Συναντηθήκαμε με τον Αλαίν Κριβίν την Τρίτη 17 Απρίλη 2018 στις 3 το μεσημέρι στα γραφεία του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος (NPA) στο Μοντρέιγ. Μόλις είχαν αρχίσει οι σχολικές διακοπές της Άνοιξης. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη και ζεστή. Στο τυπογραφείο, στο ισόγειο των γραφείων, οι μηχανές βρυχώνταν. Δυο τυπογράφοι μάς υποδέχτηκαν με συντροφικές αγκαλιές και φιλιά. Ανεβαίνοντας προς τον δεύτερο όροφο ο ήχος των μηχανών έσβηνε μέσα σε μελωδίες με το χαρακτηριστικό ηχόχρωμα του Γκλεν Γκουλντ. Δεν υπήρχε ψυχή. Μέρα διαδήλωσης γαρ. Βρήκαμε τον Αλαίν στο γραφείο του, με μισοκατεβασμένα τα στόρια από τα μεγάλα παράθυρα, να διαβάζει εφημερίδες περιστοιχισμένος από τα αγαπημένα του φυτά. Μας καλωσόρισε εγκάρδια και μας πρόσφερε καφέ και πορτοκαλάδα. Ήμουν με την Κατερίνα, την κόρη μου.
Ο Αλαίν Κριβίν (Alain Krivine) γεννήθηκε το 1941 στο Παρίσι από οικογένεια Εβραίων προσφύγων από την Ουκρανία. Έκανε πτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές στην Ιστορία. Εντάχθηκε στη Κομμουνιστική Νεολαία (JC) του ΚΚΓ (PCF) το 1956 και δυο χρόνια αργότερα εκλέχτηκε στην ηγεσία της Ένωσης Κομμουνιστών Φοιτητών (UEC). Συμμετείχε ενεργά στις πρωτοβουλίες αλληλεγγύης με το Μέτωπο Εθνικής Απελευθέρωσης (FLN) κατά τον πόλεμο της Αλγερίας. Κριτικός στον σταλινισμό, εντάσσεται στην Τέταρτη Διεθνή, διαγράφεται από το ΚΚΓ στις αρχές του 1966 και ιδρύει, μαζί με αρκετούς άλλους διαγραφέντες ομοϊδεάτες του, την Κομμουνιστική Επαναστατική Νεολαία (JCR), τον Απρίλη του ίδιου έτους. Η οργάνωση παρεμβαίνει δυναμικά στις επιτροπές αλληλεγύης στο Βιετνάμ και στις κινητοποιήσεις του Μάη του ’68. Τον Ιούνιο, διαλύεται με προεδρικό διάταγμα για τη δράση της και ο Αλαίν Κριβίν φυλακίζεται για τέσσερις μήνες ως μέλος της ηγεσίας της. Ακολουθεί μια μεγάλη καμπάνια για την αποφυλάκισή του, η οποία κινητοποιεί ευρύτατο φάσμα του πολιτικού κόσμου, συμπεριλαμβανομένου του Φρανσουά Μιτεράν. Ο Κριβίν εργαζόταν μέχρι τότε ως καθηγητής ιστορίας σε λύκειο και ως γραμματέας στις εκδόσεις Hachette. Τον Απρίλη του 1969 συμμετέχει στην ίδρυση της Κομμουνιστικής Λίγκας (LC) και είναι υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές ενόσω κάνει τη στρατιωτική του θητεία. Η LC θα διαλυθεί με προεδρικό διάταγμα τον Ιούνη του 1973, μετά την οργανωμένη επίθεση της 21ης Ιουνίου σε διεθνή εκδήλωση της ακροδεξιάς οργάνωσης Νέα Τάξη (Ordre Nouveau). Το 1974 ο Αλαίν Κριβίν συμμετέχει για δεύτερη και τελευταία φορά ως υποψήφιος σε προεδρικές εκλογές. Λίγους μήνες μετά ιδρύεται η Κομμουνιστική Επαναστατική Λίγκα (LCR). Έκτοτε, εργάζεται ως δημοσιογράφος. Τo 1999 εκλέγεται ευρωβουλευτής, ενώ παραμένει μέλος του πολιτικού γραφείου της LCR μέχρι τη σύνταξή του, το 2005, και εκπρόσωπος τύπου μέχρι την αυτοδιάλυση της οργάνωσης, το 2009. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ίδρυση του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος και εξακολουθεί να είναι μέλος της ηγεσίας της Τέταρτης Διεθνούς.
Συνηθίζουμε να χαρακτηρίζουμε τον γαλλικό Μάη ως μια μεγάλη τομή σε πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο. Ποια τα χαρακτηριστικά της συγκυρίας εντός της οποίας ξέσπασε;
Καταρχάς πρόκειται για μια πραγματική λαϊκή έκρηξη σε παγκόσμιο επίπεδο. Μια τεράστια λαϊκή έκρηξη με εξεγερσιακά χαρακτηριστικά, ακόμα κι αν δεν ήταν επαναστατική. Ξέσπασε σχεδόν ταυτόχρονα, ή με μικρές χρονικές αποκλίσεις, σε πολλές χώρες ανά τον κόσμο: στην Ιαπωνία και τη Λατινική Αμερική, στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, χωρίς να ξεχνάμε τις χώρες του Ανατολικού μπλοκ όπως, για παράδειγμα, την Άνοιξη της Πράγας, κ.λπ. Πυροδοτήθηκε από διαφορετικούς παράγοντες σε κάθε χώρα και πήρε διακριτά χαρακτηριστικά.
Υπήρξαν δύο «εξαιρέσεις», η γαλλική και η ιταλική, με την έννοια ότι στις χώρες αυτές συντελέστηκε ένα είδος σύγκλισης ανάμεσα στους εργάτες και τη νεολαία. Μια τέτοια σύγκλιση δεν ήταν δεδομένη. Επιτεύχθηκε προοδευτικά και μετασχημάτισε τις σχέσεις αυτών των δυο διακριτών μέχρι τότε κόσμων σε βάθος χρόνου. Στην Ιταλία ονόμασαν εύστοχα την εμπειρία αυτή ως «έρποντα Μάη», για να δηλώσουν τόσο τη σταδιακή διεύρυνση του κινήματος νεολαίας στους κόλπους της εργατικής τάξης, όσο και τη διάρκεια αυτής της εμπειρίας, η οποία διατρέχει μεγάλο μέρος της δεκαετίας του ’70.
Ένα χαρακτηριστικό που φαίνεται να αφορά την πλειοψηφία των χωρών που γνώρισαν εξεγέρσεις, είναι η είσοδος νέων κοινωνικών στρωμάτων στο λύκειο και το πανεπιστήμιο. Στη Γαλλία, ειδικότερα, περνάμε από τους 300.000 στους 500.000 φοιτητές. Πρόκειται δε για φοιτητές που δεν προέρχονται ούτε από την υψηλή μπουρζουαζία, όπως συνέβαινε μέχρι τότε, ούτε από τα κατώτερα λαϊκά στρώματα, αλλά από τα μεσαία στρώματα, τα οποία γνωρίζουν κατά την εποχή αυτή μια γενικότερη κοινωνική ανέλιξη.
Αυτή η κοινωνική ανέλιξη συνοδεύεται από μια πολιτικοποίηση;
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η εποχή ήταν πιο πρόσφορη για κάτι τέτοιο. Ήταν μια πραγματικά μεταβατική περίοδος. Τα νέα αυτά στρώματα σπουδαστών και φοιτητών πολιτικοποιούνται σε δύο επίπεδα:
Το ένα δεν είναι αμιγώς πολιτικό, αλλά το συναντάμε σε πολλές χώρες. Αφορά τον τρόπο διδασκαλίας και τη σχέση των νέων με την αυθεντία των καθηγητών και την εξουσία των εκπαιδευτικών θεσμών. Οι νέοι αρχίζουν να ασκούν κριτική στην αναχρονιστική και αποστεωμένη καθέδρας διδασκαλία, σε αυτά τα ανιαρά μαθήματα σε αμφιθέατρα πολλών εκατοντάδων θέσεων, όπου ο καθηγητής είναι η απόλυτη εξουσία και ο μόνος που έχει δικαίωμα λόγου. Στην Γαλλία παίρνει και πιο κοινωνικά ή πολιτισμικά, θα λέγαμε, χαρακτηριστικά. Παράδειγμα η Ναντέρ, όπου η αμφισβήτηση ξεκινά ήδη τον Μάρτη, ως αντίδραση σε ποινές που είχαν επιβληθεί σε φοιτητές για τις σχέσεις που διατηρούσαν με το αντίθετο φύλο, και μετατρέπεται γρήγορα σε διεκδίκηση μεικτών φοιτητικών εστιών για αγόρια και κορίτσια. Ας μην ξεχνάμε ότι ζούσαμε υπό καθεστώς πνιγηρού κοινωνικού ελέγχου, πειθαρχίας και πουριτανισμού. Οι νέοι διψούσαν για ελευθερίες, ασκούσαν κριτική στις παραδεδομένες αρχές και αντιλήψεις και εξεγείρονταν στον αυταρχισμό.
Το δεύτερο και πολύ σημαντικό επίπεδο πολιτικοποίησης της νεολαίας συνδέεται με τον πόλεμο στο Βιετνάμ και τις αντιπολεμικές κινητοποιήσεις της εποχής. Στο πλαίσιο αυτό, η πολιτικοποίηση ήταν γρήγορη και, θα λέγαμε, μαζική. Επέτρεψε τη διαμόρφωση πραγματικά διεθνιστικών και αντιιμπεριαλιστικών πολιτικών συνειδήσεων. Συντονιζόταν, έτσι, με ένα διεθνές «ένστικτο» που είχε ξυπνήσει σε ολόκληρο τον κόσμο, από την Λατινική Αμερική μέχρι την Ευρώπη. Στην Ευρώπη είχαν ήδη γίνει κάποιες μεγάλες ευρωπαϊκές διαδηλώσεις, όπως αυτή στη Λιέγη του Βελγίου και κυρίως στο Βερολίνο, τον Φλεβάρη του ’68, με ηγετική φυσιογνωμία τον Ρούντι Ντούτσκε, ηγετικό στέλεχος της γερμανικής σοσιαλδημοκρατικής νεολαίας και θύμα δολοφονικής επίθεσης. Τον είχα γνωρίσει στην Λιέγη και συνεργαστήκαμε για την οργάνωση της διαδήλωσης στο Βερολίνο.
Το Βιετνάμ άγγιξε σημαντικά την νεολαία, με το αντιπολεμικό αίσθημα να συνδέεται γρήγορα με το αντιιμπεριαλιστικό και, ακολούθως, με μια γενικότερη διερώτηση και εναντίωση στον καπιταλισμό.
Για τη δική μου γενιά, λίγο μεγαλύτερη, όλο αυτό συνδεόταν επίσης με την εμπειρία μας από τον πόλεμο της Αλγερίας. Έτσι, ένα αντιπολεμικό κίνημα με παγκόσμια εμβέλεια συναντιόταν με βιώματα και επεξεργασίες ενάντια στον γαλλικό ιμπεριαλισμό και την αποικιοκρατία. Ο συνδυασμός τους οδήγησε σε μια έντονη πολιτικοποίηση αφενός ενός πολύ σημαντικού μέρους της νεολαίας, και αφετέρου, εξαιτίας επίσης της κρατικής καταστολής που ακολούθησε, της εργατικής τάξης.
Υπάρχουν για σένα κάποια ορόσημα, κάποια στιγμιότυπα που συμπυκνώνουν με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο την εμπειρία του γαλλικού Μάη;
Αυτό που κρατάω από τη μεγαλύτερη λαϊκή κοινωνική έκρηξη που γνωρίσαμε μεταπολεμικά στη Γαλλία είναι, βέβαια, η γενική απεργία. Ο γαλλικός Μάης δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς αυτήν. Για δυο εβδομάδες, πάνω από δεκαπέντε εκατομμύρια εργάτες καταλαμβάνουν τα εργοστάσιά τους ανεμίζοντας κόκκινες σημαίες. Οι εργαζόμενοι επιβάλλουν μια τομή στο συνεχές των σχέσεων εκμετάλλευσης, έρχονται σε ρήξη με την εργοδοσία και την ιεραρχία. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο παίρνει το πλήρες νόημά της μια γνωστή φράση, νομίζω του Τρότσκι, σύμφωνα με την οποία, κατά τη διάρκεια ενός μεγάλου λαϊκού κινήματος οι άνθρωποι γίνονται αγνώριστοι μέρα με τη μέρα. Το έζησα και μπορώ να το επιβεβαιώσω.
Για παράδειγμα, όταν στα τέλη Μάη, ο Κον Μπεντίτ απελάθηκε από τη Γαλλία, ήμασταν δεκάδες χιλιάδες να φωνάζουμε το σύνθημα: «Είμαστε όλοι Γερμανοί Εβραίοι». Δεν ήμασταν βέβαια ούτε το ένα ούτε το άλλο, και αν είχαμε φωνάξει το ίδιο σύνθημα λίγες εβδομάδες νωρίτερα, θα μας είχαν πάρει όλοι, συμπεριλαμβανομένων των φοιτητών, για τρελούς. Κι όμως, τη δεδομένη στιγμή, το οικειοποιήθηκε όλος ο κόσμος.
Ένα άλλο σύνθημα ήταν «όλη η εξουσία στους εργαζόμενους». Το φωνάξαμε όλοι, εργάτες και φοιτητές. Το πρόβλημα, όμως, ήταν ότι δεν υπήρχε πραγματική εξουσία των εργαζομένων… Υπήρχε ένα δυνατό PCF (ΚΚΓ: Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας) και μια δυνατή CGT (ΓΣΕ: Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας)…
Ποιος ο ρόλος των μεγάλων αυτών συνδικαλιστικών και πολιτικών οργανώσεων;
Θα απαντήσω έμμεσα, με ένα παράδειγμα από το εργαστάσιο της Ρενό στην Μπουλόν-Μπιγιανκούρ, όπου δούλευαν περισσότεροι από τριάντα χιλιάδες εργάτες. Το συγκεκριμένο εργοστάσιο ήταν παραδοσιακά το προπύργιο των εργατικών αγώνων. Όπως λεγόταν χαρακτηριστικά στους κόλπους του εργατικού κινήματος: «Όταν φτερνίζεται η Μπιγιανκούρ, γριπιάζεται η Γαλλία». Στην αρχή λοιπόν των φοιτητικών κινητοποιήσεων, το ΚΚΓ και η ΓΣΕ είχαν πάρει την απόφαση να το περιφρουρούν, για να μην επιτρέψουν στους φοιτητές να έρθουν σε επαφή με τους εργάτες. Εμείς το ξέραμε και το περιμέναμε, αλλά για τους νέους, για τους φοιτητές της εποχής, ήταν εντελώς πρωτόγνωρο και ανεξήγητο. Έναν χρόνο μετά τον Μάη, επισκέφτηκα το εν λόγω εργοστάσιο ως υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές. Τότε, βρέθηκα αντιμέτωπος με εκατοντάδες εργάτες, μέλη του ΚΚΓ, που είχαν μπλοκάρει την είσοδο. Αυτή τη φορά όμως φώναζαν «Δεν θα περάσει ο φασισμός»! Ούτε φασίστας ήμουν, ούτε κατάφερα να περάσω… Είναι, νομίζω, ενδεικτικό.
Το ’68 υπήρχε ένα πολύ δυνατό ΚΚΓ, όχι όπως σήμερα, το οποίο όμως ούτε διεκδικούσε ούτε ήθελε την εξουσία στην βάση μιας γενικής απεργίας. Εξού και συναίνεσε αμέσως όταν ο Ντε Γκωλ, στα τέλη Μαΐου, ανακοίνωσε τη διάλυση του Κοινοβουλίου, κήρυξε εκλογές και οργάνωσε τη δική του διαδήλωση, μια μεγάλη, σιωπηλή και γκρίζα διαδήλωση. Η συμφωνία του ΚΚΓ σήμαινε για εμάς ότι όλα είχαν τελειώσει.
Από την πλευρά της JCR ή και των άλλων οργανώσεων της ριζοσπαστικής αριστεράς υπήρχε ένα συγκεκριμένο σχέδιο, ανταγωνιστικό σε αυτό του ΚΚΓ, που να καθοδηγεί την δράση σας;
Για να μιλήσω για τη JCR (ΚΑΝ: Κομμουνιστική Επαναστατική Νεολαία), κάναμε ό,τι μπορούσαμε σε πρακτικό, κινηματικό επίπεδο για την επίτευξη της μεγαλύτερης δυνατής σύγκλισης μεταξύ νεολαίας και εργαζομένων. Ως αγωνιστές της επαναστατικής αριστεράς δεν γνώριζαμε μέχρι πού θα φθάναμε, αλλά ξέραμε πού δεν θα φθάναμε. Είχαμε συνείδηση ότι ο Μάης δεν ήταν μια επανάσταση με την πλήρη έννοια του όρου, μιας και στερούταν βασικών στοιχείων που θα τον καθιστούσαν κάτι τέτοιο. Τα χαρακτηριστικά της οργάνωσής μας μάς επέτρεπαν μια σχετικά εύκολη διεισδυτικότητα στη νεολαία, στα λύκεια και τα πανεπιστήμια, αλλά όχι με τους ίδιους όρους στους μαζικούς χώρους δουλειάς, όπου οι οργανωμένες δυνάμεις της Αριστεράς μας αντιμετώπισαν με εξαιρετική εχθρότητα και, συχνά, βία. Σε κάθε περίπτωση, στόχος μας ήταν η διαφύλαξη της αυτενέργειας και του ακηδεμόνευτου χαρακτήρα ενός κοινωνικού κινήματος που υπερέβαινε κατά πολύ τους υπάρχοντες πολιτικούς και συνδικαλιστικούς σχηματισμούς: η αυτοπροστασία του και η διατήρηση ενός χειραφετητικού προτάγματος με όραμα τον ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Πώς αυτή η εμπειρία επηρέασε τους συμμετέχοντες, τα υποκείμενα, τόσο ατομικά όσο και συλλογικά, τα κόμματα και τις οργανώσεις;
Να πούμε καταρχάς ότι στην πολύ μεγάλη πλειοψηφία τους οι ηγέτες του κινήματος είναι νεκροί, είτε βιολογικά είτε πολιτικά. Μένουν κάποιοι σαν τον Κον Μπεντίτ, ο οποίος εδώ και χρόνια έχει συνταχθεί ξεκάθαρα με το μέρος της εξουσίας. Σήμερα υποστηρίζει τον Μακρόν και γυρίζει μάλιστα μια ταινία προς τιμή του μαζί με τον παλιό ηγέτη των μαθητών, τον Ρομάν Γκουπίλ. Είναι και οι δυο φιλοκυβερνητικοί και υποστηρικτές του Μακρόν.
Ο ίδιος ο Μακρόν δήλωσε κάποια στιγμή πως θα γιορτάσει την επέτειο του Μάη του ’68. Δεν νομίζω όμως ότι θα το κάνει, γιατί θα κληθεί να επιλέξει ανάμεσα στη νεολαϊστική και εργατική διαδήλωση της 13ης Μάη και τη γκωλική διαδήλωση που σήμανε το τέλος. Και οι δυο ήταν τεράστιες. Έτσι, ο Μακρόν θα πρέπει να διαλέξει, αλλά στον βαθμό που έχει χαράξει την γραμμή «ούτε αριστερά, ούτε δεξιά» (γέλια), κάτι μου λέει πως δεν θα γιορτάσει τον Μάη. Αδυνατώντας να εφαρμόσει την τόσο καινοτόμα (γέλια) γραμμή του, νομίζω πως θα προτιμήσει να σωπάσει.
Για να επιστρέψουμε τώρα στους πιο γνωστούς ηγέτες του Μάη: τον Ζεϊσμάρ, τον Μπεντίτ, τον Σοβαζό, ήταν όλοι άνδρες –δεν υπήρχε γυναίκα στις ηγεσίες, κάτι που σήμερα είναι σκανδαλώδες– και δεν ήταν κανείς τους εργάτης. Έτσι, ακόμα κι αν οι εργάτες τους έδειχναν μια κάποια εμπιστοσύνη, είτε τις νύχτες των οδοφραγμάτων και ενάντια στην κρατική καταστολή, είτε για να αποφύγουν την ρουτίνα των παραδοσιακών διαδηλώσεων Ρεπουμπλίκ-Βαστίλη, Βαστίλη-Ρεπουμπλίκ, ήταν αδιανόητο να τους δείξουν την παραμικρή εμπιστοσύνη σε μια ενδεχόμενη κίνηση που θα στρεφόταν προς την κατάληψη της εξουσίας.
Μόνο το ΚΚΓ και η ΓΣΕ θα μπορούσαν να κινηθούν σε μια κατεύθυνση διεκδίκησης της εξουσίας, αλλά είχαν κάνει σαφές ότι δεν ήθελαν να πάρουν την εξουσία στην βάση μιας γενικής απεργίας. ως εκ τούτου, δεν ήταν υποψήφιοι για την κατάληψη της εξουσίας.
Έμεναν ο Μιτεράν και ο Μαντές Φρανς, οι οποίοι κάλεσαν μάλιστα σε μια συγκέντρωση στο στάδιο Σαρλετί. Ο Μιτεράν δεν πήγε, ο Μαντές πήγε. Συμμετείχα ως παρατηρητής για την ΚΕΝ στην προπαρασκευαστική συνάντηση, αλλά δεν πήγαμε στην συγκέντρωση μεταξύ των διοργανωτών. Θα λέγαμε ότι ο Μιτεράν βγήκε κερδισμένος από αυτό δέκα χρόνια μετά, όταν θα κερδίσει τις προεδρικές εκλογές το ’81. Του χρειάστηκαν κι εκείνου δέκα χρόνια…
Σε κάθε περίπτωση, όπως είπα και προηγουμένως, μετά τη συμφωνία του ΚΚΓ για τις εκλογές που προκήρυξε ο Ντε Γκωλ, για εμάς, για το πολιτικό μας ρεύμα, αλλά και τον κόσμο που προσέβλεπε σε μια κινηματική διαδικασία κοινωνικού μετασχηματισμού, όλα είχαν τελειώσει.
Τότε, ενόψει των εκλογών, μέσα στο γενικό κλίμα της εποχής, λανσάραμε ένα γνωστό σύνθημα «Εκλογές, παγίδα για μαλάκες». Έκτοτε, βέβαια, πολλά έχουν ειπωθεί και γραφτεί, ημών συμπεριλαμβανομένων, για εκείνη τη στάση. Αντικατόπτριζε ωστόσο ένα πρόταγμα της εποχής απέναντι σε μια σαφή βούληση εκ μέρους του ΚΚΓ να ενταφιάσει ένα εξωκοινοβουλευτικό κίνημα, ένα ακηδεμόνευτο κίνημα μέσω της κάλπης, μέσω των εκλογών. Εξ ου και το συμπέρασμα που βγάλαμε ότι τα πιο σημαντικά πράγματα δεν τα κερδίζουμε μέσα από τις εκλογές αλλά μέσα από τους αγώνες. Αυτό, όμως, ίσως να είναι μια άλλη συζήτηση…
Η εμπειρία του Μάη διατηρεί ακόμα σήμερα μια ισχύ;
Διατηρεί σίγουρα την ισχύ της. Είναι χαρακτηριστική άλλωστε η στάση της εξουσίας. Ο Σαρκοζί δήλωσε ρητά πως πρέπει να τελειώνουμε με το πνεύμα του Μάη, ενώ ο Μακρόν τον αγνοεί. Παρ’ολα αυτά, η ισχύς του δεν αποτυπώνεται στη στάση όσων επιμένουν να τον καθαγιάζουν, όπως έκαναν κάποιοι που ωσάν προπάτορες αλλά χωρίς να έχουν καμία δράση από τότε δεν ανέχονται να θιχτεί στο παραμικρό ο Μάης τους.
Νομίζω ότι χρειάζεται να έχουμε μια πολιτική σκέψη και στάση απέναντι στον Μάη και την εμπειρία του. Πρέπει να κρατήσουμε τα θετικά του: το γεγονός, για παράδειγμα, ότι ένα αυθόρμητο κίνημα, μια αυθόρμητη κοινωνική έκρηξη μπορεί να υπερβαίνει τα κόμματα και τις οργανώσεις. Αυτό για μένα παραμένει εξαιρετικά επίκαιρο. Στη συνέχεια, βέβαια, όταν τίθεται το ζήτημα της εξουσίας, τότε χρειάζεται όντως να υπάρχουν ένα ή περισσοτερα κόμματα, όχι για να επιβάλουν την λύση τους αλλά για να προτείνουν μια πολιτική λύση.
Κρατάμε παρ’ όλα αυτά ότι ο Μάης του ’68 δεν έθεσε το ζήτημα της εξουσίας.
Ακριβώς! Αν το μείζον χαρακτηριστικό του γαλλικού Μάη ήταν η αυθόρμητη κοινωνική έκρηξη, η εξίσου μεγάλη του ένδεια ήταν η απουσία ενός μεγάλου πολιτικού κόμματος με έρεισμα στην εργατική τάξη και με ρητή βούληση να θέσει το ζήτημα της εξουσίας με όρους κινήματος.
Την εποχή εκείνη, εμείς, όπως και το σύνολο της ριζοσπαστικής αριστεράς, δεν είχαμε παρά ελάχιστη, στην πραγματικότητα μηδαμινή, διείσδυση στα εργατικά στρώματα. Ήταν λοιπόν σαφής η απουσία τόσο ενός κόμματος όσο και ενός πολιτικού σχεδίου έξω και πέρα από τις κοινοβουλευτικές βλέψεις και πρακτικές, πέρα από τις εκλογές.
Σήμερα, έχουμε είτε νέου τύπου κόμματα είτε πολιτικά κινήματα που αμφισβητούν τα παραδοσιακά κόμματα. Πρόκειται για μια σύγχρονη, μια νέα εκδοχή, η οποία φαίνεται να άντλησε αρχικά την έμπνευσή της από τους Ζαπατίστας της Τσιάπας. Είναι μια τάση που είδαμε κατά κάποιον τρόπο σε κόμματα όπως το Ποδέμος, ίσως και στον Σύριζα, προτού βέβαια γίνει κυβέρνηση… Συχνά τρέφεται από μεγάλα κινήματα, όπως αυτό που γνωρίσατε κι εσείς στην Ελλάδα, το κίνημα των πλατειών…
Και στη Γαλλία;
Στη Γαλλία, είχαμε την Νουί Ντεμπού (Νuit Debout), αλλά ήταν μια μικρογραφία. Στο απόγειό της κινητοποίησε λίγες χιλιάδες κόσμου. Στην Ελλάδα, ήσασταν απείρως περισσότεροι στις πλατείες, αλλά και πριν από αυτό στα κινήματα και στους δρόμους.
Παρεμπιπτόντως, θυμάμαι τον Τσίπρα, είχε έρθει κάποια στιγμή, στην αρχή της καριέρας του, και μας παρουσιάστηκε σαν ο έλληνας Μπεζανσενό. Τον ξαναείδα μια φορά πριν την εκλογή του. Όταν ξανάρθε βέβαια στο Παρίσι, ως Πρωθυπουργός, δεν ήθελε πια να μας δει. Και ήταν φυσιολογικό.
Στην Ευρώπη, το Ποδέμος και ο Σύριζα στην αρχή είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: ξεπήδησαν ή στηρίχτηκαν από λαϊκά κινήματα. Ήταν άλλωστε και ο λόγος που είχαν τη στήριξή μας. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι ή δεν έθεσαν, δηλαδή δεν συζήτησαν καν, ή έθεσαν εσφαλμένα το ζήτημα της εξουσίας, αν δεν προσέβλεπαν ευθύς εξαρχής στην ενσωμάτωσή τους στην εξουσία. Θεωρώ πως πρόκειται για ένα πολιτικό σφάλμα.
Τον Μάη, δεν είχαμε τον τρόπο, τα μέσα και την δύναμη να αντιπαλέψουμε την ενσωμάτωση. Όσο κι αν καταλαβαίναμε την ανάγκη ύπαρξης ενός ή περισσότερων κομμάτων με έρεισμα στο εργατικό κίνημα και προοπτική κοινωνικού μετασχηματισμού, απείχαμε πολύ από το να είμαστε κάτι τέτοιο. Όση συμπάθεια κι αν γνώριζαν οι θέσεις μας μεταξύ των πιο πολιτικοποιημένων κομματιών του κινήματος, παραμέναμε πολύ αδύναμοι.
Για να επιστρέψω ωστόσο στο σήμερα, θα έλεγα ότι η κατάσταση στη Γαλλία είναι παραδόξη. Είναι συνάμα περισσότερο και λιγότερο ευνοϊκή. Περισσότερο ευνοϊκή με την έννοια ότι υπάρχουν δυο εκατομμύρια φοιτητές στους οποίους δεν χρειάζεται κανείς να μάθει τι εστί εργατική τάξη, μιας και περισσότεροι από τους μισούς δουλεύουν για να πληρώνουν τις σπουδές και την κατοικία τους. Αλλά την ίδια στιγμή, δεν υπάρχουν μεγάλα εργοστάσια. Σήμερα έχουμε ένα προλεταριάτο πολυπληθέστερο του ’68. Δεν συνευρίσκεται όμως σε κοινούς χώρους εργασίας, είναι κατακερματισμένο, διαιρεμένο, εξατομικευμένο. Δεν πιστεύει πια σε τίποτα.
Καταλήγουμε έτσι να έχουμε αυθόρμητες κινητοποιήσεις και απεργίες, ενίοτε μάλιστα βίαια αντικαπιταλιστικές, ριζοσπαστικές, χωρίς όμως κανέναν συντονισμό, κανένα πνεύμα σύγκλισης, καμία ενότητα. Είναι ένα δραματικό χαρακτηριστικό των ημερών μας.
Το ακόμα χειρότερο, αν και συναφές, είναι ότι οι μόνοι που διεκδικούν με ορατό τρόπο ένα αντικαπιταλιστικό στίγμα είναι οι δυνάμεις της Ακροδεξιάς, δυνάμεις εθνικιστικές, ξενοφοβικές, ενάντια σε μετανάστες και πρόσφυγες. Γιατί είναι πολύ εύκολο, μεσούσης της κρίσης, να εκφέρει κανείς έναν αντιμεταναστευτικό λόγο. Πόσω δε μάλλον όταν δεν έχει απέναντί του μια ισχυρή διεθνιστική αντικαπιταλιστική Αριστερά.
Θεωρείς ότι στη σημερινή συγκυρία τίθεται εκ νέου το ερώτημα ή η ανάγκη μιας πολιτικής πρωτοπορίας, μιας πρωτοπορίας όχι απαραίτητα με τη μορφή παρελθόντων δεκαετιών αλλά με νέα ενδεχομένως χαρακτηριστικά;
Ναι. Νομίζω ότι υπάρχει πάντα μια τέτοια ανάγκη. Είναι μάλιστα ένα σημείο διαφωνίας μου με πολλούς ανθρώπους γύρω μου, συμπεριλαμβανομένων συντρόφων και συντροφισσών. Θεωρώ αναγκαίο να υπάρχουν ένα ή περισσότερα κόμματα που να δουλεύουν στην κατεύθυνση ενός επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Υπό τον όρο βέβαια ότι το κάνουν με τρόπο ενωτικό τρόπο. Γιατί ο διπλός κίνδυνος που ελλοχεύει κάθε φορά που διατρέχουμε μια τόσο δύσκολη περίοδο, μια περίοδο κρίσης, είναι να πούμε είτε ότι οι άνθρωποι δεν θέλουν την επανάσταση και επομένως δεν μας μένει παρά να γίνουμε οπορτουνιστές, κάτι που βλέπουμε στη Γαλλία λίγο ή πολύ με το Μέτωπο της Αριστεράς, το ΚΚΓ και τα μορφώματα του Μελανσόν, είτε να αναδιπλωθούμε σε έναν απομονωτικό σεκταρισμό διατεινόμενοι πως είμαστε οι μόνοι «εκλεκτοί» που προσβλέπουν σε μια προλεταριακή επανάσταση.
Θεωρώ ότι ο μόνος τρόπος για να παρέμβουμε αποφασιστικά και αποτελεσματικά στην κοινωνία, η μόνη πραγματική βάση για τη συγκρότηση μιας φιλόδοξης αριστερής δύναμης και πολιτικής είναι όταν αποφεύγουμε την ίδια στιγμή τον οπορτουνισμό και τον σεχταρισμό, όταν, δηλαδή, είμαστε διεθνιστές αντικαπιταλιστές και ταυτόχρονα ενωτικοί. Σε αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση κινείται σήμερα ο Μπεζανσενό, επιχειρώντας να ενώσει όλη την Αριστερά ενάντια στον Μακρόν, όχι μόνο την κομμουνιστική και ριζοσπαστική αλλά την ευρύτερη πολιτική και κοινωνική Αριστερά. Και όχι ενόψει κάποιας εκλογικής αναμέτρησης αλλά ενάντια στην πολιτική και τις συγκεκριμένες αντιμεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης Μακρόν.
Ήταν ομολογουμένως μεγάλη έκπληξη όταν τις προάλλες είδαμε τα μεγάλα και συχνά καθεστωτικά ΜΜΕ να αναπαράγουν μια δημόσια τοποθέτηση του Εντουί Πλενέλ σύμφωνα με την οποία ο Μπεζανσενό ενσαρκώνει με τον καλύτερο τρόπο την κληρονομιά του Μάη του ’68!
Ο Πλενέλ ήταν στη Λίγκα (LCR: Κομμουνιστική Επαναστατική Λίγκα). Αποχώρησε στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και είχε μια λαμπρή δημοσιογραφική καριέρα. Κάποια στιγμή υποστήριξε τον τότε υπουργό εξωτερικών Ντομινίκ Ντε Βιλπέν, όταν αυτός εκφώνησε στα Ηνωμένα Έθνη έναν εξαιρετικό ομολογουμένως λόγο ενάντια στον πόλεμο στο Ιράκ. Έπειτα τον ξαναβρίσκουμε στην Αριστερά. Ο Εντουί άλλαξε πολύ, αλλά ουδέποτε απαρνήθηκε τις πολιτικές του καταβολές. Παραμένει πολιτισμικά στη ριζοσπαστική αριστερά και δεν παραλείπει, όταν έχει χρόνο, να περνά από τα καλοκαιρινά μας κάμπινγκ. Λάνσαρε το πολύ επιτυχημένο Μεντιαπάρτ (Mediapart) και συνεχίζει να κάνει σοβαρή δημοσιογραφική δουλειά. Στην πρόσφατη συνέντευξη που πήρε από τον Μακρόν ήταν καυστικός, δεν του χαρίστηκε ούτε στιγμή, δεν δίστασε να είναι ανοιχτά επικριτικός και ριζοσπαστικός όσον αφορά τα δημοσιογραφικά ήθη.
Πάνε πολλά χρόνια, αν κάτι τέτοιο δεν άρχισε ήδη την επαύριό του, που ο γαλλικός Μάης επιχειρείται να γίνει αντικείμενο ιδιοποίησης, διαστρέβλωσης, ενσωμάτωσης ή ακόμα και ενταφιασμού, όπως λέγαμε προηγουμένως για την περίπτωση Σαρκοζί. Πώς αλήθεια κατάφερε να αντισταθεί σε όλα αυτά;
Ήταν μια τόσο έντονη και βαθιά εμπειρία ώστε ακόμα και όσοι έκτοτε παρέμειναν ανενεργοί πολιτικά δεν εννοούν να την αφήσουν να εξανεμιστεί. Είναι λίγο ή πολύ το ίδιον των μεγάλων τομών. Αφήνουν το στίγμα τους σε πείσμα κάθε προσπάθειας ανασκευής τους. Ως προς αυτό, αξίζει τον κόπο να δει κανείς μια σειρά από βίντεο που αναρτούνται εδώ και λίγες μέρες στο διαδίκτυο. Ένας σύντροφος αναζήτησε και βρήκε παλιούς συντρόφους και συντρόφισσες, μέλη ή συμπαθούντες της Λίγκας, ανθρώπους που έζησαν τόσο τον Μάη όσο και ό,τι ακολούθησε, και παρέμειναν πάντα στις επάλξεις των αγώνων. Σε αντίθεση με την κατασκευή των «ηγετών» του Μάη, στην οποία επιδόθηκαν για δεκαετίες και με μεγάλη επιτυχία τα ΜΜΕ, ο Μάης ήταν πάνω απ’ όλα προϊόν αυτών των «ανώνυμων» αγωνιστών και αγωνιστριών. Τα βίντεο καταγράφουν τις μαρτυρίες τους, την εμπειρία τους, το βίωμα, το πώς πολιτικοποιήθηκαν, το πώς οδηγήθηκαν τόσο στην πολιτική όσο και στην προσωπική τους χειραφέτηση από το ’68 και μετά.
Άλλοι βέβαια προτιμούν να μην συγκρατούν τη γενική απεργία αλλά μόνο τη σεξουαλική απελευθέρωση, το γυναικείο κίνημα, τα κινήματα υπέρ των μεταναστών εργατών, τα κινήματα των ομοφυλόφιλων και των λεσβιών, το κίνημα οικολογίας. Πρόκειται όντως για κινήματα που εγγράφονται στο πνεύμα του ’68, με την διαφορά όμως ότι έπονται του Μάη.
Ο Μάης ήταν κατά κάποιον τρόπο ο πυροκροτητής τους.
Ακριβώς. Πυροδότησε αμέτρητες διαδικασίες, πλήθος διεργασιών. Καταλαβαίνω γιατί πολλοί συγκρατούν το πολιτισμικό του κομμάτι, ίσως και το πιο επιτυχημένο άλλωστε, μιας και την πολιτική καλούμαστε πάντα να την ξαναρχίζουμε. Η αλήθεια είναι ότι προσωπικά δεν βρέθηκα στο θέατρο του Οντεόν όπου συγκεντρώνονταν οι καλλιτέχνες. Προτιμούσα τα εργοστάσια της Ρενό στην Μπιγιανκούρ, όπου ο Σαρτρ έπαιζε το δικό του θέατρο μπροστά στην πύλη.
Θυμάμαι, όμως, να συζητώ με τον Μισέλ Πικολί και να μου λέει ότι μετά από αυτή την εμπειρία θέλει να σταματήσει να είναι ηθοποιός. Τον ενθάρρυνα να συνεχίσει να κάνει ό,τι έκανε, γιατί το έκανε καλά και δεν είχαμε και πολλούς σαν κι αυτόν. Προφανώς και συνέχισε, όπως όλοι άλλωστε. Ήταν πράγματι μια σπουδαία πολιτισμική επανάσταση, γιατί ακριβώς, όπως είπα προηγουμένως, όλοι και όλες γινόντουσαν αγνώριστοι μέρα με την μέρα, τόσο οι καλλιτέχνες όσο κι ο υπόλοιπος κόσμος, οι εργάτες, οι φοιτητές.
Αίφνης, το γνωστό «μετρό, δουλειά και νάνι» («Métro, boulot, dodo»), όπως λέμε στο Παρίσι, δεν υπήρχε πια. Στον δρόμο όλοι μιλούσαν με όλους. Για καμιά δεκαριά μέρες δεν λειτουργούσε τίποτα, δεν υπήρχε ούτε εξουσία ούτε αστυνομία. Κι όμως, υπήρχαν συνδικαλιστές που ρύθμιζαν την κυκλοφορία των αυτοκινήτων, που ανεφοδίαζαν με τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης στην επαρχία.
