Πρόσφατα έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο του γιατρού και συγγραφέα Fernando Namora, Οι μέρες του γιατρού, Retalhos da Vida de um Médico, 1949.[1] Το έργο αφορά τις ιστορίες του γιατρού Ζάν Μπατίστ Πάσος στις νότιες επαρχίες της Πορτογαλίας και στις πλούσιες και φτωχές γειτονιές της Λισαβόνας. Ο Πάσος «συμπεριφερόταν το ίδιο άνετα σε μια καλύβα όσο και ένα σαλόνι», δεν εξαντλούσε την σχολαστικότητά του στα ιατρικά του καθήκοντα αλλά «μπορούσε να σου δώσει μια σίγουρη γνώμη για την ποιότητα του κρασιού, όπως και μια συμβουλή για ένα τελείως προσωπικό σου θέμα, που του είχες εμπιστευτεί». Τον παρακολουθούμε να επισκέπτεται ασθενείς, να τους εξετάζει, να παρακολουθεί την εξέλιξη των προβλημάτων τους, να αναζητά φάρμακα και να αναμετριέται με το δύσκολο στοίχημα της δημιουργίας σχέσεων εμπιστοσύνης. Έρχεται αντιμέτωπος με τις δεισιδαιμονίες και τις προκαταλήψεις που επικρατούν στις αγροτικές επαρχίες, κερδίζει τον σεβασμό και την οικειότητα των φτωχών ανθρώπων, παραχωρεί τις λίγες στιγμές ξεγνοιασιάς που έχει ανάγκη –για χάρη μιας φιλικής συζήτησης κι εμπιστευτικής ιατρικής εξέτασης, σε οποιαδήποτε ώρα και μέρος κι αν βρίσκεται, στο καφενείο, στη λέσχη, σε ταξίδι και αλλού-, γνωρίζει την περιφρόνηση πλουσίων και συναδέλφων για τις επιλογές και ιατρικές εκτιμήσεις του.
Αυτές οι αυτοβιογραφικού και ημερολογιακού ύφους ιστορίες εκτείνονται χρονικά από τον μεσοπόλεμο μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια , συμπίπτοντας έτσι με τις πρώτες δεκαετίες της δικτατορίας του Σαλαζάρ -της μακροβιότερης δικτατορίας στην Ευρώπη. Ο Namora σχολιάζει μέσω του γιατρού Πάσος την κοινωνική κατάσταση στις επαρχίες του Νότου αναφέροντας:
Υπάρχει μια πολύ αυστηρή τάξη αφεντάδων της γης, που πιστεύει πως ο κόσμος γεννήθηκε για να τους υπηρετεί. Κι όταν κανένας από μας τους γιατρούς, τους δικηγόρους, τους εμπόρους φτάσει ως εδώ με την αγνότητα και την αφέλεια του ανθρώπου που φαντάζεται πως ένας λογαριασμός στην τράπεζα κι ένα κοπάδι γουρούνια δεν είναι αρκετά για να σε υποδουλώσουν, ανακαλύπτει πολύ γρήγορα πως πρέπει να σκύψει το κεφάλι, να λυγίσει κάτω απ’ την κυριαρχία τους, που θα τον καταντήσει αργά η γρήγορα να τραυλίζει ταπεινά στο πέρασμά τους… Περηφάνια μάταιη, άκαρπη σ’ αυτόν τόπο, όπου οι απένταροι, παρ’ όλα τα προσόντα που ξέρουν πως διαθέτουν, αναγκάζονται να παραδεχτούν πως αξίζουν λιγότερο από το τίποτα.
Η σιγουριά και η αυτοπεποίθηση του γιατρού για την αντιμετώπιση σοβαρών και αλλόκοτων ιατρικών περιστατικών βασιζόταν στις επιστημονικές μεθόδους που ακολουθούσε αλλά και στην εμπειρία του. Διαπίστωνε συχνά πως ήταν «σπουδαιότερο να ικανοποιεί τον εγωισμό των ανθρώπων, καθώς υπολόγιζαν πιο πολύ το πόση ώρα καθόταν πλάι στον άρρωστο λέγοντάς του αστείες ιστορίες, παρά την αποτελεσματικότητα της συνταγής του». Αυτή η βεβαιότητα ανατρέπεται δραματικά. Η διάδοση του τύφου στην κοιλάδα που βρισκόταν ο Πάσος θεριεύει ξεκληρίζοντας τους κατοίκους της. Ο ίδιος κατανοεί καλύτερα από τους υπόλοιπους χωριανούς πως ενώπιον της επιδημίας όλοι είναι ευάλωτοι, του ιδίου συμπεριλαμβανομένου, παρόλα αυτά αδυνατεί να φανεί πλέον χρήσιμος. Γεμίζει οργή για την αθλιότητα στην οποία έχουν καταδικαστεί οι άνθρωποι του νότου και για την απόσταση που χώριζε τον νότο από (κάθε) ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Αμήχανα σκέφτεται πως όλες οι προσπάθειες να δημιουργήσει σχέσεις εμπιστοσύνης είναι μάταιες. Τελικά όμως θα βρεθεί προ εκπλήξεως, όταν μια ηλικιωμένη γυναίκα σε ένδειξη ευγνωμοσύνης των χωρικών στο πρόσωπό του, του προσφέρει ένα πορτοκάλι.
Στο σπίτι δεν ήμουν ο πρώτος που διάβασα το συγκεκριμένο μυθιστόρημα: ανοίγοντάς το ανακάλυψα την εξής δηλωτική σημείωση στο τέλος του βιβλίου: «Αρκετά καλό, σε πολλά σημεία βρήκα να υπάρχουν κοινές εμπειρίες, αν και είναι νωρίς για να έχω ζήσει τόσα, όσα ο Namora, Αγρίνιο, 29 Δεκεμβρίου 1985» μαζί με ορισμένες σελίδες παραπομπών σε υπογραμμίσεις εντός του κειμένου. Η παραπάνω σημείωση, που ανήκει στον Γιώργο Κομματά, έναν χρόνο μετά τον θάνατό του, αποκάλυψε έτσι μια αναπάντεχη επαφή μαζί του. Όπως συμβαίνει στο αφήγημα του Πέδρο Πάραμο, Χουάν Ρούλφο, όπου «οι νεκροί δεν έχουν χώρο και χρόνο. Δεν κινούνται ούτε μέσα στο χρόνο ούτε μέσα στο χώρο. Γι’ αυτό και έτσι όπως εμφανίζονται, έτσι και εξαφανίζονται. Και οι μόνοι που επιστρέφουν στη γη (αυτό είναι μια πολύ διαδεδομένη δοξασία) είναι οι ψυχές εκείνων των νεκρών που πέθαναν αμαρτωλοί». Αυτές τις φευγαλέες εικόνες λοιπόν θα προσεγγίσουμε προσδίδοντάς τους τον χώρο και τον χρόνο που εκτυλίχθηκαν.
Το βιβλίο του Namora πυροδότησε τους συνειρμούς του γράφοντος και ο «υπογραμμιστής» Γιώργος Κομματάς έδωσε εν αγνοία του το έναυσμα να γραφτεί κάτι για τον ίδιο -in memoriam. Έτσι, θα αναφερθώ παρακάτω στην κοινωνική καταγωγή του γιατρού Γιώργου Κομματά, και ιδιαίτερα στη ζωή του πατέρα του, Φώτη, στο φόντο των μεγάλων μεταβολών στην Ελλάδα του 20ού αιώνα, υποστηρίζοντας πως οι τελευταίες συνέβαλαν στη διαμόρφωση των αξιακών του οριζόντων. Η προσέγγιση αυτή θα γίνει μέσα από τα θραύσματα του -προς το παρόν αταξινόμητου- προσωπικού του αρχείου, τη μνήμη και την περιορισμένη έρευνα που κατάφερα να κάνω (και την οποία έχω την πρόθεση συνεχίσω στο μέλλον). Ακόμα και αν όσα ακολουθήσουν είναι πρόωρα, αποσπασματικά και ελλιπή για να θεωρηθούν το οτιδήποτε, είναι πάντως μια ειλικρινής προσπάθεια να εκφράσω τη λύπη μου και το αίσθημα απώλειας που βιώνουμε όσοι ζήσαμε τον Γιώργο Κομματά από κοντά, αλλά και να μοιραστώ με όσους φίλους και φίλες δεν τον γνώρισαν μικρές στιγμές απ’ τη ζωή του, που στην περίπτωση του Γιώργου Κομματά αποτελούν ίσως και τις πιο χαρακτηριστικές.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή: ο Γιώργος, τρίτο και τελευταίο παιδί μιας οικογένειας από το Αγρίνιο, θα γεννηθεί στις 21/5/1961 στο Δημοτικό Νοσοκομείο του Αγρινίου, πράγμα που δεν είχε συμβεί ωστόσο με τους γονείς του Φώτη Κομματά και Χρυσούλα Μαυραγάνη, που τους γέννησαν οι μητέρες τους με τη βοήθεια μαίας στον οικισμό Κομματέϊκα του χωριού των Ψιανών το 1911 ή 1913 και στο χωριό Παραβόλα στη βόρεια πλευρά της Τριχωνίδας και τους πρόποδες του Παναιτωλικού όρους το 1924, αντίστοιχα. Ο Γιώργος και τα αδέρφια του, Σπύρος (1947) και Γρηγόρης (1950), θα φοιτήσουν στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, σε αντίθεση με τους γονείς τους, αφού όταν ήταν εκείνοι παιδιά η φοίτηση σε σχολείο παρέμενε ακόμη προνόμιο ορισμένων οικογενειών, παρά την -τύποις- υποχρεωτικότητα της εξαετούς φοίτησης στο δημοτικό, από το 1913 κι εξής. Ο κόσμος του Αγρινίου με τον οποίο θα έρχονταν σε επαφή τα τρία αδέρφια θα διέφερε σημαντικά από το Αγρίνιο των γονιών τους. Αλλά γιατί οι δύο χωρικοί είχαν βρεθεί σ’ αυτήν την μικρή επαρχιακή πόλη και πώς έμοιαζε στα χρόνια τους;[2]
Ο δάσκαλος και αντιστασιακός αγωνιστής Γιάννης Αθ. Βράχας σε μια πραγματικά πλούσια σε ανθρωπολογικά στοιχεία -παρά το ηθογραφικό της ύφος- μελέτη «για τους ανθρώπους που σπάνια γράφει κανείς, γιατί όπως λένε και οι ίδιοι, ζούνε πίσω από τον κόσμο» (1964), σημειώνει πως το ορεινό χωριό των Ψιανών αποτελούνταν από τους οικισμούς Ψιανά, Παλαιοχώρι και Κομματέϊκα και η κοινότητα των Ψιανών συναποτελούνταν από τα χωριά Βύθισμα και Καστανούλα. Τα ορεινά αυτά χωριά και οι ολιγομελείς τους κοινότητες σε υψόμετρο 960 μέτρων αντιπροσώπευαν μόλις ένα μικρό τμήμα της ορεινής επικράτειας της Ευρυτανίας στη Στερεά Ελλάδα, και ένα ακόμα μικρότερο των ορεινών όγκων της χώρας και υπήρξαν «όχι η μεριά πίσω από τον κόσμο» αλλά η πίσω πλευρά του -η μέσα Ελλάδα- στους πρόποδες των ορεινών όγκων της οποίας, στα νησιά της, και γενικότερα στην ύπαιθρο της, κατοικούσε η πλειονότητα του πληθυσμού της.[3]
Οι ποιμένες και χωριάτες των Ψιανών κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν τα ιστορικά προβλήματα επιβίωσης των χωριών του Κρικελλοποτάμου, συμμετέχοντας με τον δικό τους τρόπο στα μεγάλα γεγονότα που διαμόρφωσαν την κοινωνία του 20ού αιώνα. Θα εργαστούν σκληρά για να καλλιεργήσουν το βραχώδες χώμα και να προστατεύσουν τα ζώα τους στις δύσκολες ορεινές καιρικές συνθήκες, θα αναπτύξουν κοινοτικούς δεσμούς αλληλεγγύης και αντιδικίες, θα περπατήσουν χιλιόμετρα για να γίνουν εποχικοί εργάτες γης στις εμπορικές καλλιέργειες των κάμπων της Αιτωλοακαρνανίας και να καταφέρουν να αγοράσουν βασικά και νέα καταναλωτικά προϊόντα (σιτάρι, ρούχα, καφέ, ζάχαρη, παστά ψάρια), θα επιστρατευτούν στους Βαλκανικούς πολέμους και τη μικρασιατική εκστρατεία όπου κάποιοι θα εξαφανιστούν ή θα επιστρέψουν, Θα υποστούν τις επιπτώσεις των εξωγενών οικονομικών κρίσεων και θα μεταναστεύσουν σε άλλες πόλεις και το εξωτερικό, θα πάρουν με το ΕΑΜ τον δρόμο της αντίστασης για την απελευθέρωση ενάντια στη ναζιστική κατοχή.[4]
Ο Φώτης Κομματάς θα φύγει σε ηλικία 11 χρονών από το χωριό του για το «Βραχώρι» (Εβραιοχώρι), όπως ονομαζόταν το Αγρίνιο πριν αλλάξει ονομασία τον 19ο αιώνα για να παραπέμπει στην αρχαιοελληνική συνέχεια του έθνους. Την πορεία αυτή για την εύρεση εργασίας και καλύτερες συνθήκες επιβίωσης ακολούθησαν από την ορεινή Τριχωνίδα, τη Ναυπακτία, τα νησιά του Ιονίου, καθώς και πληθυσμοί των Ρομά.[5] Η Ελένη Καραδήμου-Γερολύμπου σημείωνε πως «το 1920 το 21% είχε γεννηθεί σε άλλη πόλη από εκείνη που είχε απογραφεί», η εσωτερική μετακίνηση πριν ακόμα και από την έλευση των προσφύγων αποδεικνυόταν πως ήταν σημαντική.[6] Το Αγρίνιο, που αποτέλεσε μια από τις νέες πόλεις (Καβάλα, Βόλος, Κομοτηνή κ.ά.) οι οποίες αναπτύσσονταν ολοένα και περισσότερο χάρη στις εμπορευματικές καλλιέργειες έντασης εργασίας, και συγκεκριμένα τον καπνό, γνώρισε μια νέα περίοδο ανάπτυξης τη δεκαετία του 1920.[7]
Με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο η κατανάλωση του καπνού είχε αποκτήσει ευρεία απήχηση σε άντρες ανεξαρτήτως κοινωνικής καταγωγής που κάπνιζαν στα χαρακώματα του πολέμου και «σε γυναίκες που αναζητούσαν μέσω του τσιγάρου το σύμβολο ενός νέου ρόλου στον μεταπολεμικό κόσμο».[8] Η ελληνική καπνοβιομηχανία με τις προσαρτηθείσες εκτάσεις στην Μακεδονία αποκτούσε κεντρικό ρόλο στην ελληνική οικονομία.[9] Γύρω από αυτή την, ευνοϊκή για τη ζήτηση του καπνού, διεθνή συγκυρία, οι ξένοι ισχυροί ολιγοπωλιακοί και μονοπωλιακοί όμιλοι και οι Έλληνες καπνοβιομήχανοι επιδίωξαν τη μείωση του κόστους της πρώτης ύλης, περιορίζοντας τις εισαγωγές τους από τα υψηλής ποιότητας ανατολικά καπνά, ελέγχοντας τις εξαγωγές των ελληνικών καπνών και προωθώντας νέες μεθόδους επεξεργασίας του καπνού. Στόχος της εισαγωγής των νέων μεθόδων επεξεργασίας με κυριότερη εκείνη της «τόγκας» ήταν να μειωθεί το κόστος της εργασίας, αποειδικεύοντας το επάγγελμα και ανοίγοντάς το σε ανειδίκευτους εργάτες και γυναίκες εργάτριες που υποαμείβονταν στο 1/3 έως το ½ του μισθού των αντρών.[10]
Ο καπνεργατικός κόσμος που δοκιμαζόταν έτσι κι αλλιώς από την αβεβαιότητα της εξάρτησής του από το εξωτερικό εμπόριο και τους καπνέμπορους, καλούνταν να αντιμετωπίσει την «τεχνολογική ανεργία» και την επιδίωξη των καπνεμπόρων να εξάγουν στο εξωτερικό ανεπεξέργαστα τα καπνά.[11] Μπροστά σε αυτές τις συνθήκες, οι κοινωνικές εντάσεις ανάμεσα στους καπνεργάτες και τους καπνοβιομηχάνους θα οξυνθούν το 1920-1922. Σε ό,τι αφορά το Αγρίνιο, ο καπνοβιομήχανος Ευάγγελος Παπαστράτος στην αυτοβιογραφία του, που έγραψε αποκλεισμένος στο διαμέρισμά του στην Αθήνα κάτω από τον φόβο της κοινωνικής ανατροπής τον Δεκέμβριο του 1944, σημείωνε χαρακτηριστικά:
… η εξέγερση των καπνεργατών κατά της «τόγκας» πήρε το 1920 διαστάσεις που ξεπέρασαν πολύ τα όρια μιας συνηθισμένης διαφοράς μεταξύ ενός εργοδότη και των εργατών του. … Υποκινούμενοι από τους δημαγωγούς, οι εργάτες κι οι επαγγελματίες του Αγρινίου μα κι αυτοί ακόμα οι καπνοπαραγωγοί, ενώθηκαν κι οργάνωσαν ένα πάνδημο συλλαλητήριο διαμαρτυρίας με μαύρες σημαίες, δραματικές επιγραφές και φωνές και ψηφίσματα κατά των αδελφών Παπαστράτου. Μας κατηγορούσαν πως εφαρμόζοντας την τόγκα επιδιώκαμε να καταστρέψουμε τον λαό του Αγρινίου και όλης της περιοχής.[12]
Χάρη σε αυτούς τους αγώνες οι καπνεργάτες κατάφεραν να επιβάλουν στην κυβέρνηση του Γονατά την ψήφιση του ν.2869/1922 με την οποία απαγορευόταν η εξαγωγή ανεπεξέργαστων καπνών και της τόγκας. Αντιδρώντας κατά αυτής της φιλεργατικής ρύθμισης που υποχρέωνε τους καπνοβιομήχανους να διατηρήσουν το κόστος της εργασίας, οι Αφοί Παπαστράτοι διέκοψαν κάθε αγορά καπνών από την περιφέρεια της Αιτωλοακαρνανίας, οδηγώντας σε εξευτελιστική πτώση των τιμών του καπνού και τους καπνοπαραγωγούς, τους καπνεργάτες και το σύνολο της εμπορικής ζωής που εξαρτιόταν από τον καπνό, σε αδιέξοδο. Οι καπνοβιομήχανοι της χώρας θα χρειάζονταν την ωμή παρέμβαση της δικτατορίας του Πάγκαλου για να καταργηθεί η παραπάνω ρύθμιση το 1925.[13]
Οι περίοδοι μεγάλων μεταπτώσεων της ζήτησης της εργατικής δύναμης και ανεργίας και υποαπασχόλησης που ακολούθησαν, οδηγούσαν τον καπνεργατικό κόσμο στην συνειδητοποίηση πως η βελτίωση της ζωής τους θα ήταν αποτέλεσμα οργάνωσης και συλλογικής διεκδίκησης.[14] Ακόμα, στις πιο μαζικές και μαχητικές εκφράσεις του καπνεργατικού κινήματος στο Αγρίνιο, η απεργία τον Ιούλιο-Αύγουστο του 1926 που διήρκησε 38 ημέρες, οι κινητοποιήσεις τον Μάιο-Ιούνιο και τον Οκτώβριο του 1929, η απεργία τον Νοέμβριο και τον Μάιο του 1936, μπορούμε να παρατηρήσουμε από την σχετική βιβλιογραφία πως εκτός από την άγρια καταστολή που αντιμετώπισε από την ένοπλη χωροφυλακή, γνώρισε επίσης τη συμπαράσταση και την αλληλεγγύη του λαού του Αγρινίου, από τα άλλα σωματεία των εργαζόμενων, από επαγγελματοβιοτέχνες και εμπόρους.[15] Η Αριστερά και οι πολιτικές της οργανώσεις, κυρίως το ΚΚΕ, καθώς και οι αρχειομαρξιστές, συνέβαλαν μέσα από τους αγώνες των καπνεργατών που λάμβαναν πανεργατικό και παλλαϊκό χαρακτήρα, στη διαμόρφωση ενός ταξικού πόλου στον οποίο διακινούνταν σοσιαλιστικές ιδέες και ακολουθούνταν μαχητικές πρακτικές για την επίτευξη της άμεσης βελτίωσης της ζωής των εργαζόμενων.[16]
Μετά την εκδήλωση της διεθνούς κρίσης του 1929 η γενικευμένη πτώση της ζήτησης και των τιμών των αγροτικών προϊόντων οδήγησε στη μείωση της απασχόλησης στον κλάδο, σε μια περίοδο που το 1/7 του πληθυσμού της χώρας συσχετιζόταν με αυτόν.[17] Οι χρεοκοπημένοι παραγωγοί αναζητούσαν τη μετάβαση σε άλλες καλλιέργειες. Η έκθεση του τμηματάρχη του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας Μιχαήλ Αποστολίδη σχετικά με την ανεργία στην Ελλάδα το 1932 περιγράφοντας τη συνθήκη της υποαπασχόλησης που επικρατούσε κατέληγε στο συμπέρασμα πως «ο πολύς κόσμος κουτσοδουλεύει και κουτσοζή».[18] Χωρίς απαραίτητα να ανατρέπει τη γενική συνθήκη που περιέγραφε ο Αποστολίδης, ο Mark Mazower παρατηρούσε πως ο βαθμός πτώχευσης σε κάθε περιοχή άλλαζε με βάση τις δυνατότητες που είχε να διαφοροποιήσει την παραγωγή της, και πως οι καπνοκαλλιεργητές στο Αγρίνιο συγκεκριμένα συνέχισαν να εφοδιάζουν την εγχώρια καπνοβιομηχανία σε λογικές τιμές, σε αντίθεση με ό,τι ίσχυε στην Κεντρική και την Δυτική Μακεδονία.[19] Οι τρόποι που εκδηλώθηκε η κρίση στο Αγρίνιο θα απαιτούσαν μια ενδελεχέστερη διερεύνηση της τοπικής οικονομίας την εποχή εκείνη.[20]
Για τις νέες καπνοπόλεις του μεσοπολέμου μπορεί να υποστηριχθεί πως στην ίδια την ταυτότητά τους αποτυπώνονταν οι διχοτομικές αντιθέσεις του καπνικού κόσμου –οι πλούσιοι και λίγοι με μεγάλες εκτάσεις γης, οι φτωχοί καλλιεργητές και εργάτες/ριες στη γη ή τις καπναποθήκες. Στο Αγρίνιο η κυριαρχία των καπνοβιομηχάνων και η επιθυμία τους να αποκαταστήσουν την εικόνα τους, φτιάχνοντας μια αφήγηση για την οικονομική προοπτική της πόλης, εκφράστηκαν μεταξύ άλλων και μέσω της δημιουργίας δημόσιων συμβολικών μνημείων και μέσω ευγερσιών. Χαρακτηριστικά αναφέρω την ανάρτηση των εικόνων των αδελφών Παπαστράτου σε περίβλεπτη θέση στο Δημαρχείο της πόλης (4.6.1929), την ονοματοδοσία του κεντρικού οδικού άξονα από «Χαριλάου Τρικούπη» σε «οδό Παπαστράτου» (3.4.1933), το Παπαστράτειο Πάρκο (1929), τα Παπαστράτεια Διδακτήρια, την καθιέρωση της «Παπαστράτειου Ημέρας» (31.08.1938), τη γνωστοποίηση της διαθήκης του καπνέμπορου Ηλία Ηλιού το 1937 για την απόδοση της ακίνητης περιουσίας στο δημόσιο κ.ά.[21] Τις περιόδους της κρίσης του καπνικού ζητήματος θα αυξανόταν αυτή η ανάγκη αποκατάστασης της χαμένης κοινωνικής αίγλης λόγω της αμφισβήτησης από τους εργατικούς αγώνες.
Σχετικά με την παραπάνω κεντρική αντίθεση, να επισημανθεί πως κατά τον μεσοπόλεμο ήταν δύσκολο να υπολογιστεί ο αριθμός των ανθρώπων που εργάζονταν περιστασιακά και ευκαιριακά ως πλανόδιοι αγροτικοί εργάτες, μικροπωλητές, μεταφορείς κ.ά., αντιμετωπίζοντας εργασιακή ανασφάλεια και συχνές περιόδους ανεργίας, όπως έδειξε ο Πέτρος Πιζανίας.[22] Έτσι, και στην περίπτωση του Αγρινίου, όπου η πλειονότητα των γεωργικών εκμεταλλεύσεων γινόταν από μικρούς οικογενειακούς κλήρους και από την εργασία όλων των μελών της οικογένειας (βλέπε πίνακα 1), ήταν ιδιαίτερα δύσκολο και ριψοκίνδυνο να αποκτήσουν γη οι πρόσφυγες και οι εσωτερικοί μετανάστες, ενώ η απουσία της εφαρμογής προστατευτικών ασφαλιστικών ρυθμίσεων καθιστούσε επίσης δύσκολη την ασφαλή ένταξη τους ως εργάτες γης στις γεωργικές καλλιέργειες και την καπνοβιομηχανία.
Σε αυτό το γενικό κλίμα έφτασε ο Φώτης στο Αγρίνιο στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Η γενική αφήγηση η οποία μας έχει παραδοθεί οικογενειακά καταδεικνύει το πώς, όντας παιδί, έφυγε μόνος του από το χωριό του και πήγε να ζήσει σε κάποιο παράπηγμα στο Πάρκο κάνοντας δουλειές του ποδαριού για να επιβιώσει. Γι’ αυτήν τη δραματική πορεία που απωθούνταν από τις οικογενειακές συζητήσεις μπορούμε να σημειώσουμε με επιφύλαξη το εξής: ο χώρος του δημοτικού Πάρκου του Αγρινίου, το οποίο διατηρείται μέχρι τις μέρες μας, δεν είχε πάντα την ίδια λειτουργία· αντίθετα, τη δεκαετία του 1920 η έκταση των 54 στρεμμάτων βρισκόταν ουσιαστικά εκτός του ιστού της πόλης, αποτελώντας μέρος της περιουσίας του ποιητή Κώστα Χατζόπουλου. Η θέση της συγκεκριμένης έκτασης βόρεια της πόλης, η σύνδεσή της με τον κεντρικό οδικό άξονα και ταυτόχρονα η κατάσταση εγκατάλειψης των συγκεκριμένων κτημάτων, αποτέλεσαν λόγους για τους οποίους οι αφιχθέντες εσωτερικοί μετανάστες και πρόσφυγες από την μικρασιατική καταστροφή οδηγήθηκαν εκεί.[23]
Το 1924 η οικογένεια Παπαστράτου αγόρασε την εν λόγω έκταση, διακηρύσσοντας πως επρόκειτο να έχει κοινωφελή χρήση. Από τη μεριά τους οι πρόσφυγες, δια μέσου των προσφυγικών τους συλλόγων, διεκδίκησαν από το κράτος να την απαλλοτριώσει προκειμένου να αποδοθεί για την ανέγερση συνοικισμών.[24] Οι επιδιώξεις όμως της μεγάλης επιχειρηματικής οικογένειας του Αγρινίου εκφράζονταν στην πόλη με ολοκληρωτικό τρόπο, ασκώντας πιέσεις στις δημοτικές αρχές και δημιουργώντας εξαρτήσεις. Η ανάκληση της απαλλοτρίωσης της συγκεκριμένης έκτασης μετά την παρέμβαση του Δήμου και η εκπόνηση με χρηματοδότηση των αδελφών Παπαστράτου του νέου σχεδίου της πόλης οδήγησε σε μαζικές αντιδράσεις και συλλαλητήρια που κλιμακώθηκαν με την κήρυξη αναθέματος στην οικογένεια Παπαστράτου.[25]
Το νέο πολεοδομικό σχέδιο, που εκπορευόταν από τις ανάγκες της καπνοβιομηχανίας και της αστικής κουλτούρας που τη συνόδευε, στόχευε σε ευρείες παρεμβάσεις και στη δημιουργία ενός σύγχρονου εμπορικού κέντρου, με μεγάλες λεωφόρους στους άξονες των οποίων θα εκτεινόταν η οικιστική ανάπτυξη της πόλης. Η εξώθησή τους από την άμεση πρόσβαση στο εμπορικό κέντρο και η κατεδάφιση των μικρών παραπηγμάτων νοηματοδοτήθηκε ως μια εκ νέου απόπειρα να αποκλειστούν εκείνοι οι άνθρωποι που προσπάθησαν μόνοι τους να καλύψουν την στέγαση των αναγκών τους. Τελικά, το σχέδιο ρυμοτομίας της πόλης που θα επικρατήσει θα ακολουθήσει εκείνο του 1852, ενώ θα εφαρμοστούν επιμέρους πολεοδομικές επιδιώξεις των καπνοβιομηχάνων, όπως η δημιουργία του Παπαστράτειου Πάρκου, η ανέγερση των προσφυγικών συνοικισμών στον Άγιο Κωνσταντίνο και αλλού.[26]
Η ματαίωση του σχεδίου της πόλης του Παπαστράτου για την πόλη του Αγρινίου καταγράφηκε από την τοπική ιστοριογραφία ως μια χαμένη ευκαιρία να αποκτήσει η πόλη σύγχρονη ευρωπαϊκή μορφή. Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση φανερώνει μια περιορισμένη και ταξικά προσδιορισμένη οπτική της πραγματικότητας, καθώς αποσιωπά τους βαθύτερους λόγους της αντίδρασης των κατοίκων. Οι ποικίλης καταγωγής κάτοικοι του Αγρινίου που διέμεναν στις πυκνοχτισμένες και πρόχειρες κατοικίες και συγκρότησαν το σώμα αυτών των κινητοποιήσεων δεν συνιστούσαν, όπως ο επίσημος λόγος της εποχής ήθελε να τους κατατάξει, «οχλοκρατούμενο πλήθος». Κάθε άλλο, σε αυτές τις γειτονιές και τόπους οι άνθρωποι μοιράζονταν κοινές αγωνίες και προβλήματα, ενώ δια μέσου της συλλογικής τους δράσης επέλεξαν να απορρίψουν την προοπτική ενός σχεδίου, μέσω του οποίου παγιώνονταν και χωροταξικά η κοινωνική τους περιθωριοποίηση.
Οι αποσπασματικές πληροφορίες που διαθέτουμε δεν μας επιτρέπουν να τοποθετήσουμε την πορεία του Φώτη μέσα σε αυτά τα γεγονότα, ωστόσο μας γεννούν ερωτήματα: αν οι φτωχοί κάτοικοι και ο καπνεργατικός κόσμος του Αγρινίου προχώρησε σε αυτές τις συλλογικές διεκδικήσεις απέναντι στην κυριαρχία των καπνεμπόρων, ποια ήταν τα ηθικά πρότυπα και ο πολιτισμός τους; Ποιες ήταν οι σχέσεις και οι δεσμοί που είχαν μεταξύ τους, ποιες οι σχέσεις αλληλεγγύης μεταξύ των φτωχών και εργατών της πόλης ή μεταξύ νέων και παλαιών κατοίκων; Η Εκκλησία ως παραδοσιακός θεσμός οργάνωσης της φιλανθρωπίας ποια δράση ανέπτυξε, και ποια ήταν η σχέση της εργατικής τάξης μαζί της; Αν οι τοπικοί φορείς εξουσίας λάμβαναν αποφάσεις με σκοπό την καταστολή των διεκδικήσεων, την εκτόνωσή τους ή την κοινωνική συναίνεση τότε ποιες σχέσεις εμπιστοσύνης ή σχέσεις δυσπιστίας διαμορφώθηκαν;
Αυτά τα ερωτήματα δεν μπορούν να απαντηθούν στο κείμενο· τίθενται απλά ως προβλήματα και υποθέσεις εργασίας με τις οποίες θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε καλύτερα την κοινωνία του Αγρινίου. Στην εξεταζόμενη περίπτωση του Φώτη, τα συγγενικά δίκτυα και τα δίκτυα καταγωγής φαίνεται πως είχαν μεγάλη σημασία, αφού η αδερφή του, Ελένη Κομματά, ακολούθησε την πορεία του στο Αγρίνιο, όπου παντρεύτηκε τον Επαμεινώνδα Ανδρεόπουλο με καταγωγή από τα Ψιανά, ενώ οι κουμπάροι του στον γάμο του με τη Χρυσούλα Μαυραγάνη το 1946 θα έχουν επίσης καταγωγή από τα Ψιανά της Ευρυτανίας.[27]
Τον Σεπτέμβριο του 1934, σε μια περίοδο έντονων αναζητήσεων εναλλακτικών του κοινοβουλευτισμού, όταν μέσα στον στρατό ξεκινούσε η προετοιμασία από βενιζελικούς και λαϊκούς αξιωματικούς να παρέμβουν στις πολιτικές εξελίξεις, o Φώτης στρατεύτηκε για τη θητεία του στο σώμα των Ευζώνων. Από χωρικός και μικροπωλητής στα παραπήγματα του Αγρινίου θα γινόταν πλέον πειθαρχημένος φρουρός της προεδρίας της Δημοκρατίας του αντιβενιζελικού προέδρου Παναγή Τσαλδάρη, ενώ έναν χρόνο αργότερα, τον Οκτώβρη του 1935, μετά την ανατροπή του Παναγή Τσαλδάρη από τον Γεώργιο Κονδύλη και την παλινόρθωση του Βασιλιά Γεωργίου συνέχισε να φρουρεί τον «Βασιλέα των Ελλήνων». Μετά το πραξικόπημα της 4ης Αυγούστου του Ιωάννη Μεταξά παρέμενε φρουρός –αυτή τη φορά του «τρίτου ελληνικού πολιτισμού».
Δεν έχουμε πληροφορίες για το τι σήμαιναν όλες αυτές οι εξελίξεις για τον ίδιο, ούτε για το πότε τελικά τελείωσε την θητεία του. Τα όσα γνωρίζουμε για τη ζωή του ως εύζωνας έρχονται από την σύντομη αλληλογραφία προς την οικογένειά του. Από αυτήν προκύπτουν πληροφορίες για τη διαδρομή του, την κατάταξη του στη Λαμία και στη συνέχεια τη μετάβασή του στην Αθήνα, και από εκεί την αποστολή του σε εθιμοτυπικές εορτές (Τήνο, Θεσσαλονίκη). Το περιεχόμενο της αλληλογραφίας βέβαια περιορίζεται στο να γνωστοποιήσει στον πατέρα του Σπύρο, στον αδερφό του Κώστα και την αδερφή του Ελένη την κατάσταση της υγείας του και τον λόχο στον οποίο βρισκόταν ο ίδιος και οι φίλοι του. Η άλλη πηγή που καταγράφει το ίχνος του εκείνη την περίοδο είναι οι αναμνηστικές φωτογραφίες όπου ως εύζωνας απαθανατίζεται μαζί με άγνωστες οικογένειες, αποτυπώνοντας την τάση στην ελληνική κοινωνία να θαυμάζει ολοένα και περισσότερο τα στρατιωτικά αγήματα και πιο ειδικά τους εύζωνες που συμβολίζουν την «ηρωική και ένδοξη διαχρονία» του ελληνικού στρατού.
Στον ελληνοϊταλικό πόλεμο το 1940 ο Φώτης επιστρατεύτηκε πολεμώντας στην Ήπειρο και την Αλβανία και στη διάρκεια της Κατοχής θα γίνει αντάρτης του ΕΛΑΣ συμμετέχοντας ενεργά στη μεγάλη προσπάθεια για την απελευθέρωση της χώρας από τα ναζιστικά στρατεύματα και την οικοδόμηση μιας νέας Ελλάδας στην οποία δεν θα υπήρχε πια η εκμετάλλευση και η φτώχεια. Σε ένα φύλλο χαρτί μετά τον πόλεμο ο ίδιος θα καταγράψει απλώς τους σταθμούς των μετακινήσεων του και τις μάχες στις οποίες πήρε μέρος την περίοδο της κατοχής. Ο Φώτης άνηκε σε εκείνη την κατηγορία των αγωνιστών που παρότι η εμπειρία της αντίστασης τον καθόρισε βαθιά, δεν μιλούσε άνετα γι’ αυτή στο οικογενειακό του περιβάλλον. Παρ’ όλα αυτά, κάποια στιγμή ο αναλφάβητος αυτός άνθρωπος που με δυσκολία έβαζε σε σειρά τα γράμματα που ήξερε, θέλησε να αποτυπώσει, όπως έγραφε τους προϋπολογισμούς του στο τεφτέρι, «τον δικό του λογαριασμό» ή αν θέλετε λιγότερο λυρικά, το δικό του μικρό στίγμα στην ιστορία της ελληνικής Αντίστασης.[28]
Οι μνήμες που είχαν μεταφερθεί σε εμάς αφορούσαν αποσπασματικά πως ο ίδιος είχε βρεθεί στις Κορυσχάδες δίπλα στον Πέτρο Κόκκαλη και είχε παρακολουθήσει την ομιλία του Άρη Βελουχιώτη στη Λαμία.[29] Η αδερφή του Ελένη μας ήταν επίσης γνωστό πως ως μέλος της ΕΠΟΝ συνελήφθη από τα τάγματα ασφαλείας του Αγρινίου, επειδή μετέφερε την αλληλογραφία των αντάρτικων τμημάτων του ΕΛΑΣ από τη Βελάουστα, όπου βρισκόταν το τυπογραφείο του ΕΑΜ, στις οργανώσεις του στο Αγρίνιο. Η μνήμη της Ελένης Ανδρεοπούλου, η οποία βασανίστηκε φριχτά και εκτελέστηκε από τα τάγματα ασφαλείας στις 12 Ιουλίου του 1944, ακολούθησε την τύχη των 120 εκτελεσμένων από τα τάγματα ασφαλείας στις 14 Απριλίου του 1944. Το μετεμφυλιακό καθεστώς απαγόρευσε τις δημόσιες τελετές τιμής για τους εκτελεσθέντες πιστεύοντας πως έτσι θα οδηγήσει στη λήθη το φρικιαστικό έγκλημα και η ενσωμάτωση των συνεργατών των ναζί στους κρατικούς μηχανισμούς μεταπολεμικά. Χρειάστηκε να περάσουν 40 χρόνια και να αναγνωριστεί επίσημα η Εθνική Αντίσταση, για να καταγραφεί επιτέλους το όνομα της από τη Βιβή Γιαννακά σε ημερίδα της Αρχαιολογικής Εταιρείας για την Αντίσταση τον Ιανουάριο του 1983.[30] Σε κάθε περίπτωση, μπορεί να σημειωθεί πως στη διάρκεια της κρίσης την περασμένη δεκαετία σημειώθηκε η ανανέωση του ιστορικού και συλλογικού ενδιαφέροντος για την δεκαετία του 1940, τάση που μπροστά στον κίνδυνο της επιρροής που ανακτά η γοητεία του μετεμφυλιακού κράτους και η ακροδεξιά πρέπει να συνεχιστεί.
Ο Φώτης, υπό την πίεση του βάρους της δολοφονίας της αδερφής του και την επιχειρούμενη τρομοκρατία που υφίστατο η αριστερά από το ελληνικό κράτος -τρομοκρατία που είχε οπλιστεί από τους Βρετανούς και είχε στελεχωθεί στρατιωτικά από τα όχι ευκαταφρόνητα στο μέγεθός τους παρακρατικά φιλομοναρχικά τάγματα και οργανώσεις- στις εκλογές του Μαρτίου του 1946 θα ψηφίσει, όπως φαίνεται και στο εκλογικό του βιβλιάριο, παρά την τελική θέση του ΕΑΜ και του ΚΚΕ για αποχή από αυτές. Ο Μιχάλης Λυμπεράτος στη διδακτορική του διατριβή για την περιγραφή του κλίματος τρομοκρατίας που επικρατούσε στις εκλογές του 1946, καταγράφει από τα δημοσιεύματα των Αθηναϊκών εφημερίδων ότι «ο εκλογεύς γνωρίζει ότι το λευκόν του βιβλιαρίου θα είναι δι’ αυτόν καταδίκη και καθημερινή ευκαιρία διωγμού ή παραγκωνισμού ή αποκλεισμού από κάθε συμμετοχήν εις την οργανωμένην κρατική ζωήν ακόμα και από αυτό το δελτίο του άρτου», (Εμπρός, 22 Μαρτίου 1946).[31] Ωστόσο, η αναγραφή της συμμετοχής του στις εκλογές την 1/4/1946 και όχι στις 31/3/1946 που ήταν ορισμένες οι εκλογές εγείρει ερωτήματα για τρόπο με τον οποίο προήλθε η συμμετοχή του σε αυτές. Ήταν αποτέλεσμα της αδυναμίας της διοικητικής μηχανής στην ελληνική ύπαιθρο να οργανώσει τις εκλογές, ήταν αποτέλεσμα πιέσεων με σκοπό την αλλοίωση του αποτελέσματος; Η απάντηση δεν είναι βέβαιη.
Η έκβαση των Δεκεμβριανών με την ήττα του ΕΛΑΣ Αθήνας και η Συμφωνία της Βάρκιζας με την παράλληλη ενσωμάτωση από τους κρατικούς μηχανισμούς των παρακρατικών δυνάμεων, προκάλεσε απογοήτευση στους κόλπους των εαμικών οργανώσεων. Ο Φώτης, μετά τα συνεχή έτη θητείας του στον ελληνικό στρατό και τη συμμετοχή του στο αντάρτικο στο βουνό επιζήτησε την έξοδο του από το συνεχές της συντελούμενης πολεμικής αναμέτρησης. Δια μέσου του γάμου του με τη Χρυσούλα Μαυραγάνη το 1946 από το χωριό Παραβόλα προσπάθησε να αποφύγει την διαφαινόμενη νέα επιστράτευσή του στον Εθνικό Στρατό.
Η επιστράτευσή του Φώτη το 1948 στον Εθνικό Στρατό, όπου σύμφωνα με την οικογενειακή μνήμη βρισκόταν μαζί με άλλους επιστρατευμένους ΕΛΑΣίτες και ακόμα και όταν κλήθηκε δεν στόχευσε ποτέ στο μέρος των συντρόφων του ΔΣΕ, διήρκησε λίγο και πιθανά το γεγονός ότι οι κύριες μάχες του εμφυλίου σημειώθηκαν βορειότερα της Αιτωλοακαρνανίας, αλλά και η έλευση του πρώτου του παιδιού, έπαιξαν κάποιο ρόλο. Ο Φώτης και η αγρότισσα Χρυσούλα, με προίκα ένα στρέμμα στην Παραβόλα και έχοντας αποκτήσει το πρώτο τους παιδί το 1947, καλούνταν εκ νέου να επιβιώσουν μέσα στην δίνη του εμφυλίου πολέμου και με όλες τις συνέπειες που είχε αφήσει πίσω της στην οικονομία η γερμανική κατοχή και η διάλυση της υπαίθρου στον εμφύλιο πόλεμο.
Ο Φώτης και η Χρυσούλα διέμειναν στο Αγρίνιο συνεχίζοντας τις ίδιες ασχολίες που είχαν στο Μεσοπόλεμο· η φωτογραφία μπροστά στον πάγκο της λαϊκής με τα χαμηλής ποιότητας είδη μας δείχνει χαρακτηριστικά τη συνθήκη δυσκολίας στην οποία το νέο ζευγάρι κλήθηκε να επιβιώσει. Η παρουσία σε αυτή και του δεύτερου παιδιού (Γρηγόρη) μας δείχνει επίσης πως για τουλάχιστον μέχρι το 1952 παρέμενε σταθερή ασχολία για την οικογένεια η υπαίθρια πώληση διαφόρων ειδών ακόμα και αν ήταν περιοδική. Σε κάθε ένα από τα επίσημα έγγραφα ο Φώτης καταγραφόταν με διαφορετικό επάγγελμα, καπνοπώλης, μικροπωλητής, οικοδόμος, αγρότης. Μεταπολεμικά τελικά η οικογένεια κατάφερε να μεταφέρει τους υπαίθριους πάγκους της σε στεγασμένο χώρο.
Στην ελληνική ύπαιθρο κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και την περίοδο της ανασυγκρότησης 1949-1953 εκδηλώθηκαν με τον πιο δραματικό τρόπο οι συνέπειες του πολέμου. Η διάλυση της αγροτικής παραγωγής και ο ολοκληρωτικός της έλεγχος από τις δυνάμεις κατοχής, οι ανθρώπινες απώλειες και οι υλικές καταστροφές, οι εκδικητικοί μηχανισμοί του κράτους ήταν το αναπόδραστο πλαίσιο. Παρά τη μεγάλη προβολή και αισιοδοξία που εξέτρεφαν οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις για την ξένη βοήθεια και τη συμβολή της στη μάχη για τη διαβίωση του ελληνικού πληθυσμού και την ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας, το γενικό επίπεδο κατανάλωσης δεν ξεπέρασε τα προπολεμικά επίπεδα, ενώ μεγάλα κεφάλαια διοχετεύτηκαν στους στρατιωτικούς εξοπλισμούς και όχι σε παραγωγικές επενδύσεις. Η ληστρική επίθεση των κατοχικών δυνάμεων έδωσε τη θέση της στην άμεση υπαγωγή της ελληνικής οικονομίας στις ανάγκες και προσανατολισμούς της ευρωατλαντικής συμμαχίας και των οικονομικών της θεσμών. Η βιομηχανική καλλιέργεια του καπνού στη χώρα συνάντησε το όριο της επικράτησης των αμερικανικών εταιρειών σε παλιές και νέες αγορές, και ειδικά σε εκείνη της Γερμανίας, στην οποία εξάγονταν σημαντικά μεγέθη της ελληνικής παραγωγής.[32]
Η απάντηση που δόθηκε για τη νέα καπνική κρίση από την κυβέρνηση Παπάγου το 1952, ήταν μια νέα συμπίεση του κόστους εργασίας των εργαζόμενων με την κατάργηση του νόμου 5817/710/1933 «Περί ασχολήσεως αρρένων καπνεργατών εν τη επεξεργασία, τόγκας» και την ψήφιση του νόμου 2348/1953.[33] Με την ψήφιση του νόμου, ο οποίος στόχευε στην ικανοποίηση των συμφερόντων των καπνεμπόρων, οι προστατευτικές ρυθμίσεις για το καπνεργατικό επάγγελμα στο μεσοπόλεμο αίρονταν και εισάγοντας τις γυναίκες ως νέο υποαμειβόμενο εργατικό δυναμικό που μαζί με την ανεργία του κλάδου μείωναν το κόστος εργασίας για τους καπνεμπόρους.[34] Καπνεργάτες που διέθεταν γη εξωθήθηκαν σε εναλλακτικές καλλιέργειες και στο μικρεμπόριο, ενώ νέες γυναίκες θα έμπαιναν στις αποπνικτικές καπναποθήκες για να δουλέψουν στην επεξεργασία του καπνού. Η Χρυσούλα ανήκει στη δεύτερη κατηγορία και εκείνη την περίοδο θα δουλέψει στο εργοστάσιο του Παπαστράτου για να συμπληρώσει το πενιχρό οικογενειακό της εισόδημα. Η περιπλάνηση για την αναζήτηση καλύτερης εργασίας θα συνεχιστεί όλη την δεκαετία του 1950.
Το 1960 η Αιτωλοακαρνανία θα γίνει ξανά η επικράτεια που θα εκφραστούν οι φιλοδοξίες της ελληνικής αστικής τάξης να προσφέρει στις πολυεθνικές εταιρείες το «ελληνικό El Dorado». Η κυβέρνηση Καραμανλή με υπουργό Βιομηχανίας τον Νίκο Μάρτη αποφάσισε την συστηματοποίηση των ερευνών από το Ινστιτούτο Γεωλογίας και Ερευνών Υπεδάφους και το Γαλλικό Ινστιτούτο Πετρελαίων, τις έρευνες για την εξεύρεση πετρελαίου. Την πενταετία 1962-1967 θα εκτελεστούν 17 γεωτρήσεις. Η αμερικανική εταιρεία BP θα πραγματοποιήσει στην Αιτωλοακαρνανία τέσσερις βαθιές γεωτρήσεις μεταξύ 1.500 και 4.573 μέτρων, χωρίς να βρεθούν αξιόλογες ποσότητες υδρογονανθράκων.[35] Ο Φώτης θα εργαστεί στην γεώτρηση της BP στη Κλεισούρα μέχρι το καλοκαίρι του 1963, όταν θα υποστεί σοβαρό εργατικό ατύχημα μετά την ανατροπή του αυτοκινήτου μεταφοράς του και την πτώση του στο γκρεμό.
Το ατύχημα, το οποίο μέχρι το 1972 δεν είχε αναγνωριστεί επίσημα ως εργατικό, θα του προκαλέσει μερική αναπηρία, ενώ σύμφωνα με τη μεταγενέστερη μελέτη του ιατρικού του φακέλου και της υγείας του, θα συντείνει στην επίσπευση του θανάτου του. Τα κατάγματα στο κρανίο και τη σπονδυλική του στήλη θα του προκαλούν έντονους ιλίγγους, μετατραυματικά επεισόδια, θα του περιορίσουν τη σωματική κίνηση και θα επηρεάσουν την ψυχολογία του. Ο Φώτης μετά το ατύχημα δεν θα καταφέρει να ξαναδουλέψει, παρότι συνέχισε να καλλιεργεί τον μικρό κήπο του σπιτιού, που είχαν αγοράσει στο Αγρίνιο με την προίκα της Χρυσούλας, και να διοχετεύει στις λαϊκές αγορές φρούτα και λαχανικά. Η οικογένεια στην οποία το 1961 είχε προστεθεί και νέο μέλος, ο Γιώργος θα στηριζόταν στο εισόδημα της Χρυσούλας και επικουρικά θα συνέβαλαν τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας με εποχικές εργασίες και οι φίλοι της οικογένειας με τις σχέσεις αλληλοβοήθειας.
Τη δεκαετία του ‘70 οι ρόλοι θα αρχίσουν να αντιστρέφονται στη συμμετοχή στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Ο Σπύρος, ο οποίος είχε κάνει μαθητεία ως ηλεκτρολόγος, έφυγε από το Αγρίνιο για να εργαστεί ως ηλεκτρολόγος στα πλοία, ενώ ο Γρηγόρης μετά από διαφορετικές εργασίες στο μικρεμπόριο, έφυγε στη Γερμανία για να επιχειρήσει μια νέα προσπάθεια στον χώρο του εμπορίου. Με τους σφιχτούς οικογενειακούς προϋπολογισμούς, τα εξωτερικά εμβάσματα και την σταθερή διέξοδο της ευκαιριακής εργασίας τη δεκαετία του 1970 η οικογένεια κατάφερε να καλύψει το κόστος της φοίτησης του Γιώργου στο σχολείο και την ενισχυτική εκπαίδευση στην τελευταία τάξη.
Μέχρι αυτό το σημείο αποπειράθηκα να σκιαγραφήσω το περιβάλλον στο οποίο γεννήθηκε ο Γιώργος Κομματάς. Η ολοκλήρωση των εκπαιδευτικών υποχρεώσεων και η είσοδος σε μια πανεπιστημιακή σχολή, αποτελούσε αφενός μεν ένα μεγάλο κόστος, αλλά ήταν επίσης και η υπόσχεση ότι έτσι θα μπορούσε στο μέλλον να ζήσει καλύτερα από τους γονείς του. Η εκδήλωση της επιθυμίας του Γιώργου να εισαχθεί στην Ιατρική -καθώς έτσι θα έσωζε ανθρώπους και δεν θα έβλαπτε- βρήκε τη στήριξη της οικογένειάς του.
Ωστόσο, στη λαϊκή γειτονιά του, που οι προσωπικές σχέσεις εγγύτητας χαρακτηρίζονταν από την αλληλεγγύη, την φροντιστικότητα, αλλά και τον φθόνο και την ζήλεια, η υποδοχή της είδησης ήταν αντίστοιχη του αντιφατικού χαρακτήρα της. Μας είναι γνωστή η διήγηση πως «όταν πήγε ο Μπαρμπα-Φώτης στον Μπακάλη, που κρατούσε βερεσέ, ο τελευταίος αποκρίθηκε, -Τι τη θέλει την ιατρική», εννοώντας πως δεν έπρεπε να μεγαλοπιάνεται και πως, ενσωματώνοντας τα κυρίαρχα κοινωνικά αντανακλαστικά, πίστευε πως ο γιος ενός φτωχού ήταν προορισμένος να μείνει φτωχός. Ο μπακάλης πίστευε πως έπρεπε πρώτα να ξεπληρώσει το χρέος του για να γίνει καλός νοικοκύρης; Ήταν ένδειξη υποστήριξης για το ενδεχόμενο μιας αποτυχίας; Ήταν και τα δύο; Δεν γνωρίζουμε, πάντως το σχόλιο ενόχλησε την οικογένεια.
Την ημέρα της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων η γειτονιά είχε μαζευτεί στο σπίτι για να ακούσει τα αποτελέσματα από το ραδιόφωνο -μάλλον η προσπάθεια του Γιώργου συμπύκνωνε τους πόθους της γειτονιάς ευρύτερα- η ανάγνωση των επιτυχόντων ξεκινούσε από την σειρά κατάταξης των μεγαλύτερων σε βαθμολογία υποψηφίων και πρόσεχαν όλοι αποσβολωμένοι, η ανακοίνωση ξεκίνησε με τους επιτυχόντες στην Ιατρική Αθήνας, διαβάστηκαν οι επιτυχόντες και ο Γιώργος δεν βρισκόταν σε αυτούς, «βουβαμάρα» επικράτησε στο σπίτι και δημιουργήθηκαν ερωτήματα στον Γιώργο που πίστευε πως είχε γράψει καλά. Δεύτερη σε σειρά κατάταξης η Ιατρική Θεσσαλονίκης, η αγωνία κορυφώθηκε ξανά με την ανάγνωση των ονομάτων, αλλά ευτυχώς δεν διήρκησε πολύ, γιατί ο Γιώργος είχε επιτύχει, με μόλις ένα μόριο διαφορά από την εισαγωγή του στην Ιατρική Αθήνας. Στο σπίτι επικράτησε κλίμα πανηγυρικό. Ο Γιώργος, ευτυχής για την ευόδωση των προσπαθειών του και για την ικανοποίηση που είχε προκαλέσει, έπρεπε να προετοιμαστεί για την μετακίνηση του στη Θεσσαλονίκη.
Κλείνοντας, στα φοιτητικά χρόνια του Γιώργου θα φανερωθεί μπροστά του ένας νέος κόσμος (ο μεταπολιτευτικός), στον οποίο θα πολιτικοποιηθεί περνώντας στις γραμμές της ΚΝΕ, θα ερωτευτεί, θα έρθει σε επαφή με πολιτιστικά γεγονότα και ερεθίσματα που δεν μπορούσε να έρθει σε επαφή στο Αγρίνιο, θα δημιουργήσει σχέσεις που θα τον συντροφεύσουν για την υπόλοιπη ζωή του. Παράλληλα με τα βιβλία για την φυσιολογία, την παθολογία, τα εργαστήρια ανατομίας, ο Γιώργος θα αναπτύξει τους προβληματισμούς του για την εργασία ως νοσογόνο παράγοντα, για μια ιατρική απελευθερωμένη από το σύμπλεγμα της βιομηχανίας της υγείας, έχοντας μάλιστα ενεργό ρόλο στην έκδοση του περιοδικού Διάλογοι των φοιτητών της Ιατρικής από την ΠΚΣ. Στην αποφοίτηση του το 1985 -όταν και θα διάβαζε το βιβλίο του Namora- αναφερόμενος στη δήλωση του στη σημασία της συμμετοχής στην υπόθεση της επαναστατικής αλλαγής της κοινωνίας και απευθυνόμενος στους συναδέλφους του θα έλεγε «δεν βρεθήκαμε τυχαία εδώ» και πράγματι δεν είχε βρεθεί τυχαία, αλλά είχε απαιτηθεί μια έντονη ατομική και συλλογική εργασία.
Τα χρόνια που θα ακολουθήσουν, ο Γιώργος πλέον ως γιατρός με την ειδικότητα του ορθοπεδικού θα αντιμετωπίσει κατάγματα, παραμορφωμένα άκρα, χρόνιες παθήσεις, ανοιχτά τραύματα, αλλά θα αισθανθεί και την χαρά της επούλωσής τους, θα ζήσει πολιτικές απογοητεύσεις, διαψεύσεις, ήττες και εκ νέου ελπίδες για πολιτικά σχέδια. Σε αυτή τη διαδρομή που ο ίδιος επέλεξε να ζήσει, η προσωπική του ιστορική καταγωγή είχε ξεχωριστή θέση και επίδραση, γι’ αυτό και του αφιερώνεται το συγκεκριμένο κείμενο ως μια μικρή πράξη ευγνωμοσύνης.
Το κείμενο επιμελήθηκαν ο Αντώνης Γαζάκης και η Δήμητρα Αλιφιεράκη.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο