Κριτική Τεύχος #14

Ένας Δράκος που έζησε 48 ώρες και μια αιωνιότητα

O Δράκος, ως ταινία μοιάζει να λειτουργεί ως το συλλογικό ασυνείδητο μιας κοινωνίας που το απωθεί από το συνειδητό, αλλά αυτό επιστρέφει και εκδικείται, ξύνοντας μια πληγή που επιμένουμε να κλείνουμε με τσιρότα κάθε φορά που αυτή ματώνει.

 «Οφείλω να είμαι υπεύθυνος απέναντί σου. Οφείλω να είμαι υπεύθυνος στο χρόνο που πέρασε. Οφείλω να είμαι υπεύθυνος στις μνήμες που ξυπνάει -σε όσους ξυπνάει- αυτή η ταινία. Και κυρίως οφείλω να είμαι υπεύθυνος απέναντι σε εκείνους που έχουν καταλάβει –γιατί εγώ το ξέρω- ότι η ταινία αυτή δεν έγινε πριν 50 χρόνια, έγινε φέτος.» Νίκος Κούνδουρος  

Η επανέκδοση σε ψηφιακά επεξεργασμένη κόπια του «Δράκου» (1956) του Νίκου Κούνδουρου και η προβολή της στις αίθουσες Ριβιέρα (Αθήνα) και Απόλλων (Θεσσαλονίκη), ανοίγει ξανά τη συζήτηση και τις αναγνώσεις για μια ταινία που έχει τοποθετηθεί σε κάθε κλίμακα της κριτικής: από τα όρια του λίβελου έως την αποθέωση. 

«[…] αίσχος για τη χώρα μας το γεγονός ότι θα εκπροσωπηθεί η κινηματογραφική μας παραγωγή στο Φεστιβάλ της Βενετίας με τη γνωστή ταινία “Ο Δράκος”», διαμαρτυρόταν ο Κώστας Σταματίου στην Αυγή. «[…] γελοία, και δεν ηξεύρει κανείς τι πρώτον και τι ύστερον να οικτήρη εκεί μέσα», έγραφε ο Άδωνις Κύρου στην Εστία. «Μια κακή ταινία, ψεύτικη, φτιαχτή, γεμάτη υπερβολή», ανέφερε ο Αχ. Μαμάκης στο Έθνος. Πρόκειται για μια χαρακτηριστική περίπτωση όπου η κριτική μαρτυρά περισσότερα για την εποχή που γράφεται παρά για την ίδια ταινία. 

Το 1956, ο τριαντάχρονος τότε Νίκος Κούνδουρος, δύο χρόνια μετά τη Μαγική Πόλη (1954), διερευνά τον χώρο του υποκόσμου της Αθήνας αποτυπώνοντας την κοινωνική σαπίλα της δεκαετίας του ‘50 σε μια χώρα που λίγα χρόνια μετά τον Εμφύλιο και μέσα στην πολιτική ασφυξία υπό το κράτος των νικητών του εμφυλίου, μια ολόκληρη κοινωνία προσπαθεί να βρει την κατακερματισμένη ταυτότητά της. Η αστυνομοκρατία, ο χαφιεδισμός, το παρακράτος, η προληπτική και κατασταλτική λογοκρισία, η λογική της αρπαχτής, η εγκληματικότητα, η αστικοποίηση, η εσωτερική μετανάστευση, η ταξική διάρθρωση της κοινωνίας, ο μικροαστισμός, οι ιδεολογικές αγκυλώσεις, η μοναξιά, το όνειρο και η διάψευση. Το σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη και η ματιά του Κούνδουρου τα βάζουν με όλους και με όλα με μια φοβερά πυκνή σύνθεση από σύμβολα.

Απέναντι στο χλευαστικό και αρνητικό κλίμα, την εποχή που κυκλοφόρησε, υπήρξαν και κάποιες κριτικές που προοικονομούσαν το μέλλον της. Για «άθλο του ελληνικού κινηματογράφου», έκανε λόγο η Κ. Παξινού· ο Μ. Πλωρίτης αναφέρει ότι ο Κούνδουρος «γύρισε μια ταινία που μετατάσσει τον ελληνικό κινηματογράφο από τον παιδισμό στην ωριμότητα», ενώ ο Φρανσουά Τριφό στο Arts Magazine χαρακτήριζε τον «Δράκο» ως «ένα φιλμ συναρπαστικό με ποιητική έμπνευση, που φτάνει σε στιγμές αληθινής έκστασης». Οι νεότεροι Έλληνες κριτικοί, την ανακήρυξαν το 2006 «καλύτερη ελληνική ταινία όλων των εποχών», ενώ στη διεθνή κριτική ο «Δράκος» βρίσκεται στις 100 καλύτερες ταινίες του Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου. 

Τι έχει μεσολαβήσει όμως από την καταβαράθρωση ως την αναγνώριση; Πώς η ετεροχρονία του βλέμματος πάνω στην ταινία άλλαξε τη θέση της στην κριτική αλλά και στην καρδιά του κοινού; Γιατί ο Δράκος εκδικήθηκε μέσα στα χρόνια και αντί να γερνά, αναγεννιέται;

Οι συνθήκες υπό τις οποίες δημιουργήθηκε και απάνθρωπη υποδοχή της  μοιάζουν τόσο ειρωνικές στο σημερινό πλαίσιο αναγνώρισης. Η παραγωγή προήλθε από την προίκα που έλαβε ένας φίλος του Κούνδουρου για το γάμο του. Η προίκα, 10.000 χρυσές λίρες Αγγλίας, δόθηκε για ένα έργο που έμελλε να αποτελέσει την προίκα του ελληνικού κινηματογράφου και το πέρασμά του, με αυτή την ταινία, από την Προϊστορία στην Ιστορία, όπως χαρακτηριστικά έγραφε ο Ραφαηλίδης.  Χαρακτηριστικό της πίστης στο ανεξέλεγκτο, αλλά και του πείσματος του Κούνδουρου είναι η διαδικασία διανομής της ταινίας. Στη συνάντηση του Σκούρα με τους πέντε διευθυντές των κινηματογράφων του και τον Κούνδουρο, άπαντες αρνούνται την προβολή της ταινίας. Με εντολή του Σκούρα η ταινίας παίζεται στους δύο με τη ρήτρα όμως της μίνιμουμ εγγύησης. Αν οι δύο κινηματογράφοι δεν έκαναν σε εβδομαδιαία βάση 35 και 25.000 εισιτήρια αντίστοιχα, θα έπρεπε να τα πληρώσει ο Κούνδουρος. Όπερ και εγένετο. Για δέκα χρόνια, με διάφορες εκπτώσεις που του έκανε ο Σκούρας, ο Κούνδουρος αποπλήρωνε αυτό το guarantee. 

Η ταινία, λόγω των σφοδρών αντιδράσεων, προβάλλεται για 48 ώρες και ύστερα κατεβαίνει. Θάβεται από όλο το πολιτικό φάσμα και από το ελληνικό κοινό που αρέσκεται σε έναν «επαρχιώτικο ελληνικό κινηματογράφο» που ζει την περίοδο του ερασιτεχνισμού του. Η «χρυσή εποχή» του ελληνικού κινηματογράφου, εκπαιδεύει το κοινό σε έναν εμπορικό κινηματογράφο με επιχειρηματική και μόνο λογική υπό την πρωτοκαθεδρία της Φίνος Φιλμ, ενώ οι αναπαραστάσεις ενός λούμπεν προλεταριάτου και η κινηματογραφική αναπαράσταση της μετεμφυλιακής κατασταλτικής συναίνεσης μέσα από έναν «κινηματογράφου του δημιουργού» με βάση τις ευρωπαϊκές εξελίξεις (cinema d’ auteur -αυτό προσπαθεί να κάνει ο Κούνδουρος και ο Κακογιάννης εκείνη την περίοδο), ξενίζει και λοιδορείται. H «Στέλλα», η νεορεαλιστική «Μαγική πόλη», «Ο Δράκος», «Οι Παράνομοι», «Το Ποτάμι» και άλλες, άνοιξαν το δρόμο για αυτό που μετά τη Χούντα στην Ελλάδα ονομάστηκε Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος.

Το 2010, ο Αμερικάνος συγγραφέας, Τζόναθαν Φράνζεν, περιλαμβάνει τον «Δράκο» του Κούνδουρου στην πλοκή του μυθιστορήματός του «Ελευθερία». Ένα ζευγάρι, στο πρώτο τους ραντεβού, ο Γουόλτερ και η Πάτι, πηγαίνουν σινεμά να παρακολουθήσουν τον Δράκο που γίνεται και η αφορμή μιας αντιπαράθεσης που θα έχουν. Ο Γουόλτερ πιστεύει ότι η ταινία καθορίζεται από τον αντιαμερικανισμό της και την πολιτική της νύξη για την εξάρτηση της μετεμφυλιακής Ελλάδας από τις ξένες δυνάμεις ενώ η Πάτι πιστεύει ότι καθορίζεται από τη υπαρξιακή αυτοεκτίμηση του ήρωα που δημιουργεί ένα ζωτικό ψέμα για να υπάρξει. Η αναφορά αυτή ανανέωσε το ενδιαφέρον για την ταινία, oι σινεφίλ άρχισαν να ψάχνουν κόπιες της, ενώ ο κριτικός κινηματογράφου Πίτερ Μπράντσο την χαρακτήρισε «σκοτεινό, σατιρικό νουάρ αριστούργημα».

Ο Κούνδουρος καινοτομεί τόσο ως προς το θέμα της ταινίας αλλά και ως προς τη μορφή της. Από την πρώτη σκηνή εμφάνισης του Θωμά, που ενσαρκώνει ο Ντίνος Ηλιόπουλος, η κοινωνική πραγματικότητα εισβάλλει στην ταινία και οι συνάψεις είναι αναπόφευκτες. Ο Θωμάς, ένας ασήμαντος, φοβισμένος,  καλοκάγαθος ανθρωπάκος, τραπεζικός υπάλληλος, βρίσκεται σε ένα υπόγειο μπροστά στον τρόμο της μοναξιάς και της μίζερης ζωής του μια παραμονή Πρωτοχρονιάς. Ο αγώνας για επιβίωση, η αποξένωση και η έλλειψη προοπτικής της ελληνικής μετεμφυλιακής κοινωνίας εγγράφονται στο σώμα και τον λόγο του Θωμά που χρωστά το νοίκι του, φοβάται την έξωση, είναι μόνος, αυτός και το παλτό του. 

Η κινησιολογία του Ηλιόπουλου σε όλη την ταινία, από τις μικρές χειρονομίες έως την περιβόητη σκηνή του ζεϊμπέκικου, ολοκληρώνει αυτή τη μοναδική εσωτερική ερμηνεία βγαλμένη από το κινηματογραφικό απόλυτο. Στον δρόμο προς το σπίτι μέσα στο λεωφορείο συνειδητοποιεί από το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας με τον ευφυώς σαρκαστικό τίτλο, απέναντι στο ρόλο του Τύπου, «Ο Φρουρός της Αλήθειας», την εκπληκτική του ομοιότητα με κάποιον εγκληματία γνωστό ως Δράκο, ο οποίος καταζητείται. Στη σκηνή μπροστά στον καθρέφτη του σπιτιού του για πρώτη φορά συνειδητοποιεί πως η ύπαρξή του βρίσκεται στο κέντρο της προσοχής των άλλων. Αντιλαμβάνεται πως ξεκινά ένα ανθρωποκυνηγητό για τη σύλληψή του και η ταινία τώρα μετατρέπεται σε θρίλερ. Βρίσκει καταφύγιο σε ένα καμπαρέ και γυναικείες φιγούρες της Ρούλας και της Κάρμεν. 

Ο υπόκοσμος ξετυλίγει τη μαγκιά του μακριά από αστικά μοτίβα, έναν χώρο αντρικό που μυρίζει αίμα, αλκοόλ και ιδρώτα, που οι γυναίκες και ο χορός τους εξυπηρετούν το αντρικό βλέμμα, και μια συμμορία που ετοιμάζει το μεγάλο κόλπο της κλοπής ενός από τους στύλους του ναού του Ολυμπίου Διός για χάρη ενός Αμερικάνου, τον χρήζει αρχηγό της Επιχείρησης. «Ε! κολώνες θέλει ο Αμερικάνος, κολώνες έχουμε, κολώνες θα δώσουμε,» λέει ο αρχαιολόγος που προσπαθεί να ξεφύγει από τη μιζέρια αδιαφορώντας για την πολιτιστική του ταυτότητα. 

Λαϊκοί, περιθωριακοί άνθρωποι, φτωχοποιημένοι χωρίς διέξοδο: η συνταγή της επιτυχίας για τη εθνική συναίνεση τότε, η συνταγή της επιτυχίας για τον εκφασισμό της κοινωνίας σήμερα, αφότου η συναίνεση εκβαραθρώθηκε.  Ως άλλος Ακάκι Ακακίεβιτς από το «Παλτό» του Γκόγκολ, ο Θωμάς-Δράκος είναι ένας άνθρωπος της εποχής του που προσπαθεί να συμβιώσει με έναν κόσμο που δεν καταλαβαίνει αλλά και μια διαχρονική φιγούρα της ελληνικής αφήγησης που ακόμη και σήμερα αγγίζει υπαρξιακές και κοινωνικές αγωνίες ενός ορισμένου κοινού. Ο Θωμάς βέβαια και ως ιερό σφαγείο, αφού πληρώνει για αυτό που δεν είναι. ως θυσία μνήμης και σφαγής για τα ανεκπλήρωτα όνειρα των ανθρώπων που επιστρέφουν στη μοναξιά και το θάνατο.

«Μα γιατί πρέπει σώνει και καλά να είμαι σπουδαίος; Έτσι είναι ο κόσμος. Τρέχει πίσω από τα ονόματα. Δράκος λοιπόν. Γιατί όχι;”, λέει και μοιάζει να έχουν γραφτεί σήμερα αυτά τα λόγια. Από μια παρεξήγηση ενδύεται μια μάσκα που του προσδίδει αξία, αποδέχεται να ζήσει για μια μέρα ως Σωσίας του Δράκου και να πεθάνει όπως έζησε: μόνος και τυλιγμένος στο παλτό του. Αυτό το παλτό που έχει δραματουργικό ρόλο στην ταινία, που είναι ένας ακόμη ρόλος θα λέγαμε και που το κουβαλά ή το εκχωρεί όπως και τη συνείδησή του μπροστά στην επιθυμία να είναι κάποιος, να ζήσει κάτι. 

Ο Καμπανέλλης και ο Κούνδουρος ξεκίνησαν να κάνουν μια λαϊκή ταινία κωμωδίας, αλλά αυτή η αρχική επιθυμία γλίστρησε και κατέληξε σε ένα ριζοσπαστικό έργο δύσκολα να ταξινομηθεί και σίγουρα χωρίς προηγούμενο για τα ελληνικά δεδομένα.  Πίστεψαν στο ανεξέλεγκτο θεματικά και μορφολογικά. 

Ο Κούνδουρος καινοτομεί σκηνοθετικά αφήνοντας το βουκολικό δράμα, το κωμειδύλλιο, το μελόδραμα και τη φουστανέλα, και αντί αυτών χρησιμοποιεί το ποδήλατο, τη βρύση, τη σκάλα, τον αφισοκολλητή, στοιχεία που συναντάμε στον ιταλικό ρεαλισμό (Βιττόριο Ντε Σίκα) από τον οποίο επηρεάζεται. Δε μένει όμως εκεί. Εισάγει αποσπασματικά και ποτέ ως Όλον, στοιχεία από τον ιταλικό νεορεαλισμό, τον γερμανικό εξπρεσιονισμό (Μ, Ο Δράκος του Ντίσελντορφ- Φρ. Λανγκ), το αμερικάνικο νουάρ, το μιούζικαλ, την κωμωδία και το δράμα.  ανατρέποντας τους κώδικες των ειδών. Η αρχαία τραγωδία αποτελεί ραχοκοκαλιά μιας ταινίας: που Τα μέλη της συμμορίας είναι ο χορός (Xοντρός και οι άλλοι, ο Βέγγος, σε έναν κόντρα-ρόλο, ο πρώτος του χορού, η Κάρμεν ως αγγελιοφόρος αφηγείται τη σύλληψη του Δράκου στους ήρωες (και στους θεατές), αλλά και μια τραγωδία χωρίς κάθαρση.

Ανατρέπει τα στερεότυπα του φιλμ νουάρ βάζοντας στον πρωταγωνιστικό ρόλο αντί για ένα σκληρό άντρα ένα κακομοίρη με φανερή σεξουαλική απειρία ( Nτίνος Ηλιόπουλος) και αντί για φαμ φατάλ μια αθώα έφηβη που κλαίει όταν ο προστάτης της δεν την αφήνει να διασκεδάσει τις κούκλες. Στην ταινία οι κλασικοί κανόνες του είδους ανατρέπονται και στην αναπαράσταση της σύγκρουσης νομιμότητας/παρανομίας. Στην περίπτωση των κλασικών ταινιών του νουάρ, οι θεατές καλούνται να ταυτιστούν με τις δυνάμεις του «νόμου» και της «τάξης», στην περίπτωση του «Δράκου» καλούνται να ταυτιστούν με τους παράνομους. 

Ο Κούνδουρος, με το σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, συγκροτεί μια αφήγηση για ένα άπραγο υπαλληλάκο που υποδύεται τον μεγαλοκακοποιό, και επιτυγχάνει να συναρθρώσει την παράδοση του ρεμπέτικου με την παρανομία, αρθρώνοντας μια κριτική θέση στη μετεμφυλιακή καταπιεστική συναίνεση και ανιχνεύοντας μια αντιθετική δημόσια σφαίρα. Η μουσική δεν λειτουργεί ως χαλί στη ταινία ή ως ηχητικό ρακόρ απλά, αλλά είναι μέρος της αφήγησης. Ο «Ιλισός» του Χατζηδάκη σε ρυθμό μπούγκι-γούγκι ως κριτική στον αμερικανισμό και τη συντηρητικοποίηση της εποχής, το δημοτικό τραγούδι και το μοιρολόι μέσα από το «ο ήλιος έσβησε», οι εξωτερικοί ζωντανοί ήχοι της πόλης, ακόμα και το ντουμπλάζ των φωνών από τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο αποτελούν καινοτομίες και δίνουν βαρύτητα στην εξέλιξη της πλοκής και στο σημαινόμενο.  

O Δράκος, ως ταινία μοιάζει να λειτουργεί ως το συλλογικό ασυνείδητο μιας κοινωνίας που το απωθεί από το συνειδητό, αλλά αυτό επιστρέφει και εκδικείται, ξύνοντας μια πληγή που επιμένουμε να κλείνουμε με τσιρότα κάθε φορά που αυτή ματώνει. Εκούσια ή ακούσια, ο Κούνδουρος κραυγάζει έναν κεντρικό προβληματισμό της μεταμοντέρνας κατάστασης: η αναπαράσταση της πραγματικότητας είναι πιο σημαντική από την πραγματικότητα την ίδια. Το πρώτο ίσως unhappy end του ελληνικού κινηματογράφου, ένας Δράκος που ποτέ δεν μάθαμε αν όντως υπήρξε, αφού ο Δράκος που το κοινωνικό σώμα δολοφόνησε δεν ήταν αυτός που νόμισε. «-Τον ήξερε κανείς; -Όχι.» είναι τα τελευταία λόγια της ταινίας που ηχούν ακόμη και σήμερα σε όποιον έχει αυτιά για να ακούσει.  


Πηγές

  • Εκπομπή Παρασκήνιο, Αρχείο της Ερτ, Παραγωγή 2012, Σκηνοθεσία Λάκης Παπαστάθης, αφιερωμένο στην ταινία του Κούνδουρου «Ο Δράκος» (1956), συνέντευξη με τον σκηνοθέτη στο σπίτι του, www.ert.archives.gr
  • Αθανασάτου Γ., Αδάμου Χρ., κ.α., Κιvnματογpάφοs τόμος Β΄, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001
  • Μητροπούλου Α., Ελληνικός Κινηματογράφος, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2006
  • Παπακώστας Ι., Ο Δράκος του Νίκου Κούνδουρου, ΕΑΠ, Φεβρουάριος 1015
  • Σολδάτος Γ., Οδύσσειες Σωμάτων στο έργο του Νίκου Κούνδουρου, επιμ. Έφη Βενιανάκη, εκδ. Αιγόκερως, Αθήνα 2010
  • Σολδάτος Γ., 1955-1956. Ο Δράκος, απόσπασμα από το: Ελληνικός Κινηματογράφος, Ένας αιώνας, τομ. 1ος 1900-1970, επιμ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Κοχλίας, Αθήνα 2001.
  • Σολδάτος Γ., Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου, 1ος τόμος 1900-1967, επιμ. Έφη Βενιανάκη, εκδ. Αιγόκερως, Αθήνα, 2010
  • Ραφαηλίδης Β., Λεξικό Ταινιών, Τόμος Γ΄, επιμ. Έφη Βενιανάκη, εκδ. Αιγόκερως, Αθήνα 2003

Το κείμενο της Ξένιας Πηρούνια επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)

Σχετικά με τον συντάκτη

Ξένια Πηρούνια

H Ξένια Πηρούνια γεννήθηκε το 1988, ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Είναι υπ. Διδάκτωρ του Τμήματος Εικαστικών Τεχνών και Επιστημών Τέχνης της Σχολής Καλών Τεχνών του Παν/ου Ιωαννίνων με κύριο ερευνητικό ενδιαφέρον στο πεδίο του Αρχείου και της Μνήμης, τη Φιλοσοφία και Θεωρία του σινεμά κυρίως στο είδος του ντοκιμαντέρ. Απόφοιτη του μεταπτυχιακού προγράμματος «Πολιτισμικές και Κινηματογραφικές Σπουδές» του ΕΚΠΑ και του Τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Παντείου Πανεπιστημίου. Έχει ασχοληθεί με το ραδιόφωνο, τη δημοσιογραφική έρευνα και την αρθογραφία σε περιοδικά, εφημερίδες και sites (Δρόμος της Αριστεράς, Εποχή, ΕφΣυν, alfavita.gr, indieground radio, freequencythezine, κ.ά.). Ιδρυτικό μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης Ν.Ιωνίας που λειτούργησε στον Δημοτικό Κιν/φο Αστέρα από τον Οκτώβριο του 2015 έως τον Μάρτιο του 2020. Κριτικές και υλικό της δουλειάς αυτής υπάρχουν στο www.cinemood.gr.

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange