας της Μεταπολίτευσης κινήθηκαν σταδιακά προς μια προοδευτικότερη κατεύθυνση, σε σύγκριση με αυτά της εθνικοφροσύνης και της χούντας. Ωστόσο, ως εργαλεία διαμόρφωσης εθνικής συνείδησης, συμβάλλουν στην παραγωγή ενός εθνοκεντρικού τρόπου σκέψης, κυρίως μέσω της καλλιέργειας εθνικών μύθων και στερεοτύπων που βασίζονται σε πολεμικά γεγονότα. Αυτός ο εθνοκεντρικός τρόπος σκέψης δεν μπορεί παρά να οδηγεί στον εθνικισμό, τον σωβινισμό, τον ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία, δυσχεραίνοντας έτσι την αλληλοκατανόηση και την ειρηνική συνύπαρξη των λαών, ιδίως των γειτονικών. Δεν είναι τυχαίο ότι η εθνοκεντρική αντίληψη είναι ιδιαίτερα εμφανής στην παρουσίαση του Μακεδονικού Ζητήματος, δηλαδή της διεκδίκησης της Οθωμανικής Μακεδονίας από τα νεοσύστατα βαλκανικά κράτη. Ας εξετάσουμε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα από τα σχετικά σχολικά βιβλία ιστορίας (πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης) που χρησιμοποιήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες.
Στο σχολικό εγχειρίδιο Ιστορίας της ΣΤ΄ Τάξης Δημοτικού του Ν. Διαμαντόπουλου κ.ά., Ελληνική Ιστορία των Νεότερων Χρόνων (1986), η ιστορική αφήγηση χαρακτηρίζεται εν γένει από έντονο εθνοκεντρισμό και μανιχαϊσμό.[5] Στις σελίδες 158-159 μάλιστα, όπου παρουσιάζεται ο Μακεδονικός Αγώνας, οι συγγραφείς καταφεύγουν στην επίκληση ψευδών ιστορικών στοιχείων, προκειμένου να ενισχυθεί η εθνική συνείδηση των μαθητών/μαθητριών:
Οι Βούλγαροι, στηριζόμενοι και στη ρωσική υποστήριξη θέλησαν να δημιουργήσουν στη Βαλκανική ένα μεγάλο βουλγαρικό κράτος στο οποίο να περιλάβουν τη Θράκη και τη Μακεδονία, που ήταν ανέκαθεν χώρες ελληνικές και ο πληθυσμός τους ήταν καθαρά ελληνικός.
Στο παραπάνω απόσπασμα παρατηρούμε ότι η Μακεδονία και η Θράκη παρουσιάζονται γεωγραφικά απροσδιόριστες, η εθνολογική τους σύνθεση προβάλλεται ως ομοιογενής και αναλλοίωτη στο χωροχρόνο, οι σλαβόφωνοι πληθυσμοί και η συγκατοίκησή τους με τον ελληνόφωνο πληθυσμό αποσιωπώνται και αποδίδεται σε όλους τους κατοίκους της Μακεδονίας και της Θράκης ελληνική εθνική συνείδηση. Επίσης, οι Βούλγαροι προβάλλονται ως απειλητικοί αλυτρωτιστές, υποβοηθούμενοι από άλλους Σλάβους που επιβουλεύονται την επικράτεια του «εθνικού εαυτού», ενώ ταυτόχρονα αποσιωπάται ο ελληνικός αλυτρωτισμός. Έτσι λοιπόν, ο «εθνικός εαυτός» προβάλλεται ως θύμα ενός εγγενώς μοχθηρού βαλκάνιου θύτη, ο οποίος ασκεί φυσική και δομική βία. Για την τεκμηρίωση αυτής της θέσης χρησιμοποιείται συναισθηματικά φορτισμένο λεξιλόγιο και υποτιμητικοί επιθετικοί προσδιορισμοί:
Το κομιτάτο αυτό εξόπλιζε συμμορίες κομιτατζήδων (κακοποιών Βουλγάρων) που κατέβαιναν στη Μακεδονία και προσπαθούσαν να εκβουλγαρίσουν τον πληθυσμό. Στην αρχή προσπαθούσαν να το πετύχουν τούτο με την προπαγάνδα. Αργότερα όμως άρχισε η τρομοκρατία.
Το στερεοτυπικό ιστόρημα περί μονομερών βουλγαρικών αλυτρωτικών ενεργειών στην περιοχή της Οθωμανικής Μακεδονίας επαναλαμβάνεται και στο εγχειρίδιο της Γ΄ Γυμνασίου του Β. Κρεμμυδά, Ιστορία Νεότερη-Σύγχρονη, Ελληνική-Ευρωπαϊκή και Παγκόσμια (1988). Διαβάζουμε, λόγου χάρη, στις σελίδες 258-259:
Το λεγόμενο μακεδονικό ζήτημα δημιουργήθηκε από το 1878, όταν ύστερα από τη νίκη της εναντίον της Τουρκίας, η Ρωσία δημιούργησε ένα τεράστιο βουλγαρικό κράτος που έφτανε στο Αιγαίο. Βέβαια, με την επέμβαση των άλλων ευρωπαϊκών κρατών, το κράτος αυτό μίκρυνε και στην Ελλάδα παραχωρήθηκε η Θεσσαλία (1881), οι διεκδικήσεις όμως πάνω στη Μακεδονία δεν έπαψαν.
Εδώ παρατηρούμε και μια έμμεση απόπειρα ταύτισης του ελληνικού έθνους με τον ευρωπαϊκό κόσμο και πολιτισμό. Τα «άλλα ευρωπαϊκά κράτη» επεμβαίνουν για να διορθώσουν την «ιστορική αδικία» που διαπράχθηκε εις βάρος της Ελλάδας, ενώ στην πραγματικότητα, λόγω της ανερμάτιστης ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, οι Μεγάλες Δυνάμεις πιέζουν την Ελλάδα να αποδεχτεί την πρόταση της Υψηλής Πύλης για παραχώρηση του μεγαλύτερου τμήματος της περιοχής της Άρτας. Έτσι λοιπόν, ο «εθνικός εαυτός» απαγκιστρώνεται από την «υπανάπτυκτη» βαλκανική του ταυτότητα και συστρατεύεται στο πλευρό του «πολιτισμένου κόσμου». Με άλλα λόγια, παρατηρείται μια αλληλοεπικάλυψη εθνοκεντρισμού και ευρωκεντρισμού, ώστε παράλληλα με τη σφυρηλάτηση της ελληνικής εθνικής συνείδησης να ενισχυθεί και η ευρωπαϊκή ταυτότητα του «εθνικού εαυτού». Η τάση αυτή είναι ιδιαίτερα έκδηλη και στα εν χρήσει σχολικά εγχειρίδια Ιστορίας.
Παρόμοια ιστορικά μοτίβα κατά την αναφορά στη βουλγαρική δράση στην Οθωμανική Μακεδονία, πλαισιωμένα από συναισθηματικά φορτισμένο λεξιλόγιο, παρατηρούνται και στο εγχειρίδιο Γ΄ Γυμνασίου του Β. Σφυρόερα, Ιστορία Νεότερη και Σύγχρονη (1995), σ. 274:
Ελληνικά ανταρτικά σώματα, στελεχωμένα από αξιωματικούς του ελληνικού στρατού και ενισχυμένα από εθελοντές από όλη την Ελλάδα άρχισαν την ένοπλη δράση για να εξουδετερώσουν τις βουλγαρικές ενέργειες […]. Ο κίνδυνος εκβουλγαρισμού της Μακεδονίας είχε αποτραπεί.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η περιγραφή της δράσης των βουλγαρικών στρατευμάτων στη Μακεδονία κατά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο στο εν χρήσει εγχειρίδιο Γ Λυκείου του Ι. Κολιόπουλου κ.ά., Ιστορία του Νεότερου και Σύγχρονου Κόσμου (από το 1815 έως σήμερα), σ. 83: «Οι βουλγαρικές στρατιωτικές αρχές έσπευσαν να εξαπολύσουν διωγμό εναντίον των Ελλήνων, με σκοπό την εκδίωξη του ελληνικού πληθυσμού».
Στο σχολικό εγχειρίδιο Ιστορίας της ΣΤ΄ Τάξης Δημοτικού του Ν. Διαμαντόπουλου κ.ά. ο βαλκάνιος «άλλος» φαίνεται να συνεπικουρείται στην προσπάθεια αφανισμού του «εθνικού εαυτού» από τον υπ’ αριθμόν ένα «εθνικό άλλο» των Ελλήνων: «Οι Τούρκοι […] δε λάβαιναν κανένα μέτρο, για να προστατέψουν τον ελληνικό πληθυσμό». Ακολούθως, ο «εθνικός εαυτός» προβάλλεται ως αμυνόμενος που αναγκάζεται να καταφύγει στη χρήση άμεσης βίας, μιας βίας, ωστόσο, απολύτως δικαιολογημένης, σε αντίθεση με την έμφυτη και αδικαιολόγητη βία του «εθνικού άλλου»: «Για την αντιμετώπιση του κινδύνου αυτού οι Έλληνες ίδρυσαν αντάρτικα σώματα από αξιωματικούς του ελληνικού στρατού, που μπήκαν κρυφά στη Μακεδονία το 1904 και καταδίωκαν τους κομιτατζήδες».
Η θυματοποίηση του «εθνικού εαυτού», η φυσικοποίηση και ηθική νομιμοποίηση της βίας, καθώς και η προβολή της ως μοναδικό μέσο επίλυσης των διαφορών δεσπόζουν και στο εγχειρίδιο της Γ΄ Λυκείου του Σκουλάτου κ.ά., Ιστορία νεότερη και σύγχρονη (1789-1909) (2006), σ. 301: «Στη δράση των κομιτατζήδων στη Μακεδονία απάντησαν οι Έλληνες με τον ίδιο τρόπο […] Στη Μακεδονία ο Μελάς συνειδητοποίησε ότι εκείνο που είχε γίνει με τη βία, δεν μπορούσε να διορθωθεί παρά μόνο με τη βία».[6]
Και πάλι στο σχολικό εγχειρίδιο Ιστορίας της ΣΤ΄ Τάξης Δημοτικού του Ν. Διαμαντόπουλου κ.ά., προκειμένου να ενισχυθεί το εθνικό φρόνημα των μαθητών/μαθητριών, δίνεται έμφαση στην πολεμική δεινότητα και γενναιότητα του «εθνικού εαυτού», ο οποίος αναπαρίσταται ως πρότυπο πολεμιστή, μαχόμενος με αυταπάρνηση μέχρις εσχάτων για την υπεράσπιση των εδαφικών και πολιτισμικών κεκτημένων της πατρίδας του. Φυσικά, από την αφήγηση δεν θα μπορούσαν να απουσιάζουν ανδρικές ηγετικές φιγούρες, όπως ο Παύλος Μελάς: «Ο αγώνας αυτός υπήρξε σκληρός. Πολλοί γενναίοι Έλληνες έπεσαν στον αγώνα αυτό και ανάμεσά τους ο εθνικός ήρωας Παύλος Μελάς». Η έμφαση στο ηρωικό στοιχείο και η αναγωγή του Παύλου Μελά σε εθνικό ήρωα φυσικά απευθύνονται στο θυμικό των μαθητών/μαθητριών και αποσκοπούν στην ταύτισή τους με το προαιώνιο ένδοξο γένος. Τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά μπορούμε να διακρίνουμε και στην παρουσίαση του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου (σ. 164-166). Ένας φύσει μοχθηρός «εθνικός άλλος», ο οποίος επιβουλεύεται τον φύσει ενάρετο και γενναίο «εθνικό εαυτό»: «Την αφορμή την έδωσαν οι Βούλγαροι με την απληστία τους. Ήθελαν να πάρουν το μεγαλύτερο μέρος από τα εδάφη που απελευθερώθηκαν […]. Η ελληνική ανδρεία μεγαλούργησε και πάλι. Οι Βούλγαροι στο Κιλκίς έπαθαν σωστή πανωλεθρία».[7]
Το επόμενο υπό εξέταση εγχειρίδιο Ιστορίας είναι αυτό της ΣΤ΄ Δημοτικού της συγγραφικής ομάδας Δ. Ακτύπη κ.ά., Στα Νεότερα Χρόνια (1993) (2007). Η ιστορική του αφήγηση χαρακτηρίζεται από γλαφυρότητα, αλλά δεν αγγίζει τη γραφικότητα του προηγούμενου. Όσον αφορά όμως το Μακεδονικό, το εγχειρίδιο φαίνεται να ακολουθεί τη γνώριμη ελληνοκεντρική οδό. Συγκεκριμένα, αποσιωπάται κι εδώ η συγκατοίκηση και οι περίοδοι ειρηνικής συνύπαρξης σλαβόφωνων και ελληνόφωνων πληθυσμών, δίνεται έμφαση στις μεταξύ τους πολεμικές αναμετρήσεις και η διαφιλονικούμενη περιοχή παραμένει γεωγραφικά απροσδιόριστη, κατοικημένη από έναν αναλλοίωτο στο χρόνο και ανέγγιχτο από αλληλεπιδράσεις «εθνικό εαυτό». Πέρα από τις πολεμικές αναμετρήσεις, ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στις απόπειρες αλλοίωσης της εθνικής συνείδησης του αμυνόμενου «εθνικού εαυτού» από τον εγγενώς επιθετικό «εθνικό άλλο» μέσω αφομοιωτικών πολιτικών. Επίσης, παρατηρούμε ότι στην ιστορική αφήγηση η εκκλησία αναλαμβάνει «εθνοσωτήριο ρόλο» στις συγκρούσεις μεταξύ του «εθνικού εαυτού» και του «εθνικού άλλου», συνδράμοντας έτσι κι αυτή στη διαφύλαξη της εθνικής συνείδησης του διαρκώς απειλούμενου ελληνικού έθνους. Με αυτό τον τρόπο, η ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία ταυτίζεται με τη φιλοπατρία, προκειμένου να καταστεί η ορθοδοξία αναπόσπαστο συστατικό στοιχείο της ταυτότητας του «εθνικού εαυτού».[8] Διαβάζουμε, λόγου χάρη, στις σελίδες 191-192:
Οι Έλληνες αντιμετώπισαν αποτελεσματικά τη βουλγαρική απειλή. Οι ελληνικές κοινότητες και οι πολιτιστικοί σύλλογοι, το Οικουμενικό πατριαρχείο και οι μητροπόλεις, η ελληνική κυβέρνηση και τα προξενεία στη Μακεδονία ενίσχυσαν τα ελληνικά σχολεία της περιοχής και περιφρούρησαν τις εκκλησίες της […] Έτσι ναυάγησε η προσπάθεια των Βουλγάρων να αλλοιώσουν την εθνική συνείδηση των κατοίκων της Μακεδονίας.
Στο πλέον πρόσφατο σχολικό εγχειρίδιο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού, Ιστορία του Νεότερου και Σύγχρονου Κόσμου (2012)[9] του Ι. Κολιόπουλου κ.ά., η ιστορική αφήγηση μπορεί εκ πρώτης όψεως να φαίνεται πιο ουδέτερη, καθώς αποφεύγεται η απροκάλυπτη δαιμονοποίηση του «εθνικού άλλου», ωστόσο, η διέγερση του εθνικού φρονήματος επιχειρείται μέσω των παραθεμάτων. Οι πηγές δεν προβάλλονται ως εργαλεία της επιστήμης της Ιστορίας, τα οποία πρέπει να αξιολογούνται κριτικά, αλλά ως αδιαμφισβήτητες αλήθειες.[10] Γι’ αυτό, άλλωστε, η ενότητα όπου παρατίθενται οι πηγές φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Οι πηγές αφηγούνται…». Έτσι λοιπόν, προσδίδεται επιστημονική επίφαση στα σωβινιστικά αισθήματα που καλλιεργούν τα παραθέματα, στα οποία μετατίθεται ο φρονηματισμός των μελλοντικών πολιτών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πηγή «Διαμαρτυρία του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Στρώμνιτσας, 12 Μαρτίου 1878» στη σελίδα 160:
Εμείς, φροντίζοντας για τους εαυτούς μας, ερχόμαστε να διακηρύξουμε μπροστά σε ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο του παρόντος και των επόμενων αιώνων ότι ως Μακεδόνες και απόγονοι των ευγενών εκείνων εκπολιτιστών της Ασίας, με κανένα τρόπο δεν θέλουμε ούτε δεχόμαστε να αποτελέσει η πατρίδα μας μέρος της Βουλγαρίας. Εμείς οι κάτοικοι της Στρώμνιτσας δεν θέλουμε να μπούμε κάτω από οιονδήποτε σλαβικό ζυγό, διότι είμαστε και θέλουμε να είμαστε Μακεδόνες και σταθερό μέλος της μεγάλης ελληνικής οικογένειας. [Ευάγγελου Κωφού, Η επανάστασις της Μακεδονίας κατά το 1878, Θεσσαλονίκη 1969, σσ. 317-318].
Το συγκεκριμένο παράθεμα, λόγω της απουσίας κάποιου κριτικού σχολιασμού, δύναται να ενισχύσει ρατσιστικά αισθήματα και αρνητικά στερεότυπα έναντι των βαλκανικών και ανατολικών λαών, οι οποίοι αναπαρίστανται ως εγγενώς απολίτιστοι, ενώ το «πολιτισμικά αναλλοίωτο» ελληνικό έθνος προβάλλεται ως επιφορτισμένο με την άνωθεν ιστορική αποστολή του «εξευρωπαϊσμού» της Ανατολής. Επιπλέον, αποδίδεται συλλήβδην στους κατοίκους της Οθωμανικής Μακεδονίας ελληνική εθνική συνείδηση, αποκλείοντας έτσι την οικειοποίηση του συγκεκριμένου εθνικού προσδιορισμού από τις άλλες εθνότητες που κατοικούσαν στην περιοχή.
Επίσης, πολύ συχνά επιλέγεται ο όρος «Τούρκος» αντί του «Οθωμανός», ώστε να μην ξεχνά ο μικρός αναγνώστης/η μικρή αναγνώστρια ποιος είναι ο διαχρονικός «κακός άλλος»: «Ωστόσο, οι Τούρκοι εξακολουθούσαν να κατέχουν πολλά εδάφη της Βαλκανικής Χερσονήσου, στα οποία κατοικούσαν διάφορες εθνότητες» (σ. 171). Η τάση αυτή επαναλαμβάνεται και στο εν χρήσει εγχειρίδιο της Γ΄ Λυκείου του ίδιου συγγραφέα: «Ήταν ο «Μακεδονικός Αγώνας», ένας σκληρός πόλεμος ανταρτών Ελλήνων και Βουλγάρων, οι οποίοι πολεμούσαν αλλήλους, καθώς και εναντίον των Τούρκων, όταν δεν μπορούσαν να αποφύγουν τη σύγκρουση με τις τουρκικές δυνάμεις» (σ. 65).
Βασική πρόθεση αμφότερων των εγχειριδίων του Ι. Κολιόπουλου φαίνεται να αποτελεί η καλλιέργεια εθνικής συνείδησης όχι μέσα από ειρηνικά έργα, αλλά μέσα από πολεμικά κατορθώματα, στα οποία πρωταγωνιστούν ηγετικές προσωπικότητες (άνδρες) και ορθόδοξος κλήρος, ενώ ο λαός αναπαρίσταται ως άβουλος θεατής. Ακόμη, όπως και στα προγενέστερα εγχειρίδια, οι πολεμικές συγκρούσεις αποδίδονται αποκλειστικά στην έμφυτη απληστία του «κακού άλλου», η οποία αναγκάζει τον εγγενώς ενάρετο «εθνικό εαυτό» να ασκήσει δικαιολογημένη βία. Έτσι λοιπόν, πληροφορούμαστε από τη σελίδα 179 του εγχειριδίου της Στ Δημοτικού του Ι. Κολιόπουλου κ.ά. ότι:
Η βουλγαρική δραστηριότητα οδήγησε την Ελλάδα σε ενεργητικότερη ανάμιξη στις μακεδονικές υποθέσεις. Αξιωματικοί του ελληνικού στρατού, όπως ο Παύλος Μελάς, ο Κωνσταντίνος Μαζαράκης και ο Τέλλος Αγαπηνός (Άγρας) […] έφτασαν στη μακεδονική γη και από κοινού με ντόπιους Έλληνες, σχημάτισαν ανταρτικές ομάδες. Τη δράση των ανταρτικών αυτών ομάδων συντόνιζαν Έλληνες διπλωμάτες που υπηρετούσαν στη Μακεδονία, όπως ο Πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Λάμπρος Κορομηλάς και ο υποπρόξενος στο Μοναστήρι Ίων Δραγούμης αλλά και δυναμικοί ιεράρχες, σαν τον Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη […] Για τα επόμενα τέσσερα χρόνια η ελληνική αντεπίθεση στη Μακεδονία ανέκοψε τη βουλγαρική διείσδυση.
Τέλος, μέσω των πηγών, ο ρόλος του ηρωικού θύματος έρχεται να τονώσει το εθνικό φρόνημα των μαθητών/μαθητριών, το οποίο πιθανώς να επλήγη από την περιγραφή της ήττας.[11] Η τάση αυτή παρατηρείται και στο εν χρήσει εγχειρίδιο της Γ΄ Λυκείου του ίδιου συγγραφέα. Οι αναφορές σε μια εξιδανικευμένη μορφή του παρελθόντος παραμένουν, ενώ κυρίαρχο είναι και το μοτίβο της «ελληνικής ανδρείας». Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η παράθεση του επιμνημόσυνου ποιήματος του Κωστή Παλαμά για τον Παύλο Μελά στη σελίδα 64.
Κλείνοντας, αξίζει να αναφερθούμε στο μοναδικό σχολικό εγχειρίδιο Ιστορίας, το οποίο αναφέρεται στο σύγχρονο Μακεδονικό Ζήτημα. Πρόκειται για το εν χρήσει βιβλίο της Γ΄ Τάξης Γυμνασίου των Ε. Λούβη και Δ. Ξιφαρά, Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία (2007). Ήδη από την αρχή της αφήγησης, οι συγγραφείς αφήνουν να διαφανεί η εθνοκεντρική τους προσέγγιση και η εχθρική τους διάθεση απέναντι στη γειτονική (χωρίς όνομα) χώρα, η ίδρυση της οποίας προβάλλεται εξ ορισμού ως επιβλαβής και απειλητική για τον «εθνικό εαυτό». Έτσι λοιπόν, προστίθεται ένας ακόμη επιθετικός «εθνικός άλλος» στον ήδη μακρύ κατάλογο αυτών που υποτίθεται ότι επιβουλεύονται τα εδαφικά και πολιτισμικά κεκτημένα του «εθνικού εαυτού». Σ’ αυτό συντελεί και η επισήμανση των περιόδων έντασης μεταξύ των δύο χωρών και η ταυτόχρονη αποσιώπηση των περιόδων συνεργασίας. Έτσι λοιπόν, διαβάζουμε στη σελίδα 164:
Οι αλλαγές στα Βαλκάνια (1989-1991) ανέτρεψαν ισορροπίες επωφελείς για την Ελλάδα. Ειδικότερα, από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας προέκυψε ένα κράτος που υιοθέτησε την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας» (Σεπτέμβριος 1991), διατύπωνε στο σύνταγμά του διεκδικήσεις κατά της Ελλάδας και χρησιμοποιούσε ως έμβλημα το «αστέρι ή ήλιο της Βεργίνας».
Εδώ βλέπει κανείς ότι η ονοματοδοσία της γείτονος χώρας ανάγεται σε μείζον εθνικό ζήτημα. Ως εκ τούτου, καλλιεργείται η πεποίθηση ότι η Ελλάδα έχει το αδιαμφισβήτητο δικαίωμα/υποχρέωση να παρέμβει στην ονοματοδοσία της γειτονικής χώρας, στερώντας της έτσι το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού: «Η Ελλάδα απαίτησε, προκειμένου να αναγνωρίσει επίσημα αυτό το κράτος, να δεσμευτεί το τελευταίο ότι δεν έχει διεκδικήσεις έναντι γειτονικών κρατών, δεν θα ασκεί εχθρική προπαγάνδα και δεν θα χρησιμοποιεί το όνομα «Μακεδονία»». Επίσης, γίνεται αναφορά στα συλλαλητήρια του 1992-1993, αποσιωπώντας το ακροδεξιό τους πρόσημο και τον καταλυτικό τους ρόλο στην έξαρση του εθνικισμού: «Παράλληλα, έγιναν μεγάλα συλλαλητήρια σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα». Τέλος, οι συγγραφείς αναφέρονται στο εμπάργκο που κήρυξε η Ελλάδα στη γειτονική χώρα, προβάλλοντάς το ως δικαιολογημένη αντίδραση του «εθνικού εαυτού» απέναντι στην έμφυτη επιθετικότητα του «εθνικού άλλου», ενώ αποσιωπώνται οι καταστροφικές συνέπειες που προκάλεσε αυτή η ενέργεια στον πληθυσμό της Βόρειας Μακεδονίας: «Η Ελλάδα αντιδρώντας κήρυξε οικονομικό εμπάργκο σε βάρος αυτής της χώρας».
Συμπερασματικά, ο τρόπος παρουσίασης του Μακεδονικού Ζητήματος στα σχολικά εγχειρίδια Ιστορίας, ο εθνικισμός που διαχέεται υπόρρητα μέσω άλλων μαθημάτων του ωρολόγιου προγράμματος, όπως τα αρχαία ελληνικά, καθώς και οι σχολικές εθνικές γιορτές, οι οποίες συνοδεύονται από εκδηλώσεις εθνικιστικού χαρακτήρα (π.χ. μαθητικές παρελάσεις) συμβάλλουν στην παραγωγή ενός εθνοκεντρικού τρόπου σκέψης, ο οποίος παρακωλύει την αλληλοκατανόηση και συνεννόηση των γειτονικών λαών. Κάπως έτσι σφυρηλατείται ένας ανασφαλής και φοβικός «εθνικός εαυτός», ο οποίος αισθάνεται ότι τα –υποτίθεται αναλλοίωτα στον χωροχρόνο και ανέγγιχτα από αλληλεπιδράσεις– εδαφικά και πολιτισμικά του κεκτημένα βρίσκονται υπό διαρκή απειλή και αμφισβήτηση. Αυτή η ανασφάλεια, σε συνδυασμό με μια πολεμοχαρή εθνική συνείδηση, που καλλιεργείται μέσω της υπερβολικής έμφασης στα πολεμικά γεγονότα και όχι στα ειρηνικά έργα, εκτρέφει τον εθνικισμό, τον ρατσισμό, τη μισαλλοδοξία, την ακροδεξιά, το νεοφασισμό και το νεοναζισμό, τα οποία δεν αποτελούν πλέον περιθωριακά φαινόμενα, αλλά έχουν μετατοπιστεί στο επίκεντρο της πολιτικής σκηνής.
Πολύ συχνά υποκύπτουμε στον πειρασμό να αποκαλούμε τους εθνικιστές και τους σύγχρονους «μακεδονομάχους» ανιστόρητους. Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, ο χαρακτηρισμός αυτός φαίνεται μάλλον αδόκιμος· δεν πρόκειται για κάποιους και κάποιες που δεν έχουν ιδέα γενικώς από ιστορία, αλλά για πολίτες οι οποίοι έχουν αφομοιώσει με επιτυχία την εθνική ιδεολογία και τους εθνικιστικούς μύθους όπως αναπαράγονται από τα σχολικά εγχειρίδια. Το σχολείο λοιπόν στο πρόσωπό τους έχει εκπληρώσει μια χαρά τον «εθνικό» του ρόλο.
Υποσημειώσεις
Μπράβο!!