Το ερχόμενο Σάββατο (15/12/18) ανεβαίνει η «πράξη 5» για τα Κίτρινα Γιλέκα στο Παρίσι, όπως έχουν ονομάσει οι ίδιοι τη διαδήλωση στην ομάδα τους στο Facebook (Acte 5: Pot De Départ De Macron!). Θα είναι, δηλαδή, το πέμπτο σαββατοκύριακο που όλοι αυτοί οι αγανακτισμένοι –οι Άθλιοι του σήμερα– θα βγουν στους δρόμους του Παρισιού για να διαδηλώσουν, με θέμα;
Όπως ήδη ξέρουμε, όλα ξεκίνησαν με την παρουσίαση των νέων μέτρων από την κυβέρνηση Μακρόν για αύξηση των φόρων στα καύσιμα από 01/01/2019, μέτρο που θα επηρέαζε κατεξοχήν τους πληθυσμούς της Γαλλικής περιφέρειας, εφόσον αυτοί χρησιμοποιούν και έχουν ανάγκη πολύ περισσότερο το αμάξι για τις μεταφορές τους, απ ότι οι κάτοικοι στις μεγαλουπόλεις. Το αίτημα για μείωση φόρων όμως ήταν, όπως φαίνεται, μόνο μια αφορμή που έβγαλε τόσο κόσμο στους δρόμους. Η αύξηση φόρων είναι ένα ακόμα σύμπτωμα της παθογένειας του νεοφιλελεύθερου συστήματος, το οποίο δεν λαμβάνει τους πάντες το ίδιο υπόψη –τους περισσότερους για να ακριβολογήσουμε. Γι’ αυτό και τα αιτήματα του κινήματος των Κίτρινων Γιλέκων γρήγορα ξέφυγαν κι έχουν πλέον γενικοποιηθεί, λαμβάνοντας πιο καθολικό χαρακτήρα για καθολικότερη και αποτελεσματικότερη υπεράσπιση των χαμηλών και μεσαίων τάξεων.
Όσο το κίνημα αποσπούσε όλο και περισσότερο την προσοχή μας, χάριν της καθημερινής προβολής των διαμαρτυριών και επεισοδίων, κατεξοχήν, μέσα από τα social media, πολλοί έσπευσαν να στιγματίσουν αυτό το κίνημα προσδίδοντάς του, έμμεσα ή άμεσα, χαρακτήρα ακραίο και περιθωριακό:
i. Οι μεν κακόβουλοι, οι συμπλέοντες συνήθως με το κύμα του νεο-φιλελευθερισμού, της πλήρους οικονομοποίησης, δηλαδή, της πολιτικής ζωής και της, εν γένει, δημόσιας σφαίρας (με την συνηθισμένη παραχώρηση λευκής επιταγής στις ελεύθερες αγορές για να εισέρχονται σε κάθε πιθανή πτυχή της ανθρώπινης πραγματικότητας), αρχικά το αγνόησαν και τώρα, ένας-ένας, το μεριάζουν άρον-άρον στα λεγόμενα άκρα της πολιτικής ζωής, είτε αριστερά είτε δεξιά (εξάλλου λίγο τους νοιάζει η διαφορά των δύο), προσπαθώντας εν ολίγοις να το δαιμονοποιήσουν, δείχνοντας για άλλη μία φορά γνήσια αδιαφορία για το τι συμβαίνει στα υπόλοιπα στρώματα της κοινωνικής πυραμίδας. Όποιος αμφισβητεί και αντιστέκεται στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, η οποία μεταφράζεται τον τελευταίο μισό αιώνα σε δικτατορία της οικονομίας και των ελεύθερων αγορών, είναι, κατά αυτούς, αυτόματα εχθρός της κοινωνικής ευδαιμονίας και της δημοκρατίας, αν και σπάνια χρησιμοποιούν επίσημα τον τελευταίο όρο, τον οποίο αντικαθιστούν συνήθως εύσχημα με τον ευλύγιστο και πιο βολικό όρο «ελευθερία», η οποία στην κοινωνία μας περιορίζεται στην ουσία μόνο στην «καταναλωτική ελευθερία».
Δεν θέλει ιδιαίτερο κόπο για να διαπιστώσει κανείς ότι, στη λογική τους, η «δημοκρατία» μεταφράζεται ως συμβιβασμός με την τρέχουσα πραγματικότητα. Εάν αυτή πλαισιώνεται από την πρωτοκαθεδρία της λογικής της, κατ’ ευφημισμόν, «ελεύθερης» αγοράς σήμερα (που καθιστά την αγορά εργασίας πιο ευέλικτη και πιο ελεύθερη μόνο για τον εργοδότη, με τη διάλυση των εργατικών συνδικάτων και συλλογικών συμβάσεων εργασίας, με τη σταδιακή κυριαρχία του μοντέλου της προσωρινής εργασίας, με την μείωση μισθών και μη αναγνώριση υπερωριών, κτλ.), τότε αυτό σημαίνει πως οι λοιποί οφείλουμε να προσαρμόσουμε τις ζωές μας και να παίξουμε με αυτούς τους όρους – ανεξαρτήτως του ότι δεν αρχίζουμε όλοι μας από την ίδια κοινωνικο-οικονομική γραμμή εκκίνησης στη ζωή. Η «δημοκρατία» τους, εν ολίγοις, σημαίνει μούδιασμα μπροστά στην επέλαση της λογικής της ελεύθερης αγοράς και πλήρης εναρμόνιση με το περιβάλλον, γιατί «τι να γίνει; Έτσι έχουν τα πράγματα». Δημοκρατία, δηλαδή, σημαίνει ησυχία. Η πλήρης εκπλήρωση του οργουελικού εφιάλτη για τη διαστρέβλωση της σημασίας των λέξεων και εννοιών που περιέγραφε στην δυστοπική ολοκληρωτική κοινωνία του το «1984». Αλλά δεν είναι ανόητοι. Στις σημερινές Δυτικές κοινωνίες, όπου η παραδοσιακή καταστολή μιας λαϊκής εξέγερσης (μέσω άσκησης ωμής βίας με τη βοήθεια του στρατού και το κατέβασμα των τανκς στις λεωφόρους) πιο δύσκολα μπορεί να γίνει ανεκτή πια (λόγω μιας σειράς λαϊκών αγώνων του παρελθόντος που το κατέστησαν για ‘μας σήμερα αυτονόητο), δεν υπάρχει πιο αόρατος και αποτελεσματικός τρόπος ελέγχου των μαζών από την παραποίηση ριζικών εννοιών, όπως ελευθερία και δημοκρατία. Ελέγχεις το περιεχόμενο τους; Ελέγχεις τους πάντες.
ii. Οι υπόλοιποι, ανεξαρτήτως πολιτικής ιδεολογίας ή μη (αφήνω προφανώς παράμερα την ακροδεξιά φατρία), οι οποίοι δεν έχουν κανένα δόλο, αλλά παρακολουθούν, παράλληλα, παγωμένοι μία ακροδεξιά να καραδοκεί λυσσασμένη σε κάθε γειτονιά της Ευρώπης, και πια της υφηλίου γενικότερα, σιγο-κατηγορούν τα Κίτρινα Γιλέκα και τις αναταραχές, διότι φοβούνται ότι θα συμβάλουν εν τέλει, λίγο-πολύ, στην περαιτέρω αύξηση της δημοφιλίας της κάθε Λε Πεν, του κάθε Σαλβίνι και Ορμπάν, εφόσον, κακά τα ψέματα, ο σύγχρονος κόσμος όντας παγκοσμιοποιημένος πορεύεται και αναπτύσσεται πλέον σύσσωμος, κατά βάση. Τα καλά της παγκοσμιοποίησης –μόνο η ανθρώπινη αλληλεγγύη ξέχασε να πηδήσει ακόμα μες ‘το διασυνοριακό αυτό άρμα για κακή τύχη όλων μας.
Οι πρώτοι είναι γνωστοί και ασχολίαστοι. Αυτοί που έχουν ταιριάξει την ελευθερία και τη δημοκρατία με τον συμβιβασμό και την ησυχία, ας τους θυμίσουμε μόνο ότι ο αρχαίος τους πρόγονος – ο Θεός να τον κάνει! – ο Θουκυδίδης, είχε τονίσει «Ή ελευθερία ή ησυχία. Πρέπει να διαλέξετε. Ή θα είστε ελεύθεροι, ή θα είστε ήσυχοι. Και τα δύο μαζί δεν γίνονται».[1] Αλλά πλέον έχουν βουτήξει την φαρισαϊκή προσοχή τους στις γραμμές του Πλούτου των Εθνών του Adam Smith. Και αυτόν, όμως, μισοδιαβασμένο τον αφήσανε πάλι, εφόσον φαίνεται ότι «ξεχάσανε» τις βαθιές ηθικές ανησυχίες που εξέφρασε, ταυτόχρονα, ο Smith για την οικονομία και την επίδραση της στη ψυχή του ανθρώπου.[2] Όλα επιλεκτικά λοιπόν, όπως αρμόζει σε κάθε θρησκόληπτο, άλλωστε.
Όσο για τους λοιπούς, εδώ είναι η ουσία και πρέπει να την ξεκαθαρίσουμε για το καλό μας:
Όσο και εάν το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων μπορεί να καταντήσει να γίνει, εν τέλει, νερό στον μύλο της ακροδεξιάς ρητορικής (ήδη ο Σαλβίνι βγήκε τις προάλλες να κατηγορήσει τις πολιτικές του Μακρόν για τις διαμαρτυρίες), αυτό δεν το καθιστά αυτόματα ακροδεξιό μόρφωμα. Ας είμαστε προσεκτικοί όλοι μας. Αυθόρμητα κινήματα, όπως τα Κίτρινα Γιλέκα, ασχέτως εάν τώρα εμφανίζονται διάφορες υποψίες/κατηγορίες για Ρωσική ανάμειξη μέσα από λογαριασμούς στα social media, δεν ανήκουν πουθενά. Είναι πηγαίες και παρορμητικές κραυγές αγωνίας που βγαίνουν σπασμωδικά (παροξυστικά, όπως θα ‘λεγε και ο Καστοριάδης) μέσα από την ανυπόφερτη εξαθλίωση που βιώνουν οι ασθενέστερες κοινωνικές τάξεις (εργατική – αγροτική) στην επιβολή νέων μέτρων, είτε στις περιφέρειες της Γαλλίας, είτε των ΗΠΑ, είτε όπου αλλού. Αναπόφευκτα, όμως, αυτή η αυθόρμητη και αντανακλαστική κίνηση θα κατασταλάξει, αργά ή γρήγορα, σε όποιον της πουλήσει πειστικότερη ελπίδα. Και, ναι, η άκρα δεξιά έχει πλέον σχεδόν μονοπωλήσει την προσφορά ενός άλλου μέλλοντος, τη δυνατότητα μίας εναλλακτικής πραγματικότητας.
Εάν δημοκρατία σημαίνει στην ουσία της συνεχή αμφισβήτηση της πραγματικότητας, της πολιτικής και των θεσμών της, μέχρι να έρθουν να συμφωνήσουν τα πράγματα με τη γνώμη της πλειοψηφίας του κοινωνικού συνόλου, εναπομείνας φορέας αυτής της αμφισβήτησης σήμερα, φαίνεται να αποτελεί πλέον, κατά κύριο λόγο, η άκρα δεξιά. Η αριστερά έχει αυτοκτονήσει πολλάκις και αρκετά πιο πρόσφατα, στον ιστορικό χρόνο, από την άκρα δεξιά, γι’ αυτό αδυνατεί να πείσει άλλο. Ας θυμηθούμε μόνον το παράδειγμα της Γερμανίας και τη λήψη μιας σειράς μεταρρυθμίσεων το 2003 που αποσκοπούσαν να καταστήσουν την αγορά εργασίας και τις εργασιακές σχέσεις πιο ευέλικτες, μέτρα που στην ουσία χρησιμοποιεί ως πρότυπο τώρα η πολιτική του Μακρόν. Το πακέτο αυτών των σκληρών νεο-φιλελεύθερων μέτρων, γνωστό ως Agenda 2010, ελήφθη στη Γερμανία από τη λεγόμενη «αριστερά», από τη σοσιαλιστική κυβέρνηση του Schröder –και έκτοτε, φυσικά, τα ποσοστά του Σοσιαλιστικού κόμματος πέφτουν συνεχώς κατακόρυφα. Το ίδιο δεν γίνεται, άλλωστε, και στην Ελλάδα επί Σύριζα μετά τον Ιούλιο του ’15; Ας διαβάσουμε προσεκτικά τις απαντήσεις που δίνει η πραγματικότητα: όσο η αριστερά θα εφαρμόζει την νεοφιλελεύθερη ατζέντα (της δεξιάς;), όσο θα υιοθετεί τις πρακτικές της ελεύθερης αγοράς και θα απο-πολιτικοποιεί, συνοπτικά, την πολιτική, αφήνοντας τη διαχείριση του μέλλοντος στα χέρια μιας τεχνοκρατίας και στις αγορές, θα αυτοκτονεί λίγο περισσότερο, και μαζί της και η ίδια η έννοια της ιδεολογίας, η οποία θα αφεθεί στο τέλος έρμαιο στα νύχια της άκρας δεξιάς. Γιατί ιδεολογία χωρίς πράξη δεν υφίσταται –δεν πείθει πλέον. Δεν μένει χρόνος.
Γι’ αυτό, ας σταματήσουμε εμείς οι υπόλοιποι επιτέλους με αυτή την a priori ονοματοδοσία του κινήματος, με την άκριτη και επιπόλαιη «ακροδεξιά» του βάπτιση, κι ας προσπαθήσουμε να τ’ ακούσουμε καλύτερα. Γιατί το μόνο που καταφέρνει μία τέτοια στάση είναι να υπονομεύει τα αίτια, τα καθημερινά δηλαδή προβλήματα ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού, τους στόχους του κινήματος, και να απενοχοποιεί, επιπλέον, την αριστερή συνείδηση ότι δεν έκανε τίποτα λάθος, ενώ κάθε άλλο παρά αυτό είναι.
Αυτό το οποίο νοιάζει αυτή τη στιγμή είναι ότι η Γαλλία, για ακόμα μία φορά στην ιστορία της, δίνει το παράδειγμα της ανυπακοής και της αντίστασης. Η Γαλλία αυτή τη στιγμή εξάγει για άλλη μια φορά αμφισβήτηση και όραμα. Εξάγει επανάσταση. Εξάγει δημοκρατία –ακούει κανείς;
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο