Το κείμενο του Αντώνη Καριτζή αναδεικνύει ότι το δημογραφικό «πρόβλημα» δεν είναι αριθμητικό ζήτημα, αλλά αναπαράγει την κατασκευή των σωμάτων ως «παραγωγικά» ή «απορρίμματα». Σε αυτό, η εξέγερση των τυφλών το 1976 παρουσιάζεται ως μια ριζοσπαστική απάντηση στο αφήγημα του «Τρίτου» Κόσμου και στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών, που πλήττονται από τη φιλανθρωπία της Δύσης και, τελικά, από μια αποικιοκρατία ταξινόμησης της ζωής σε ανθρώπινη και σε ευάλωτη, προτείνοντας ότι όλα τα σώματα έχουν θέση —όχι ως εξαιρέσεις, αλλά ως ενεργοί φορείς επανάστασης και φροντίδας, ειδικά για τις αναπηρικές και queer κοινότητες μας. Μας προτείνει να δούμε με άλλα μάτια —όχι «παρά την τυφλότητά» μας, αλλά μέσα από αυτήν— αναγνωρίζοντας ότι η ευαλωτότητα είναι η κινητήρια δύναμη επανάκτησης του ανθρώπου, της ανθρωπότητας, αλλά και της ίδιας μας της επιστήμης και της τεχνολογίας, καταργώντας σύνορα και όρια.
Πρόλογος[1]
Στην κουβέντα αυτή θα ήθελα να εστιάσουμε στη σημασία της εξέγερσης και της αφομοίωσης. Της σχέσης τους με τα σώματα του περιθωρίου, (αυτά που συχνά οι πολιτικοί θεσμοί καθιστούν περιττά σώματα) και τις πολιτικές δυνατότητες αυτών των σωμάτων. Για αυτό θα εστιάσω σε κάτι που ξέρω καλά, αλλά, παράλληλα, συνεχίζει να με διδάσκει: την αναπηρία. Θα ανοίξω την κουβέντα με μια ιστορία, αυτήν της εξέγερσης των τυφλών —μέρους ενός ευρύτερου μωσαϊκού της πολιτικής κληρονομιάς της αναπηρίας που παραμένει κρυμμένο. Για να σπάσει όμως η ηγεμονία της αμνησίας που μας στοιχειώνει, και να δούμε ότι η ιστορία μας αφορά πραγματικούς ανθρώπους, αφιερώνω την κουβέντα μας στην μνήμη του Βασίλη Τσούπρα, πολιτικά οργανωμένο συνανάπηρο και πυρηνικό μέλος της εξέγερσης. Πέθανε στις 9 Μαΐου αυτού του χρόνου (1934 – 2025) —τυφλός και χειραφετημένος.

Μέρος 1ο: Μια ιστορία Εξέγερσης. Μια ιστορία Αφομοίωσης.[2]
Την άνοιξη του 1976 (λιγότερο από τρία χρόνια μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου), 100 άτομα πηδάνε την πίσω αυλή, σπάνε την πόρτα, τοποθετούν μεγάφωνα και καταλαμβάνουν τον Οίκο των Τυφλών στην Καλλιθέα Αττικής. Αμέσως η διοίκηση του Οίκου—ένα χουντικό συνονθύλευμα παπάδων και στρατιωτικών—καλεί την εισαγγελική αρχή, η οποία όμως δίνει μια ενδιαφέρουσα απάντηση: «Δεν μπορούμε να διώξουμε τους τυφλούς από το σπίτι τους». Τα 100 άτομα—που μέσα στην 6μηνη κατάληψη που ακολούθησε έγιναν 300 και βάλε—ήταν τυφλά μέλη και αλληλέγγυοι του Πανελλήνιου Συνδέσμου Τυφλών (ΠΣΤ), του βασικού οργάνου πολιτικής συσπείρωσης των τυφλών. Τα περισσότερα ήταν απόφοιτα του Οίκου, ο οποίος ιδρύθηκε 70 χρόνια πριν ως «φιλανθρωπική πρωτοβουλία» από τον ποιητή Δροσίνη και πέρασε στα χέρια της Εκκλησίας.
Ως απόφοιτα γνώριζαν πολύ καλά ορισμένα πράγματα. Πρώτον, ο Οίκος απαξίωνε την εργασία των τυφλών βάζοντας τα τυφλά άτομα να δουλεύουν για να συντηρούν το ίδρυμα ενώ τα ίδια δεν έπαιρναν τίποτα όσο ζούσαν υπό την «φιλάνθρωπο αγκαλιά» του. Δεύτερον, εκμεταλλευόταν την ταύτιση των τυφλών με την επαιτεία (μέρος της αναπηρικής πραγματικότητας στον καπιταλισμό), παρότι υποτίθεται την καταπολεμούσε, αναγκάζοντας τα τυφλά παιδιά του οικοτροφείου να επαιτούν σε εκδηλώσεις. Τρίτον, δεν ανεχόταν τυφλά άτομα με πολιτική δράση—έναυσμα της κατάληψης ήταν η αποβολή 4 τυφλών, οργανωμένων στον Σύνδεσμο, που τόλμησαν να έρθουν αντιμέτωποι με την ηγεμονική λειτουργία του Οίκου. Τέλος, η καθημερινότητα για τα παιδιά και τους ενήλικες που ζούσαν μέσα ήταν γεμάτη επιτήρηση, ψυχοσωματική τιμωρία, παραμέληση και απαξίωση των αναγκών και επιθυμιών τους—μια καθημερινότητα που αντανακλούσε την ζωή των αναπήρων και έξω από το ίδρυμα.
Βασικό αίτημα της κατάληψης ήταν η επιστροφή αυτών που αποβλήθηκαν. Πολύ γρήγορα όμως οι καταληψίες συνειδητοποιούν την απρόσμενη δύναμή τους, μια έκπληξη τόσο για τα ίδια όσο και την υπόλοιπη κοινωνία που ταύτιζε την τυφλότητα με την επαιτεία, αντίθετο της διεκδίκησης. Ο Μαργιόλας, συμμετέχων, λέει πως ξεκίνησαν από την διοίκηση αλλά στη συνέχεια «οργανώσαμε τα αιτήματά μας απέναντι στο Κράτος»[3] (σ. 10 στο pdf). Αιτήματα που αφορούσαν την αναγνώριση των απολυτηρίων τους, την κατάργηση εμποδίων στην εργασία (νόμος καταναγκαστικής αρτιμέλειας στο δημόσιο), την εξασφάλιση επιδομάτων, και σημαντικότερο το πέρασμα του Οίκου στον έλεγχο των ίδιων των τυφλών.
Πώς; Όπως εκτιμούσε ο ΠΣΤ, με την κρατικοποίηση του και την συμμετοχή τυφλών του Συνδέσμου στο διοικητικό συμβούλιο. Για μένα, όμως, αυτό που έχει πράγματα να μας διδάξει είναι η λειτουργία του κατειλημμένου Οίκου. Μια ολόκληρη κοινότητα, τυφλών και μη, οργανώνεται για να συνεχίσει να λειτουργεί το σχολείο και το οικοτροφείο. Συγκροτείται 19 μελής επιτροπή οργάνωσης της κατάληψης από τυφλά άτομα του Οίκου και του Συνδέσμου. Συγγενείς κι αλληλέγγυοι της ευρύτερης κοινότητας οργανώνουν αλυσίδες τροφοδότησης: βάρδιες, πόστα και τα συναφή. Οργανώνονται περιφρουρήσεις. Η στρατιωτικό-εκκλησιαστική διοίκηση τους κόβει το ρεύμα, αλλά… προς έκπληξη κανενός οι τυφλοί καταληψίες δε φαίνεται να επηρεάζονται ιδιαίτερα. Τυφλά άτομα που μαθήτευαν στον Οίκο τώρα διδάσκουν μικρότερες ηλικίες τυφλών, παρέχοντάς τους το υλικό και τις γνώσεις με τους δικούς τους όρους, τους όρους της τυφλότητας κι όχι της αρτιμέλειας όπως πριν.
Γεννιέται μια νέα επαναστατική ρουτίνα που σπάει την κανονικότητα της προηγούμενης. Γεννιούνται και νέες σχέσεις μεταξύ των σωμάτων—νέες δυνατότητες της αναπηρίας που ίσως ήταν από πάντα εκεί. Σε αυτόν τον νέο χώρο που διανοίχτηκε και οργανώθηκε γύρω από την τυφλότητα, η τυφλότητα μετατράπηκε σε απελευθερωτική αντί περιοριστική συνθήκη. Για την ακρίβεια μετατράπηκε σε ένα σύνολο ενσώματων τεχνικών επανάστασης που έπιασε την εξουσία αδιάβαστη (ίσως η εξουσία δεν ήξερε να διαβάζει Μπράιγ).
Η επίπλαστη φυσικότητα του προηγούμενου κόσμου κατέρρεε στην πράξη.
Όμως, παρότι η τυφλότητα φαινόταν να συσπειρώνει πολιτικά, αυτό δεν ίσχυε πλήρως. Μέρος της κοινότητας των τυφλών αντιμάχεται την κατάληψη. Πρόκειται για τυφλά άτομα που, περνώντας σαράντα κύματα, κατάφεραν να γλιτώσουν από τον Οίκο και να σπουδάσουν στις ΗΠΑ, από τις οποίες ο οργανισμός που ήταν υπεύθυνος για την εργασιακή τους αποκατάσταση, ο «Φάρος των Τυφλών», χρηματοδοτούνταν. Τα άτομα αυτά έβλεπαν στην αλλαγή που φέρνει η κατάληψη την απειλή των θέσεων που κέρδισαν.
Όταν ο «Φάρος» σε πείθει ότι χρειάζεσαι την πεφωτισμένη του καθοδήγηση, την ασφάλεια της σταθερής πορείας, το φώλιασμα μέσα στα λαβυρινθώδη του επίπεδα, τότε αυτοί που σε καλούν να χαράξεις νέες πορείες στο σκοτάδι—πορείες που το εκτυφλωτικό φως της εξουσίας του κάλυψε—ακούγονται απειλητικοί.
Θεωρώ σημαντική αυτή την ιστορία γιατί μας δείχνει το φλέγον δίπολο με το οποίο έρχονται αντιμέτωπες οι queer–ανάπηρες κοινότητές μας: Εξέγερση κι Αφομοίωση. Δίπολο που είναι πολιτικό γιατί αφορά τη σχέση των κοινοτήτων μας με το φιλελεύθερο έθνος–κράτος και τους θεσμούς του—αυτόν τον Λεβιάθαν που στον υπάρχοντα κόσμο εξασφαλίζει τόσο τα δικαιώματα όσο και την περιθωριοποίησή μας.

ΜΕΡΟΣ 2ο: «Ψωμί, Παιδεία και Όχι Επαιτεία»[4]
Θεωρώ πως θα καταλάβουμε καλύτερα το δίπολο αν δούμε απέναντι σε τι εξεγέρθηκαν τα τυφλά άτομα το ‘76 και σε τι αντιστεκόμαστε σήμερα. Θα πω λοιπόν λίγα λόγια για τη διοίκηση του Οίκου και τη θέση των τυφλών (και αναπήρων ευρύτερα) μέσα στο ελληνικό κράτος. Θα εστιάσω σε θεσμούς του κράτους (και ιμπεριαλιστικές διακρατικές σχέσεις θεσμών) που ορίζουν την κοινωνική θέση των αναπήρων τόσο πριν από την κατάληψη όσο και μετά την «εκπλήρωση» των αιτημάτων της. Θα αναφέρω, επίσης, το πώς οι αστικοί εθνο–κρατικοί θεσμοί μετατοπίστηκαν, χαλάρωσαν και «άνοιξαν τις αγκαλιές» τους σε μερίδα τυφλών ως απάντηση στην εξέγερση. Αυτό, περιληπτικά, συνιστά τη βασική τεχνική της αφομοίωσης. Ελπίζω να γίνει σαφές πως η εξέγερση συνεχίζει να είναι ζητούμενο. Συνεχίζει να υπάρχει ως δυνατότητες εντοπισμένες στον υλικο–πολιτισμικό κόσμο που τα αναπηροποιημένα σώματα μπορούν να ανακαλύψουν, να εκμεταλλευτούν και να διδάξουν από τις θέσεις τους.
Η Διοίκηση του Οίκου: Το Μονοπώλιο της Φροντίδας κι η Βία που την καθιστά δυνατή
Το διοικητικό συμβούλιο του Οίκου ήταν πέντε άτομα τα οποία επιλέγονταν από την αρχιεπισκοπή—μια απόφαση που παγιώθηκε στη Χούντα και δεν άλλαξε στην μεταπολίτευση. Από τα πέντε, τα τρία ήταν παπάδες και τα δύο αξιωματικοί του στρατού (προφανώς κανένας τους τυφλός).
Ο Οίκος συνδεόταν υλικά με τον «Φάρο των Τυφλών» (δεν θα μπορούσαν να βρουν όνομα που να φωνάζει περισσότερο «είμαστε οι villains της υπόθεσης»). Συγκεκριμένα, μέσω του «Φάρου» ο Οίκος συνδεόταν με την αγορά εργασίας, ενώ, επιπλέον, λάμβανε κι εξοπλισμό. Το ενδιαφέρον εδώ είναι πως ο «Φάρος» ήταν ένας οργανισμός που, με τη σειρά του, συνδεόταν οικονομικά, αλλά και γεωπολιτικά με τις ΗΠΑ. Οικονομικά, γιατί χρηματοδοτούνταν από το αστικό σωματείο «Αμερικάνοι Φίλοι των Τυφλών» με έδρα την Ν. Υόρκη. Γεωπολιτικά, γιατί ιδρύεται από μέλη της αμερικανικής αποστολής στην Ελλάδα το 1947 και διεκδικεί μερίδιο από την αστική πολιτική της φροντίδας.
Ανταγωνίζεται με άλλες φιλανθρωπικές πρωτοβουλίες αστών και, σε αντίθεση με αυτές, ντύνεται με ένα πιο προοδευτικό προσωπείο (αυτό πρακτικά σημαίνει πως στα ιδρύματα δεν έπεφτε τόσο ξύλο και πως τυφλές/οί απόφοιτοι μπορούσαν να διδάξουν —ναι, τα στάνταρ ήταν τόσο χαμηλά). Το 1976 δύο από τα πέντε μέλη του ΔΣ ενός τρίτου συλλόγου (ναι, ήταν πολλοί και ξεφύτρωναν σαν πολυξενικά παράσιτα), αυτού των «Γυναικών Αμερικής» που διαχειριζόταν διοικητικά τον «Φάρο», ήταν σύζυγοι Αμερικανών αξιωματούχων: η κα. Μπερκ, σύζυγος του αρχηγού της αμερικανικής αποστολής στην Ελλάδα, και η κα. Λούκατς, σύζυγος του διοικητή των αμερικανικών βάσεων.
Τι μας λέει, λοιπόν, το παραπάνω θεσμικό σύμπλεγμα φιλανθρωπικών φορέων και κρατών;
Μας λέει πως το μονοπώλιο της φροντίδας που υπόσχεται στα ανάπηρα άτομα το ελληνικό κράτος μπλέκεται με το μονοπώλιο της βίας. Τόσο μέσω της ιδρυματικής βίας, όσο και μέσω της δομικής σχέσης (χρηματοδότηση και διοίκηση) ανάμεσα σε θεσμούς φροντίδας, θεσμούς καταστολής και θεσμούς αποικιοκρατίας (στρατιωτικής και βιομηχανικής). Για την ακρίβεια δείχνει πως η «φροντίδα» του έθνους–κράτους και των αστικών θεσμών του δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την βία. Η παροχή της φροντίδας εδώ είναι ένας τρόπος να εδραιωθεί η εξουσία επί κάποιων σωμάτων, αφού πρώτα εδραιωθούν πολιτικά και οικονομικά οι «ειδικές» ανάγκες τους· τόσο μέσα στα σύνορα όσο κι έξω από αυτά, επεκτατικά. Το αστικό έθνος–κράτος είναι μια ηγεμονία πάνω στην κοινωνία που χτίζεται μέσω ενός αλληλοτροφοδοτούμενου μονοπωλιακού[5] δικτύου φροντίδας–βίας. Τα αναπηροποιημένα σώματα το ξέρουμε πολύ καλά αυτό, τότε όπως και τώρα.
Θέση των Αναπήρων στο Ελληνικό Κράτος ή «Πώς να φτιάξεις έναν ανάπηρο»
Η παραπάνω είναι μια γνώση εντοπισμένη στα σώματά μας. Η εξέγερση των τυφλών δεν συγκρούστηκε μόνο με τη διοίκηση και τους θεσμούς της. Συγκρούστηκε και με μια ηγεμονική εικόνα του ανάπηρου σώματος: της αναπηρίας ως ατομικό φυσικό έλλειμμα· ως ιατρικής, άρα όχι πολιτικής, σωματικής κατάστασης· κι ως παθητικής θέσης υποκειμένου που δέχεται τη «φροντίδα» αλλά δεν ζητά, δεν αγωνίζεται, δεν μετασχηματίζει τον κόσμο και κυρίως δεν δημιουργεί νέες πολιτικές δομές. Τα παραπάνω συνιστούν μια ιδεολογία που ο συνανάπηρος κοινωνιολόγος και θεωρητικός της αναπηρίας Mike Oliver (1990/2009) ονομάζει ιατρικό και φιλανθρωπικό μοντέλο της αναπηρίας αντίστοιχα. Όπως κάνει η ιδεολογία γενικά, έτσι κι αυτή, ενσαρκώνεται διάχυτα από θεσμούς του ελληνικού κράτους κι αναπαράγεται από το πώς οργανώνονται υλικά κι επιτελούνται οι σχέσεις ανάμεσα στα σώματα.
Γι’ αυτό και πρώτα απ’ όλα πρέπει να ειπωθεί το βασικό: τα ανάπηρα σώματα ως πληθυσμιακό περίσσευμα που δεν χωράει στην κοινότητα και στην εργασία που την αναπαράγει—η αναπηρία ως πρόβλημα προς επίλυση—είναι καπιταλιστική εφεύρεση (βλ. Καραγιάννη, 2018· Oliver, 1990/2009· McRuer, 2006). Είναι ένα αστείο που παρατράβηξε. Ένα ταχυδακτυλουργικό κόλπο που επιστρατεύει το τρικ του ατομικισμού για να μας πείσει πως τα σώματα/μυαλά μας δεν προκύπτουν μέσα σε ιστορικές συνθήκες και σχέσεις. Πως όλη τους η υλική ποικιλότητα και μεγαλειότητα είναι αυθύπαρκτη—άρα δεν έχουν καμία δυνατότητα ιστορικής κίνησης, πουθενά να πάνε πέρα από το να επιστρέψουν στον εαυτό τους. Από αυτή την ιδεολογία προκύπτουν οι πολιτισμικές εικόνες ενός ανάπηρου σώματος εγκλωβισμένου στον εαυτό του που αναπαράγουν οι θεσμοί κι οι σχέσεις μας.
Επιστρέφοντας στην θεσμική ενσάρκωση της παραπάνω ιδεολογίας για την αναπηρία, βλέπουμε πως στο ελληνικό κράτος τα ανάπηρα και Ρομά υποκείμενα (και προφανώς τα ανάπηρα Ρομά) διώκονταν από τον δημόσιο χώρο βάσει του νόμου κατά της επαιτείας (Ν. 1681/1919). Πρόκειται για έναν καταστατικό νόμο της εθνικής κυριαρχίας του κράτους που στην πράξη ποινικοποιούσε τη φτώχεια, την αναπηρία και τη φυλετικοποίηση, δείχνοντας την διαπλοκή τους, και οδηγώντας στην ιδιωτικοποίηση της αναπηρίας. Έναν νόμο που φαίνεται να δημιουργήθηκε κατά τα πρότυπα των βρετανικών «Ugly Laws» που ποινικοποιούσαν κυριολεκτικά οποιαδήποτε δημόσια ύπαρξη ερχόταν σε ρήξη με την αστική βικτωριανή αισθητική, ηθική και πολιτική οικονομία. Ο νόμος αυτός λοιπόν φαίνεται να ήρθε κι εδώ στα πλαίσια «εκδυτικισμού» κι «εκπολιτισμού» του ελληνικού κράτους (μη ξεχνάμε σε ποιανών τις πλάτες παίζονται τα διάφορα ιμπεριαλιστικά παιχνίδια).
Επιπλέον, χάρη σε αυτόν τον νόμο, που νομιμοποιεί κι επιβάλλει τον μαζικό εγκλεισμό, ενσαρκώνεται θεσμικά η αυστηρή διάκριση ιδιωτικού και δημόσιου χώρου. Μέσω αυτής της διάκρισης το αστικό έθνος–κράτος οριοθετεί αυθαίρετα ορισμένους χώρους της κοινωνικής μας ύπαρξης (σπίτι, φυλακή, ίδρυμα) ως μη–πολιτικούς (ήτοι ιδιωτικούς), ώστε να εγκλωβίσει διττά τα σώματα: πρώτα υλικά μέσα στους χώρους και ύστερα κοινωνικά, αφού τα ζητήματα που αναδύονται από τον εγκλωβισμό τους δεν αναγνωρίζονται από το κράτος ως πολιτικά.
Σύμφωνα με την Hirschmann (2020) ο αυστηρός δυϊσμός του χώρου σε ιδιωτικό και δημόσιο συνδέεται με τον πολύ κλασικό—και εξίσου φιλελεύθερο—καρτεσιανό δυϊσμό σώματος/νου. Στη δυτική φιλελεύθερη σκέψη ο νους, ως όργανο της βούλησης, ταυτίζεται με το «πολιτικό», ενώ το σώμα αποτελεί πηγή της κίνησης, άρα είτε όχημα είτε εμπόδιο του «πολιτικού»—ποτέ όμως πολιτικό το ίδιο. Στη δυτική φιλελεύθερη διακυβέρνηση τα υποκείμενα που ταυτίστηκαν ιστορικά παραπάνω απ’ όσο έπρεπε με το σώμα τους (ή τουλάχιστον με τη φιλελεύθερη μυθοπλασία του) ήταν τα υποκείμενα που εγκλωβίστηκαν στους ιδιωτικούς χώρους. Δεν χρειάζεται να σας ενοχλήσω με περισσότερη θεωρητική φιλολογία, για να καταλάβετε ποια υποκείμενα, μεταξύ άλλων, παρα–ταυτίστηκαν με το μυθοπλαστικό (άλλα καθόλου ιστορικά εύπλαστο για κάποιο λόγο) ιδιωτικοποιημένο σώμα τους.
Η ιδιωτικοποίηση του ανάπηρου σώματος συνέβη (και συμβαίνει) τόσο κυριολεκτικά όσο και συμβολικά—με αυτούς τους δύο πόλους να αλληλοτροφοδοτούν την πραγματικότητα της αναπηρίας. Ιστορικά, η ποινικοποίηση της επαιτείας οδηγεί στον ιδρυματικό εγκλεισμό των ήδη φτωχοποιημένων αναπήρων, ο οποίος με την σειρά του παγιώνει βαθύτερα την αντίληψη πως η αναπηρία είναι ένα ιατρικό, ατομικό μειονέκτημα που πρέπει να θεραπευτεί από ειδικές δομές· όχι μια συλλογική περιθωριοποίηση συγκεκριμένων σωμάτων που ριζώνει στην υπάρχουσα κοινωνική οργάνωση του κόσμου (κι άρα μπορεί να ξεριζωθεί).[6]
Βλέπουμε λοιπόν πως, πέρα από την νομική εξουσία, οι θεσμοί «φροντίδας» (που είναι θεσμοί εγκλεισμού κι επιτήρησης) παίζουν κι αυτοί το ιδεολογικό παιχνίδι τους. Οι οίκοι τυφλών και τα άλλα ιδρύματα δημιουργούνται ως φιλανθρωπικές πρωτοβουλίες διαφόρων αστών με την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Είναι ένα πρότζεκτ εξανθρωπισμού του πλούτου και «εκπολιτισμού» του «βάρβαρου ανατολισμού» της ελληνικής δημοκρατίας. Η Ειρήνη Λασκαρίδου, μια εκ των βασικών μορφών της νεοελληνικής φιλανθρωπίας (και του ιδρυματικού βασανισμού… είχε πολλά χόμπι), έλεγε πως τα φιλανθρωπικά ιδρύματα ήταν ένδειξη του πόσο πιο κοντά ήταν η Ελλάδα στη Δύση και τον πολιτισμό, εφόσον δεν υπήρχαν αλλού σε όλα τα Βαλκάνια (Τελείως ψευδές, το πρώτο οικοτροφείο και σχολείο τυφλών λειτουργούσε ήδη στην Βουλγαρία).
Φαίνεται λοιπόν πως τα «ωφελούμενα» σώματα του αστικού μονοπωλίου της φροντίδας ήταν αυτά πάνω στα οποία χτιζόταν η εθνική κυριαρχία. Έτσι, τα ανάπηρα σώματα μπαίνουν σε παθητική θέση για να παίξουν τον ρόλο ωφελούμενου από το έθνος. Δεν «ωφελούνται» όμως όλα —τα προσφυγάκια από Μ. Ασία κι αλλού δεν γίνονται δεκτά στους πρώιμους οίκους. Τα σώματά τους δεν χωρούν στο ελληνικό εθνικό αφήγημα. Έτσι κι αλλιώς για να ηγεμονεύσει ο ελληνικός εθνικισμός, που χτίζει το νεοελληνικό κράτος, πρέπει κάποια σώματα να είναι στην απέξω.
Η Εθνική Κυριαρχία και ο Ιμπεριαλισμός τρέφονται από την «φροντίδα» προς τα σώματα που καθιστούν «ανίκανα».
Όλα αυτά οικοδομούν το πολιτικό κι εξουσιαστικό οικοσύστημα μέσα κι απέναντι στο οποίο οργανώθηκαν τα τυφλά άτομα το 1976. Άλλες πτυχές του κράτους, όμως, αποφάσισαν να υιοθετήσουν άλλες στρατηγικές. Οι κινητοποιήσεις των τυφλών στηρίζονται από την αναδυόμενη αντιπολίτευση (ΠΑΣΟΚ) και ακούγονται στο Κοινοβούλιο—αλλά όχι πλήρως. Το 1979 ο οίκος κρατικοποιείται· επιπλέον περνάνε ρυθμίσεις για επιδόματα, άρση εμποδίων στην εργασία και ειδική αγωγή. Όμως το κίνημα των τυφλών δεν αναφέρεται πουθενά ως κινητήριος δύναμη, ούτε από την αριστερά που υποτίθεται το προώθησε. Ο λόγος που θεωρεί τα ανάπηρα άτομα «απροσάρμοστα» και «παθητικά» υποκείμενα που πρέπει να προστατευτούν από τις κρατικές δομές, συνεχίζει να αναπαράγεται από δεξιά κι αριστερά (κυριολεκτικά) μες στο Κοινοβούλιο.
Το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης εισπράττει την χρηματοδότηση του ΟΗΕ (την έδινε βάσει της Διακήρυξης Δικαιωμάτων των Αναπήρων από το 1975), αλλά στις επιτροπές που συγκροτεί για αναπηρικά ζητήματα τα ανάπηρα άτομα είναι άφαντα. Μέρος του ΠΣΤ συμμετέχει σε ομάδες εργασίας του κυβερνητικού ΠΑΣΟΚ και συγκροτεί νέα σωματεία. Οι ηγετικές φιγούρες των τυφλών κερδίζουν καλύτερες κοινωνικές θέσεις μέσα στις υπάρχουσες πολιτικές δομές του κράτους—κάποιοι εκλέγονται κι ως βουλευτές. Ο ρόλος τους γίνεται στην καλύτερη διαμεσολαβητικός, στην χειρότερη εμπόδιο για περαιτέρω αλλαγές υπέρ των αναπηροποιημένων σωμάτων· αλλαγές που θα μπορούσαν να καταργήσουν τα νεοαποκτηθέντα κοινωνικά προνόμια των ηγετών. Στην τελική κι οι ίδιοι πάλεψαν με το κράτος για αυτές τις θέσεις. Κι οι ίδιοι χτυπήθηκαν από την αστυνομία που τώρα τους φυλά.
Απέναντι σε τι αντιστεκόμαστε σήμερα;
Παλεύουμε ακόμα με το δίπολο εξέγερση/αφομοίωση απέναντι στον Λεβιάθαν. Από τη μια η αγορά μάς ανοίγει την αγκαλιά της (βλ. χαρούμενους ανάπηρους σε διαφημίσεις τραπεζών), από την άλλη μας πετά στον δρόμο (βλ. όχι και τόσο χαρούμενους ανάπηρους αφού η τράπεζα ή κάποιο fund τους πήρε το σπίτι). Από τη μια μάς υπόσχονται θέσεις στον ελληνικό στρατό (βλ. δήλωση Δένδια για υπέρ-αυτιστικούς εκπαιδευτές ντρόουν), από την άλλη θέσεις σε δομές κακοποίησης κι αποκλεισμού (βλ. Λεχαινά, Θεσσαλονίκη, κι οποιοδήποτε άλλο ίδρυμα).
Είτε θα συμμετέχεις στις δομές της καταπίεσης είτε θα βρεθείς από κάτω τους. Συχνότερα βέβαια θα συμβούν και τα δύο: το δίπολο «αναπηροποίησε ή αναπηροποιήσου» είναι μονόδρομος. Μα παράλληλα είναι και ψέμα. Και οι δύο επιλογές καθιστούν την αναπηρία έναν ιστορικό περιορισμό· μια συνθήκη που δεν ορίζει πολιτικές δυνατότητες για τα ανάπηρα σώματα, παρά μόνο την αναπαραγωγή των δομών του Λεβιάθαν. Η έννοια του αναπηρο-εθνικισμού (ablenationalism) των Mitchell και Snyder (2015) συνοψίζει αυτήν την παρατήρηση συμπληρώνοντας την ανάλυση άλλων αστικών τεχνικών αφομοίωσης κινημάτων, όπως ο ομοεθνικισμός και ο φεμοεθνικισμός. Τα παραπάνω μας διδάσκουν πως οι εθνοκρατικές δομές πασχίζουν να συνδέσουν τις επιθυμίες, τις ανάγκες και τις σωματικό–νοητικές λειτουργίες μας με τα δικά τους συμφέροντα.
Η αφομοίωση όμως από τις δομές του αστικού έθνους-κράτους δεν μας χωράει όλα:
Όταν χτυπούν οι καμπάνες του αυτοκρατορικού πολέμου κάποια σώματα πρέπει να θυσιαστούν μέσα ώστε κάποια άλλα να θυσιαστούν έξω. Αυτές τις υλικές συνδέσεις της καταπίεσής μας, που παράγουν και παράλληλα κρύβουν τα σύνορα του δυτικού αστικού έθνους–κράτους, μάς καλεί να κοιτάξουμε κατάματα η Ienni (2023), όταν γράφει για το πώς οι τεχνικές διακυβέρνησης των αναπήρων είναι οι ήδη δοκιμασμένες τεχνικές διακυβέρνησης των αποικιοκρατούμενων—αυτών των αυτοκρατορικά αναπηροποιημένων σωμάτων—που «γύρισαν σπίτι τους».
Οι ορμονοθεραπείες, τα βοηθήματα, τα επιδόματα, τα χαρτιά κι οι άδειες παραμονής, τα εργασιακά δικαιώματα, τα σώματα που δεν χωρούν σε δίπολα, τα σώματα που κλείνονται σε «καμπ μεταναστών», όλα αυτά είναι η τροφή του Λεβιάθαν.[7] Κάποια από αυτά δίνονται ως υποσχέσεις από το «κοινωνικό» αστικό κράτος ώστε μετά να θυσιαστούν εύκολα για να τονωθεί ο εθνικισμός του. Κάποια άλλα είναι απλά η κυνική επίδειξη της κυβερνητικής του εξουσίας. Όλα τα σώματα που συνδέονται με τα παραπάνω αναπηροποιούνται, ακόμα κι αν δε γεννήθηκαν ανάπηρα. Όλα αυτά δεν χωράμε στην Εθνοπατριαρχία. Για να χωρέσουμε πρέπει να κόψουμε κάτι από εμάς ή τις σχέσεις μας με τα άλλα σώματα που δεν χωράνε.

ΜΕΡΟΣ 3ο: Γιατί η ιστορία των τυφλών αφορά τους αγώνες για queer απελευθέρωση;
Πρώτο και βασικότερο, γιατί σαν ιστορικό παράδειγμα δείχνει πως τα ανάπηρα —όπως και τα queer— σώματα δεν ορίζονται πολιτικά μόνο από τις καταπιέσεις και τα δεινά τους (φυσικά, κοινωνικά και πολιτικά). Δεύτερο, γιατί δείχνει πως τα «περίσσεια» σώματα είναι μια μυθοπλασία της αστικής πολιτικής διακυβέρνησης κι όχι μια φυσική συνθήκη. Και τρίτον, γιατί δείχνει πως τα συμπλέγματα της εξουσίας είναι πιο «χαζά» από όσο θέλουν να δείχνουν. Είναι αστείο, μα η εφευρετικότητά τους περιορίζεται από την ίδια τους την τάση να μας οριοθετούν. Δεν θέλουν, κι άρα δε μπορούν να αντιληφθούν τα σώματα/μυαλά μας ως φορείς πολιτικών δυνατοτήτων. Όπως είδαμε όμως όσο καθιστούν την αναπηρία έναν ιστορικό περιορισμό, τόσο τα σώματά μας εφευρίσκουν επιστήμες και τεχνικές εξέγερσης εμπνεόμενα από την ίδια τους την αναπηρία.
Η εφευρετικότητα είναι το όπλο μας.
Νομίζω πως έφτασε πια η εποχή να μετατρέψουμε το βάρος των περασμένων αγώνων από εφιάλτη, σε όνειρο επιστημονικής φαντασίας [παραφράζω κάπως ελεύθερα τον θείο Κάρολο (1852/2023) που τα έχωνε στην κινηματική παραδοσιοκρατία]. Είναι, δηλαδή, καιρός να δούμε τις επαναστατικές δυνατότητες που ζούνε μέσα κι ανάμεσα από τα σώματά μας: στις υλικές, επιστημικές και κοινωνικές σχέσεις που φτιάχνουν ήδη ως αποτέλεσμα του χορού ανάμεσα στην επιθυμία της ζωής και την ανάγκη της επιβίωσης. Αυτό είναι ένα πολιτικό μάθημα ζωής που παίρνω από τις queer ζωές και που μπορεί ταυτόχρονα να δώσει η πολιτική αντίληψη της αναπηρίας.
Αυτό εννοούν οι Hamraie και Fritsch (2019) όταν αναφέρουν πρακτικά παραδείγματα εξεγερσιακών τεχνικών των αναπήρων στις ιμπεριαλιστικές περιφέρειες και μητροπόλεις που ονομάζουν αναπηρική τεχνοεπιστήμη (crip technoscience).
Η εξέγερση των τυφλών στην Καλλιθέα και η queer εξέγερση του Stonewall είναι δύο στιγμές που ευάλωτα σώματα—σώματα που, όχι η φύση, αλλά οι εξουσίες του αστικού έθνους–κράτους κατέστησαν ευάλωτα—συσπειρώθηκαν και μετέτρεψαν την σωματικότητά τους σε πολιτικό εργαλείο. Πολιτικό εργαλείο για να χτιστεί ένας κόσμος που δεν απαγορεύει τις ανάγκες, τις επιθυμίες και τις ευαλωτότητες, ούτε επωφελείται από την αστικά κι εθνικιστικά φιλτραρισμένη αποδοχή τους (που σημαίνει επίσης την ταυτόχρονη καταστολή τους όταν δεν τον ωφελούν): αλλά κινητοποιείται από την πλήρη κατάφασή τους. Ένας κόσμος που δεν αφομοιώνει τα σώματά μας, αλλά είναι καθ’ εικόνα κι ομοίωση τους.
Θα ήθελα, κλείνοντας, να φέρω στη συζήτηση το σχόλιο της Άντζελα Ντέιβις (Angela Davis) (2011) για το κίνημα των αστικών δικαιωμάτων των μαύρων στις ΗΠΑ. Η Ντέιβις, που το βίωσε κι ίδια από μέσα, λέει πως ένας αγώνας για ζωή που βασίζεται στην διεκδίκηση δικαιωμάτων χωρίς να αναγνωρίζει πως λειτουργούν οι δομές που τα εξασφαλίζουν «δε μπορεί από μόνος του να εξαλείψει τον δομικό ρατσισμό». Για την ίδια:
[η] πρόκληση του 21ου αι. δεν είναι να απαιτήσουμε ίσες ευκαιρίες συμμετοχής στον μηχανισμό της καταπίεσης. Αντίθετα, είναι να αναγνωρίσουμε και να καταργήσουμε εκείνες τις δομές στις οποίες εξακολουθεί να είναι ενσωματωμένος ο ρατσισμός.[8] (σ. 20, στο pdf)
Έχω την αίσθηση πως οι περιθωριοποιημένες κοινότητές μας βρίσκονται διαρκώς σε αυτό το σταυροδρόμι (κατάργηση ή αφομοίωση). Αυτή τη σύγκρουση βιώνουμε μέσα στις σχέσεις που φτιάχνουν οι επιθυμίες κι οι ανάγκες μας—επιθυμίες κι ανάγκες άκρως πολιτικές. Γι’ αυτό ίσως οι ανυπότακτες ανάγκες (που γίνονται επιθυμίες) κι οι ανυπότακτες επιθυμίες (που βιώνονται ως αναγκαίες) να είναι ένας καλός πολιτικός χάρτης.
Ίσως για να πλοηγηθούμε καλύτερα, να πρέπει να καταλάβουμε (ξανά) τι σημαίνει εξέγερση: να αναγνωρίσουμε και να καταργήσουμε εκείνες τις δομές—τους τρόπους κοινωνικής οργάνωσης του κόσμου—που απειλούν τη ζωτική πολυμορφία των σωμάτων μας. Να διακρίνουμε την αφομοίωση από την εξέγερση—που υπόσχεται ισότητα συμμετοχής στην καταπίεση… όχι ελευθερία. Να δούμε, εν τέλει, τις επαναστατικές δυνατότητες που φέρουμε μέσα και γύρω μας ως σώματα του περιθωρίου και να χτίσουμε μ’ αυτές τον ελεύθερο κόσμο!
Το κείμενο του Αντώνη Καριτζή επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις