Το παρόν εγχείρημα αντλεί από το άρθρο «Rebetiko Neighbourhoods: Musical Encounters and Social Transformations in Drapetsona and Nea Kokkinia, Piraeus» που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Balkanologie, 16[1] στο οποίο παρουσιάζεται μια πιο εκτενής ανάλυση του θέματος. Τόσο η εκτενέστερη αγγλική όσο κι παρούσα ελληνική εκδοχή, αντιμετωπίζουν τον χώρο όχι ως ένα δοχείο στο οποίο απλώς «συμβαίνουν τα πράγματα», αλλά ως μια διαδικασία η οποία συγκροτείται και μετασχηματίζεται ταυτόχρονα με τους αλληλοσυσχετισμούς των κοινωνικών σχέσεων, των ταυτοτήτων και των κουλτούρων (Soja 1980, Harvey 2004, Massey 1991, 2005).
Μέσα από την παραπάνω οπτική και με αφορμή την εκατονταετία που συμπληρώθηκε φέτος από την Μικρασιατική Καταστροφή, βρίσκω σκόπιμο να αναδειχθεί η σύνδεση ανάμεσα στη διαδικασία συγκρότησης των εργατικών και προσφυγικών γειτονιών (τέλη 19ου – 1940) και τους τρόπους με τους οποίους ο ερχομός των προσφύγων συνέβαλε στην διαμόρφωση νέων κουλτούρων, μέσα από το παράδειγμα της αστικής λαϊκής μουσικής και του ρεμπέτικου. Εστιάζω στο παράδειγμα του μεσοπολεμικού Πειραιά που, ως λιμάνι της νεοσύστατης -τότε- πρωτεύουσας, αποτελούσε τον κύριο πόλο των μεταναστευτικών ρευμάτων ήδη από τα μέσα του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, συμπυκνώνοντας μεγάλο τμήμα των χωροκοινωνικών ανακατατάξεων που πραγματοποιήθηκαν, καθώς στην πόλη-χωνευτήρι βρέθηκαν άνθρωποι από διάφορα μέρη της επικράτειας αλλά και έξω από αυτήν.
Το ρεμπέτικο ως μουσικό είδος, αναδείχθηκε -μεταξύ άλλων- μέσα από ένα πλέγμα κοινωνικών σχέσεων που εξυφάνθηκε στις γειτονιές στις οποίες άνθισε, αποτελώντας μία από τις πιο διαδεδομένες πλευρές της λαϊκής πολιτισμικής δημιουργίας στην πόλη, παρά τις κατασταλτικές πρακτικές της εξουσίας που το πλήττουν κατά καιρούς. Η χωροκοινωνική του διάσταση αφορά στη σύνδεση ανάμεσα στην εξέλιξη της αστικής λαϊκής μουσικής κουλτούρας και των χώρων στους οποίους ευδοκίμησε, βασικά χαρακτηριστικά των οποίων αποτελούσαν η εγγύτητα σε βιομηχανική ζώνη, η κατοίκησή τους από μέρος των εργατικών στρωμάτων σε αναζήτηση τύχης, ο εποικισμός τους από Μικρασιάτες πρόσφυγες και η γειτνίαση τους με τη λιμενική ζώνη, κι επομένως με την ύπαρξη παράπλευρων και συχνά αθέατων χρήσεων, όπως ήταν τα πορνεία κι οι τεκέδες.
Χωροκοινωνικές διεργασίες πριν και μετά την προσφυγική εγκατάσταση
Είναι κοινός τόπος ότι κατά την περίοδο στην οποία εστιάζω, στις πολυεθνοτικές κοινωνίες των Βαλκάνιων και της Ανατολικής Μεσογείου παγιώνονταν σταδιακά τα εθνικά κράτη, διαδικασία που εξελίσσεται παράλληλα με μακροχρόνιους πολέμους, πληθυσμιακές μετακινήσεις και μαζικές δολοφονίες (Mazower 2016). Την περίοδο αυτή, το Νεοελληνικό κράτος βρισκόταν σε διαδικασία επέκτασης και συγκρότησης ως εθνικό κράτος μέσω της επιβολής ιδεολογικών μηχανισμών και της επινόησης εθνικών παραδόσεων (Hobsbawm και Ranger 2004) που στόχευαν -ανάμεσα σε άλλα- στην ομογενοποίηση των ετερογενών πληθυσμών (Couroucli 2003), την παγίωση ενός (υποτιθέμενα αυτοτελούς) νεοελληνικού πολιτισμού με ευρωπαϊκές και αρχαιοελληνικές αναφορές, εξοβελίζοντας τις όποιες οθωμανικές και βαλκανικές πολιτισμικές πτυχές του (Γιαννουλόπουλος 2003, Kokkonis 2008).
Αν και δεν υπάρχουν απόλυτες τομές στον χρόνο, ορόσημο αποτελεί η πανωλεθρία για τον ελληνικό στρατό που είχε εισχωρήσει στα βάθη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και η Μικρασιατική Καταστροφή που ακολούθησε τον Σεπτέμβριο του 1922. Η Συνθήκη της Λωζάνης (23 Ιουλίου 1923) επικύρωσε την υποχρεωτική Ανταλλαγή Πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Άνθρωποι που είχαν συνυπάρξει για χρόνια, εκδιώχθηκαν στην «άλλη» πλευρά του Αιγαίου (Γκιζελή 1984, Λιάκος 2019).
Η άφιξη ενάμισι εκατομμυρίου προσφύγων, καθώς και ο διωγμός των (μέχρι τότε υφιστάμενων) μουσουλμανικών πληθυσμών (Λιάκος 2019), είχε ως αποτέλεσμα έναν βίαιο κοινωνικό και πολεοδομικό μετασχηματισμό που έφερε πρόσφυγες και μη πρόσφυγες σε μια διαδικασία υποχρεωτικής «συγκατοίκησης». Η παραπάνω διαδικασία χάραξε στον πολεοδομικό ιστό της πρωτεύουσας και του επινείου μία νέα πραγματικότητα με ιδιαίτερες πολιτισμικές και κοινωνικές – ταξικές διαστάσεις. Η ανάγκη άμεσων λύσεων για τη στέγασή των προσφύγων δεν άφησε περιθώρια διαβούλευσης. Εγκαταστάθηκαν όπου μπορούσαν: σε κοινόχρηστους χώρους, βαγόνια, αποθήκες, σκηνές, κ.α. Οι υπό διαμόρφωση εργατικοί προσφυγικοί συνοικισμοί χωροθετήθηκαν περιφερειακά της ήδη δομημένης πόλης, μακριά από το κέντρο της, όπου σταδιακά δημιουργήθηκε ένα πυκνό πλέγμα κατοικιών και ανθρώπινων σχέσεων (Γκιζελή, 1984, Λεοντίδου, 2001).
Ο ερχομός των προσφύγων βαίνει παράλληλα με την ανάπτυξη και την ωρίμανση της βιομηχανίας στην Ελλάδα. Οι προσφυγικοί οικισμοί επηρέασαν τη χωροθέτηση βιομηχανικών μονάδων πλησίον τους και αντίστροφα. Σταδιακά ο Πειραιάς έγινε η μεγαλύτερη εργατούπολη της χώρας (Μπελαβίλας 2021). Οι ξεριζωμένοι πληθυσμοί βρέθηκαν σε μειονεκτική θέση μέσα στον πολεοδομικό σχηματισμό. Το ρεμπέτικο τραγούδι άνθισε -μεταξύ άλλων- στις εργατικές και προσφυγικές γειτονιές όπου παρατηρείται η ανάπτυξη της αμειβόμενης (και μη αμειβόμενης) εργασίας και η εμφάνιση αλληλοδιεισδυουσών κοινωνικών ομάδων στην πόλη που συχνά εργάζονταν περιστασιακά, άτυπα και συχνά μη αμειβόμενα, ενώ η απασχόληση σε (ημι)παράνομες εργασίες αποτελούσε σημαντική όψη της διαδικασίας της επιβίωσης (Λεοντίδου, 2001, Παπαστεφανάκη, 2009). Ο μετασχηματισμός του χώρου συνοδεύτηκε με την σταδιακή περιθωριοποίηση ορισμένων «απείθαρχων (χωρο)κοινωνικών νησίδων», όπως οι οίκοι ανοχής κι οι τεκέδες, οι οποίες δεν είχαν θέση στις καθώς πρέπει «αναπαραστάσεις και αντιλήψεις για την πόλη» (Ζαϊμάκης, 1999, σελ. 21).
Οι αλληλεπιδράσεις των προσφύγων με τους μη πρόσφυγες κι η αναδιοργάνωση της ζωής στους συνοικισμούς συνδύασε την φτώχεια του παρόντος με την πολιτισμική παρακαταθήκη που έφεραν οι κάτοικοι από τους τόπους προέλευσής τους (Hirschon, 2004). Πρόκειται για το δυναμικό αποτέλεσμα που προέκυψε από τη συνάντηση ενός αστερισμού ταυτοτήτων και σχέσεων και δημιουργήθηκαν οι συνθήκες υπό τις οποίες οι φτωχοί των πόλεων (Πιζάνιας 1993) βρήκαν τον χώρο να διοχετεύσουν μία καλλιτεχνική δημιουργικότητα.
Η συγκρότηση του χώρου και η άνθιση της μουσικής
Ο βίαιος κοινωνικός και πολεοδομικός μετασχηματισμός, αποτυπώθηκε σε όλες τις πτυχές της συλλογικής ζωής επομένως και της μουσικής δημιουργίας. Καθώς οι άνθρωποι αλλάζουν τόπο, παίρνουν μαζί τους τον τρόπο με τον οποίο «κάνουν τα πράγματα» αλλά και αντίστροφα: οι νέοι τόποι κι η συνύπαρξη σε αυτούς δημιουργούν νέες ανάγκες και ωθούν τους ανθρώπους στο να επινοούν πρακτικές επιβίωσης και να διαμορφώνουν νέες κουλτούρες (Hall 1997). Στο δρόμο της μετανάστευσης και της προσφυγιάς, η μουσική ακολουθεί τους εκτοπισμένους πληθυσμούς, με αποτέλεσμα τη διατήρηση παλιών μορφών σε νέους τόπους, την ανάπτυξη μικτών και υβριδικών μορφών μουσικής, τον επαναπροσδιορισμό εννοιών όπως εθνοτική, εθνική και πολιτισμική ταυτότητα (Nettl 2016).
Το αστικό λαϊκό τραγούδι (εκτιμάται ότι) άνθισε κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και το Μεσοπόλεμο γνώρισε μεγάλη ακμή ως το τραγούδι των ανθρώπων από διαφορετικές περιοχές που μετοίκισαν στη νέα πρωτεύουσα και έψαχναν έναν κοινό κώδικα έκφρασης και επικοινωνίας. Στην αστική λαϊκή μουσική συναντώνται στοιχεία που μαρτυρούν διαφορετικές τοπικές και χρονικές προελεύσεις, τα οποία συνεχώς αναδιαμορφώνονταν, εκφράζοντας -μεταξύ άλλων- στοιχεία από την καθημερινή ζωή των γειτονιών στις οποίες τραγουδιούνταν. Το ρεμπέτικο έχει χαρακτηριστεί από διάφορους ερευνητές και ερευνήτριες ως ένα μικτό μουσικό γένος Ανατολής και Δύσης. Διατηρεί τη φιλοσοφία της ανατολής ως προς την περίτεχνη δομή και χρήση της μελωδίας, με μια φειδωλή και επιλεκτική χρήση της δυτικής εναρμόνισης, συνοδευόμενη με ρυθμούς επηρεασμένους από τη μουσική παράδοση του ευρύτερου ελλαδικού χώρου, της Μικράς Ασίας και των Βαλκανίων. Έχει τις καταβολές της κυρίως στην παραδοσιακή μουσική (λαϊκή, της υπαίθρου και των αστικών κέντρων). Μέσα από τις διαδικασίες αστικοποίησης, προσφυγιάς, δισκογραφίας (που μετέτρεψε την αστική λαϊκή μουσική σε πεδίο μαζικής κατανάλωσης) αλλά και της λογοκρισίας (που επιβλήθηκε από το Μεταξικό Καθεστώς), διαμορφώθηκε ένα ευρύ φάσμα των τραγουδιών που συχνά χαρακτηρίζονται ως ρεμπέτικα. (Ανδρίκος, 2018, Anagnostou 2018).
Ταυτόχρονα, ως σημαίνον, το ρεμπέτικο στεγάζει πολλαπλά αλληλοδιαπλεκόμενα σημαινόμενα. Μέσα από μία χωροκοινωνική οπτική, θα το περιέγραφα -μεταξύ άλλων- ως ένα σύνολο κοινών πρακτικών κι εμπειριών που συνδέονται με τη μουσική επιτέλεση, στους κόλπους των εργατικών στρωμάτων του Μεσοπολέμου. Από αυτή την σκοπιά, μπορεί να γίνει αντιληπτό κατά κύριο λόγο ως «τρόποι που γίνονταν τα πράγματα», οι οποίοι φέρουν ένα σύνολο ταυτοτήτων και κουλτούρων που συνδέονται με τους τόπους και τις εμπειρίες των ανθρώπων των λαϊκών στρωμάτων του Πειραιά. Πρόκειται για μία διαρκώς μεταβαλλόμενη έννοια, της οποίας οι χώροι, σε διάφορες κλίμακες, αποτέλεσαν τις υλικές και μη υλικές συνθήκες για τη συνάντηση όλων αυτών των πρακτικών και των εμπειριών (Mourgou 2021).
Πειραιώτικες γειτονιές της μουσικής
Μεγάλο τμήμα του προσφυγικού πληθυσμού πέρασε αρχικά από το λιμάνι του Πειραιά όπου διέμεινε προσωρινά και στη συνέχεια κατανεμήθηκε και στις υπόλοιπες πόλεις. Σταδιακά συγκροτήθηκαν οι μεγάλες προσφυγικές κι εργατικές γειτονιές του Πειραιά: Δραπετσώνα, Αμφιάλη, Κοκκινιά, Καραβάς, Ικόνιο, Ανάσταση, Κουτσικάρι, Πέραμα, Ταμπούρια, Κορυδαλλός, Κερατσίνι, όπου κυριαρχούσαν οι πρόχειρες κατασκευές και τα παραπήγματα, ενώ σταδιακά περιτριγυρίστηκαν από νέες βιομηχανίες (Λεοντίδου, 2001, Μπελαβίλας 2021).
Η Νέα Κοκκινιά, ως ένας κατεξοχήν προσφυγικός συνοικισμός, συγκροτήθηκε σ’ ένα πλαίσιο σύνθετων χωροκοινωνικών διεργασιών όπου η καθημερινή ζωή στηρίχτηκε στη διατήρηση συμβόλων και πρακτικών του «χαμένου τόπου» και στην αναδιατύπωσή τους στο νέο. Η συλλογική μνήμη των προσφύγων σε συνδυασμό με την εμβληματική θέση της Σμύρνης στο συλλογικό φαντασιακό, αποτέλεσαν σημαντικούς παράγοντες στη σύνδεση του «εδώ» με το «εκεί». Παράλληλα, η συνύπαρξη της εργασίας στις βιομηχανίες με τις άτυπες μορφές απασχόλησης, αποτέλεσε βασικό παράγοντα για τη διαμόρφωση ενός εργατικού κοινωνικού στρώματος συνυφασμένου με την προσφυγική κουλτούρα. Οι κοινές εμπειρίες στη γειτονιά συγκροτήθηκαν γύρω από τις συνθήκες κατοίκισης, τη διαδικασία της επιβίωσης μέσω της εργασίας και των κοινωνικών σχέσεων και δικτύων που αναπτύχθηκαν σε αυτή. Από τα καφέ αμάν, τις «μπύρες», τις ταβέρνες και τα χασισοποτεία, στη Νέα Κοκκινιά επιβίωσε για χρόνια η κουλτούρα της διασκέδασης ως φορέας των πολλαπλών ταυτοτήτων του οθωμανικού παρελθόντος, ενώ παράλληλα, οι χώροι της αστικής λαϊκής μουσικής διαπλέκονταν με τους χώρους παρέκκλισης, συνθέτοντας ένα πολύπλευρο ετερόκλητο αστερισμό ταυτοτήτων (Τσοκόπουλος 2002, Λάμπρου και Μούργου 2020).
Στη Δραπετσώνα, ανάμεσα στα μεγάλα εργοστάσια, τα παραπήγματα, τους τεκέδες και τα πορνεία των Βούρλων, τα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα (προσφυγικής προέλευσης ή όχι) βρήκαν το χώρο να δημιουργήσουν τη ζώνη κατοικίας και δραστηριοποίησής τους, συγκροτώντας κοινές εμπειρίες, κουλτούρες και ταυτότητες, οι οποίες συχνά συνδέονταν με τη μουσική, που είχε διαποτίσει πλευρές της καθημερινότητας. Αυτές οι πλευρές σχετίζονταν με τη συστηματική υποβάθμιση των συνθηκών κατοίκησης στα παραπήγματα, τις ρευστές μορφές εργασίας στα εργοστάσια, την ύπαρξη χώρων που είτε συνδέονταν από την εξουσία με την «ανηθικότητα» είτε τέθηκαν εκτός νόμου, όπως τα πορνεία και τα χασισοποτεία. Η μουσική κινούνταν σε διάφορους χώρους των γειτονιών της Δραπετσώνας, όπως καφενεία, ταβερνεία, οργανοποιεία, τεκέδες, μέσα στους οποίους πραγματοποιούνταν επιτελέσεις (performance), είτε από πρόσφυγες είτε από μη πρόσφυγες. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ακόμη και ο δρόμος ήταν χώρος μουσικής επιτέλεσης, στον οποίο μάλιστα κινούνταν και το επάγγελμα του γραμμοφωνιτζή (Βέλλου-Κάιλ 1978, Μούργου 2022). Ο αστερισμός των συνθηκών, μέσα από τις οποίες σφυρηλατήθηκαν συλλογική συνείδηση και κοινωνική συνοχή, συνδέεται με τις εμπειρίες και τις κουλτούρες που αναπτύχθηκαν στην Δραπετσώνα, καθώς επίσης και με την αντιμετώπιση των κατοίκων από την εξουσία ως «επικίνδυνες τάξεις». Ο υπερθεματισμός των περιθωριακών δραστηριοτήτων του συνοικισμού στον επίσημο λόγο, σχετιζόταν με την προσπάθεια διαβολής των εργατικών στρωμάτων και σύνδεσή τους με την παρανομία και την ανηθικότητα (Wacquant 1993, Κυραμαργιού 2019). Στο πλαίσιο αυτό, τέθηκαν στο πεδίο της παρέκκλισης διάφορες πτυχές των κουλτούρων του ρεμπέτικου (Mourgou 2021).
Αντί επιλόγου
Mέσα από τις κουλτούρες των εργατικών και προσφυγικών γειτονιών του Μεσοπολέμου, όπως η Νέα Κοκκινιά και η Δραπετσώνα, μπορεί κανείς να αναζητήσει θραύσματα από διεργασίες που αφορούσαν προηγούμενες εποχές. Οι διεργασίες αυτές συνδέονταν με τόπους πολυσυλλεκτικούς, πολυεθνοτικούς, αλλά και τόπους αποκλεισμού και περιχαράκωσης. Οι χώροι μουσικής επιτέλεσης μέσα στην πόλη αποτελούσαν σημεία συνάρθρωσης ανθρώπων και πρακτικών από διαφορετικές προελεύσεις και μετατρέπονταν σε αποστακτήρια πολλαπλών χωροκοινωνικών και μουσικών ταυτοτήτων. Η μετανάστευση, η προσφυγιά, ο βίαιος ξεριζωμός του μακρινού 1922-23 αποτέλεσαν τραύματα που επιβιώνουν και μετασχηματίζονται μέσα από την διαγενεακή μνήμη. Μέσα από τη συνάρθρωση όλων των πολλαπλών ταυτοτήτων στις εργατικές προσφυγικές γειτονιές, η λαϊκή κουλτούρα και η μουσική άνθισε και διαδόθηκε πέρα από τα όποια κοινωνικά, χωρικά ή χρονικά στεγανά. Έγινε φορέας ενός πολυσυλλεκτικού παρελθόντος από τη μία και μιας δυσμενούς χωροκοινωνικής πραγματικότητας των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων, και σταδιακά μετατράπηκε στη φωνή των «πόλεων της σιωπής», όπως τις ονομάζει η Λεοντίδου. Μια φωνή που αντηχεί δυνατά μέχρι και τις μέρες μας.
Βιβλιογραφία
Anagnostou P. (2018). «Did You Say Rebetiko? Musical Categories, their Transformation, and their Meanings,», pp. 283-303, Journal of Social History, 52 [2]
Couroucli, M. (2003), «Génos, ethnos. Nation et État-Nation», Αteliers d’anthropologie; 26/2003 identintés, nations; globalisation, troisième partie: La nation prise entre deux feux; revue “dité par le laboratoire d’ethnologie et de sociologie comparative, http://ateliers.revues.org/8737
Hall, S. (1997) “Representation, Meaning and Language,” in Representation: Cultural Representation & Signifying Practices, S. Hall, J. Evans, and S. Nixon, Eds. London: Sage, pp. 15–39.
Harvey, D. (2004), “Space as a keyword,” in Marx and Philosophy Conference, pp. 1–16. Accessed: Nov. 27, 2022. [Online] https://frontdeskapparatus.com/files/harvey2004.pdf
Hirschon, R. (2004), Κληρονόμοι της Μικρασιατικής Καταστροφής – Η κοινωνική ζωή των μικρασιατών προσφύγων στον Πειραιά, Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ. Αθήνα
Hobsbawm, E., Ranger, T. (2004), Η επινόηση της παράδοσης, Αθήνα: Θεμέλιο
Kokkonis, G. (2008). La question de la grécité dans la musique néohellénique, Paris : De Boccard; Association Pierre Belon
Massey, D. (1991), «Η παγκοσμιότητα του τοπικού», Marxism today, μετάφραση Γιάννης Παρασκευόπουλος, Η νέα οικολογία, σελ. 56-61
Massey, D. (2005). For space, London: Sage
Mazower, Μ. (2016). Τα Βαλκάνια, Αθήνα: Πατάκη
Mourgou, Α. (2021) , « Rebetiko Neighbourhoods: Musical Encounters and Social Transformations in Drapetsona and Nea Kokkinia, Piraeus », Balkanologie, 16[1], URL : http://journals.openedition.org/balkanologie/2885, (τελ. αν. 27/10/2021)
Nettl, B., (2016) Εθνομουσικολογία, Αθήνα: Νήσος
Said, Ε. (1996), Οριενταλισμός, Αθήνα: Νεφέλη
Soja, E. W., (1980), “The Socio-Spatial Dialectic,” Annals of the Association of American Geographers, 70[2,] pp. 207–225, [Online]. Available: http://www.jstor.org/stable/2562950
Wacquant, L. (1993), «Stigma and division in the Black American Gheto and the French Urban Periphery», International Journal of Urban and Regional research, vol 17, issue 3, article published online 14 Oct 2009
Ανδρίκος, Ν. (2018), Οι λαϊκοί δρόμοι στο μεσοπολεμικό αστικό τραγούδι, Αθήνα: Τόπος
Βέλλου-Κάιλ, Α. (1978), Μάρκος Βαμβακάρης, Αυτοβιογραφία, Αθήνα: Παπαζήσης
Γιαννουλόπουλος, Γ. (2003). Η ευγενής μας τύφλωσις – Εξωτερική πολιτική και «εθνικά θέματα» από την ήττα του 1897 έως τη Μικρασιατική Καταστροφή, Αθήνα: Βιβλιόραμα
Γκιζελή Β., (1984), Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα 1920-1930, Αθήνα: Επικαιρότητα
Κυραμαργιού, Ε. (2019), Δραπετσώνα 1922-1967 Ένας κόσμος στην άκρη του κόσμου, Αθήνα: ΕΙΕ-ΙΙΕ
Λάμπρου, Α., Μούργου, Α., (2020). «Νέα Κοκκινιά: Διερευνώντας τις πολλαπλές ταυτότητες μιας προσφυγικής περιοχής το Μεσοπόλεμο»,. σελ. 146-155, Γεωγραφίες, 35
Λεοντίδου, Λ. (2001), Πόλεις της Σιωπής, εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά 1909-1940 , Αθήνα: ΕΤΒΑ
Λιάκος, Α. (2019). Ο Ελληνικός 20ός αιώνας, Αθήνα: Πόλις
Μούργου, Α. (2022) Η άνθιση της αστικής λαϊκής μουσικής και του ρεμπέτικου στον Μεσοπόλεμο. Ο Πειραιάς και οι γειτονιές του, Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο & University Paris I Pantheon – Sorbonne
Μούργου, Α., Παναγοπούλου Κ., Σμυρνή, Α., (2017) Δραπετσώνα, η συγκρότηση μιας εργατικής – προσφυγικής γειτονιάς, Αθήνα : Ύψιλον
Μπελαβίλας, Ν., (2021). Ιστορία της πόλης του Πειραιά, 19ος και 20ος αιώνας, Αθήνα: Αλεξάνδρεια
Παπαστεφανάκη, Λ., (2009). Εργασία, τεχνολογία και φύλο στην ελληνική βιομηχανία, Αθήνα: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Πιζάνιας, Π., (1993), Οι φτωχοί των πόλεων, Αθήνα: Θεμέλιο
Τσοκόπουλος, Β. (2002), «Η ανασύσταση της καθημερινής ζωής στην προπολεμική Κοκκινιά», Τα προσφυγικά σπίτια της Νίκαιας, Αθήνα: Λιβάνη
Το κείμενο της Αλεξάνδρας Μούργου επιμελήθηκε η Κλεονίκη Αλεξοπούλου
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Προσθέστε σχόλιο