Έχουμε την εντύπωση ότι μετά από πενήντα χρόνια και αλλεπάλληλες επετείους και εορτασμούς όλα έχουν ήδη ειπωθεί. Θεωρείς ότι υπάρχουν παραλείψεις, ότι κάτι έχει ξεχαστεί ή δεν καταγράφηκε και παραμένει ακόμα άρρητο;
Θα έχουμε πάντα την εντύπωση ότι όλα έχουν ειπωθεί. Πόσα όμως από αυτά έχουν γίνει κοινό κτήμα; Για να χρησιμοποιήσω πάλι ένα παράδειγμα, φέτος, στην πορεία της 22ας Μαρτίου, υπήρχε την ίδια στιγμή ο ριζοσπαστισμός, αλλά πολύ περισσότερο απ’ ό,τι το ’68 η πλήρης διαίρεση: από τη μια η πορεία των δημοσίων υπαλλήλων και από την άλλη η πορεία των σιδηροδρομικών. Γιατί να μη γίνει μια κοινή διαδήλωση; Οι ίδιοι οι σιδηροδρομικοί διχάζονται ως προς τους τρόπους κινητοποίησής τους. Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες, αλλά είναι σαν η ίδια η αγανάκτηση που κινητοποιεί τους εργαζόμενους να καταλήγει επίσης να τους διαχωρίζει.
Όσο δύσκολο κι αν ήταν στην αρχή, τον Μάη του ’68 καταφέραμε να επιβάλουμε την ενότητα. Την ίδια βέβαια στιγμή, παρά την κρίση που είχε ήδη αρχίζει να διαγράφεται τόσο στο εσωτερικό του ΚΚΓ, όσο και στη ΓΣΕ, υπήρχε και ένας σαφής διαχωρισμός ανάμεσα σε Δεξιά και Αριστερά. Καταλήγαμε έτσι σε κάτι ενωτικό.
Σήμερα, το Σοσιαλιστικό κόμμα, το ΚΚΓ, οι Πράσινοι, εμείς ως Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα, τα συνδικάτα, εν ολίγοις το σύνολο της Αριστεράς, βρίσκεται σε κρίση, ενώ την ίδια στιγμή βαθαίνει η αμφισβήτηση του συστήματος σε μια αντικαπιταλιτική βάση και πολλαπλασιάζονται οι κινητοποιήσεις και οι αγώνες για ζητήματα που άπτονται της οικολογίας, του φεμινισμού, του μεταναστευτικού κ.λπ. Αυτό που λάμπει διά της απουσίας του είναι ο συντονισμός ακόμα και στο πιο στοιχειώδες επίπεδο των κοινωνικών αγώνων.
Αν θέλουμε να πάμε λίγο παραπέρα, πρέπει επίσης να παραδεχτούμε ότι σε ολόκληρη την Ευρώπη οι μόνοι που επωφελούνται από αυτό δεν είναι άλλοι από τις Ακροδεξιές σε όλες τις αποχρώσεις τους. Η Ακροδεξιά ενδυναμώνεται εξαιτίας και της δικής μας αδυναμίας. Τα προβλήματα δεν λύνονται μέσω των εκλογών, όπως διατείνεται ο Μελανσόν, λέγοντας με κάθε ευκαιρία «Όταν γίνω πρόεδρος… ». Πρέπει να πάψουμε να τρέφουμε τέτοιες αυταπάτες, ακόμα κι αν συμμετέχουμε στις εκλογές άλλοτε για να έχουμε ένα βήμα για την διάχυση των θέσεών μας, άλλοτε για να μετρήσουμε τις δυνάμεις μας.
Υπάρχει για σένα ένας ενδεδειγμένος τρόπος να τιμάμε την εμπειρία του Μάη; Οι επετειακοί εορτασμοί ανταποκρίνονται σε κάτι τέτοιο;
Η επικαιρότητά του αντανακλάται με έναν αρκετά εύσχημο τρόπο στις κινητοποιήσεις των ημερών: σιδηροδρομικοί, λύκεια, πανεπιστήμια, ακόμα και δικαστικοί λειτουργοί και δικηγόροι, υγειονομικοί… Νομίζω πως εν γένει κάθε κινητοποίηση τιμά όχι μόνο την εμπειρία του Μάη αλλά όλους τους αγώνες που άφησαν παρακαταθήκες στην πορεία προς την ανθρώπινη χειραφέτηση. Από την άλλη, θα ήταν άστοχο να δούμε μια ευθεία γραμμή συνέχειας ανάμεσα στον Μάη του ’68 και τις σημερινές κινητοποιήσεις. Μένει επίσης να δούμε πώς θα εξελιχθούν.
Θεωρείς παρ’ όλα αυτά ότι υπάρχουν κάποια υπόγεια ρεύματα σκέψης και δράσης που, παρά τις ασυνέχειες και τις διαφορετικές συγκυρίες, επαναναδύονται και επικαιροποιούν παλιότερες διεκδικήσεις και οράματα;
Και βέβαια υπάρχουν τέτοια υπόγεια ρεύματα. Θα έλεγα μάλιστα ότι διατρέχουν πολύ περισσότερο τις συνδικαλιστικές οργανώσεις οι οποίες, παρά την κρίση τους, είναι ακόμα σε θέση να κινητοποιούν πολλές χιλιάδες εργαζόμενους. Τα υπόγεια ρεύματα μού φαίνεται πως ήταν πάντα αφενός αμυδρά, μειοψηφικά, αφετέρου επίμονα. Υπάρχουν όσο υπάρχει μεταβίβαση εμπειριών. Η μεταβίβαση συνιστά κομβικό στοιχείο. Από την άλλη, τα υπόγεια ρεύματα είναι εξ ορισμού απρόβλεπτα. Βλέπουμε, για παράδειγμα, στις 8 Μάρτη, να διαδηλώνουν εκατομμύρια γυναίκες στην Ισπανία ή την Τουρκία, αλλά μετά βίας λίγες εκατοντάδες στην Γαλλία παρά την αδιαμφισβήτητα μακρά γαλλική φεμινιστική παράδοση.
Υπόγεια ρεύματα είναι κι αυτά που συντελούν σήμερα στην συγκρότηση του λεγόμενου Συνδικαλιστικού ταξικού μετώπου (Front Syndical de classe), στο οποίο συμμετέχουν συνδικαλιστές από διαφορετικές ενώσεις. Κι αυτό, όμως, ενώ καταφέρνει να έχει μια ορατότητα στο Παρίσι ή σε άλλες μεγάλες πόλεις, δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου στην επαρχία. Θα μπορούσαμε επίσης να πούμε ότι εκδηλώσεις υπόγειων ρευμάτων είναι και φαινόμενα όπως η Νουί Ντεμπού.
Υπάρχουν πάντα κινήματα μέσα στα κινήματα, συγκλίσεις και ομαδοποιήσεις που διατρέχουν εγκάρσια τις συνδικαλιστικές και τις πολιτικές οργανώσεις. Γι’ αυτό και είναι αναγκαίο να παρεμβαίνουμε παντού. Συμμετέχουμε και παρεμβαίνουμε παντού δεν σημαίνει ότι με την παραμικρή ευκαιρία βρίσκουμε κι ένα νέο επαναστατικό υποκείμενο. Σημαίνει ότι πειραματιζόμαστε και αναζητούμε πάντα νέες μορφές αγώνα και διεκδίκησης. Είναι κι αυτό μια παρακαταθήκη.
Ωστόσο, σε αντίθεση με τον Μάη, έχουμε το πρόβλημα ότι η Δεξιά συμπεριφέρεται σαν Ακροδεξιά, η Σοσιαλδημοκρατία σαν Κεντροδεξιά ή ακόμα χειρότερα κ.λπ. Έχουν χαθεί πολλές βασικές αναφορές και νοήματα σε σύγκριση με ό,τι είχαμε να αντιμετωπίσουμε το ’68. Έχουμε γνωρίσει επίσης αλλεπάλληλες ήττες και απογοητεύσεις. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, το να καλλιεργήσουμε τη δυνατότητα μιας βαθιάς γενικής απεργίας είναι κάτι εξαιρετικά δύσκολο. Παρόλο που η αμφισβήτηση γίνεται ολοένα και πιο ριζοσπαστική, οι άνθρωποι δεν έχουν απαραίτητα όρεξη να δώσουν αγώνες στον δρόμο.
Αυτό είναι και το ζητούμενο: να ανακτήσει ο κόσμος της εργασίας τη χαμένη εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του. Και απαραίτητη προϋπόθεση γι’ αυτό είναι ο συντονισμός των αγώνων.
Όσον αφορά την απογοήτευση και τη ματαίωση, πώς βιώθηκε αλήθεια η επιστροφή στην κανονικότητα; Πώς βίωσαν ειδικότερα οι εργαζόμενοι την επαναφορά στην τάξη και της τάξης τον Ιούνιο του ’68, έπειτα από έναν μήνα τομών και ενθουσιασμού;
Όσον αφορά το εργατικό κίνημα, θα σου δώσω δυο παραδείγματα: ένα ατομικό κι ένα συλλογικό. Τις μέρες των οδοφραγμάτων, ένας τύπος κατέβαινε την οδό Γκε Λυσάκ. Βλέπει ένα αυτοκίνητο να καίγεται και γελά, λέγοντας «αυτό είναι δικό μου». Όπως έμαθα από κοινούς γνωστούς, δεκαπέντε μέρες μετά ψήφισε Δεξιά. Όπως συνέβη μαζικά στα μικροαστικά στρώματα, βλέποντας το κίνημα να αποτυγχάνει, στήριξε την επαναφορά στην τάξη και την ασφάλεια.
Δεύτερο παράδειγμα, στα εργοστάσια: μετά τις νύχτες των οδοφραγμάτων, πήγαμε με τους συντρόφους σε μια γενική συνέλευση φοιτητών για να τους ενθαρρύνουμε να έρθουν απευθείας σε επαφή με τους εργάτες. Τα καταφέραμε και, πάρα κάποια προσκόμματα εκ μέρους των μελών της ΓΣΕ, οι εργάτες ανταποκρίθηκαν θετικά και μας επιφύλαξαν μια αρκετά καλή υποδοχή. Λίγες μέρες αργότερα, οι ίδιοι εργάτες αρνούνταν τις συμφωνίες της Γκρενέλ και έστελναν πίσω στις διαπραγματεύσεις τους εκπροσώπους της ΓΣΕ προκειμένου να επαναδιαπραγματευτούν και να κερδίσουν ακόμη περισσότερα από την εργοδοσία. Κι όμως, όπως είπα προηγουμένως, οι ίδιοι αυτοί εργάτες με υποδέχτηκαν έναν χρόνο μετά φωνάζοντας «Δεν θα περάσει ο φασισμός».
Οι αντιφάσεις του κινήματος ήταν τεράστιες, ακόμα κι αν υπήρχαν τόσο τα αναγκαία εργαλεία αγώνα, δηλαδή ένα δυνατό πολιτικό κόμμα και ένα δυνατό εργατικό συνδικάτο, όσο και μια γενικευμένη πολιτική κρίση προ των πυλών.
Σήμερα, αφενός δεν διαθέτουμε καν τέτοια εργαλεία, αφετέρου η κρίση του καπιταλισμού έχει βαθύνει, κάνοντας ολοένα και περισσότερο κόσμο να τον θεωρεί ένα αποτυχημένο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό σύστημα. Ας θυμηθούμε ότι ακόμα και ο Σαρκοζί, σε μια διατύπωση που μπορεί να ήταν και η πιο ορθή της καριέρας του, δήλωσε ότι ο καπιταλισμός διέρχεται μιας από τις πιο σημαντικές κρίσεις της ιστορίας του. Ο καπιταλισμός είναι όντως σε κρίση στην Γαλλία, την Ευρώπη και τον κόσμο. Αλλά δεν έχει απέναντί του μια δύναμη ικανή να εισφέρει θετικές και αξιόπιστες λύσεις ανατροπής του.
Πριν έναν χρόνο, στο Σαιν Ντενί (Saint-Dénis), όταν γυρίζαμε τα βιντεάκια για τις ανάγκες της προεκλογικής εκστρατείας του Φιλίπ Πουτού στις προεδρικές εκλογές, όλος ο κόσμος τον αγκάλιαζε, τον συνέχαιρε, κ.λπ., και αμέσως μετά τον εγκαλούσε για το γεγονός ότι συμμετέχει σε αυτές τις εκλογές και χάνει τον καιρό του. Να πούμε, εδώ, ότι στο λαϊκό προάστιο του Σαιν Ντενί καταγράφεται το μεγαλύτερο ποσοστό αποχής στην ευρύτερη περιοχή του Παρισιού: 70%!
Αν τα υψηλά ποσοστά αποχής παραπέμπουν σε μια εντεινόμενη απονομιμοποίηση της πολιτικής, θα ήθελα να μείνουμε για λίγο στις πολιτικές δυνάμεις που καλλιεργούν συστηματικά αυτή την απονομιμοποίηση μέσα από ρητορικές εξομοίωσης του τύπου «όλοι ίδιοι». Πώς θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί αυτή η εξίσωση, όσο και ο βασικός της φορέας, η Ακροδεξιά;
Ο αγώνας ενάντια στην Ακροδεξιά αναδεικνύεται ως μια από τις προτεραιότητες της εποχής μας. Μέχρι πριν από είκοσι ή τριάντα χρόνια, συνηθίζαμε ακόμα ως ριζοσπαστική αριστερά να οργανώνουμε αντισυγκεντρώσεις ή παρεμβάσεις έξω από χώρους εκδηλώσεών τους. Σήμερα είμαστε αντιμέτωποι με μια πολύ διαφορετική πραγματικότητα. Στη Γαλλία, το Εθνικό Μέτωπο είναι εκλογικά το πιο ισχυρό από τα παραδοσιακά κόμματα, ενώ στις διαδηλώσεις του κινητοποιεί πολλές χιλιάδες κόσμου, συχνά πολύ περισσότερο απ’ όσον καταφέρνουμε να κινητοποιήσουμε από κοινού όλες οι δυνάμεις της Αριστεράς. Υπό αυτή την έννοια, δεν ξέρω πόσο αποτελεσματική μπορεί να είναι ακόμα η οργάνωση αντισυγκεντρώσεων. Προσωπικά, είμαι πια πολύ επιφυλακτικός έως και αντίθετος σε πρακτικές όπως αυτές που υιοθετήσαμε το ’73, όταν επιτεθήκαμε και διαλύσαμε μια μεγάλη συγκέντρωση της Ακροδεξιάς, και επιδοθήκαμε σε ένα πολύωρο νυχτερινό κυνήγι των φασιστών σε ολόκληρο το Παρίσι. Στη σημερινή Γαλλία, τέτοιου είδους δράσεις μοιάζουν περιθωριακές και κινδυνεύουν να μειώσουν ακόμα περισσότερο την αξιοπιστία του αγώνα ενάντια την Ακροδεξιά, τον φασισμό, τον ρατσισμό, την ξενοφοβία. Δεν τρέφω αυταπάτες. Για να ηττηθεί πραγματικά ο φασισμός, χρειάζεται και βία. Μια βία, όμως, από ένα πραγματικά μαζικό κίνημα.
Αυτή τη στιγμή, είναι απόλυτη ανάγκη να προβούμε σε μια μαζική και συντονισμένη δουλειά εξήγησης, ερμηνείας, ανάλυσης, επαναπολιτικοποίησης και επαναπροσέγγισης των λαϊκών στρωμάτων.
Θα αναφερθώ ξανά στην γειτονιά μου, το Σαιν Ντενί, που παραμένει ένας λαϊκός δήμος υπό αριστερή, «κομμουνιστική», δημαρχία. Έρχονται, για παράδειγμα, Αφρικανοί και μου λένε «Κύριε Κριβίν, έχουμε βαρεθεί πια τους Ρομά». Το παράδοξο είναι ότι στο Σαιν Ντενί υπάρχουν απειροελάχιστοι Ρομά! Είναι παράλογο, αν όχι τρομακτικό. Πόσο δε μάλλον όταν το ακούει κανείς από υποσαχάριους Αφρικανούς. Όπως λέμε, ο τελευταίος που φθάνει γίνεται το εξιλαστήριο θύμα των προηγούμενων…
Πρέπει λοιπόν να εξηγούμε, ξανά και ξανά. Να αποδομούμε σε όλα τα επίπεδα τον ρατσισμό και την ξενοφοβία. Και είναι σαφές ότι το πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί μόνο με την κατά τα άλλα απαραίτητη ποινική δίωξη των εκδηλώσεων ρατσισμού. Χρειάζεται διαρκής και συστηματική παρέμβαση στις γειτονιές, τα σχολεία, τους χώρους δουλειάς. Κάτι τέτοιο δεν χρειαζόταν να γίνει ούτε το ’68 ούτε τη δεκαετία του ’70. Τότε, τα πράγματα ήταν πολύ πιο ξεκάθαρα. Γι’ αυτό και έλεγα πριν ότι η συγκυρία είναι παράδοξη και αντιφατική.
Τα πράγματα ήταν πιο σαφή γιατί ήταν πιο ορατός ο εχθρός ή γιατί οι οργανώσεις της Αριστεράς παρενέβαιναν περισσότερο στις γειτονιές και επιδίδονταν σε ένα έργο λαϊκής ενημέρωσης και πολιτικής επιμόρφωσης;
Ναι, συνέβαιναν και τα δυο. Οι δυνάμεις της Αριστεράς ήταν στον δρόμο και κοντά στον κόσμο πολύ περισσότερο απ’ό,τι σήμερα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, όταν ο Μιτεράν κέρδισε τις εκλογές, και οι φίλοι του μας ζήτησαν να αναλάβουμε την περιφρούρηση στην κεντρική του ομιλία, ανταποκριθήκαμε και ήμασταν εκεί όπως όλος ο κόσμος. Δεν είχε τόση σημασία αν για τον κόσμο ήταν μια νίκη της Αριστεράς, ενώ για εμάς απλά και μόνο μια νίκη του Μιτεράν. Ήμασταν εκεί. Σήμερα, κάτι τέτοιο μοιάζει αδιανόητο. Οι πολιτικές που ακολούθησαν έκτοτε οι κυβερνήσεις της πληθυντικής Αριστεράς, της Κεντροαριστεράς, του σοσιαλφιλελευθερισμού κ.λπ. ήταν εξίσου αν όχι περισσότερο καταστροφικές για τον κόσμο της εργασίας με τις πολιτικές της Δεξιάς. Οι άνθρωποι πιστεύουν πια ότι Δεξιά και Αριστερά είναι ένα και το αυτό.
Εξού και η ανάδυση προσωποκεντρικών μορφωμάτων με αποκλειστικό στόχο τους την εκλογική νίκη και την κυβέρνηση, όπως αυτό του Μακρόν, ο οποίος άλλοτε δηλώνει ότι δεν είναι «ούτε αριστερά ούτε δεξιά» και άλλοτε ότι είναι «και δεξιά και αριστερά». Ή όπως αυτό του Μελανσόν, ο οποίος διατείνεται πως κομίζει το νέο και δεν εννοεί να συνεργαστεί με κανένα κόμμα της παλιάς Αριστεράς…
Αν λοιπόν έχουμε την αίσθηση ότι οι ρόλοι τείνουν να αντιστραφούν πλήρως εις βάρος του κόσμου της εργασίας, οφείλουμε να κάνουμε ό,τι μπορούμε ώστε να αλλάξουμε τους ισχύοντες συσχετισμούς. Κι αυτό μπορεί να γίνει αντλώντας ό,τι θετικά κινηματικά κεκτημένα μας έχουν κληροδοτήσει πρότερες εμπειρίες, όπως αυτή του Μάη του ’68, όσο και επινοώντας μεθόδους και εργαλεία καλύτερα προσαρμοσμένα στις σημερινές ανάγκες.
Γιατί, ας μην βαυκαλιζόμαστε, ο Μάης του ’68 δεν μπορεί να λειτουργεί εσαεί ως απόλυτος οδηγός. Κι αν είναι να έρθει ένας νέος Μάης, θα ήταν καλύτερο να πετύχει. Από αυτήν την άποψη, υπάρχει πολλή δουλειά να γίνει όσον αφορά για παράδειγμα την αυτοοργάνωση και αυτοδιαχείριση των εργαζομένων, κάτι που απουσίαζε εντελώς από τον γαλλικό Μάη. Ως αυτοοργάνωση και αυτοδιαχείριση εννοώ ό,τι στα νιάτα μου αποκαλούσαμε σοβιέτ, εργατικά συμβούλια. Τον Μάη, λοιπόν, υπήρξε ένα και μοναδικό «σοβιέτ» στην Γαλλία, στο Σακλέ (Saclay). Είχαμε μάλιστα έναν σύντροφο, τον Ζακ Πεσκέ (Jacques Pesquet), ο οποίος ηγείτο της προσπάθειας και έγραψε κι ένα βιβλίο με τίτλο Απο τα σοβιέτ στο Σακλέ; (Des soviets à Saclay ?). Ήταν η μόνη απόπειρα που έγινε σε μια τέτοια κατεύθυνση. Αλλά το Σακλέ δεν ήταν καν εργοστάσιο αλλά κέντρο πυρηνικών ερευνών που απασχολούσε ερευνητές, τεχνικούς και πολιτικούς μηχανικούς.
Αυτό που δεν υπήρξε καθόλου τον Μάη ήταν η ιδέα ότι μπορούμε να διοικούμε ένα εργοστάσιο στη διάρκεια, με παραγωγή, βάρδιες, συνδικαλιστές και μη συνδικαλιστές, οργανωμένους και μη οργανωμένους εργάτες….
Είναι ίσως και το πιο δύσκολο από όσα μπορούμε να φανταστούμε. Είναι όμως αποφασιστικής σημασίας, αν θεωρούμε ότι ο σοσιαλισμός είναι η εξουσία του συνόλου των ανθρώπων, μέλη ή όχι κομμάτων, ενάντια σε μια μικρή μειοψηφία που μας εκμεταλλεύεται. Κάτι τέτοιο λοιπόν δεν έχει ακόμα υπάρξει. Δεν συνέβη ούτε στην Ρωσική επανάσταση, καθότι ακολούθησε ο εμφύλιος, ούτε στην παρισινή Κομμούνα, η οποία ήταν μια από τις βασικές αναφορές των παλαιότερων του Μάη και η οποία, ας μην το ξεχνάμε, διήρκησε πολύ λίγο. Μέχρι τώρα, λοιπόν, δεν έχουμε ένα παράδειγμα αυτοοργάνωσης και αυτοδιαχείρισης με κάποια συνέχεια σε βάθος χρόνου. Αυτό είναι και το πιο δύσκολο.
Να υποθέσω ότι αυτό είναι για σένα ένα βασικό διακύβευμα για κάθε μελλοντικό διάβημα κοινωνικής ρήξης και ανατροπής;
Είναι το κεντρικό διακύβευμα και η βασική προϋπόθεση για έναν νικηφόρο Μάη. Στην εποχή μας κανείς δεν νοιαζόταν για το Κοινοβούλιο, αλλά και κανείς δεν έθετε στις συνελεύσεις θέμα ελέγχου της παραγωγής και των αντιπροσώπων των εργατικών συμβουλίων. Αυτή ήταν άλλωστε και η βασική διαφωνία ανάμεσα στον Μπενσαϊντ και τον Κον Μπεντιτ στην Ναντέρ, όπως και μια μάχη την οποία δίναμε με όσες δυνάμεις είχαμε.
Σε κάθε περίπτωση, δεν έχουμε ακόμα καμία απόδειξη ότι μπορούμε να το πετύχουμε, αλλά έχουμε σίγουρα την απόδειξη ότι οι άλλες εμπειρίες απέτυχαν.
Μήπως εμπίπτει κι αυτό στις δυνατότητες και τα καθήκοντα που μας κληροδότησε μια εμπειρία σαν κι αυτή του Μάη;
Το ελπίζω. Θεωρώ ότι η δύναμη μιας πραγματικής Αριστεράς είναι να μένει από την μια ανοιχτή στη συζήτηση και τη διαφωνία, από την άλλη αποφασιστικά αντικαπιταλιστική και διεθνιστική, και να αποφεύγει τόσο τον σεκταρισμό όσο και τον οπορτουνισμό. Θεωρώ ότι είναι η μόνη δυνατότητα υπέρβασης των διαιρέσεων.
Προσθέστε σχόλιο