Αναμφισβήτητα, η τηλεοπτική pop κουλτούρα βρίσκεται στο απόγειό της. Το τελευταίο επεισόδιο του Games of Thrones αποτέλεσε ένα παγκοσμιοποιημένο τηλεοπτικό γεγονός καθώς συνένωσε εκατομμύρια τηλεθεατές σε όλην υφήλιο. Βασική τομή η νόμιμη ή παράνομη θέαση μέσα από διαδικτυακές πλατφόρμες (streaming). Πέρα από αυτή την τεράστια επιτυχία όμως, που αποτελεί ήδη αντικείμενο θεωρητικής μελέτης από πολλούς, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι δεν είναι λίγες οι φορές που το υψηλού επιπέδου θέαμα συνδυάζεται με ένα εξαιρετικά πολιτικά ριζοσπαστικό βλέμμα. Από τον καιρό του The Wire, το αριστούργημα με το οποίο συνδέθηκε η είσοδος στη νέα εποχή, έχει παραχθεί πολύ τηλεοπτικό υλικό για να αναρωτηθεί κανείς τι συμβαίνει σε αυτήν την τόσο άγνωστη γνωστή μας χώρα. Πρόσφατο παράδειγμα, η σειρά Damnation [Θεία Καταδίκη] της Universal Cable Productions.
Ένας στρατευμένος αγωνιστής στην ταξική πάλη και θιασώτης της ένοπλης λαϊκής βίας μαζί με την γυναίκα του μετακομίζει μαζί με τη σύζυγό του σε ένα χωριό της Αϊόβα όπου γίνεται ιερέας, και μέσα από ένα στρατευμένο ταξικά λόγο παρακινεί και οργανώνει την αγροτική εξέγερση που έλαβε χώρα στην περιοχή το 1932. Με αυτόν τον τρόπο η ταξική πάλη επενδυμένη με μπόλικη ταξική βία αποκτά τη μαγεία ενός αμερικανικού γουέστερν.
Τα γεγονότα που παρουσιάζονται έχουν πραγματική βάση και συνδέονται με τη μεσοπολεμική κατάσταση στις ΗΠΑ. Ωστόσο, στο πλαίσιο της δραματουργίας αναδεικνύονται μέσα από την δράση του ιερέα ο οποίος από το βήμα της εκκλησίας, κι έχοντας πάντα κρυμμένο πίσω από τον άμβωνα ένα περίστροφο, συνδέει τα κελεύσματα για άμεση ταξική δράση και βία με τον λόγο του θεού. Όντας ο ίδιος άθεος βρίσκει στην θρησκευτική γλώσσα ένα ιδίωμα με το οποίο μπορεί να μιλήσει στο μυαλό και τα προβλήματα των αγροτών. Επιτυγχάνει να ενοποιήσει τους παραγωγούς γάλακτος και τους καλαμποκιού, ενώ από την πρώτη στιγμή το αγροτικό κίνημα αντιμετωπίζει τη δολοφονική δράση εκπροσώπου των Pinkerton, δηλαδή της ένοπλης απεργοσπαστικής παραστρατιωτικής ομάδας που μισθωνόταν από τους βιομήχανους για να πολεμούν το εργατικό κίνημα. Η απάντηση είναι καθαρά βία στην βία.
Σύντομα, εμπλέκονται προσωπικές υποθέσεις γύρω από την κεντρική υπόθεση. Οι προσωπικότητες των ηρώων σταδιακά εξελίσσονται, ενώ σχεδόν όλοι τελικά αλλάζουν στρατόπεδο όσο τα διακυβεύματα γίνονται όλο και πιο καθολικά κοινωνικά άδικα. Οι προσωπικές αδικίες διαπλέκονται με την μεγάλη κοινωνική αδικία συνδέοντας όλους τους εμπλεκόμενους απέναντι στον τελικά κοινό εχθρό φέρνοντάς τους σε μια μεγάλη βίαιη μάχη. Οι ενοχές αποτελούν κινητήριο μοχλό δικαιώνοντας τον τίτλο της σειράς.
Πέρα από αυτό όμως, οι ιδεολογικές παράμετροι της σειράς εντυπωσιάζουν. Οι βιομήχανοι, οι οποίοι οπλίζουν τους δολοφόνους απεργοσπάστες, παρουσιάζονται ως θιασώτες ενός αμερικανικού ονείρου, μιας νεωτερικής ουτοπίας, με νικητές τους ίδιους και θύματα τους αγρότες. Για χάρη αυτής της νέας Αμερικής πρέπει ακόμα και να εξοντωθούν «φυσικά», αν δεν συναινούν, οι αγρότες καθώς παρουσιάζονται ως φορείς της καθυστέρησης και του παλαιού κόσμου. Οι ίδιοι οι βιομήχανοι μάλιστα φτάνουν να χρησιμοποιούν αγρότες ως πειραματόζωα στα νέα τους προϊόντα. Ουσιαστικά, δεν καλούν μόνο σε μια καταστροφή της αυτόνομης αγροτικής παραγωγής και του ανεξάρτητου αγρότη παραγωγού, αλλά καλούν σε μια κανονική γενοκτονία για χάρη της βιομηχανικής προόδου και της Αμερικής.
Η ιδεολογία του νεωτερικού αμερικανισμού συνδέεται ακριβώς με αυτό το σχέδιο και παρουσιάζεται όσο πιο ταξικά γυμνή και εγκληματική μπορεί να γίνει. Οι αναλογίες με το μεσοπολεμικό φασιστικό παράδειγμα είναι σαφείς καθώς ουσιαστικά υποστηρίζεται πως στην αμερικανική δημοκρατία του μεσοπολέμου επιχειρήθηκε ακριβώς το ίδιο εγχείρημα. Ο αντικομμουνισμός τίθεται ανοιχτά στο προσκήνιο και ο ιερέας εμφανίζεται, αν και δεν λέγεται ρητά, να συμμετέχει σε κάποια ριζοσπαστική οργάνωση. Ακόμα, η σειρά θέτει ζητήματα έμφυλης και φυλετικής διάκρισης.
Βέβαια, στο τελευταίο επεισόδιο, ιδιαίτερα στις τελευταίες σκηνές, επιχειρείται να παρουσιαστεί μια άλλη αμερικανική δημοκρατική αφήγηση. Ουσιαστικά, προοικονομεί την εποχή του New Deal που ανατέλλει θέλοντας να παρουσιάσει το παράδειγμα μιας άλλης, καλής Αμερικής. Σε κάθε περίπτωση προτείνει ένα πιο δίκαιο πολιτικό και κοινωνικό σύστημα ξαναβάζοντας στην συζήτηση το ερώτημα της κοινωνικής αλλαγής.
Επίσης, στην γνωστή συζήτηση, που καταδικάζει τη βία «από όπου και αν προέρχεται», η σειρά παίρνει θέση: οι αστοί, το βιομηχανικό κεφάλαιο, τα αφεντικά με αποκλειστικό κίνητρο το κέρδος ενεργούν πρώτοι, εκείνοι παραβιάζουν τους νόμους, ηθικούς και πολιτικούς, εκείνοι που ωθούν τις καταστάσεις στα όρια, εκείνοι δεν επιτρέπουν σε κανέναν να ζήσει σε κοινωνική ειρήνη αναγκάζοντάς τον να διαλέξει στρατόπεδο. Η βία των «από κάτω» δεν είναι παρά αμυντική αντιβία, ακόμη και όταν ρητά επαγγέλλεται.
Όσο η βία του κεφαλαίου οξύνεται και γίνεται ταξικά άδικη τόσο πιο πολύ ωθεί στην συσπείρωση εναντίον του, ακόμη και τους πιο δικούς τους ανθρώπους, εφόσον διαθέτουν έστω και μία στάλα συνείδηση. Συντηρητικοί αγρότες, ιεροκήρυκες, πληρωμένοι δολοφόνοι, ιερόδουλοι, αστυνομικοί, ρατσιστές και άνθρωποι χωρίς αρχές, μέσα από αντιφατικές διαδρομές, ανακαλύπτουν τα όριά τους, ότι δηλαδή είναι όλοι καταδικασμένοι στο νέο κόσμο που προβάλλουν οι βιομήχανοι. Οδηγούνται στη ρήξη με τον προηγούμενο άθλιο εαυτό τους, συνασπίζονται ξεχνώντας τα χθεσινά μίση και τελικά από κοινού πυροβολούν και μάχονται ηρωικά και νικηφόρα.
Ακόμα, μας θυμίζει ότι όχι πολύ παλιά οι σημερινές συντηρητικές μεσοπολιτείες είχαν ένα εντελώς διαφορετικό πρόσημο, ενώ για πρώτη φορά τα μοτίβα του γουέστερν παντρεύονται με μοτίβα τύπου «Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι». Και σε εκείνη την κλασική αμερικανική σειρά οι αγρότες εγκαταλείπουν την αγροτική τους ηρεμία για να συμμετέχουν σε κινητοποιήσεις, αλλά η βία αποδίδεται μέσα σε κάποια ανεκτά πλαίσια.
Η σειρά λοιπόν συνδυάζει πάρα πολλές αρετές: ένταση, βία τύπου γουέστερν, κλιμάκωση, προσωπικότητες με βάθος που μετασχηματίζονται κάτω από την πίεση της ταξικής πάλης και κυρίως ένα απολαυστικό καρφί στην κυρίαρχη αμερικανική ιδεολογία. Αν ωστόσο αναζητήσει κανείς τον δεύτερο κύκλο, δεν θα τον βρει. Κόπηκε με το επιχείρημα ότι δεν είχε μεγάλη επιτυχία. Ωστόσο, 600.000 θεατές στις ΗΠΑ δεν φαντάζει και τόσο μικρό νούμερο, ενώ φυσικά αυτό διευρύνεται κάθε μέρα μέσα από την πλατφόρμα του Netflix που αγόρασε και διακινεί στον υπόλοιπο κόσμο τον πρώτο κύκλο της σειράς. Η αντίδραση του κοινού ήταν ένα διαδικτυακό petition που απαιτούσε δεύτερο κύκλο. Ωστόσο, δεν επιτεύχθηκε ο σκοπός, πράγμα ελάχιστα παράλογο, αν κρίνει κανείς από το περιεχόμενο της σειράς.
Αν το ευρωπαϊκό αντίστοιχο είναι το Casa de Papel, που παρά τον ριζοσπαστισμό του, διακρίνεται από τον κρυπτισμό των κοινωνικών μηνυμάτων βάζοντας στο προσκήνιο μια ληστεία και ληστές που θυμίζουν σύγχρονους Ρομπέν των Δασών, υποψιάζεται κανείς πως κάτι άλλο συμβαίνει πέρα από τον Ατλαντικό. Το ριζοσπαστικό περιεχόμενο της σειράς υποδεικνύει σαφέστατα ότι ο διχασμός της αμερικανικής κοινωνίας σε τραμπικούς και αντιτραμπικούς έχει μεγάλο κοινωνικό υπόβαθρο και έχει μετασχηματίσει την αμερικανική κοινωνία ιδεολογικά.
Συγκεκριμένα, ένα μεγάλο κομμάτι της ριζοσπαστικοποιείται και αναζητά άλλα παραδείγματα. Μάλιστα, φαίνεται πως στρέφεται, όχι στην δεκαετία του 1960, την εποχή των κινημάτων της νέας αριστεράς, αλλά στον ταξικό μεσοπόλεμο της άλλης, της παλιάς, της «κακιάς» αριστεράς. Εμπνέεται από αυτές τις εξεγέρσεις, γιατί ακριβώς αναζητά μια σύγχρονη εκδοχή τους. Ο σοσιαλισμός αποτελεί ξανά το μεγάλο ερώτημα και ο κομμουνισμός ένα φάντασμα που γίνεται όλο και πιο υλικό. Αν κάποιος σήμερα μπορούσε να προβλέψει που θα γίνει η επόμενη μεγάλη προλεταριακή επανάσταση, όχι δύσκολα θα μπορούσε να δείξει τις ΗΠΑ.
Με αφορμή λοιπόν τη σειρά ας ανατρέξουμε στο πραγματικό της ιστορικό πλαίσιο. Το καλοκαίρι του 1932, έπληξε την αμερικανική ύπαιθρο μια οικονομική κρίση χωρίς προηγούμενο. Πριν από αυτή την κρίση και για μια δεκαετία, η αγορά αγροτικών προϊόντων είχε περιοριστεί και οι τιμές είχαν μειωθεί, αλλά η κρίση της δεκαετίας του 1920 ήταν μόνο ένα προοίμιο της πιο καταστροφικής κρίσης στην ιστορία της αμερικανικής γεωργίας. Στην Αϊόβα, τη Βόρεια και τη Νότια Ντακότα σχεδόν το 6% των εκμεταλλεύσεων άλλαξε ιδιοκτησία κατά το 1932.
Οι αμερικανοί αγρότες διέθεταν μια σημαντική ριζοσπαστική παράδοση η οποία κορυφώθηκε τη χρονιά αυτή με την αγροτική απεργία του 1932 ως το πρώτο επεισόδιο μιας άγνωστης μικρής εξέγερσης. Καθοριστικός παράγοντας στάθηκε η συμμαχία των αγροτών με τους παραγωγούς γάλακτος. Η απεργία καθοδηγήθηκε από τους ηγέτες της Farmers’ Holiday Association. Αυτό που αρχικά σχεδιάστηκε ως ειρηνικό κίνημα με την άρνηση προώθησης των αγροτικών προϊόντων στην αγορά με χαμηλές τιμές κατέληξε σε ένα δυναμικό κίνημα σπάνιο στην ιστορία των αγώνων των αγροτών. Στην πρωτοπορία αυτού του κινήματος βρέθηκαν 250 τοπικοί παραγωγοί γάλακτος για τους οποίους η απεργία ήταν το αποκορύφωμα των διαμαρτυριών τους που είχαν συσσωρευτεί για δέκα χρόνια.
Τη νύχτα της 11ης Αυγούστου δεκαπέντε φορτηγά με γάλα σταμάτησαν δυτικά της πόλης Sioux και έριξαν στο πεζοδρόμιο το γάλα από δύο από αυτά. Στις 14 Αυγούστου, 1500 αγρότες διεσπαρμένοι σε πέντε αυτοκινητοδρόμους εμπόδισαν κάθε αποστολή με ζώα που θα μπορούσε να λειτουργήσει απεργοσπαστικά. Ασκήθηκε ελάχιστη βία καθώς τα περισσότερα φορτηγά απλά γύρισαν πίσω. Το 90% των αγροτών στη γύρω περιοχή είτε εντάχθηκαν στα μέτωπα των μπλόκων είτε αρνήθηκαν να πουλήσουν προϊόν.
Σύντομα, και καθώς επεκτεινόταν σε άλλες πόλεις και περιοχές, η απεργία έλαβε έναν πολύ βίαιο χαρακτήρα. Μετά από δέκα ημέρες, η διαμάχη για το γάλα διευθετήθηκε, καθώς οι έμποροι συμφώνησαν σε συμβιβαστική αύξηση των τιμών. Ωστόσο, πολλοί συγκεντρωμένοι παραγωγοί γάλακτος εξακολουθούσαν να μπλοκάρουν τους δρόμους για όλα τα αγροτικά προϊόντα. Το αποτέλεσμα ήταν ένα πλήθος 500 ένοπλων αγροτών να συγκρουστούν με τους 45 γαλατάδες σε ένα τέτοιο μπλόκο. Τις επόμενες τρεις ημέρες σε διάφορα σημεία οι αστυνομικοί συγκρούστηκαν με τους απεργούς προκαλώντας εκατοντάδες συλλήψεις. Παράλληλα, οι αγρότες υποχώρησαν αφήνοντας έκθετους τους γαλατάδες προκαλώντας μια σημαντική διάσπαση στο ενιαίο μέτωπο. Οι μειώσεις των τιμών των υπολοίπων αγροτικών προϊόντων, και κυρίως του καλαμποκιού, δεν ήταν δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο μιας τόσο οργανωμένης διαπραγμάτευσης καθώς υπήρχε μια πολύ πιο διευρυμένη αγορά.
Η αγροτική εξέγερση του 1932 δεν προέκυψε από τους απόκληρους της κοινωνίας. Αφορούσε σχετικά ευημερούσες περιοχές όπου η οικονομική καταστροφή απειλούσε να υποβαθμίσει το βιοτικό επίπεδο. Η κίνηση επικεντρώνεται στις περιοχές παραγωγής καλαμποκιού και γαλακτοπαραγωγής. Το γεωργικό πρόγραμμα του New Deal έφερε στους αγρότες την άμεση οικονομική βοήθεια που διεκδικούσαν και αυτό ήταν αρκετό για να εξουδετερώσει το θυελλώδες πνεύμα που έθιξε τις αγροτικές απεργίες και την Farmers’ Holiday Association η οποία υποστήριζε ένα πολύ πιο ριζοσπαστικό πολιτικό και κοινωνικό αιτηματολόγιο. Πρόκειται για μια τυπική περίπτωση κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης ανεξάρτητων παραγωγών απέναντι στη βιομηχανική απειλή. Ένα θέμα που έχει απασχολήσει πολύ την σύγχρονη ιστοριογραφία της εργασίας, αλλά σπάνια έχει αποτυπωθεί σε κινηματογράφο ή τηλεόραση.
Το Damnation λοιπόν αποτελεί μία ευχάριστη έκπληξη καθώς πρόκειται για μια σειρά σαφώς πολιτική, με ρητή στράτευση που προσιδιάζει περισσότερο σε ανεξάρτητες παραγωγές του αμερικανικού κινηματογράφου. Χρησιμοποιεί την ιστορία του 1932 όχι απλώς για να μεταφέρει τον σύγχρονο Αμερικανό στη δική του άγνωστη πατρίδα, αλλά και για να πραγματευτεί ένα πολύ άμεσο και καυτό ζήτημα στις σημερινές ΗΠΑ, την ωμή βία που κατακλύζει σχεδόν την καθημερινότητα. Και η προκλητική απάντηση που δίνει προφανώς δεν αρέσει σε όσους την ενισχύουν με κάθε τρόπο.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Προσθέστε σχόλιο