Αυτό που η επιδημία δείχνει ξεκάθαρα είναι ότι η κατάσταση εξαίρεσης, στην οποία οι κυβερνήσεις για πολύ καιρό μας έχουν συνηθίσει, έχει γίνει η κανονική συνθήκη (la condition normale). Οι άνθρωποι έχουν τόσο πολύ εξοικειωθεί να ζουν σε μια κατάσταση μόνιμης κρίσης που δεν φαίνεται να αντιλαμβάνονται ότι η ζωή τους έχει μειωθεί στο επίπεδο μιας καθαρά βιολογικής συνθήκης, και ότι έχει χάσει όχι μόνο την πολιτική της διάσταση, αλλά και οποιαδήποτε ανθρώπινη διάσταση. Μια κοινωνία η οποία ζει σε μια μόνιμη κατάσταση έκτακτης ανάγκης δεν μπορεί να αποτελεί μια ελεύθερη κοινωνία. Ζούμε σε μια κοινωνία η οποία έχει θυσιάσει την ελευθερία της υπέρ των υποτιθέμενων «λόγων ασφαλείας», και έτσι καταδικάζεται να ζει αδιάκοπα μέσα σε μια κατάσταση φόβου και ανασφάλειας.
Giorgio Agamben
Σε έναν χρόνο από τώρα, ίσως κοιτάζουμε την Κίνα με θαυμασμό για την επιτυχία της να περιορίσει την πανδημία και τις Ηνωμένες Πολιτείες με τρόμο για την αποτυχία τους.
Mike Davis
Από τον Φεβρουάριο του 2020, όταν πλέον η υγειονομική κρίση με επίκεντρο της Wuhan μετατράπηκε σε πανδημία, έχουμε μια έκρηξη κειμένων για την τελευταία ή με αφορμή την τελευταία.[1] Ορισμένες δημιούργησαν πολλές αντιδράσεις, όπως η πρώτη τοποθέτηση του Τζόρτζιο Αγκάμπεν ή ο λόγος και η πρακτική εγχώριων συλλογικοτήτων. Προφανώς δεν θεωρώ αντίστοιχες τις εγχώριες περιπτώσεις με την περίπτωση Αγκάμπεν· ο τελευταίος έχει μια βασική συλλογιστική και ανάλυση, που παρά τις όποιες υπερβολές και λαθεμένες εκτιμήσεις του πρώτου κειμένου, συμβάλλει στον προβληματισμό, ενώ οι πρώτες είναι αν μη τι άλλο προβληματικές, αναλυτικά, θεωρητικά και πρακτικά.[2]
Το ζήτημα έχει πολλές προεκτάσεις, όπως,
α) το πώς αναλύει και ιεραρχεί ο καθένας και η καθεμιά, είτε ατομικά είτε συλλογικά αυτά που συμβαίνουν,
β) τις χρονικότητες κατά τις οποίες διατυπώνονται οι κριτικές,
γ) τις προσλαμβάνουσές μας και την επίδραση της κυρίαρχης ιδεολογίας.
Τόσο στο πρώτο κείμενο του Αγκάμπεν, όσο και στο ιογενές ημερολόγιο των Wu Ming, υπάρχει η θέση -ή έστω οι συγγραφείς τους τείνουν προς αυτή- πως o Covid-19 δεν είναι περισσότερο επικίνδυνος από την γρίπη, και άρα, για να δανειστώ τα λόγια του Αγκάμπεν, έχουμε μια «υποτιθέμενη επιδημία λόγω του κορονοϊού».
Ο Αγκάμπεν και οι Wu Ming δεν φαντάζονται πράγματα, δεν διατυπώνουν αυθαίρετες κρίσεις. Ή για να είμαστε απόλυτα ακριβείς, υιοθετούν την αρχική, αυθαίρετη ή συνειδητά ψευδή, κρίση υγειονομικών οργανισμών ή κρατικών στελεχών επιφορτισμένων με ζητήματα υγείας ως προς την επικινδυνότητα του Covid-19. Αμφισβητούν την αναγκαιότητα των «δυσανάλογων» κρατικών πολιτικών αντιμετώπισης της πανδημίας, αφού, σύμφωνα με τους ίδιους τους μηχανισμούς από τους οποίους απέρρεαν οι πολιτικές, δεν υπήρχε πανδημία (τη στιγμή της συγγραφής των κειμένων τους), αλλά δεν αμφισβητούν τα επιστημονικά πορίσματα, τον Λόγο των τελευταίων. Όπως το έθεσε κι ο ίδιος ο Αγκάμπεν, για το κείμενό του που δέχτηκε δριμύτατη κριτική: «Δεν είμαι ούτε λοιμωξιολόγος ούτε ιατρός, και μέσα στο εν λόγω άρθρο, το οποίο έχει ημερομηνία δημοσίευσης ενός μήνα, το μόνο που έκανα ήταν να παραθέσω αυτολεξεί αυτό που τότε ήταν η άποψη του ιταλικού Εθνικού Κέντρου Έρευνας». Αντίστοιχα ο Μάικ Ντέιβις λ.χ. αποδέχεται τα στατιστικά της κινεζικής κυβέρνησης, και κατ’ επέκταση την πολιτική αντιμετώπισης του ιού από αυτή.[3]
Πρόκειται για την άλλη όψη της λογικής που αποδέχεται συνολικά και αδιαμφισβήτητα την κρατική πολιτική αντιμετώπισης της πανδημίας, διατρανώνοντας με βαρύγδουπα και κούφια λόγια πως «θα λογαριαστούμε μετά», εννοώντας ταυτόχρονα ότι τώρα θα κάνουμε ό,τι μας πουν αδιαμαρτύρητα. Αλήθεια, σε ποιο «μετά» θα μπορέσουν να λογαριαστούν οι Ούγγροι οι οποίοι βιώνουν μια ιδιότυπη δικτατορία τώρα;
Και οι δύο αυτές όψεις ανήκουν τελικά στο ίδιο νόμισμα, αυτό της ηγεμονίας της κυρίαρχης ιδεολογίας σε πολύ ευρύτερα στρώματα, και σε άτομα και συλλογικότητες που βρίσκονται ή θεωρούν πως βρίσκονται στον αντίποδα και ενάντια της. Για να μην εμφανιστώ ως μετά Χριστόν προφήτης, η λογική περί ενός ιού λιγότερο επικίνδυνου από την γρίπη διακατείχε κι εμένα αν όχι μέχρι τις αρχές Μαρτίου, σίγουρα μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου.[4]
Ένα ερώτημα είναι αν έχουμε την πολυτέλεια να μη γράφουμε εν θερμώ, υπό μια άτυπη διαδικασία του κατεπείγοντος, προκειμένου να μπορούμε να γράφουμε πιο νηφάλια και έχοντας φιλτράρει όσο το δυνατόν περισσότερο τον κυρίαρχο λόγο, που συχνά αποτελεί και τη μοναδική ή την κύρια πηγή πληροφόρησής μας. Οι αστοχίες των δύο κειμένων στα οποία προαναφέρθηκα θεωρώ πως σχετίζονται με τον επικαθορισμό του (α) από τα (β) και (γ) [δηλαδή, το πώς αναλύει και ιεραρχεί ο καθένας και η καθεμιά, είτε ατομικά είτε συλλογικά, αυτά που συμβαίνουν, επικαθορίζεται από τις χρονικότητες κατά τις οποίες διατυπώνονται οι κριτικές και από τις προσλαμβάνουσες μας και την επίδραση της κυρίαρχης ιδεολογίας]. Και μάλιστα, όσο πιο κοντά είναι το (β) στο συμβάν που επιχειρούμε να αναλύσουμε, τόσο πιο ευάλωτο είναι στο (γ). Ακόμη και να υπάρχει σχετική «ανοσία» ως προς το (γ), όσο πιο κοντά βρισκόμαστε στο συμβάν, τόσο λιγότερα είναι τα δεδομένα.
Το πιο προβληματικό σημείο σε αυτές τις προσεγγίσεις αφορά την αντίληψη του καπιταλισμού ως ενός συστήματος που θεωρητικά το διέπει κάποιου τύπου ορθολογισμός κι ως εκ τούτου, οι αντινομίες λόγων και πρακτικών θεωρούνται απόδειξη αναντιστοιχίας ανάμεσα στα δύο από πλευράς συστήματος, χωρίς να αναγνωρίζεται η αντίφαση αυτή ως εγγενής στο καπιταλιστικό σύστημα. Δηλαδή, το γεγονός πως η καραντίνα δεν υπήρξε καθολική στην Ιταλία και εξαιρέθηκαν μεγάλες παραγωγικές μονάδες δεν αναλύεται με βάση το κύριο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού, της ανάγκης συνεχούς και αυξανόμενης κερδοφορίας, αλλά ως απόδειξη ή ένδειξη πως η καραντίνα ίσως και να μην είναι αναγκαία.[5]
Ο καπιταλισμός όντως αντιμετωπίζει δυσανάλογα και αποσπασματικά την πανδημία. Πλευρά αυτής της δυσαναλογίας είναι τα τα ακραία ή έστω υπερβολικά μέτρα με στόχο την πειθάρχηση του πληθυσμού (βλ. το αμφίβολης αποτελεσματικότητας από υγειονομικής άποψης κλείσιμο της Νέας Παραλίας Θεσσαλονίκης), η βιοπολιτική που σωστά θέτουν και τα δύο κείμενα -τα οποία εάν δεν είχαν τις δικές τους αντινομίες θα τύγχαναν καλύτερης υποδοχής στα ουσιαστικά τους σημεία, όπως το ότι «ο περιορισμός της ελευθερίας που επιβάλλεται από τις κυβερνήσεις γίνεται αποδεκτός στο όνομα μιας επιθυμίας για ασφάλεια και έχει προκληθεί από τις ίδιες τις κυβερνήσεις που τώρα παρεμβαίνουν για να την ικανοποιήσουν», και δεν θα επικεντρωνόμαστε στις χτυπητές τους αστοχίες.[6] Την άλλη πλευρά αποτελεί βέβαια η συχνή επιλογή του κράτους για μη πειθαναγκασμό του, απείθαρχου όταν θίγονται τα συμφέροντά του, κεφαλαίου, από την BIC μέχρι την Teleperformance. Αυτές οι δύο πλευρές όμως είναι συμπληρωματικές και όχι αντιφατικές.
Δεν είναι τυχαίο που συχνά η συζήτηση παραμένει στο πρώτο εν θερμώ γραμμένο κείμενο του Αγκάμπεν και όχι σε αυτά που ακολούθησαν.[7] Ας είμαι όμως σαφής, η επιλογή του να συνομιλούν διάφοροι με το πρώτο κείμενο κι όχι αυτά που ακολούθησαν, είναι ακριβώς, αυτό, επιλογή. Γι αυτό δεν φέρει ευθύνη ο Αγκάμπεν, παρά μόνο για τη διευκόλυνση που παρείχε με το πρώτο κείμενο. Η αποφυγή της συζήτησης βαρύνει αποκλειστικά όσους την επιλέγουν. Κι αυτό διότι παρά τις ιδιαίτερες απόψεις του καθενός, κι άλλοι Ιταλοί συγκλίνουν σε αρκετά σημεία με τον Αγκάμπεν ή ο Αγκάμπεν με αυτούς στο πως διατυπώνουν φόβους και ανησυχίες, λ.χ. Οι Μάσιμο ντε Καρολίς, Γκι βαν Στράτεν (ψευδ.), η Επιτροπής Ανταπόκρισης και Μετάφρασης – Τομέας Ρώμης της Internazionale Vitalista.
Το γιατί συμβαίνει το πιο πάνω, δηλαδή αυτή η οριακά αήθης επίθεση στον Αγκάμπεν που ταυτόχρονα αποφεύγει να συζητήσει την ουσία των όσων θίγει, επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες και διαφορετικές προσεγγίσεις. Σύμφωνα με μια προσέγγιση «αυτό συμβαίνει επειδή μας μεταφέρει την εικόνα μιας παθητικής συναίνεσης στην κατάσταση εξαίρεσης που επιβλήθηκε με αφορμή την πανδημία του κορωνοϊού». Την άποψη αυτή συμμερίζεται και ο παλιός καταστασιακός Τζιανφράνκο Σανγκουϊνέτι:
Εάν ένα απλό μικρόβιο ήταν αρκετό για να καταβυθίσει τον κόσμο μας στην υποταγή στον πλέον αποκρουστικό από τους δεσποτισμούς, αυτό σημαίνει ό τ ι ο κόσμος μας ήταν ήδη έτοιμος για έναν τέτοιο δεσποτισμό που ένα απλό μικρόβιο ήταν αρκετό γι’ αυτό. [8]
Σύμφωνα όμως με μια άλλη εξίσου ενδιαφέρουσα και σημαντική άποψη του Μάριου Εμμανουηλίδη, σχετίζεται με το άγγιγμα ενός ορίου [από πλευράς Αγκάμπεν]…το όριο του έμβιου, της έμβιας ατομικής εμπειρίας και της κοινό-τοπης επιθυμίας διατήρησης της ύπαρξής μας. Εγώ θα έλεγα πως ισχύουν οι τα δύο απόψεις, μιας και η δεύτερη, ιδίως εφόσον η επιθυμία διατήρησης της ύπαρξής μας γίνεται αντιληπτή ως μια καταρχήν ατομική διαδικασία,[9] κι αυτό οδηγεί εύκολα στο πρώτο.
Γράφει ο Εμμανουηλίδης:
Η μετατροπή των στοιχείων ζωής του πληθυσμού σε αντικείμενα πολιτικής «δεν σημαίνει ότι η ζωή [και άρα και η αρρώστια] ενσωματώθηκε ολοκληρωτικά μέσα σε τεχνικές που την εξουσιάζουν και την διευθύνουν». Με την πανδημία, η ζωή ξεγλιστρά από τον βιολογικό-δημογραφικό-ιατρικό έλεγχο του πληθυσμού, και συνεπώς, του εκάστοτε ατόμου ως έμβιου όντος, μέσω μιας αναμενόμενης, στον βαθμό που είμαστε έμβια όντα, αλλά απωθημένης, στον δυτικό κόσμο κυρίως, συνάντησης των σωμάτων μας με μια επικίνδυνη ζωική υλικότητα. Σε αυτό το κατώφλι του ζωικού εργαστηρίου, όπου η έννοια του βίου συστέλλεται μπροστά στη μαζική απειλή της ζωής, η βιοπολιτική τίθεται σε παύση. Η βιοπολιτική έπεται, τοποθετείται, όχι τόσο χρονικά αλλά αναλυτικά, μετά από αυτό το κατώφλι.[10]
Δεν είμαι σίγουρος πως τα πράγματα είναι ακριβώς όπως περιγράφονται πιο πάνω. Αντιθέτως, η ανατροπή της προϋπάρχουσας βιοπολιτικής λόγω της πανδημίας δεν σημαίνει την απώλειά της, αλλά τον επανακαθορισμό της με ακόμη πιο επιθετικούς όρους. Το τελευταίο «δικαιολογείται» από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης η οποία γίνεται αποδεκτή σχεδόν καθολικά, και άρα η νέα βιοπολιτική συνθήκη εγγράφεται κοινωνικά με μηδαμινές αντιστάσεις και παρουσιάζεται ως μια ουδέτερη πολιτικά αναγκαιότητα. Το νέο βιοπολιτικό συμβόλαιο υπογράφεται από το σύνολο των αστικών κομμάτων με συναίνεση τόσο από τα ίδια, όσο και από εκτεταμένα τμήματα της κοινωνίας, ακόμη και από τμήματα του χώρου της λεγόμενης επαναστατικής αριστεράς.
Το στοιχείο του κινδύνου μιας νέας βιοπολιτικής συνθήκης, εντονότερης και χειρότερης για τους από κάτω, θεωρώ πως αποτελεί την κοινή συνισταμένη των πρώτων κειμένων που γράφτηκαν στην καρδιά των διαφόρων μητροπόλεων του Covid-19. Κι αυτό το άγχος, αυτή η εντεινόμενη ανησυχία γι’ αυτό που έρχεται, οδήγησε σε μια βιαστική απάντηση, με ελλιπή ενημέρωση, με τα συνακόλουθα λάθη και υπερβολές. Στον πυρήνα τους όμως, έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου για τους σωστούς λόγους. Η χρήση βεβαίωσης μετακίνησης μπορεί να εφαρμόστηκε -όπως πιστεύω- για λόγους αύξησης των εσόδων του ελληνικού κράτους, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν εκπαιδεύει τον πληθυσμό σε μια νέα βιοπολιτική συνθήκη όπου θα απαιτείται άδεια κυκλοφορίας, μια άδεια που δεν είναι δεδομένο πως θα δίνεται λίγο-πολύ αυτόματα και καθολικά όπως σήμερα.
Να κάνω το πιο πάνω λίγο πιο σαφές. Προφανώς η χρήση βεβαίωσης μετακίνησης εμπεριέχει τον έλεγχο, αναγκαίο στοιχείο ενός μηχανισμού ελέγχου εφαρμογής της καραντίνας. Αλλά αν δούμε την ελληνική περίπτωση, σε αντιδιαστολή λ.χ. με την κυπριακή (δικαίωμα για μία μετακίνηση την ημέρα, πέρα από αυτές για λόγους εργασίας, και με απαγόρευση μετακίνησης τα βράδια), μια βεβαίωση η οποία μπορούσε να είναι τυποποιημένη, χειρόγραφη ή ένα sms, με δικαίωμα απεριορίστων μετακινήσεων εντός του τόπου διαμονής, καθιστούσε την αναγκαιότητά της περισσότερο τυπική παρά ουσιαστική. Με μία όμως σημαντική παράμετρο: κατά τον έλεγχο των βεβαιώσεων αυτών το κράτος αυθαιρετεί προκειμένου να επιβάλλει πρόστιμα, ακόμη και σε αστέγους, αυθαιρεσία που διογκώνεται όταν υπάρχει αντίσταση στην κρατική αυθαιρεσία.
Η νέα βιοπολιτική συνθήκη, η οποία έρχεται σε μια νέα φάση της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, οξυμένη από την υγειονομική κρίση, αλλά όχι δημιούργημά της, πρόκειται να συναντήσει τα απροσδιόριστα ακόμη κοινωνικά και οικονομικά αποτελέσματα της με αμφίβολη ημερομηνία λήξης, υγειονομικής κρίσης. Τα εργαλεία βιοπολιτικής τα οποία χρησιμοποιούνται σήμερα, λ.χ. ο αυτοπεριορισμός, είναι σε μεγάλο βαθμό αναγκαία για τον περιορισμό της εξάπλωσης της πανδημίας. Από την άλλη, εάν κανείς δεν προχωρήσει σε πολιτική κριτική των δυνητικών κινδύνων και των πολιτικών στοχεύσεων των οικονομικών και πολιτικών ελίτ σήμερα, και όχι σε κάποιο απροσδιόριστο «μετά», συμβάλλει στην εμπέδωση της πειθάρχησης για να μην υπάρξει «μετά» για τους από κάτω.
Δεν είμαστε λοιμωξιολόγοι, ούτε γιατροί, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν μπορούμε να αντιληφθούμε ότι ο ΠΟΥ, ο Τσιόδρας, ο Χαρδαλιάς πρωτίστως, και οι ομόλογοί τους παγκοσμίως, παράγουν και πολιτική. Γι’ αυτό δεν θα πρέπει ούτε απλώς «να εφαρμόσουμε τα διατάγματα και να μην χάνουμε χρόνο σε συζητήσεις» ούτε να «μην κάνουμε πολιτική, ας αφήσουμε τους επιστήμονες να μιλήσουν».[11] Καμία επιστήμη δεν είναι ουδέτερη και οι πολιτικές (δημόσιας) υγείας αφορούν την υγεία όσο αφορούν και την πολιτική, μιας και η ίδια η υγεία και η κανονικοποίηση της αποτελεί και κανονικοποίηση της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Και παρά τις αστοχίες και τις όποιες υπερβολές, νομίζω πως από την Wuhan μέχρι τους Wu Ming διαφαίνεται πως στόχος του καπιταλισμού και των κρατικών αρχών αποτελεί (και) η «κοινωνική μόλυνση».[12]
Υ.Γ. Το κείμενο αυτό γράφτηκε ολοκληρώθηκε στις αρχές του τρίτου δεκαημέρου του Απριλίου και πολλά μεσολάβησαν έκτοτε. Η κυβέρνηση προωθεί την «υπερβολική» χαλάρωση των μέτρων με την ελπίδα να ανοίξει η αγορά του τουρισμού, αδιαφορώντας για το τι εξελίξεις μπορεί αυτή να επιφέρει στην υγειονομική κατάσταση της χώρας, και την ίδια στιγμή αποδεικνύει ότι η βιοπολιτική εντάθηκε προκειμένου να πειθαρχήσει τον πληθυσμό, ανεξαρτήτως πανδημίας. Οι βίαιες επιθέσεις από πλευράς δυνάμεων καταστολής σε συναθροίσεις νεολαίας σε πλατείες της χώρας, με πρόσχημα την πανδημία, την ίδια στιγμή που ο πρωθυπουργός σουλατσάρει μονίμως χωρίς μάσκα, με κουστωδία που δεν τηρεί κανένα κανόνα ασφαλείας και συνωστίζεται με τους διάφορους κλακαδόρους του για να ακούσει τον περιφερόμενο θίασο του Δήμου Αθηναίων είναι ενδεικτικές. Οι κάμερες στις τάξεις, ο σεξισμός σε βίντεο της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας, η οποία κατά τα άλλα ενδιαφέρεται για την αυξανόμενη ενδοοικογενειακή βία, τονίζουν πως τα μέτρα δεν είναι προσωρινά, δεν είναι για το καλό μας, και πως εφαρμόζονται σήμερα για να καταστήσουν δυσκολότερες τις αντιστάσεις των από κάτω, στα συνεχή αντιλαϊκά μέτρα των από πάνω. Η επόμενη μέρα προδιαγράφεται τόσο ζοφερή που εάν πρέπει να στηλιτεύσουμε κάτι, αυτό δεν είναι η όποια υπερβολή του Αγκάμπεν στο πρώτο του κείμενο, αλλά η υπερβολική αναβλητικότητα ως προς τις αντιστάσεις που αντί να καλούμαστε να τις συγκροτήσουμε εν μέσω πανδημίας, αρκετοί επέμειναν πως αυτό πρέπει να γίνει «μετά».
Το κείμενο επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο