Με αφορμή την παρεμπόδιση του ΣΥΡΙΖΑ, από δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, είτε να καταθέσει στεφάνι (Θεσσαλονίκη) είτε να πορευτεί με τα υπόλοιπα μπλοκ (Βόλος και Χανιά), ξεκίνησε εκ νέου μια συζήτηση, κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, για το δικαίωμα στο Πολυτεχνείο και για τους «πορτιέρηδες της επανάστασης». Η ουσία της όλης συζήτησης είναι η παρουσίαση ενός Πολυτεχνείου που ανήκει σε όλους μιας και δεν είναι παρά μια γιορτή της δημοκρατίας, δηλαδή ένα άνευρο εθνικό αφήγημα.
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου παρουσιάζεται δηλαδή ως τα πάντα εκτός από εξέγερση, δηλαδή έναν κοινωνικό πόλεμο, μια σύγκρουση θέσεων και πρακτικών ανάμεσα στα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, αλλά και εντός του στρατοπέδου των εξεγερμένων. Σε μια εξέγερση ακόμη και οι εξεγερμένοι δεν είναι απόλυτα ενωμένοι, παρά διεκδικούν, και όχι πάντα επιτυχημένα, μια ελάχιστη συμφωνία στον τρόπο αντιμετώπισης των κυριάρχων με τους οποίους βρίσκονται αντιμέτωποι.
Ένα πρώτο ζήτημα είναι πως και η ίδια η νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ έπραττε για χρόνια (αναφέρομαι στην προκυβερνητική περίοδο) αντίστοιχα απέναντι στα κυρίαρχα αστικά κόμματα της προηγούμενης περιόδου, τουλάχιστον στη Θεσσαλονίκη. Καλοπροαίρετα θα θεωρήσω πως όλοι αυτοί οι όψιμοι υποστηρικτές του το αγνοούν γιατί τότε ούτε ΣΥΡΙΖΑ ήταν, και αρκετοί εξ αυτών ίσως και να μην ήξεραν ή να είχαν ξεχάσει ακριβώς κατά που πέφτει το Πολυτεχνείο. Αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη κακό, η επιλεκτική μνήμη και η λήθη όμως είναι. Όπως δεν είναι κακή η αλλαγή θέσεων, φτάνει αυτή να τεκμηριώνεται και να εξηγείται επαρκώς η μεταβολή της θέσης. Αντ’ αυτού βλέπουμε απόκρυψη είτε θέσεων είτε πρακτικών ωσάν αυτές να μην υπήρξαν ποτέ. Και το κυρίως πρόβλημα με αυτούς που ξέρουν και το αποκρύπτουν, και εν τέλει και με τις δύο αυτές κατηγορίες υποστηρικτών, παλαιών και νέων, είναι το εξής· όταν προκληθούν να απαντήσουν απλά πετάνε την μπάλα στην εξέδρα. Υποκρισία, μη ανάληψη πολιτικής ευθύνης για πρακτικές που τώρα καταδικάζονται· κοινώς, μονά-ζυγά δικά μας.
Το πρόβλημα είναι πως η αντιπαράθεση διεξάγεται με όρους μάτσο, οργανωτικής ισχύος μάλλον, παρά μαζικής κατακραυγής, ενώ την αντιφατικότητα και την αγωνιστικότητα του Πολυτεχνείου την αποτυπώνουν πολύ καλύτερα και ξεκάθαρα, τόσο σήμερα, όσο και παλιότερα, κυρίως άλλες πρακτικές, όπως ότι οι σύλλογοι έκαναν συντονιστικό συνελεύσεων και καταλήψεων πριν τον εορτασμό, ενώ κατά καιρούς έχει γίνει συντονισμένη προσπάθεια περιφρούρησης της πορείας και προάσπισης του ασύλου· γενικώς, ότι υπήρξε και υπάρχει διαπάλη γραμμών η οποία διεξάγεται με όρους πολιτικούς και όχι οργανωτικούς. Η οργανωτική, και μόνο, αντιπαράθεση είναι η συνέχιση της χρεοκοπίας της πολιτικής με άλλα μέσα.
Παρόλα αυτά, το πιο σημαντικό ζήτημα είναι άλλο. Λένε είτε πως το Πολυτεχνείο είναι ξένο προς ιδιοκτησιακές λογικές είτε πως ανήκει -εξίσου- σε όλους, ή έστω, πως έχουν λόγο όσοι ήταν τότε στο κίνημα, ασχέτως του τι έπραξαν μετά κοκ. Γενικώς, διαφωνούν διάφοροι με την απαγόρευση του άλλου ως διαδικασία ξένη προς την ίδια την ουσία του Πολυτεχνείου. Δεν θα προσπαθήσω να κριτικάρω την, κατά τη γνώμη μου άκρως προβληματική, θέση της αγωνιστικής προϋπηρεσίας στο βιογραφικό σημείωμα κάποιου, η οποία μάλιστα πρέπει να του εξασφαλίζει είσοδο ελευθέρας ασχέτως πολιτικής πορείας. Και το οποίο είναι και άσχετο μιας και αφορμή για τη συζήτηση υπήρξε η σύγκρουση μεταξύ πολιτικών φορέων και όχι ατόμων. Αλλά και έτσι να ήταν, και πάλι το κρίσιμο έγκειται αλλού και όχι στο τι έκανε ή δεν έκανε ο καθένας και η καθεμία κάποτε.
Το πρόβλημα με την πιο πάνω θέση, περί κοινοκτημοσύνης του Πολυτεχνείου, είναι ότι παραγνωρίζει πως δεν στήθηκε μόνο ο ίδιος ο εορτασμός του Πολυτεχνείου εν μέσω απαγορεύσεων και διαχωρισμών (απ’ την πρώτη κιόλας πορεία του 1974), αλλά και με διαφωνίες περί του ποιος το πρεσβεύει και το εκπροσωπεί ήδη απ’ την επαύριο του Πολυτεχνείου, διαφωνίες ανάλογες με εκείνες που υπήρξαν και κατά την ίδια την κατάληψη του Πολυτεχνείου το 1973. Κάτι απόλυτα εξηγήσιμο και με βάση την άποψη του ψυχίατρου και στελέχους του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος Νίκου Σιδέρη πως επρόκειτο για «μια οικογενειακή υπόθεση της κομμουνιστικής Αριστεράς» μιας και όλοι ξέρουμε πως εάν χαρακτηρίζει κάτι τις οικογένειες, αυτό είναι οι καυγάδες. Το Πολυτεχνείο ήταν το Σπιρτόκουτο του 1973.
Εντός του Πολυτεχνείου έγιναν μάχες, και δεν εννοώ με χουντικούς -παρακρατικούς και μη- ούτε και αναφέρω τη λέξη με τη μεταφορική της έννοια (και μόνο). Εννοώ πως ανάμεσα στις συνιστώσες του φοιτητικού κινήματος υπήρξαν συγκρούσεις και πιάστηκαν ακόμη και στα χέρια. Η μάχη για τον έλεγχο του ραδιοπομπού, των διαφόρων επιτροπών, των πολυγράφων, των κειμένων, των συνθημάτων, και για ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς, είναι υπαρκτή, συνέβη όντως! Και για όσους αμφιβάλλουν ότι η κυρίαρχη ιδεολογία της εθνικής ομοψυχίας έχει κερδίσει κατά κράτος, «δεν είναι λίγοι εκείνοι που θυμούνται τη… μάχη για το ποιος θα πρωτοπάρει τον πολύγραφο: “Ο Νίκος Μπαλής, αναρχικός, έδινε μάχη στήθος με στήθος”».
Το αίσθημα του συνανήκειν που καλλιεργήθηκε μετέπειτα είναι ξένο ως προς το τι έγινε και τι υποτίθεται πως πρεσβεύει το Πολυτεχνείο. Θεωρώ πως, σε μεγάλο βαθμό – πλην του σημείου για το σε ποιους (τους νεκρούς) ανήκει το Πολυτεχνείο- έχει δίκιο ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος όταν, ένα χρόνο μετά, γράφει:
Μα οι νεκροί δεν αγωνίστηκαν γι’ αυτά. Δεν ήθελαν να γίνουν «εθνικοί» ήρωες. Δεν ανήκουν στο έθνος. Στο έθνος ανήκουν οι παπάδες και τα λάβαρα, οι λόγοι και τα στεφάνια των επισήμων.
Στο έθνος ανήκουν οι δολοφόνοι των παιδιών. Τα παιδιά δεν ανήκουν πουθενά. Το νόημα της εξέγερσής τους δεν χωράει στα εθνικά αστικοδημοκρατικά πλαίσια που θέλουν να το στριμώξουν. Ο αγώνας του Νοέμβρη δεν ήταν αγώνας «εθνικός», δεν ήταν καν αγώνας «πολιτικός» – ήταν η επανάσταση. Το Πολυτεχνείο δεν ανήκει στο «έθνος»· αυτή την αλήθεια εξέφραζε ένα σημείωμα αφιερωμένο στους νεκρούς: «Ο ελληνικός λαός ήταν ανάξιος της θυσίας σας». Το Πολυτεχνείο ανήκει στους νεκρούς – μόνο σ’ αυτούς.
Η «φαγωμάρα» γύρω από το ζήτημα σε ποιους ανήκει ή δεν ανήκει το Πολυτεχνείο ίσως είναι το μόνο πράγμα που πραγματικά ανήκει στην παράδοση και την κουλτούρα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, υπό την έννοια ότι ο εκ των υστέρων ενοποιητικός μύθος δεν συνάδει με το τι περιγράφεται ως «το τριήμερο της κατάληψης» από τους συμμετέχοντες. Είναι εξίσου μύθος, όπως η υποτιθέμενη μη βία της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Καθόλα λογικό βέβαια μιας και το Πολυτεχνείο, όπως και όλοι οι μνημονικοί τόποι ανήκουν στους ζωντανούς -και όχι στους νεκρούς- οι οποίοι τους κατασκευάζουν, τους νοηματοδοτούν και κατά καιρούς τους ανανοηματοδοτούν.
Επομένως, οι διαφορετικές αναγνώσεις περί του ανήκειν και του ξένου προς το Πολυτεχνείο, μαζί βέβαια με την εξέγερση ως πρακτική και αναγκαιότητα, αποτελούν κομμάτι του και όχι ξένο σώμα. Το Πολυτεχνείο υπήρξε μια εξέγερση με βίαιη αντιπαράθεση μεταξύ ημών και υμών και η οποία καταπνίγηκε στο αίμα από τον κύριο εχθρό, αυτόν που βρισκόταν εκτός των πυλών. Αυτό δεν σημαίνει πως η αντίπερα όχθη της εξέγερσης ήταν ενιαία και δεν υπήρχαν εχθρότητες και συγκρούσεις. Η πορεία της εξέγερσης αποτελούσε συνεχές διακύβευμα, το ίδιο και η μνήμη της. Κι αν ο κύριος εχθρός της σήμερα είναι οι αρνητές της, εξίσου εχθρικά στέκονται απέναντί της όσοι επιχειρούν να την εντάξουν ξεδοντιασμένη σε ένα πασιφιστικό, εθνικά ενοποιητικό αφήγημα και να μετασχηματίσουν την εξέγερση σε μια γιορτή παθητικών υποκειμένων, παρευρισκομένων σε ένα στημένο σκηνικό. Η εξέγερση είναι κι αυτή γιορτή, αλλά με χορογραφίες και μουσική των εξεγερμένων στα οδοφράγματα.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Διάβασα πολλές φορές και προσεκτικά το κείμενο. Διαφωνώ με αρκετά βαθύ τρόπο σε κρίσιμα, κατά τη γνώμη μου, σημεία του και θα ήθελα να καταθέσω και δημόσια αυτή τη διαφωνία μου ως αφορμή διαλόγου.
Συνοπτικά η διαφωνία μου έγκειται στο ότι το συγκεκριμένο κείμενο στηρίζεται ακριβώς στην ίδια λόγική την οποία επικρίνει.
Η λογική που επικρίνεται στο κείμενό σου είναι η εξής: το Πολυτεχνείο ως τόπος μνήμης στο παρόν φορτίζεται με ένα συγκεκριμένο μήνυμα που είναι πολιτικά και ιδεολογικά χρήσιμο για την αστική εξουσία (το Πολυτεχνείο ως εθνική εξέγερσης δημοκρατίας) και αυτό το ίδιο μήνυμα προβάλλεται ως η πεμπτουσία του ιστορικού γεγονότος «Πολυτεχνείο». Για την λογική αυτή η απόφανση ότι το «Πολυτεχνείο» έχει μία ουσία είναι κρίσιμη. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για την λογική που ακολουθεί το κείμενό σου: είναι κρίσιμη η απόφανση ότι το «Πολυτεχνείο» έχει μία ουσία, η οποία είναι ότι αποτέλεσε, όπως δηλώνει ο Σιδέρης που παραθέτεις, «μια οικογενειακή υπόθεση της κομμουνιστικής Αριστεράς», ότι «η «φαγωμάρα» γύρω από το ζήτημα σε ποιους ανήκει ή δεν ανήκει το Πολυτεχνείο *ίσως είναι το μόνο πράγμα που πραγματικά ανήκει* στην παράδοση και την κουλτούρα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου» (η έμφαση δική μου).
Αυτή η απόφανση για την ουσία του ιστορικού γεγονότος «Πολυτεχνείο», για το «μόνο πράγμα που πραγματικά ανήκει στην παράδοσή» του, στηρίζει την κρίσιμη διατυπώση «το αίσθημα του συνανήκειν που καλλιεργήθηκε μετέπειτα είναι ξένο ως προς το τι έγινε και τι υποτίθεται πως πρεσβεύει το Πολυτεχνείο» (είναι πολύ παράξενη η διατύπωση αυτή και δημιουργεί σίγουρα το κρίσιμο ερώτημα «ποιο είναι αυτό το οποίο υποτίθεται πως πρεσβεύει το Πολυτεχνείο;»).
H λογική αυτή είναι κατά την κρίση μου εξόχως προβληματική.
Το πρόβλημα αφορά τον δημόσιο λόγο για ιστορικά γεγονότα και τόπους μνήμης. Κάθε απόφανση σχετικά με την μία «ουσία» ενός ιστορικού γεγονότος, σχετικά με αυτό το οποίο ένα ιστορικό γεγονός είναι κυρίως (όπως είναι οι αποφάνσεις για το τι είναι το Πολυτεχνείο στο συγκεκριμένο κείμενο), είναι κατ᾽ ανάγκη εξαιρετικά αφαιρετικές (στην καλύτερη περίπτωση) και δεν μπορούν εκ των πραγμάτων να ανταποκρίνονται στην πολυπλοκότητα και τα αντιφατικά χαρακτηριστικά σύνθετων ιστορικών γεγονότων όπως το Πολυτεχνείο. Ο επιστημονικός ιστορικός λόγος για τέτοια γεγονότα μπορεί και πρέπει να αποτυπώνει την πολυπλοκότητά τους και να την μεταφέρει και με έναν, εάν και όσο χρειάζεται, απλοποιημένο τρόπο στη δημόσια συζήτηση. Ένας τέτοιος λόγος, νομίζω θα συμφωνούμε σε αυτό, απέχει από θέση αρχής από την απόπειρα εντοπισμού της μίας «ουσίας» ενός ιστορικού γεγονότος.
Αποφάνσεις σχετικά με την μία «ουσία» ενός ιστορικού γεγονότος έχουν αντιθέτως νόημα στο πλαίσιο μιας αντιπαράθεσης για τα χαρακτηριστικά ενός διαφιλονικούμενου τόπου μνήμης. Όπως είναι η αντιπαράθεση που ακόμα διεξάγεται για τα χαρακτηριστικά του «Πολυτεχνείου» ως τόπου μνήμης. Τα επιχειρήματα και τις αποφάνσεις του κειμένου σου σχετικά με το τι ήταν το Πολυτεχνείο μπορώ να τις εννοήσω πολύ καλά ως μέρος αυτής της αντιπαράθεσης. Και ως τέτοιες τις βρίσκω εξόχως προβληματικές.
Η σκέψη μου βασίζεται στις εξής θέσεις:
#1. Ένα ιστορικό γεγονός και ο «τόπος μνήμης» αυτού του γεγονότος είναι δύο διακριτά πράγματα. Σχετίζονται, προφανώς, μεταξύ τους αλλά είναι διακριτά και ανεξάρτητα.
#2. Για κάποιους «τόπους μνήμης» που παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον για μία κοινωνία στο σύνολό της, διαφορετικές ομάδες αυτής της κοινωνίας διεξάγουν συχνά «μάχες ιδιοκτησίας/νοηματοδότησης».
#3. Η εθνικοποίηση ενός «τόπου μνήμης» είναι στοιχείο του πράγματος που είναι αυτός ο τόπος μνήμης, ανήκει σε αυτές τις «μάχες ιδιοκτησίας/νοηματοδότησης», και αν ενεργοποιηθεί ή, πολύ περισσότερο, ολοκληρωθεί, επηρεάζει σημαντικά τον τρόπο με τον οποίο διεξάγονται άλλες «μάχες ιδιοκτησίας/νοηματοδότησης».
#4. Το «Πολυτεχνείο» είναι πλέον ένας «τόπος μνήμης» που έχει διανύσει ένα σημαντικό μέρος της διαδρομής εθνικοποίησής του, δεν έχει ωστόσο φτάσει στο τέρμα αυτής της διαδρομής. Το να καθοριστεί πόσο έχει προχωρήσει αυτή η διαδικασία και ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον.
#5. Ενώ η πρόταση «εσωτερικές συγκρούσεις μεταξύ των συμμετεχουσών δυνάμεων/συμμετεχόντων ανθρώπων ορίζουν το «Πολυτεχνείο» (Π1) αφορά καταρχήν το ιστορικό γεγονός «Πολυτεχνείο», η πρόταση «το Πολυτεχνείο δεν είναι ιδιοκτησία κανενός ή μάλλον είναι ιδιοκτησία όλων όσων θέλουν» (Π2), αφορά τον τόπο μνήμης «Πολυτεχνείο». Η Π1 δεν μπορεί να συνδεθεί άμεσα και αυτονόητα με την Π2 (βλ. θέση #1).
Κατά τη γνώμη μου, αν χρησιμοποιήσεις την Π1 σε μια «ιδιοκτησιακή διαμάχη» για τον τόπο μνήμης «Πολυτεχνείο», σε μια απόπειρα να αντιτεθείς στην διαδικασία εθνικοποίησής του, οφείλεις να το κάνεις ρητά: να πεις, δηλαδή, κάτι σαν «ενάντια στην λογική ότι το «Πολυτεχνείο» ως τόπος μνήμης ανήκει σε όλο το έθνος, προωθώ την αντίληψη ότι το «Πολυτεχνείο» ως τόπος μνήμης ανήκει στον τάδε και στον δείνα και σίγουρα όχι σε αυτούς και σε εκείνους ή σε όλον τον ελληνικό «λαό»», πράγμα που σημαίνει ότι μεταξύ άλλων, αν αύριο το εθνικό κράτος καταργήσει την γιορτή του Πολυτεχνείου από τα σχολεία θα θεωρήσεις την απόφαση αυτή μάλλον θετική για το μπλοκάρισμα της διαδικασίας εθνικοποίησης του τόπου μνήμης «Πολυτεχνείο».
Αν, αντιθέτως, εμπλακείς στη συζήτηση για τα χαρακτηριστικά του τόπου μνήμης- «Πολυτεχνείο» προβάλλοντας στο ιστορικό γεγονός-«Πολυτεχνείο» ένα ή δύο βασικά χαρακτηριστικά ως την «ουσία» αυτού γεγονότος, κάνεις μια λαθροχειρία πρώτης τάξεως, την ίδια ακριβώς που κάνει και η πλευρά των εθνολογούντων/μυθολογούντων.
Με μια κουβέντα: αντί για μια «καταγγελία» της θέσης ότι «το Πολυτεχνείο δεν είναι ιδιοκτησία κανενός», επειδή δεν είναι σύμφωνη με την πραγματικότητα ότι «εσωτερικές συγκρούσεις μεταξύ των συμμετεχουσών δυνάμεων/συμμετεχόντων ανθρώπων ορίζουν το «Πολυτεχνείο», αξίζει και οφείλει, κατά τη γνώμη μου, να υπάρχει μια ανάδειξη/αποκάλυψη του γεγονότος ότι στα πλαίσια της διεκδίκησης του «Πολυτεχνείου» ως τόπου μνήμης η θέση ότι «το Πολυτεχνείο δεν είναι ιδιοκτησία κανενός» είναι απλώς μία ακόμα από τις προτάσεις στην μάχη διεκδίκησης ενός (ακόμα σήμερα) διαφιλονικούμενου τόπου μνήμης . Απέναντι σε αυτήν την πρόταση αξίζει να διατυπωθούν άλλες προτάσεις διεκδίκησης του τόπου μνήμης-«Πολυτεχνείο» – κάτι που το κείμενό σου δεν κάνει.
Υπάρχει μία, κατά τη γνώμη μου, πολύ ενδεικτική στιγμή της τεράστιας αμηχανίας ως προς τις προτάσεις διεκδίκησης του Πολυτεχνείου ως τόπου μνήμης στο κείμενό σου: η παράθεση του αποσπάσματος του Γ. Λυκιαδρόπουλου. Ενώ στο απόσπασμα αυτό η ιδέα ότι το Πολυτεχνείο «ανήκει μόνο στους νεκρούς του» είναι κομβικής σημασίας για τη θέση του κειμένου, είναι η θετική απάντηση στη δύσκολη ερώτηση «σε ποιον ανήκει το Πολυτεχνείο», εσύ, ανενδοίαστα, πιστεύεις ότι μπορείς να εξαιρέσεις από το κείμενο αυτό το στοιχείο σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Δεν είναι έτσι.
Συνοψίζοντας: η κίνηση των λόγων που συντάσσονται με τα συμφέροντα της αστικής τάξης είναι να ταυτίσουν την (υποτιθέμενη) μία «ουσία» του ιστορικού γεγονότος «Πολυτεχνείο» με το περιεχόμενο που επιδιώκουν να προσδώσουν στον τόπο μνήμης «Πολυτεχνείο». Η αντιπαράθεση στην κίνηση αυτή με όρους του τύπου «όχι, η ουσία του ιστορικού γεγονότος δεν είναι αυτή αλλά εκείνη, η αντίθετη» αποδέχεται στην πράξη την ολέθρια ταύτιση μεταξύ της μίας (πάντα και αναγκαστικά υποτιθέμενης) ουσίας ενός ιστορικού γεγονότος και των χαρακτηριστικών του (εν προκειμένω διαφιλονικούμενου) μνημονικού του τόπου. Η γνώμη μου είναι ότι έχουμε κάθε λόγο, αντιτιθέμενοι στους λόγους που συντάσσονται με τα συμφέροντα της αστικής τάξης, να δίνουμε τη μάχη για τα χαρακτηριστικά του μνημονικού τόπου ανεξάρτητα από τα αναγκαστικά πολύπλοκα και αντιφατικά χαρακτηριστικά που αναγνωρίζουμε στο ιστορικό γεγονός. Το αντίθετο δηλαδή από αυτό που συμβαίνει στο κείμενo.
Η λογική που επικρίνω στο κείμενό μου είναι αυτή της παρουσίασης του Πολυτεχνείου ως ιστορικού γεγονότος όπου είμαστε «όλοι ενωμένοι» και κατ’ επέκταση ως τόπου μνήμης ο οποίος ανήκει σε όλους.
Και εδώ να σημειώσω πως, μιας και αναφέρθηκες στον επιστημονικό ιστορικό λόγο, πως η πρώτη σου θέση περί διάκρισης και ανεξαρτησίας ιστορικού γεγονότος και τόπου μνήμης είναι ανεδαφική. Δεν υπάρχει τόπος μνήμης ανεξάρτητος απο το ιστορικό γεγονός βάση μάλιστα του οποίου, ή καλύτερα, από την ανάγνωση και τον μετασχηματισμό του σε μνήμη κατασκευάζεται. Στις θέσεις 2-4 θα μπορούσα να συμφωνήσω ή καλύτερα, συμφωνώ, γι αυτό και παρεμβαίνω στην συζήτηση για το Πολυτεχνείο με το παρόν κείμενο. Η θέση 5 είναι λαθεμένη ακριβώς γιατί είναι λαθεμένη η θέση 1. Θεωρώ άσκοπο να απαντήσω σε μια κατηγορία περί λαθροχειρίας όταν αυτή βασίζεται σε μια ανεδαφική θέση. Επειδή θεωρώ πως αυτή είναι αποτέλεσμα επιστημολογικού λάθους δεν θα σε εγκαλέσω με τη σειρά μου για λαθροχειρία για την κατασκευή μιας θέσης που δεν προκύπτει στην ιστορική επιστήμη και δεν θα μπορούσε μιας και ισχύει το ακριβώς αντίθετο.
Ως προς το κείμενο του Λυκιαρδόπουλου. Θα ήταν έτσι αν όσοι ήταν μέσα στο Πολυτεχνείο ήταν την επαύριο νεκροί. Πέραν των νεκρών υπάρχουν οι πολλαπλάσιοι ζωντανοί σύντροφοί τους. Αυτοί δηλαδή δεν πάλεψαν για τα ίδια πoυ πάλεψαν oι νεκρoί; Άρα δεν τoυς ανήκει εξίσoυ τo ίδιo Πoλυτεχνείo πoυ ανήκει στoυς νεκρoύς τoυ; Και τoυς τόπους μνήμης τους κατασκευάζουν οι ζωντανοί. Θεωρώ πως o Λυκιαρδόπoυλoς τo «χρέωσε» στoυς νεκρoύς γιατί αυτoί δεν θα μπoρoύσαν να τo αναθεωρήσoυν και να τo ανανoηματoδoτήσoυν. Καλώς ή κακώς αυτό απoτελεί επίδικo και δoυλειά των ζωντανών. Αυτά για τα oπoία όρισε τoυς νεκρoύς ως θεματoφύλακες απoτελoύν κατ’ εμέ πoλιτικό καθήκoν των ζωντανών και σε αυτά τα πλαίσια έγραψα και γράφω για τo θέμα.
Επειδή μιλάς για την «μία oυσία» στo κείμενo πoυ έγραψα θα σoυ πω ότι συμφωνώ υπό τoν όρo πως δεν έχεις καταλάβει, ίσως με δική μoυ ευθύνη, πoια είναι αυτή. Και αυτή η «μία oυσία» είναι τα πoλλά και πoλλαπλά Πoλυτεχνεία τα oπoία υπήρξαν τόσo κατά τo τριήμερo (στo ιστoρικό γεγoνός) όσo, και κυρίως, κατά την μετέπειτα μνήμη τoυ. Η θέση μoυ είναι πως δεν υπάρχει ένα Πoλυτεχνείo και μία μνήμη τoυ και ότι αυτό ακριβώς το γεγονός, το ποιό Πολυτεχνείο θα επικρατήσει (λ.χ. το αστικοδημοκρατικό ή το επαναστατικό) υπήρξε ήδη απ’ τoν Νoέμβρη τoυ 1973 πεδίo αντιπαράθεσης και μάχης και μάλιστα εντός της αριστερής oχθης. Τo τελευταίo τo τoνίζω διoτι εξαρχής έγραψα πως αφoρμή γι αυτo τo κείμενo ήταν μια αντιπαράθεση μεταξύ αριστερών, ή έστω μεταξύ, νυν, πρώην. Παρoλα αυτά, δεν θα διαφωνήσω με τoν τρoπo πoυ τo θέτεις για την αστική τάξη μιας και η αντίληψη πoυ κριτικάρω είναι αστική, είτε τίθεται απ’ τo σύστημα απευθείας είτε εντός τoυ κινήματoς από αστικoπoιημένες δυνάμεις.
Πρoφανώς με όλα τα παραπάνω δηλώνω πως διαφωνώ ριζικά με την ανάγνωσή σoυ και τις θέσεις τις oπoίες εκφράζεις. Ιδίως με την κεντρική σου θέση περί παρέμβασης στoν μνημoνικό τόπo αντί (και) τoυ ιστoρικoύ γεγoνότoς (τα οποία λαθεμένα αποσυνδέεις) μιας και o μνημoνικός τόπoς δεν απoτελεί παρά αντανάκλαση της μνήμης/ανάγνωσης τoυ ιστoρικoύ γεγoνότoς σε μια κoινότητα μνήμης κάθε δεδoμένη στιγμή.
Ωραία, νομίζω ότι έτσι η διαφωνία μας αποτυπώνεται επαρκώς.
Σχετικά μόνο με την σχέση τόπου μνήμης και ιστορικού γεγονότος: Δεν τα αποσυνδέω, όλως αντιθέτως! Η διατύπωσή μου είναι: «Ένα ιστορικό γεγονός και ο «τόπος μνήμης» αυτού του γεγονότος είναι δύο διακριτά πράγματα. Σχετίζονται, προφανώς, μεταξύ τους αλλά είναι διακριτά και ανεξάρτητα.» Αλλά, φυσικά, διαφωνώ εντελώς με το ότι «και o μνημoνικός τόπoς δεν απoτελεί παρά αντανάκλαση της μνήμης/ανάγνωσης τoυ ιστoρικoύ γεγoνότoς σε μια κoινότητα μνήμης κάθε δεδoμένη στιγμή.» Το περιεχόμενο, για παράδειγμα, του μνημονικού τόπου «25η Μαρτίου» στην κοινότητα «ελληνικό εθνικό κράτος» είναι διαφορετικό (διακριτό και ανεξάρτητο) από τις αναγνώσεις (συζητήσεις, διαφωνίες, επισήμανση αντιφάσεων και διαδικασιών) του ιστορικού γεγονότος «Ελληνική Επανάσταση του 1821» (ή ακόμα και «έναρξη της ελληνικής επανάστασης του 1821») στην ίδια κοινότητα. Σχετίζονται μεταξύ τους, αλλά είναι διακριτά (με την έννοια ότι μπορούν να αποτελούν ξεχωριστά αντικείμενα μελέτης και λόγου) και ανεξάρτητα (με την έννοια ότι κινήσεις στο ένα δεν επηρεάζουν ούτε απαραίτητα ούτε γραμμικά [όπως συμβαίνει σε μια αντανάκλαση] το άλλο).
Ως προς το διακριτά έχεις δίκιο. Εκ παραδρομής το έβαλα μαζί με το ανεξάρτητα στην απάντησή μου και θα επανόρθωνα, ας το κάνω εδώ.
Για το ανεξάρτητα όμως θα επιμείνω. Η «25η Μαρτίου» δεν υφίσταται έξω ή πέρα από το ιστορικό γεγονός «1821» ως μνημονικός τόπος. Αλλά, κυρίως, η εκάστοτε νοηματοδότηση του 1821 από το κράτος ή κοινωνικές ομάδες στη συγκυρία ή την διαχρονία χρωματίζεται από το πως αυτές νοηματοδοτούν την «25η Μαρτίου». Άρα υπάρχει άρρηκτη σύνδεση και ο τόπος μνήμης παρουσιάζεται με βάση το πως επιθυμεί μια μνημονική κοινότητα να παρουσιάσει το ιστορικό γεγονός. Το κράτος λ.χ. παρουσιάζει την «25η Μαρτίου» ως μέρα εθνεγερσίας διότι έτσι επιθυμεί να παρουσιάσει το ιστορικό γεγονός. Άρα δεν μπορείς να παρέμβεις στο περιεχόμενο της «25ης Μαρτίου» ανεξάρτητα ή ασύνδετα με το ιστορικό γεγονός γιατί χωρίς αυτό ο μνημονικός τόπος στερείται περιεχομένου.
Αυτό το συγκεκριμένο «Πολυτεχνείο», που γίνεται κάθε χρόνο αφορμή για τελετουργική οικογενειακή συνάντηση και τελετουργικό οικογενειακό καυγά, για τον έξω κόσμο – δηλαδή για τον πραγματικό κόσμο – είναι προ πολλού «Xιόνι του Xθές». Δεν υπάρχει.
Η εμμονή σ’ αυτή την εσωτερική τελετουργία είναι η άλλη όψη της απουσίας από τις πραγματικές διαδικασίες της ιστορίας, δηλαδή από τα πραγματικά κοινωνικά κινήματα και από τις πραγματικές πολιτικές συγκρούσεις στον παρόντα χρόνο.
Γιατί, δυστυχώς ή ευτυχώς, τα αιτήματα του άλλου Πολυτεχνείου – εκείνου που δεν ήταν απλά και μόνον στενή οικογενειακή συνάντηση και άσπονδος οικογενειακός καυγάς, αλλά προείκασμα νέων κοινωνικών αγώνων και πρώτες, ατελείς αλλά αιχμηρές διατυπώσεις νέων λαïκών προσδοκιών για το τέλος του 20ου αιωνα, ίσως και γαι τις αρχές του 21ου, παραμένουν ανεκπλήρωτα.
https://aftercrisisblog.blogspot.com/2019/11/blog-post_19.html