Η αλληλεγγύη ως θεμελιώδης αρχή δικαίου
Στέργιος Μήτας
εκδ. Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, 2016 | 211 σελίδες
Οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες των Marginalia που δεν γνώριζαν τον Στέργιο Μήτα ήρθαν σε μία πρώτη επαφή με το έργο του μέσα από ένα ασυνήθιστο άρθρο του στο πρώτο τεύχος του περιοδικού. Εκεί, ο Μήτας έριχνε φως σε μια αθέατη εκ πρώτης όψεως πλευρά του Μπομπ Ντίλαν και μάλιστα πρότεινε την ανάγνωση σειράς τραγουδιών του υπό το πρίσμα μιας αξίωσης για τη δημιουργία ενός επάξιου πλέγματος θεσμών εντός των οποίων να απονέμεται ή να προάγεται η δικαιοσύνη. Εκείνο το άρθρο μπορεί να διαβαστεί και ως συνέχεια του βιβλίου του, που αποτελεί μια εκτενή επιχειρηματολογία υπέρ της κανονιστικής διάστασης της αλληλεγγύης ή, με άλλες λέξεις, υπέρ της προσέγγισής της με όρους δικαιικού καθήκοντος. Ίσως δεν υπήρχε καταλληλότερος συγγραφέας για ένα τέτοιο θέμα από έναν φιλόσοφο του δικαίου που είναι ταυτόχρονα ποιητής.[1]
Ο Μήτας μας προϊδεάζει εξαρχής για την υπόθεση εργασίας του βιβλίου. Η αδελφοσύνη, πρώιμο συνώνυμο της αλληλεγγύης, είναι η παραμελημένη πτυχή του τρίπτυχου της γαλλικής επανάστασης. Η αναγνώριση του κανονιστικού περιεχομένου της αποτελεί προϋπόθεση για την ουσιαστική πραγμάτωση της ελευθερίας και της ισότητας. Ο Μήτας μάλιστα ολοκληρώνει την εισαγωγή του με μια φιλόδοξη και αποκαλυπτική των προθέσεών του υπόθεση: «εάν, στο τέλος της ανάλυσης, κριθεί ότι η ιστορικά εδραιωμένη πραγματικότητα χρήζει πρακτικής ανόρθωσης, καθίσταται σαφές ότι το ζητούμενο δεν είναι πια η δέουσα αρχή κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά η ίδια η δίκαιη κοινωνία».
Η φιλοσοφική προσέγγιση της αλληλεγγύης ως καθήκοντος
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, ο συγγραφέας προσπαθεί να θεμελιώσει την αξιοδότηση της αλληλεγγύης ως έλλογου πρακτικού καθήκοντος με κανονιστικές συνέπειες και στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στο έργο του Καντ. Η αφετηρία του είναι η αντίληψη ότι η επιδίωξη απώτερων σκοπών αποτελεί το ειδοποιό στοιχείο του ανθρώπινου όντος και είναι εναρμονισμένη με την οξυδερκή παρατήρηση του γερμανού φιλοσόφου: «το να λαμβάνουμε τους ανθρώπους όπως είναι, θα πει όπως τους έχουμε κάνει». Σ’ αυτό το πλαίσιο, δεν εκλαμβάνει ως αμετακίνητες ανθρωπολογικές σταθερές των προσώπων ούτε τον ανταγωνισμό (Χομπς), ούτε την αλληλεγγύη (Ρουσσώ). Το μέλλον δεν θα μοιάζει απαραίτητα με το παρόν -είναι στα χέρια μας να το φτιάξουμε όπως πρέπει να είναι, φαίνεται να λέει ο Μήτας. Αυτό το μέλλον πρέπει να στηρίζεται στην αλληλεγγύη, την οποία διακρίνει καθαρά από τη φιλανθρωπία και την ελεημοσύνη, που βρίσκονται σε διαρκή σχέση αλληλοτροφοδοσίας με την κοινωνική ανισότητα.
Η νοηματοδότηση της αλληλεγγύης ως καθήκοντος εντάσσεται σ’ ένα πλαίσιο καθολικότητας, που τελεί σε αντιπαράθεση με τη μεταμοντέρνα λατρεία της μερικότητας και του αποσπασματικού. Έτσι, απέναντι στη ριζοσπαστική καχυποψία του Ρόρτυ που αρνείται να αντιπροταθούν η αλήθεια ή το ηθικό θεμέλιο ως εναλλακτικές εξουσίες για να αποφύγει τον κίνδυνο αυταρχικών παρεκτροπών, ο Μήτας απαντά ότι μ’ αυτόν τον τρόπο υπονομεύεται η δυνατότητα έγκυρου κριτικού αντιλόγου ενάντια στην υφιστάμενη εξουσία. Η εν λόγω παρατήρηση του Μήτα έχει γενικότερη σημασία: η κριτική στην προοπτική μιας άλλης κοινωνίας ως επίκλησης της «Δευτέρας Παρουσίας», στην πραγματικότητα αποτελεί μια συγκεκαλυμμένη μαρτυρία υπέρ της υπαρκτής κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης.
Βιοτική αυτοτέλεια και πολιτική ελευθερία
Έπειτα, και με βάση πάντα το καντιανό έργο, διακρίνει την έννοια της «ευδαιμονίας των άλλων» από την έννοια της «βιοτικής αυτοτέλειας», η οποία είναι conditio sine qua non για μια πολιτεία δικαίου. Στην επεξεργασία της βιοτικής αυτοτέλειας τίθεται το ζήτημα εάν αυτή καθορίζεται από την παλιά διάκριση μεταξύ ενεργών και παθητικών πολιτών. Είναι αλήθεια ότι ο Καντ προγράφει ως στερούμενους πολιτικών δικαιωμάτων όσους βρίσκονται σε σχέση εξάρτησης, δηλαδή τους οικιακούς υπηρέτες, τις γυναίκες, τους ανήλικους και καθέναν που δεν είναι σε θέση να συντηρεί την ύπαρξή του από την ίδια του τη δραστηριότητα. Ο Μήτας βλέπει σ’ αυτήν την, καταρχήν συντηρητική, διάκριση το έρεισμα για την κριτική αντιστροφή της: «πρέπει να αρθούν οι συνθήκες εξάρτησης που εμποδίζουν τη γενικευμένη αποδοχή της πολιτικής ελευθερίας». Κάνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο το βήμα που δεν έκανε (ρητά τουλάχιστον) ο Καντ, συναρθρώνει αντίστροφα τη βιοτική αυτοτέλεια με την πολιτική ελευθερία, δίνοντας ριζοσπαστικό χρώμα στο πλέγμα τους.
Περαιτέρω, ο συγγραφέας συμπληρώνει ότι η βιοτική αυτοτέλεια των πολιτών προϋποθέτει ένα διανεμητικό – δημοσιονομικό περίγραμμα, ώστε να εξασφαλιστεί η ίδια η κοινωνική αναπαραγωγή. Από αυτήν την άποψη, θεωρεί, ακολουθώντας στο σημείο αυτό τον Κ. Σταμάτη, ότι εμπίπτει στην καντιανή αντίληψη της συλλογικής αυτονομίας ενός λαού η δυνατότητα μιας πλειοψηφικής απόφασης για επέκταση της δημοκρατικής αρχής στο πεδίο της κοινωνικής παραγωγής μέσα από την υπέρβαση της αστικής διάρθρωσης της ατομικής ιδιοκτησίας. Άλλωστε, οι συνθήκες αναπαραγωγής της αστικής κοινωνίας περιέρχονται διαρκώς σε αντινομία με τις καταστατικές της διακηρύξεις. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο Μήτας σπεύδει να διαχωριστεί από την αυταρχική αντίληψη της αλληλεγγύης (Ντυρκέμ), που βλέπει την κοινωνία ως οργανισμό και θεωρητικοποιεί μια προσομοίωση αλληλεγγύης υπό την πρόσοψη της ταξικής αρμονίας. Κατά συμμετρικό τρόπο, ασκεί κριτική και στη νεωτερική εκδοχή της φιλελεύθερης-συμβολαιικής προσέγγισής της (Ρωλς), σύμφωνα με τη διαδικαστική -κυκλική σε τελευταία ανάλυση- θεώρηση της οποίας η αλληλεγγύη νομιμοποιείται επειδή επιλέχθηκε συμβολαιιακά.
Ο Μαρξ, η «αρχή των αναγκών» και η κριτική θεωρία δικαιοσύνης
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η προσέγγιση του Μήτα για την κριτική κοινωνική θεωρία του Μαρξ. Όπως εύστοχα επισημαίνει, ο θεωρητικός εκφραστής της έμπρακτης αλληλεγγύης δείχνει να μην ενστερνίζεται κάποια θεωρία αλληλεγγύης. Ο συγγραφέας προσπαθεί να λύσει αυτόν τον γόρδιο δεσμό συντασσόμενος με την άποψη του Norman Geras ότι ο Μαρξ είχε μια θεωρία δικαιοσύνης αλλά δεν ήξερε ότι την είχε. Ωστόσο, η κριτική του Ντανιέλ Μπενσαΐντ απέναντι στον Geras φαίνεται αρκετά πειστικότερη. Σύμφωνα με το γάλλο επαναστάτη φιλόσοφο, στον Μαρξ υπάρχει μια διπλή εκδοχή της ιδέας περί δικαιοσύνης, η οποία αναδεικνύεται γλαφυρά στην αντιφατική ενότητα της τυπικής δικαιοσύνης της αγοράς της εργατικής δύναμης και της πραγματικής αδικίας της εκμετάλλευσής της ως εμπορεύματος.[2] Από την πλευρά του, ο Μήτας αντλεί το βασικό του επιχείρημα από την Κριτική του Προγράμματος της Γκότα και το περίφημο αξίωμα «από τον καθένα ανάλογα με την εργασία του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του». Σ’ αυτό το πλαίσιο, υποστηρίζει ότι η θεωρία αναγκών του Μαρξ προεκτείνει την αρχή βιοτικής αυτοτέλειας του Καντ, διασκεδάζοντας την απεικόνιση του πρώτου ως αξιακά αμήχανου και του δεύτερου ως κοινωνικά αδιάφορου.
Είναι αλήθεια ότι η οξεία κριτική της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης από τον Μαρξ δεν αποκλείει μια εξήγησή της με όρους ηθικής αποδοκιμασίας του καπιταλισμού ως άδικου. Ακόμα περισσότερο, η αντιμετώπιση της υπεραξίας ως «κλεμμένου χρόνου εργασίας», και με δεδομένο ότι αυτή δεν αντίκειται στην υπάρχουσα νομική ρύθμιση της ιδιοκτησίας, δείχνει να αναφέρεται σε κάποια άλλη αρχή δικαιοσύνης παρόλο που δεν την προσδιορίζει. Ωστόσο, ο Μαρξ επιμένει ιδιαίτερα στη θέση ότι δεν υπάρχουν καθολικές ηθικές αρχές που ταιριάζουν σε κάθε κοινωνία, αλλά διαφορετικές ηθικές αντιλήψεις στη βάση ιστορικά καθορισμένων ταξικών συμφερόντων. Έτσι, η απόσπαση της υπεραξίας είναι κλοπή, όχι με γνώμονα κάποια υπεριστορική αρχή, αλλά από τη σκοπιά των συμφερόντων της -υφιστάμενης την κλοπή και την εκμετάλλευση- εργατικής τάξης. Το να είσαι με το «δίκιο του εργάτη» σημαίνει να το αντιπαραθέτεις στο «δίκιο του αστού», όχι να παραπέμπεις το δίλημμα σ’ ένα ηθικό δικαστήριο που θα αποφανθεί για το ορθό με βάση κάποιες καθολικές αρχές. Αντίστοιχα, παίζοντας λίγο με τις λέξεις, η «αρχή των αναγκών» ίσως πραγματικά να εκφράζει μια αντίληψη για τη δικαιοσύνη, μόνο που αυτή δεν είναι νομική, αλλά θεμελιώνεται ακριβώς στην αντίθεση απέναντι στις αφηρημένες ισοδυναμίες της εμπορευματικής τάξης πραγμάτων του καπιταλισμού.
Η συνταγματική διάσταση της αλληλεγγύης
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, ο Μήτας σκιαγραφεί τα περιεχόμενα της αλληλεγγύης, εντάσσοντας το καθήκον αλληλεγγύης στο συνταγματικό πλαίσιο και ερευνώντας την κανονιστική του διάσταση. Το ενδιαφέρον του εστιάζεται στην ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 25 παρ. 4 του ελληνικού Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο το κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης. Ο συγγραφέας αναπτύσσει έναν αντιπαραθετικό διάλογο με το έργο του Χαράλαμπου Ανθόπουλου, ο οποίος αντιμετώπισε τη συγκεκριμένη διάταξη ως lex imperfecta, προειδοποιώντας ότι μια διαφορετική ερμηνεία θα ευνοούσε τη λειτουργική δέσμευση των δικαιωμάτων και έτσι θα οδηγούσε στην εξουθένωσή τους.[3]
Ο Μήτας προτείνει μια διαφορετική ερμηνεία, η οποία επίσης δεν θυσιάζει την ελευθερία προς όφελος μια οργανικά νοούμενης αλληλεγγύης. Ειδικότερα, υποστηρίζει τη συστηματική διαπλοκή της τέταρτης παραγράφου του άρθρου 25 με τη δεύτερη, η οποία ορίζει ότι η αναγνώριση και προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου από την Πολιτεία αποβλέπει στην πραγμάτωση της κοινωνικής προόδου μέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη. Η χιαστί αντιστοίχηση των υποκειμένων και των οφειλών (που στη νομική ιδιόλεκτο καλείται «συστηματική ερμηνεία») σημαίνει ότι οι πολίτες καλούνται να συμβάλλουν στην κοινωνική πρόοδο και η Πολιτεία να προάγει την αλληλεγγύη. Έτσι, η εθνική και κοινωνική αλληλεγγύη δεν υποδηλώνει δύο διακριτά πεδία καθηκόντων, αλλά παραπέμπει σ’ ένα συλλογικό χρέος εδραίωσης της βιοτικής υπόστασης όλων, πέρα από επιμέρους δεσμούς. Με βάση αυτήν την ερμηνεία, ως διατάξεις που καθιερώνουν δικαίωμα πρόσβασης σε εκφάνσεις βιοτικής αυτοτέλειας θεωρούνται εκείνες που κατοχυρώνουν κοινωνικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά δικαιώματα, ενώ ως διατάξεις που θέτουν χρέος αναλογικής προαγωγής της θεωρούνται η ρύθμιση της ιδιοκτησίας, οι περιορισμοί της οικονομικής ελευθερίας, η αναλογική φορολογία, η υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση, η υπό προϋποθέσεις αναγκαστική εργασία και η στρατολογική οφειλή.
Στη συνέχεια του βιβλίου ο Μήτας εξειδικεύει τον συνδυασμό της συνταγματικής ερμηνείας με τη φιλοσοφική του αντίληψη για τη βιοτική αυτοτέλεια. Έτσι, η κλασική στο συνταγματικό δίκαιο διάκριση των δικαιωμάτων σε ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά τοποθετείται στο κοινό αξιακό βάθρο της ίσης αυτονομίας. Το παράδειγμά του είναι χαρακτηριστικό: η ατομική ελευθερία έκφρασης δεν έχει νόημα χωρίς το κοινωνικό δικαίωμα στη μόρφωση. Η επισήμανση αυτή είναι κρίσιμη αφού τα κοινωνικά δικαιώματα, παρότι έχουν ενταχθεί εδώ και δεκαετίες στα σύγχρονα Συντάγματα, θεωρούνται ακόμα ενίοτε ως απλές κατευθυντήριες αρχές και πάντως διαφοροποιούνται από τα ατομικά που δικαιολογούν αγώγιμες αξιώσεις. Η διαφορά αυτή αποδίδεται συνήθως στη φύση των κοινωνικών δικαιωμάτων και ιδίως στην εξάρτησή τους από την οικονομική συγκυρία. Έτσι, το κράτος μεν οφείλει σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 του ελληνικού Συντάγματος να μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών, αλλά τούτο τελεί σε εξάρτηση με τα εκάστοτε δημοσιονομικά δεδομένα. Η απάντηση του Μήτα αποφετιχοποιεί την κυρίαρχη αντίληψη: στο πεπερασμένο των δημοσιονομικών πόρων θα μπορούσε να σκοντάφτει και η παροχή δικαστικής προστασίας ή η διενέργεια εκλογών, ποτέ όμως κάποια κυβέρνηση δεν έκλεισε τα δικαστήρια ή δεν έκανε εκλογές λόγω έλλειψης πόρων. Και η συνέχεια της σκέψης του είναι ακόμα ριζοσπαστικότερη. Η ρίζα του προβλήματος είναι η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, οπότε εάν η βιοτική ασφάλεια δοκιμάζεται στην καπιταλιστική κοινωνία αυτή πρέπει να αλλάξει.
Η πραγμάτευση των επιμέρους εκφάνσεων του κανόνα αλληλεγγύης αγγίζει ένα ευρύ φάσμα, από την κοινωνική ασφάλιση και το απροϋπόθετο κοινωνικό εισόδημα μέχρι την προστασία του περιβάλλοντος και τη δικαιοσύνη σε διεθνή κλίμακα. Στις ιδέες του Μήτα είναι σαφές το χνάρι των κινηματικών διεκδικήσεων που σημάδεψαν τον 21ο αιώνα μέχρι σήμερα. Έτσι, οι προτάσεις του για μια υπερεθνική κοινωνική δικαιοσύνη περιλαμβάνουν θεσμίσεις όπως τη διαγραφή του επαχθούς χρέους δοκιμαζόμενων χωρών, το δίκαιο εμπόριο ή τη φορολογία επί των διεθνών χρηματιστηριακών συναλλαγών («φόρος Τόμπιν»). Αντίστοιχα, η προσέγγισή του για το δικαίωμα φιλοξενίας σε διεθνή κλίμακα, φτάνει μέχρι την προέκτασή του σ’ ένα δικαίωμα σε ελεύθερη διασυνοριακή μετακίνηση για λόγους αναζήτησης εργασίας κάτω από ορισμένους εύλογους λόγους.
Αντί επιλόγου: το ερώτημα της καθολικότητας
Συνολικά, το έργο του Μήτα διαπερνάται από τη συστηματική αναφορά στην «καθολικότητα», που πηγάζει από την πεποίθηση του συγγραφέα ότι μπορεί να υπάρξουν καθολικές αρχές οι οποίες να προωθούν την κοινωνική απελευθέρωση. Το αίτημα της καθολικότητας είναι ιστορικά προσδιορισμένο. Το ρεπουμπλικανικό («ιακωβίνικο») ρεύμα αγωνίστηκε ενάντια στον απολυταρχισμό και τη συνταγματική μοναρχία, θέτοντας ως πολιτικό πρόταγμα την καθολικότητα της ψήφου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Από την πλευρά της, η μαρξιστική κριτική, παρότι αναγνώριζε τον προοδευτικό χαρακτήρα των αστικοδημοκρατικών Συνταγμάτων σε σχέση με τις προηγούμενες θεσμικές μορφές, εστίαζε το ενδιαφέρον της στην αναντιστοιχία ανάμεσα στις συνταγματικές διακηρύξεις και την ωμή πραγματικότητα της ταξικής εκμετάλλευσης. Πριν από 100 χρόνια, το Σοβιετικό Σύνταγμα του 1918 άρθρωσε τη δική του προκλητική εναλλακτική λύση, καθιερώνοντας τον πιο πλούσιο στην ανθρώπινη Ιστορία κατάλογο δικαιωμάτων, αλλά με υποκείμενα μόνο τους εργάτες και τους συμμάχους τους.[4] Πρόκειται για το πρώτο Σύνταγμα που το ίδιο ρητά διακήρυξε ότι ήταν για τους πολλούς, όχι για όλους.
Ο Μήτας δεν είναι ανυποψίαστος για αυτήν την προβληματική. Η τοποθέτησή του φαίνεται να είναι ότι η αντιπαλότητα συμφερόντων μεταξύ εργατικής και αστικής τάξης έχει και αξιακές προεκτάσεις, καθώς το «συμφέρον» της πρώτης είναι γενικεύσιμο. Μια τέτοια εκτίμηση είναι πολύ κοντά στη μαρξική θέση ότι η απελευθέρωση της εργατικής τάξης έχει ως ορίζοντα την απελευθέρωση όλης της ανθρωπότητας. Δεν είναι όμως σαφές στο βιβλίο αν ο Μήτας είναι πρόθυμος να θυσιάσει, έστω και πρόσκαιρα, την «καθολικότητα», ώστε αυτή να κατακτηθεί αργότερα σ’ ένα ανώτερο επίπεδο. Τούτη η αμφισημία μοιάζει να εκδηλώνεται και σ’ ένα άλλο σημείο του βιβλίου. Από τη μία πλευρά, η ερμηνεία της αλληλεγγύης φαίνεται να λειτουργεί ως θεωρητικοποίηση της αμφισβήτησης της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων μέχρι τον πυρήνα της, τον έλεγχο των μέσων παραγωγής. Από την άλλη πλευρά, όταν ο Μήτας επιχειρηματολογεί για το απροϋπόθετο κοινωνικό εισόδημα, για την υπερεθνική κοινωνική δικαιοσύνη ή και γενικότερα για τη διανεμητική δικαιοσύνη, δείχνει να (αυτό)περιορίζει τον ορίζοντά του στη σφαίρα της διανομής. Ίσως, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι το βιβλίο ολοκληρώθηκε πριν από το 2015, ο συγγραφέας να προσπαθούσε πέρα από τη θεωρητική συνεισφορά του να συμβάλλει και στη διαμόρφωση κάποιων minimum θεσμίσεων που θα μπορούσαν να πραγματωθούν από μια κυβέρνηση της Αριστεράς.
Η ελπίδα εκείνη ακυρώθηκε, όπως θα συμβαίνει πάντα όταν περιορίζεται στον κοινοβουλευτικό δρόμο, η συμβολή του Μήτα όμως διατηρεί την αξία της. Η ανάλυσή του θυμίζει καρδιά που πάλλεται για δικαιοσύνη. Ακόμα και όταν αυτή η μέριμνά του δείχνει να γλιστρά σε υπερ-ιστορικές ατραπούς, δεν παύει να είναι χρωματισμένη από μια ευαισθησία που εξεγείρεται ενάντια σε κάθε συνθήκη που μετατρέπει τον άνθρωπο σε ανδρείκελο (Καντ) και απαιτεί να ανατραπούν όλες οι σχέσεις που καθιστούν τον άνθρωπο ον υποδουλωμένο και ταπεινωμένο (Μαρξ). Δεν είναι τυχαίο ότι αναφέρεται σ’ αυτές τις δύο εμβληματικές φράσεις στο τέλος του επιμέτρου του. Το βιβλίο του λοιπόν αξίζει από όλες τις απόψεις να τύχει της μελέτης των νομικών και των φιλοσόφων, αλλά μπορεί να διαβαστεί ευχάριστα, αν και όχι τόσο εύκολα, και από το μη εξειδικευμένο αναγνωστικό κοινό.
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο