Κριτική Τεύχος #08

Χώροι των κοινών, χώροι της χειραφέτησης

Ο Σ. Σταυρίδης, στο τελευταίο του βιβλίο, μελετά και τεκημριώνει την έννοια του κοινού χώρου ως ενός χώρου διακριτού σε σχέση με τους πόλους της παραδοσιακής διάκρισης μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού χώρου. Περιγράφει και αναλύει τη διαμόρφωση του κοινού χώρου ως πολύμορφη χειραφετητική κοινωνικοχωρική διαλεκτική, εντός, εκτός κι εναντίον του καπιταλισμού, με πλούσιο και σαφή τρόπο χάρη στον σημαντικό εννοιολογικό πλούτο του βιβλίου, τη φαντασία και την αναδίφηση σε ποικίλα ιστορικά, αναστοχαστικά και εμπειρικά δεδομένα.

Η πόλη ως τόπος των κοινών
Σταύρος Σταυρίδης
μετάφραση: Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος
Angelus Novus, 2018 | 408 σελίδες

Το βιβλίο Κοινός χώρος. Η πόλη ως τόπος των κοινών είναι ο τελευταίος καρπός του μακροχρόνιου συγγραφικού μόχθου του Σταύρου Σταυρίδη, στην κατεύθυνση της εξερεύνησης πρακτικών αντίστασης στην αγοραία κυριαρχία μέσα στην πόλη και της ανάδυσης ετεροτοπικών μορφών οργάνωσης και βίωσης του χώρου.[1]

Η σύγχρονη πόλη διαμορφώνεται σύμφωνα με τον συγγραφέα σαν ένα αστικό αρχιπέλαγος: ο αστικός χώρος είναι μια απέραντη θάλασσα, περιβάλλουσα τα νησιά, τους επιμέρους χώρους της πόλης. Τα νησιά–χώροι, οριοθετούνται αυστηρά βάσει των λειτουργιών τους, των κανόνων που ισχύουν στο εσωτερικό σχετικά με τη χρήση τους και την ενδεδειγμένη συμπεριφορά εντός τους. Πρόκειται για θύλακες, αυτοτελείς κόσμους, στο εσωτερικό των οποίων είτε οι εσωτερικοί κανονισμοί/πρωτόκολλα χρήσης υπερφαλαγγίζουν το ισχύον γενικό νομικό πλαίσιο, είτε οι αρχές που είναι υπεύθυνες για τη λειτουργία τους αντικαθιστούν τις κρατικές, με τη συναίνεση των χρηστών τους. Για την περιγραφή των μηχανισμών και τεχνικών εξουσίας σε αυτούς τους χώρους ο συγγραφέας μετέρχεται των φουκωικών εννοιών της κυριαρχικής και της πειθαρχικής εξουσίας. Η κυριαρχική εξουσία καθορίζει τα όρια των θυλάκων, ενώ η πειθαρχική εξουσία ρυθμίζει και κανονικοποεί συμπεριφορές εντός των θυλάκων.

Η διακυβέρνηση χαρτογραφεί τα πιο απόμακρα σημεία του αστικού αρχιπελάγους, επιχειρεί να γνωρίσει πρότυπα, στυλ, ρυθμούς ζωής, προκειμένου να εντάξει, να περικλείσει, να κανονικοποιήσει χώρους και συμπεριφορές μέσα σε έναν κόσμο που αποτελείται από πολλούς περιφραγμένους κόσμους, εντός των οποίων οι κοινωνικές ομαδοποιήσεις συγκροτούν κοινές ταυτότητες, πρακτικές, αξίες. Ωστόσο οι κόσμοι δεν είναι εντελώς στεγανοί, αδιαπέραστοι, είναι ανοιχτοί στο μετασχηματισμό, τη ροή, την αμφισβήτηση.

Αυτές τις δυνατότητες ανιχνεύει ο συγγραφέας προκειμένου να αναδείξει το μετασχηματισμό των κοινών χώρων σε κόσμους του μοιράσματος (commoning). Πρέπει να τονιστεί ότι οι κοινοί χώροι που συγκροτούνται μέσω αυτών των διαδικασιών, διακρίνονται τόσο από τους ιδιωτικούς χώρους, όσο και από τους δημόσιους χώρους, νοούμενους ως χώρους θεσμοθετημένους από τοπικές, περιφερειακές ή κεντρικές κρατικές αρχές. Ο δημόσιος χώρος διαθέτει εξαρχής συγκεκριμένη ταυτότητα και ομοιογένεια, σε αντίθεση με τον χώρο των κοινών, όπου η ταυτότητα είναι ένα αντικείμενο υπό διακύβευση, υπό διαρκή διαπραγμάτευση, επαναπροσδιορισμό και ενίοτε σύγκρουση. Η μετατόπιση από τον δημόσιο στον κοινό χώρο είναι κρίσιμη για την κατανόηση της προβληματικής που διέπει το σύνολο του βιβλίου.

Το μοίρασμα συνίσταται στη συλλογική επινόηση του χώρου, στη συνδιαμόρφωση των λειτουργιών του, σε πρακτικές συλλογικής δημιουργίας και ιδιοποίησης αγαθών και πόρων. Ωστόσο, κι αυτό είναι κομβικό για την κατανόηση της έννοιας, το μοίρασμα δεν ταυτίζεται με μια οικονομική διαδικασία, με μια από τα κάτω αναδιανομή αγαθών. Πρόκειται για μια σύνθετη διαδικασία μετασχηματισμού της χρήσης του χώρου, εγκαθίδρυσης νέων συλλογικών κοινωνικών πρακτικών, πολιτικής και ηθικής συγκρότησης των υποκειμένων. Ωστόσο, σε αντίθεση με την αντίληψη στοχαστών όπως οι Νέγκρι&Χαρντ, ο συγγραφέας δεν προσδίδει απαραίτητα στο μοίρασμα αντικαπιταλιστικά/χειραφετητικά χαρακτηριστικά. Αυτά είναι δυνατόν να υπάρξουν μόνο εάν οι πρακτικές του μοιράσματος διευρύνονται πέρα από τα ενδεχόμενα αρχικά όρια της κοινότητας χρηστών.

Προϋποθέσεις/θεσμίσεις διεύρυνσης και ανοίγματος του μοιράσματος όπως τις ταξινομεί ο συγγραφέας: (α) κατοχύρωση της σύγκρισης ανάμεσα σε διαφορετικά υποκείμενα/φορείς δράσης και πρακτικές, (β) η μετάφραση ως μια ζωτική διαδικασία επικοινωνίας, ώσμωσης, απόπειρας κατανόησης διαφορετικών γλωσσών, εργαλείων, τρόπων σκέψης, (γ) ύπαρξη μηχανισμών περιορισμού και συγκράτησης των τάσεων συγκέντρωσης, συσσώρευσης της εξουσίας, (δ) το δώρο, ως μια αμοιβαία, συμμετρική (μη ιεραρχική) πρακτική χαρίσματος (το δώρο, ένα ολικό κοινωνικό φαινόμενο κατά τον Μαρσέλ Μως). Εάν το μοίρασμα συμπεριλαμβάνει αυτές τις ιδιότητες, τότε τείνει στην πράξη να αμφισβητήσει την κυριαρχία του ατομοκεντρικού, οικονομοκεντρικού και ωφελιμιστικού κοινωνικού φαντασιακού.

Η βίωση νέων συλλογικών μορφών ζωής μέσα στην πόλη, ο εμπλουτισμός της χωρικής εμπειρίας με την παρουσία της ετερότητας, το άνοιγμα και η συνομιλία με αυτήν, δημιουργεί ετεροτοπικές στιγμές στον αστικό χώρο. Ο Φουκώ αναφέρει ότι η ετεροτοπία έχει ως κανόνα της αυτόν της παράθεσης σε έναν τόπο πραγματικό περισσότερων χώρων από όσους φυσιολογικά θα ήταν ή θα έπρεπε να είναι συμβατοί. Έτσι ο συγγραφέας ορίζει τις ετεροτοπίες ως πραγματικούς χώρους εντός των πόλεων που κατοικούνται με παρεκκλίνοντες τρόπους από αυτούς που η κανονικότητα ορίζει. Η σχέση αυτών των χώρων με τους κανονικούς χώρους προσεγγίζεται μέσα από μορφές διάταξης του χώρου που ονομάζονται κατώφλια. Κατώφλια, πορώδη σύνορα που επιτρέπουν την επικοινωνία και ναρκοθετούν τις δοσμένες ταξινομήσεις.

Ο συγγραφέας κάνει μια εκτενή αναφορά στην ιστορία και την παροντική κατάσταση του συγκροτήματος κατοικιών των Προσφυγικών στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας ως μια ετεροτοπική στεγαστική, κοινωνική και πολιτισμική εμπειρία στην ιστορία της πόλης. Ακολούθως, παρουσιάζει κι ερευνά πρακτικές μοιράσματος και δημιουργίας κοινών χώρων και συνθηκών στέγασης, μέσα από την εμπειρία των κοινωνικών κινημάτων, των κινημάτων πόλης και τους μετασχηματισμούς που έχουν επιφέρει στη ζωή της εργατικής τάξης και άλλων υποτελών κοινωνικών στρωμάτων. Ο λόγος του αντλεί από μια πλούσια εμπειρία καταλήψεων γης, κατοικιών, δημιουργίας καταυλισμών, συνοικισμών (αστικών, περιαστικών και αγροαστικών) κυρίως σε πόλεις της Νότιας Αμερικής. Η παραγωγή της κατοικίας και της γειτονιάς μέσα από τη δράση των κοινωνικών υποκειμένων επηρεάζει όχι μόνο τον κοινό, δημόσιο χώρο αλλά και το ίδιο το νοικοκυριό: εσωτερικά με τη δημιουργία κοινοτήτων σε μοριακό επίπεδο, εξωτερικά με την ανάπτυξη νέων σχέσεων μεταξύ τους.

Εξάλλου, η ιστορία των προγραμμάτων και σχεδιασμών κοινωνικής κατοικίας κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα, μέσα από τις αντιφάσεις και τις ιδιαίτερες συνθήκες εκπόνησής τους, (κόκκινη Βιέννη, Δημοκρατία της Βαϊμάρης, Σοβιετική Ένωση) τις οποίες επισκοπεί ο συγγραφέας, καταδεικνύει ότι η προσπάθεια οικοδόμησης συλλογικών μορφών ζωής τροφοδότησε τον αρχιτεκτονικό και οικιστικό σχεδιασμό με πολύ ενδιαφέρουσες καταθέσεις (π.χ. το σπίτι κοινότητα, dom-kommuna).

Οι δρόμοι και οι λεωφόροι της πόλης θεωρήθηκαν από τον αρχιτεκτονικό και πολεοδομικό μοντερνισμό είτε ως εργαλεία τιθάσευσης της άναρχης δόμησης κι επέκτασης της πόλης είτε ως συμβολικοί κόμβοι μιας νέας δημόσιας αστικής κουλτούρας. Στη μεταβιομηχανική πόλη ο δρόμος νοείται ως κοινός χώρος κίνησης ατόμων, τα οποία υπό συνθήκες διαρκούς επιτήρησης βελτιστοποιούν ατομικές διαδρομές μέσα στην πόλη. Πέρα από τη σύλληψη του δρόμου ως του υλικού υποστρώματος ενός δικτύου κυκλοφορίας εμπορευμάτων και εν δυνάμει καταναλωτών, αναδύεται η δυνητικότητα κατασκευής ενός κοινού χώρου, μέσα από άπειρες μορφές άτυπων συναντήσεων, συνεργασιών που λαμβάνουν χώρα καθημερινά στους δρόμους, μέσα από τη συγκρότηση ταυτοτήτων, ατομικών αλλά και συλλογικών βιοτικών στρατηγικών (ο συγγραφέας αναφέρει ως χαρακτηριστικό παράδειγμα το πλανόδιο εμπόριο).

Η κρίση νομιμοποίησης που ακολούθησε την οικονομική κρίση οδήγησε σε, και τροφοδοτήθηκε από, νέες μορφές επικοινωνίας, διάδοσης και διάχυσης της πληροφορίας, και δράσεις που δομούν ασταθείς και μεταβαλλόμενες κοινότητες. Κοινότητες σε κίνηση τις ονομάζει ο συγγραφέας. Οι κοινότητες επινοούν και φαντάζονται το χώρο, μετασχηματίζουν τον δημόσιο χώρο, συγκροτούν νέους, κοινούς χώρους και οι ίδιες διαμορφώνουν τα χαρακτηριστικά τους σε σχέση με τις χρήσεις του χώρου, την παραγωγή των κοινών, την πρακτική του μοιράσματος, το βαθμό του ανοίγματός τους.

Οι πλατείες υπήρξαν ο κατεξοχήν χώρος αυτών των κοινοτήτων σε κίνηση, κοινοτήτων εν τω γίγνεσθαι. Πρόκειται για χώρους κατωφλιακούς, με πορώδη σύνορα, περατούς στην έλευση του άλλου, του νεοεισερχόμενου, χώρους-περάσματα. Στο εσωτερικό αυτών των χώρων, δημιουργούνται μικρο-κοινότητες (μικρο-πλατείες), ένα πλέγμα ανθρώπων, πρακτικών, χρήσεων του χώρου που συνυπάρχουν χωρίς να τεμαχίζουν τον χώρο σε περιφραγμένες μικροζώνες.

Στο τελευταίο τμήμα του βιβλίου, με τίτλο «Εξεικονίσεις Κοινών Χώρων», εξετάζονται μορφές αναπαράστασης του χώρου ως συλλογική μνήμη, φαντασία, εικόνα, συμβολισμός, βιωμένη εμπειρία. Ο μηχανισμός δημιουργίας της συλλογικής μνήμης δεν συσχετίζει απλά χώρους/τόπους με συγκεκριμένα μνημονικά ίχνη γεγονότων, πράξεων, καταγραφών. Η μνήμη προσδιορίζει και επαναπροσδιορίζει τον χώρο, έχει μια αγωνιστική, συγκρουσιακή υφή. Με την ανάδειξη ή απόκρυψη συγκεκριμένων όψεων ενός χώρου, επιδιώκεται η κατασκευή κι ανακατασκευή της μνήμης (μνημονικά σοκ). Ο συγγραφέας περιγράφει κι αναλύει διεξοδικά τη λειτουργία αυτού του μηχανισμού, χρησιμοποιώντας τον όρο «παραχάραξη». Τεχνικές παραχάραξης μπορούν να χρησιμοποιηθούν τόσο από την εκάστοτε θεσμίζουσα εξουσία όσο κι από πρακτικές αντίστασης απέναντί της. Το όριο μεταξύ μνήμης και λήθης είναι ένα διαφιλονικούμενο πεδίο, διαρκώς μετακινούμενο και μετασχηματιζόμενο, καθώς υπόκειται σε επιτελέσεις παραχάραξης της μορφής, της υφής, των ιχνών του χώρου και άρα της μνημονικής του αναπαράστασης.

Οι σκέψεις-εικόνες είναι μια έτερη μορφή αναπαράστασης του χώρου που πηγάζει από το έργο του Ερνστ Μπλοχ, του Ζίγκφριντ Κρακάουερ και του Βάλτερ Μπένγιαμιν. Πρόκειται για ένα υβριδικό νοηματικό επίπεδο, συναίρεση σκέψεων και εικόνων με μια κριτική και χειραφετητική στόχευση. Για τον Μπένγιαμιν οι σκέψεις–εικόνες, ξεκινώντας από τις κοινότυπες ψηφίδες που συγκροτούν το μωσαϊκό του πραγματικού, λειτουργούν σαν ένας τρόπος μοιράσματος της σκέψης μεταξύ ανθρώπων που βιώνουν κοινές εμπειρίες και με αυτόν τον τρόπο κατασκευάζουν από κοινού τον κόσμο. Στο στοχασμό του Ζίγκφριντ Κρακάουερ, οι εικόνες, φαινομενικά ασήμαντες, ενός φουαγιέ ξενοδοχείου την εποχή της Βαϊμάρης, αποτελούν όψεις μιας αλλοτριωμένης καθημερινότητας.

Η προεικόνιση ενός φανταστικού τόπου καθολικής ευημερίας, χειραφετημένου από το δυναστικό παρόν, αποτέλεσε κλασικό μοτίβο της ουτοπικής σκέψης. Στους νεώτερους χρόνους που απασχολούν το συγγραφέα, εντοπίζει τέτοια στοιχεία στη ρομαντική κριτική της βιομηχανικής νεωτερικότητας, στους ουτοπικούς σοσιαλιστές του 19ου αιώνα, στις πιο ατομοκεντρικές συλλήψεις της ελευθερίας ως ανεμπόδιστης κίνησης στο χώρο, στην αναστοχαστική και κριτική περιδιάβαση του μπενγιαμινικού πλάνητα έως τις μορφές των μεταναστών και προσφύγων στις δυτικές μητροπόλεις του Ζίγκμουντ Μπάουμαν, που επινοούν εκ νέου χρήσεις των δημόσιων χώρων.

Πρόσφατες αναπαραστάσεις του χώρου εστιάζουν στην πολλαπλότητα και την ποικιλομορφία του, στην ασυνέχεια και τη διαφοροποίηση ως πτυχές στη χρήση του χώρου που ευνοούν την επιτέλεση μη ομοιογενών κοινωνικών ταυτοτήτων. Από αυτό το στοιχείο εκβάλλει μια ουσιαστική κατά τον συγγραφέα πτυχή της χειραφετητικής σύλληψης του χώρου: η απουσία μιας κυρίαρχης ταυτότητας, η μη επιβολή και αναπαραγωγή της. Επιβάλλοντας μια κυρίαρχη ταυτότητα, τα κατώφλια και τα περάσματα κλείνουν, ο κοινός χώρος μετατρέπεται στο αντίθετό του: σε περιφραγμένο θύλακα. Οι ενδιάμεσοι ή μεταιχμιακοί χώροι, δηλαδή χώροι συνάντησης με την ετερότητα και όχι ακόμα επικράτησης μιας συλλογικής ταυτότητας, είναι χώροι που τα μέλη μιας κοινότητας πρέπει να διαβούν. Ένας τέτοιος μεταιχμιακός χώρος είναι για το συγγραφέα το πάρκο Ναυαρίνου, καθώς η καθημερινή παραγωγή του χώρου δεν ανήκει σε καμία συλλογικότητα, αρχή ή κοινότητα, δεν περιβάλλεται από καμία υγειονομική ζώνη, στο όριο μεταξύ δύο γειτονιών με τελείως διαφορετικά κοινωνικά χαρακτηριστικά και ιστορία, χώρος μεταξύ αστικού κήπου και πλατείας.

Ο πλούτος των κοινωνικών κινημάτων και των ιθαγενικών κοινοτικών παραδόσεων στη Νότια Αμερική (bien vivr, η ιθαγενική αρχή για τη δυνατότητα της ευημερίας εντός της κοινότητας) και η σχέση με το κράτος, είναι ερωτήματα που απασχολούν το συγγραφέα στο τελευταίο τμήμα αυτού του κεφαλαίου. Η ενσωμάτωση τμήματος των αρχών ή των στόχων αυτών των κινημάτων, σε διακηρυκτικές αρχές ή σε πολιτικές των κρατών, η ένταση μεταξύ κρατικών μεταρρυθμίσεων και του κόσμου των κοινών που συγκροτείται από τα κάτω, ερωτήματα που συνεχίζουν να τίθενται με επιτακτικό τρόπο. Οι απαντήσεις στις οποίες προσανατολίζεται ο συγγραφέας, είναι η αναγκαιότητα συγκρότησης ενός κόσμου πέρα από τον καπιταλισμό (και άρα και το κράτος του).

Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίο επιχειρείται η σύνοψη της κεντρικής περί χώρου και κοινών προβληματικής:

  1. Οι πρακτικές μοιράσματος του χώρου μετασχηματίζουν τα υποκείμενα που εμπλέκονται σε αυτή τη διαδικασία.
  2. Ο χώρος δεν είναι ένα κενό δοχείο, ένα πράγμα προς πώληση ή αξιοποίηση, όπως το αντιλαμβάνεται η κυρίαρχη ιδεολογία και οι αντίστοιχες πρακτικές κεφαλαιακής αξιοποίησης, αντιθέτως είναι ένα συγκροτητικό στοιχείο των κοινωνικών σχέσεων και ταυτόχρονα μορφική προβολή τους.
  3. Ο κοινός χώρος, ως διακριτός από τον ιδιωτικό και το δημόσιο, υπερβαίνει τις δομημένες, νομικοπολιτικές και οικονομικές ταξινομήσεις.
  4. Παρόλο που ο κοινός χώρος επιτελείται μέσα από πρακτικές μοιράσματος σε δοσμένα κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα, δεν ανάγεται σε ένα μέρος. Πρόκειται για έναν χώρο διαρκώς ανοιχτό σε νεοεισερχόμενους, με πορώδη όρια , ενώ η σύλληψη και μορφοποίησή του δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένα γεωγραφικά πλαίσια και συντεταγμένες, αλλά είναι μια σύνθετη διαδικασία κοινωνικών πρακτικών και νοηματικών αναπαραστάσεων και προεικονίσεων.
  5. Ο κοινός χώρος δεν μπορεί να υπαχθεί σε πρακτικές περίφραξης, κλεισίματος, ακόμα κι αν αυτές θεωρηθούν προσωρινά επιβεβλημένες για λόγους προστασίας
  6. Οι τροπικότητες του μοιράσματος προσπαθούν να αμφισβητήσουν τη συγκέντρωση της εξουσίας και τις ιεραρχικές διευθετήσεις, διαμορφώνοντας ή μετασχηματίζοντας το συλλογικό υποκείμενο.

Εν κατακλείδι, η διαμόρφωση του κοινού χώρου είναι μια πολύμορφη χειραφετητική κοινωνικοχωρική διαλεκτική, εντός, εκτός κι εναντίον του καπιταλισμού (μια φράση δάνειο από τον Τζον Χόλογουεϊ σημειώνει ο συγγραφέας), η οποία αναδεικνύεται και γίνεται διαυγής στον αναγνώστη, χάρη στον σημαντικό εννοιολογικό πλούτο του βιβλίου του Σ. Σταυρίδη, τη φαντασία και την αναδίφηση σε ποικίλα ιστορικά, αναστοχαστικά και εμπειρικά δεδομένα.


Το κείμενο επιμελήθηκε ο Στέλιος Χρονόπουλος.

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)

Υποσημειώσεις[+]

Σχετικά με τον συντάκτη

Χρήστος Κωτσάκος

Ο Χ. Κωτσάκος γεννήθηκε το 1974. Ζει κι εργάζεται στην Αθήνα.

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange