Κριτική Τεύχος #13

«Λαός δίχως εξουσία», του Thomas Frank: Τέσσερα τραγούδια για την αλλαγή πολιτικού παράλληλου

Διάβασα το βιβλίο ως πρόκληση να «μεταφράσουμε» τον λαϊκισμό από τα αμερικάνικα, που θα σήμαινε να μεταφράσουμε τους «Ινδιάνους», τους «νέγρους», τις βαμβακοφυτείες, αλλά και τον μαχητικό συνδικαλισμό ενός πολύχρωμου μεταναστευτικού πλήθους, το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα και τα σίξτις, στη δική μας γλώσσα, σε μια γλώσσα που να μιλάει σ’ αυτή τη βαλκανική και μεσογειακή, νότια και ευρωπαϊκή, ίσως και ολίγον ανατολική ακρούλα της δικής μας εμπειρίας.

Λαός δίχως εξουσία
Thomas Frank
μετάφραση Αντώνης Γαλανόπουλος
Εκκρεμές, 2021 | 346 σελίδες

 

Η συζήτηση γύρω από την έννοια του λαϊκισμού γίνεται με όρους σκληρής πολεμικής, τουλάχιστον έξω από τις πανεπιστημιακές αίθουσες. Μάλιστα, είτε συζητούμε για τον ΣΥΡΙΖΑ, το Podemos και τον Μελανσόν είτε για τον Τραμπ και τον Βελόπουλο, στο ελληνικό συγκείμενο τουλάχιστον, η χρήση του όρου κουβαλά κυρίως αρνητικό φορτίο, με τον λαϊκισμό να χρησιμοποιείται ως συνώνυμο της δημαγωγίας. Έτσι, όποτε κι αν δημοσιευόταν αυτή η βιβλιοπαρουσίαση θα ήταν επίκαιρη. Πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας πολεμικής αποτελεί η ομιλία της Προέδρου της Δημοκρατίας στη δεξίωση για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Εκεί η κ. Σακελλαροπούλου παρουσίασε τη Δημοκρατία ως ένα πολίτευμα που «δεν υποτάσσεται στις πλειοψηφίες», αλλά βασίζεται στη διατήρηση «ισορροπιών» χάρη σε «θεσμικά αντίβαρα» που διαφυλάσσουν την «ενότητα» του πολιτικού σώματος απέναντι στον «διχαστικό λόγο». Το είδος αυτό λόγου αποτελεί ιδανικό παράδειγμα των λόγων που απασχολούν τον Φρανκ Τόμας στο ανά χείρας βιβλίο, δηλαδή των λόγων που θα ήθελαν έναν λαό δίχως εξουσία, λόγων σε τελική ανάλυση αντιδημοκρατικών ακόμη και όταν προφασίζονται το αντίθετο.

Στο πλαίσιο αυτό, βρίσκω επίσης σκόπιμο να σημειώσω εισαγωγικά ότι η λέξη «λαϊκισμός» έχει κυριαρχήσει ως μετάφραση του populism, όπως το τελευταίο προκύπτει από τη λατινική ονομασία του λαού. Δεδομένου ότι η άλλη ονομασία του λαού στα ελληνικά είναι δήμος, εξίσου νόμιμη θα θεωρούσα γενικότερα τη μετάφραση «δημοκρατισμός», που μπορεί να μην είναι πιο ακριβής, θα ήταν ωστόσο πιο μάχιμη πολιτικά, σε σύνδεση με τη νεοελληνική πολιτική παράδοση και ιστορία, άμεσα κατανοήσιμη χωρίς ανάγκη για πολλές διασαφηνίσεις ακαδημαϊκού χαρακτήρα, και, σε τελική ανάλυση, ενάντια στην πυρηνική λογική του λαϊκισμού, ενός ρεύματος που από καταβολής επεδίωκε η εξουσία να ανήκει στον λαό και όχι σε πάσης φύσεως ελίτ. Για να φέρω ένα παράδειγμα, ο όρος «αριστερός δημοκρατισμός» θα μου φαινόταν πολύ πιο σαφής και μάχιμος πολιτικά από τον όρο «αριστερός λαϊκισμός», που χάνει τη μάχη της δημοκρατίας, άρα και του όποιου σοσιαλισμού, πριν ακόμη τη δώσει. Έτσι, στη βιβλιοπαρουσίαση αυτή θα προσέξετε ότι κάποιες φορές χρησιμοποιώ τον όρο «δημοκρατισμός» ως συνώνυμο του όρου «λαϊκισμός».

Παίρνοντας τώρα μια απόσταση από αυτές τις γραμμές, διαπιστώνω ότι ξεκινώ με ένα μεταφραστικό ζήτημα. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Ίσως και λόγω της μεταφραστικής μου εμπειρίας, είδα συνολικότερα αυτό το βιβλίο ως «μεταφραστική» πρόκληση. Με αυτά τα εισαγωγικά στο «μεταφραστική» θέλω να πω ότι δεν το διάβασα με ακαδημαϊκό ενδιαφέρον, για να το προσθέσω σε κάποια βιβλιογραφία, αλλά ως πρόκληση να «μεταφράσουμε» τον λαϊκισμό από τα αμερικάνικα, που θα σήμαινε να μεταφράσουμε τους «Ινδιάνους», τους «νέγρους», τις βαμβακοφυτείες, αλλά και τον μαχητικό συνδικαλισμό ενός πολύχρωμου μεταναστευτικού πλήθους, το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα και τα σίξτις, στη δική μας γλώσσα, σε μια γλώσσα που να μιλάει σ’ αυτή τη βαλκανική και μεσογειακή, νότια και ευρωπαϊκή, ίσως και ολίγον ανατολική ακρούλα της δικής μας εμπειρίας. Αλλά ας περάσουμε στην έκδοση που αποτελεί την αφορμή για το παρόν σημείωμα.

Το βιβλίο του Τόμας Φρανκ (Thomas Frank), για τον λαϊκισμό και τον αντιλαϊκισμό στις ΗΠΑ, με τον τίτλο Λαός δίχως εξουσία. Μια σύντομη ιστορία του αντιλαϊκισμού, αφορά κάθε σκεπτόμενο δημοκρατικό πολίτη, αλλά και κάθε δρώντα των κοινωνικών και πολιτικών κινημάτων. Χάρη στις εκδόσεις Εκκρεμές και την εξαιρετική μεταφραστική δουλειά του Αντώνη Γαλανόπουλου, ο οποίος ως ερευνητής γνωρίζει το αντικείμενο του βιβλίου καλύτερα από τους περισσότερους, έχουμε την ευκαιρία να διαβάσουμε στα ελληνικά έναν συγγραφέα που επιχειρεί να δώσει απαντήσεις όχι μόνο στο πεδίο της πολιτικής ιστορίας και θεωρίας, αλλά και στη συγκυρία. Ο πρόλογος του Γιάννη Σταυρακάκη έρχεται να συμπληρώσει μια αναγνωστική πρόταση ικανή να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον και της πιο κορεσμένης αναγνώστριας πολιτικής θεωρίας, αλλά και του πιο κουρασμένου από τα αδιέξοδα της ελληνικής πολιτικής σκηνής αγωνιζόμενου ανθρώπου. 

Για εμένα τουλάχιστον, που μάλλον δεν έχω διαβάσει λίγο και πολιτικά έχω μάλλον προσπαθήσει αρκετά, το βιβλίο αυτό ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. Θέλω να πω ότι, ενώ ξεκίνησα να το διαβάζω ολίγον από υποχρέωση, διότι ευγενικά μου απεστάλη αντίτυπο, και ενώ άργησα πολύ να το ξεκινήσω, βάζοντας άλλες υποχρεώσεις και επιθυμίες πάνω από την ανάγνωση ενός ακόμη βιβλίου για τον λαϊκισμό, ενώ μάλιστα με τη θεωρία του λαϊκισμού έτσι όπως συνήθως προσεγγίζεται ακαδημαϊκά δεν μπορώ να ευθυγραμμιστώ, κατέληξα να το διαβάζω με μεγάλη ικανοποίηση. Και αυτό διότι δεν αποτελεί ένα ακόμη βιβλίο για τον λαϊκισμό και διότι, ακριβώς, μάλλον συγκρούεται παρά ευθυγραμμίζεται με αυτό που εν συντομία θα αποκαλούσα ακαδημαϊκό λαϊκισμό, δηλαδή λαϊκισμό τύπου Λακλάου και Μουφ.

Βιβλιοπαρουσιάσεις μου αρέσει να γράφω κυρίως από μνήμης, μένοντας έτσι πιστός στην εντύπωση, στον δικό μου μεταβολισμό του βιβλίου, και όχι στις απαιτήσεις της όποιας πειθαρχίας. Από μνήμης λοιπόν, το βιβλίο μου φαίνεται να αποτελείται χοντρικά από τρία μέρη: ένα μέρος ιστορικό ─που αφορά τις καταβολές του λαϊκισμού και του αντιλαϊκισμού, όπως και την εξέλιξη και των δύο─, ένα μέρος πολιτικής ανάλυσης που αφορά τις πιο πρόσφατες μορφές του λαϊκισμού και του αντιλαϊκισμού στις ΗΠΑ, και ένα συμπέρασμα, που επιχειρεί να προτείνει μια πολιτική διέξοδο. Φυσικά, όπως συμβαίνει σε ένα καλό βιβλίο πολιτικής ιστορίας και ανάλυσης, τα μέρη αυτά εισχωρούν οργανικά το ένα στο άλλο και δεν μένουμε με την εντύπωση μιας διαδοχικής παράθεσης ─έστω και με γεφυρώματα─ αλλά με την αίσθηση μιας αφήγησης που ρέει σε μια κοινή κοίτη: αναδεικνύοντας τις αντιδημοκρατικές καταβολές του αμερικάνικου αντιλαϊκισμού ιστορικά, αλλά και τη στενή σχέση των ριζοσπαστικών κινημάτων με τη δημοκρατική παράδοση που εκφράζει -και πάλι ιστορικά- ο αμερικάνικος λαϊκισμός, ο συγγραφέας προετοιμάζει την πολιτική ανάλυση του σύγχρονου αντιλαϊκισμού, αλλά και τη δική του πολιτική πρόταση, στο φως αυτής της αποτίμησης της σύγχρονης αμερικάνικης πολιτικής ιστορίας. Βεβαίως, από τη σκοπιά ενός Έλληνα αναγνώστη όλα αυτά διαβάζονται υπό γωνία και αποκτούν άλλο ενδιαφέρον.

Αναρωτιέμαι τώρα, πώς να συμπυκνώσω την αξία του συγκεκριμένου βιβλίου από τη δική μου ιδιαίτερη οπτική και χωρίς να δώσω στοιχεία που θα μειώσουν την έκπληξη όσων το πάρουν στα χέρια τους. Θα έλεγα μάλλον τα ακόλουθα.  Όπως ήδη σημείωσα, διάβασα το Λαός δίχως εξουσία ως μια «μεταφραστική» μετατόπιση, με την έννοια ότι μας προτείνει να «μεταφράσουμε» τον λαϊκισμό από τα αμερικάνικα. Ένας λόγος που το υπογραμμίζω αυτό είναι γιατί, συνήθως, μεταφράζουμε τον αριστερό λαϊκισμό από τα λατινοαμερικάνικα. Αριστερός λαϊκισμός είναι μια πολιτική η οποία, αφενός λόγω της καταγωγής του Ερνέστο Λακλάου, του πλέον αναγνωρισμένου θεωρητικού του Λαϊκισμού, με το έργο του οποίου ο υποψιασμένος Έλληνας αναγνώστης είναι αρκετά εξοικειωμένος, και αφετέρου λόγω της πολιτικής ισχύος ─αν όχι κυριαρχίας─ του ρεύματος στη Λατινική Αμερική, μυρίζει pueblo, που σημαίνει λαός στα ισπανικά, και αντίστοιχα εκφέρεται.

Προσωπικά βέβαια, αυτό το άρωμα μάτε και φύλλων κόκας, με μια πρέζα ζαπατίστικου καφέ στις άκρες και λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, αυτό το άρωμα Χιλής και Βολιβίας, ινδιάνικου αντάρτικου και δονκιχωτικής επίθεσης στον ουρανό, το βρίσκω αδιαφιλονίκητα σαγηνευτικό. Από μακριά, μου φαίνεται σαν ένα είδος μαγικού ρεαλισμού εφαρμοσμένου στην πολιτική. Από μακριά, οι ιστορίες ενός Μοράλες και ενός Λινέρα, φαίνεται να μπορούν να βρουν θέση σε κάποια από τις προσωπογραφίες του Τάιμπο. Από την άλλη ωστόσο, ο ίδιος αυτός εξωτισμός με τον οποίο αγκαλιάζουμε τρυφερά στη ματιά μας τους αγώνες στο υπογάστριο του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, δημιουργεί «μεταφραστικές» δυσκολίες δύο ειδών. Πρώτον, δυσκολεύει υπέρμετρα την προσαρμογή αυτής της εμπειρίας στα δικά μας πολιτικά και πολιτισμικά δεδομένα, διότι αυτού του τύπου η μαγεία δεν αντιγράφεται. Και δεύτερον, έχει δώσει την ευκαιρία για μια πολιτικά αποτελεσματική μεταποικιακή ρητορική υποτίμησης του λαϊκισμού στην Ελλάδα.

Ίσως ακριβώς επειδή είμαστε ένας έθνος που αποτελείται σε ικανό ποσοστό από απογόνους Ινδιάνων των Βαλκανίων (θα πρότεινα να αφηγηθούμε και έτσι τον νομαδισμό των Βλάχων και τις αρβανίτικες φάρες, δηλαδή φυλές), ίσως επίσης ακριβώς επειδή για το δυτικοευρωπαϊκό βλέμμα συνεχίζουμε να είμαστε κάτι διαφορετικό από Ευρωπαίοι, είτε μας βλέπουν ως εξωραϊσμένους απογόνους του Περικλέους στην αφετηρία και άρα στην περιφέρεια της ευρωπαϊκής ιστορίας είτε μας βλέπουν σαν ένα κουρελάκι πολύ πρόσφατα μόνο ξηλωμένο από την ανατολικότατη[1] οθωμανική αυτοκρατορία, οι αντιστάσεις στο να διδαχθούμε από μη Ευρωπαίους ή έστω Βορειομερικάνους είναι μεγάλες. Με άλλα λόγια, καλώς ή κακώς, στη χώρα αυτή υπάρχει μια οριζόντια και διαγώνια ανάγκη να αποδείξουμε κάτι, να απαντήσουμε σε αυτό το μεταποικιακό βλέμμα, να ψηλώσουμε ίσως λίγο και να γίνουμε με έναν τρόπο περισσότερο ξανθοί και γαλανοί, στην προσπάθεια να γίνουμε ισότιμα αποδεκτοί στην «ευρωπαϊκή οικογένεια». Στο τέλος της ημέρας λοιπόν, το να είσαι με τον Μαδούρο, έστω και λιγάκι, δεν είναι συμβατό με τον φαντασιακό προσανατολισμό της ελληνικής κοινωνίας.

Σε αυτό το πολιτικό πρόβλημα μπορεί κανείς να απαντήσει με δύο τρόπους. Από τη μια, μπορεί να προσπαθήσει να βγει νικητής στη μάχη που επιλέγει ο αντίπαλος, να υπερασπιστεί δηλαδή και τον Μαδούρο. Ωστόσο, όταν έχουμε να κάνουμε με ένα ζήτημα φαντασιακής ταυτότητας, το να προσπαθούμε να απαντήσουμε ορθολογικά, το να προσπαθούμε να αποδείξουμε ότι ο Μαδούρο είναι καλός ηγέτης, ανεξάρτητα από το εάν όντως είναι, δεν λύνει το πρόβλημα της ταύτισης, δηλαδή, όσο καλός και να είναι ο όποιος Μαδούρο, ο ελληνικός λαός δεν πρόκειται ποτέ να ταυτιστεί μαζί του, για τον απλό λόγο ότι βρίσκεται σε λάθος ήπειρο, σε λάθος γεωγραφικό παράλληλο. Ευτυχώς όμως, μπορεί κανείς επίσης να σημειώσει ότι λαϊκισμός, στον υπόλοιπο πλανήτη, δεν σημαίνει πρώτα και κύρια Μαδούρο, όπως θα ήθελε ο δεξιός ελληνικός αντιδημοκρατισμός, όπως άλλωστε δεν σημαίνει πρώτα και κύρια και Λούλα, όπως θα ήθελε ενδεχομένως ένας ορισμένος ελληνικός αριστερός αντιδημοκρατισμός. Το τελευταίο θα το εξηγήσω ευθύς αμέσως.

Με ποια έννοια θα μπορούσε να χρεωθεί ο εναγκαλισμός του Λούλα σε έναν αριστερό αντιδημοκρατισμό; Αναφορά στον Λούλα γίνεται ή γινόταν από δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα που συχνά θεωρείται ένας εκπρόσωπος του λαϊκισμού τόσο από τους αντιπάλους του όσο και από ορισμένους φίλους του. Ωστόσο, μια από τις ευφυέστερες διαπιστώσεις του βιβλίου που ξεφυλλίζουμε είναι ότι υπάρχει ένα «προοδευτικός» αντιλαϊκισμός, ο οποίος έχει καταλάβει τα ανώτερα κλιμάκια του Δημοκρατικού κόμματος στις ΗΠΑ (δείτε τι ωραία θα ήταν εδώ η μετάφραση «δημοκρατισμός» και «αντιδημοκρατισμός»). Κατ’ αναλογία σκεπτόμενος, θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί αν αυτό το φαινόμενο έχει κάποια αντήχηση στα ανώτερα κλιμάκια του ελληνικού δημοκρατικού κόμματος και αν υπάρχει τέτοιο. Κατά την ταπεινή μου άποψη, τηρουμένων των αναλογιών, με όλα τα εισαγωγικά και τις υποσημειώσεις, ένα τέτοιο κόμμα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. 

Ο ΣΥΡΙΖΑ, με τη ρητορική της ευθύνης, με την ανατίμηση της τεχνοκρατικής λογικής, με τη μικρή και κατά κύριο λόγω αντιπροσωπευτική αν όχι παρασιτική σχέση με κινήματα και σωματεία, έχει αναλάβει μια τέτοια θέση στο ελληνικό πολιτικό σύστημα εδώ και καιρό. Και η αναφορά στον Λούλα, ως ένα προηγούμενο παράδειγμα αριστερής συνθηκολόγησης με το ΔΝΤ, αναφορά η οποία αδικεί ίσως τον Λούλα, εξυπηρέτησε ακριβώς αυτή τη μετάβαση, από τη δικαιοσύνη στην «ευθύνη», από τη φωνή του λαού στον τεχνοκρατικό μονόδρομο. Όμως, πιο σημαντικό για το επιχείρημα που αναπτύσσουμε εδώ, είναι ότι την εξυπηρέτησε διατηρώντας άθικτο το σχήμα του δεξιού αντιδημοκρατισμού, με μια αντιστροφή προσήμων, τοποθετώντας ακόμη και την παραμικρή παραφωνία, ακόμη και την ανθρώπινη διαχείριση των μνημονίων, στο εξωτικό τοπίο της ζούγκλας και της πάμπας[2] της Λατινικής Αμερικής. Και με τον τρόπο αυτό, αθέλητα σίγουρα, κατένευσε στην τοποθέτηση της όποιας πολιτικής εναλλακτικής σε έναν γεωγραφικό παράλληλο πολύ νότιο και ελάχιστα λευκό, στον οποία φαντασιακά ο ελληνικός λαός δεν βλέπει τον εαυτό του καθόλου. 

Το γεγονός ότι όσοι διαφύγαμε αυτής της νέας διευθέτησης της πολιτικής γεωγραφίας ήμασταν σχεδόν αναπόφευκτα οι ρομαντικοί τύποι με τα σπασμένα γυαλιά του Αλιέντε, αναφερόμασταν δηλαδή συχνά-πυκνά σε ένα πολιτικό παράδειγμα που κι αυτό ανήκει στον παγκόσμιο Νότο, ίσως να μην υπήρξε κι αυτό πολύ βοηθητικό από αυτή την άποψη. Βεβαίως, ο παγκόσμιος Νότος είναι πολύ σαγηνευτικός, όπως είπα παραπάνω, και αποτελούσε μέρος της συντεταγμένης πολιτικής γεωγραφίας του κινήματος της αντιπαγκοσμιοποίησης, προέκυψε δηλαδή μέσα από ένα ζωντανό πολιτικό κίνημα, επειδή όμως οι τοπικές ήττες δεν βοηθούν τα παγκόσμια κινήματα, τολμώ να πω ότι θα ήταν πολύ βοηθητικό για την αποτελεσματικότητα του πολιτικού μας λόγου να επιχειρήσουμε να αλλάξουμε γεωγραφικό παράλληλο. Θα εξηγήσω αμέσως τι εννοώ με αυτό.

Προς τα πού να πάμε λοιπόν; Ο Τόμας Φρανκ μάς υπογραμμίζει πολύ ωραία, αναλυτικά και πειστικά, ότι καταγωγικός τόπος του λαϊκισμού είναι οι ΗΠΑ. Ότι δηλαδή, λαϊκισμός δεν είναι μια πολιτική από τον δεύτερο ή τον τρίτο κόσμο, μα μια πολιτική από την καρδιά του πρώτου κόσμου. Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο, κατανοούμε ότι ο λαϊκισμός δεν μυρίζει μόνο pueblo, αλλά και people, άρα και peuple. Και όχι μόνο αυτό. Ο Φρανκ υπενθυμίζει ότι λαϊκισμός ιστορικά σημαίνει πρώτα και κύρια και εμφατικά τρία γράμματα: FDR, Φράνκλιν Ντελέινο Ρούσβελτ.

Αυτό όμως, ας το πούμε σαραμαγκικά και επίκαιρα, σε βαθύτερη συμφωνία με την αθυρόστομη πρόσφατη ποιητική του λαού μας, είναι ένα μεγάλο, ένα τεράστιο «δε γαμιέσαι» στον αντιλαϊκισμό από όπου κι αν προέρχεται. Γιατί είναι εύκολο να λες: δεν θα γίνουμε Μαδούροι. Και είναι εύκολο να λες: είμαστε υπεύθυνοι όπως ο Λούλα. Αλλά είναι αδύνατον να διαγράψεις, απλώς απαξιωτικά, έναν από τους σημαντικότερους ηγέτες των ΗΠΑ, τον άνθρωπο που τις καθοδήγησε με επιτυχία μέσα από την εποχή της ύφεσης, της απειλής του φασισμού, της φρίκης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Να το πούμε διαφορετικά: Λαϊκισμός στα αμερικάνικα σημαίνει Ρούσβελτ, αυτός ο λαϊκισμός είναι πολύ δυσκολότερος αντίπαλος από τον λαϊκισμό που σημαίνει Μαδούρο, και, κατά τη γνώμη μου, αυτός είναι μάλλον ένας καλός λόγος, προσπαθώντας βεβαίως πάντα να βρούμε τη δική μας πολιτική γλώσσα, να μεταφράσουμε τον λαϊκισμό μας και από τα αμερικάνικα, εάν μας ενδιαφέρει ο αριστερός λαϊκισμός, άλλως ο αριστερός δημοκρατισμός, στην Ελλάδα και την Ευρώπη.

Φτάνει άραγε αυτό; Η αλήθεια είναι ότι ο αριστερός δημοκρατισμός στις αναπτυγμένες χώρες, ενώ παραμένει ισχυρός, δεν κατορθώνει ωστόσο να επανέλθει στην εξουσία. Στις ΗΠΑ, στη Βρετανία, στη Γαλλία, φτάνει διαρκώς στην πηγή χωρίς να καταφέρνει να πιει νερό. Τι δεν πάει καλά; Ο Τόμας Φρανκ θέτει αυτό το ερώτημα και το απαντά με διάφορους τρόπους. Ένας από τους ομορφότερους όμως, βρίσκεται στη σελίδα 241, όταν προσπαθεί να συνοψίσει μέσα από τρία τραγούδια τη μετατόπιση του αμερικάνικου ριζοσπαστισμού κατά τη διάρκεια της δεκαετία του ’60.

Τα σίξτις, υποστηρίζει ο Αμερικάνος συγγραφέας, ξεκινούν με το Ballad of Hollis Brown, του Μπομπ Ντίλαν, τραγούδι για το οποίο σημειώνει ότι αποτελεί μια προσπάθεια «αυθεντικής αναπαράστασης της απόγνωσης των χειρωνάκτων εργατών». Αυτή είναι μια μπαλάντα του 1964, στην οποία ο Ντίλαν απευθύνεται σε δεύτερο πρόσωπο σε έναν απελπισμένο αγρότη στη Νότια Ντακότα, απευθύνεται δηλαδή προσωπικά σε όλους τους απελπισμένους αγρότες σε κάθε Νότια Ντακότα, περιγράφοντας ρεαλιστικά το αδιέξοδο αγροτικών στρωμάτων που τα έχει εγκαταλείψει ακόμη και ο Θεός, πριν φτάσει στη δραματική κορύφωση, καθώς ο αγρότης της μπαλάντας αφαιρεί τη ζωή του και όλων των μελών της οικογένειάς του, χωρίς όμως αυτή η ιδιωτική τραγωδία να βάζει κάποιο τέλος, αφού στο διπλανό αγρόκτημα γεννιούνται νέοι αγρότες, καταδικασμένοι να πάρουν τη θέση του αυτόχειρα και δολοφόνου. Με τη χειρονομία αυτή, ο Ντίλαν μετατρέπει το προσωπικό δράμα σε συλλογικό, θέτοντας έτσι το ερώτημα μια συλλογικής και άρα πολιτικής κάθαρσης. Ας συγκρατήσουμε ότι αυτή είναι μια μπαλάντα που απευθύνεται στους εξαθλιωμένους αγρότες.

Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι όμως το δεύτερο κομμάτι που βάζει στη λίστα ο συγγραφέας, που δεν είναι άλλο από το House of the rising sun, των The Animals, επίσης γραμμένο το 1964. Το κομμάτι αυτό, με τη θλιμμένη μουσική και τα φωνητικά που κλαίνε, το έχουμε ίσως συνδέσει με μια ρομαντική ατμόσφαιρα, σε σημείο που να μας έχει ενδεχομένως διαφύγει ότι πρόκειται για καθαρά πολιτικό τραγούδι. Κι όμως, αυτή η μπαλάντα, που την έχουμε ακούσει σε άπειρες ταινίες, την έχουμε ίσως χορέψει αργά σε εφηβικά πάρτυ και μας έχει ταξιδέψει σε διάφορα μπαράκια, θα έλεγα προσέχοντας τους στίχους της ότι είναι μια ρεαλιστική περιγραφή της ζωής της εργατικής τάξης, που μιλάει για το αλκοόλ και τον τζόγο ως μοίρα και καταστροφή της, μια καταγγελία της εξαθλίωσης στον αμερικάνικο νότο, μια προειδοποίηση και μια κραυγή για διέξοδο. Από την άποψη αυτή, θα προσέθετα ότι αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της λαϊκιστικής πολιτιστικής παραγωγής υπό την επήρεια του ρεύματος του κοινωνικού ρεαλισμού. Είναι σαν να ακούς Μπρεχτ με ηλεκτρική κιθάρα. Είναι κάτι σαν μελοποιημένο Εντουάρ Λουί της εποχής.[3] Και αυτό το ανατρεπτικό μείγμα μπήκε σε κάθε σπίτι μέχρι και την εποχή μας, σχεδόν ανεπαισθήτως, σχεδόν πέρα από κάθε πολιτική προτίμηση και ευαισθησία, αποτελώντας έτσι παράδειγμα της δύναμης του λαϊκιστικού λόγου, της ικανότητάς του να είναι μαζικός. Πραγματικά μαζικός. Αλλά τότε, τι δεν πήγε καλά; Τι δεν πάει καλά; Ας συγκρατήσουμε ότι αυτή είναι μια μπαλάντα που απευθύνεται στους εξαθλιωμένους εργάτες. Μέχρι εδώ λοιπόν, έχουμε να κάνουμε με απεύθυνση σε παραδοσιακά πολιτικά υποκείμενα: αγρότες και εργάτες.

Όμως, η τριάδα των τραγουδιών που επιλέγει ο Φρανκ για να περιγράψει τη στροφή των κινημάτων τη δεκαετία του ’60, κλείνει με το We can be together των Jefferson Airplane. Ένα πρώτο σημείο που μπορεί να μας εκπλήξει είναι ότι το κομμάτι αυτό αποτελεί λέξη προς λέξη μελοποίηση αναρχικής προκήρυξης, ότι δηλαδή πρόκειται για στρατευμένη τέχνη με την πιο στενή έννοια του όρου. Και ενώ σίγουρα διαισθάνεται κανείς τον ριζοσπαστισμό αυτής της  μπάντας, που μας έδωσε το πασίγνωστο White Rabbit και μάλιστα σε αυτή τη φανταστική εκτέλεση στο Woodstock, μάλλον δεν είναι αυτό το παράδειγμα που μας έρχεται στο μυαλό όταν συζητάμε ─και πολύ περισσότερο όταν καταδικάζουμε─ τη στρατευμένη τέχνη. Δεν είναι ωστόσο αυτό που απασχολεί τον συγγραφέα. Αυτό που απασχολεί τον συγγραφέα είναι ότι, από ένα σημείο και μετά, ο λαός από σύμμαχος γίνεται αντιληπτός ως εχθρός του ριζοσπαστικού κινήματος, ως ένα υποκείμενο με το οποίο μας χωρίζουν τείχη και στο οποίο μπορεί να απευθυνόμαστε, αλλά με τον τρόπο που απευθυνόμαστε σε κάτι ενδεχομένως ύποπτο, ενδεχομένως οπισθοδρομικό, σίγουρα αρκετά ξένο. Να απευθυνόμαστε, αλλά από ποια θέση; Το νέο και σίγουρα περισσότερο θολό υποκείμενο που σκιαγραφείται, το υποκείμενο που διαπιστώνει την απόσταση από τον λαό, είναι θα λέγαμε μια άγρια νεολαία, εν πολλοίς ταυτισμένη με το φοιτητικό κίνημα.

Ο Φρανκ διαμαρτύρεται για αυτό. Tο θεωρεί ένα είδος προδοσίας των διανοούμενων, που από τη θέση του φοιτητή επαναλαμβάνουν τα στερεότυπα των καθηγητών τους για τον λαό, απλώς αντεστραμμένα. Tο παρακολουθεί να εξελίσσεται μέχρι να καταλάβει τα ανώτερα κλιμάκια του Δημοκρατικού κόμματος, μέχρι να μετατραπεί σε πολιτικό πρόγραμμα, μέχρι να φτάσει στην πλήρη αποξένωση από τα κοινωνικά προβλήματα των λαϊκών μαζών. Καθόλου άγνωστη δεν μας είναι αυτή η πορεία, την οποία έχουν διαγράψει αρκετά επιφανή πρόσωπα του ριζοσπαστικού φοιτητικού κινήματος και στην Ευρώπη. Θα μπορούσαμε ίσως να θυμηθούμε ενδεικτικά την πορεία του Κον-Μπεντίτ. Ο Φρανκ, σε αυτή τη στάση διαγιγνώσκει έναν πεφωτισμένο, προοδευτικό ελιτισμό, έναν αντιδημοκρατισμό των σύγχρονων δημοκρατών.[4]

Η επικαιρότητα και πάλι μας προσφέρει άφθονα παραδείγματα αυτής της στάσης. Στην πιο δήθεν διανοούμενη έκφρασή της, η υπεράσπιση Λιγνάδη, στην οποία εντάσσεται και το απόσπασμα της ΠτΔ που μας απασχόλησε, ανέσυρε το φάντασμα του διψασμένου για αίμα όχλου. Είναι αστείο αυτό να συμβαίνει για καθαρά συμβολικές διαμαρτυρίες, σε μια στιγμή μάλιστα που κανείς δεν διανοείται την αυτοδικία, σε μια στιγμή που η αυτοδικία θα βόλευε μάλλον τη συγκάλυψη. Παρ’ όλα αυτά, τόσο πολύ φοβάται μια μερίδα της διανόησης τον λαό, που αρκεί η υπενθύμιση αυτού του δήθεν κινδύνου για να συνταχθεί αυτομάτως με μια εντελώς φανταστική, εντελώς ανύπαρκτη πεφωτισμένη ελίτ. Η μερίδα αυτή της διανόησης προτάσσει έναν αφηρημένο αντιολοκληρωτισμό, που καταλήγει να αποτελεί απλό συνώνυμο του αφηρημένου της αντιλαϊκισμού. Πέρα από την υπόθεση Λιγνάδη λοιπόν, τίθεται και ένα ζήτημα αποκατάστασης της ιστορικής αλήθειας: κανένας ολοκληρωτισμός δεν στηρίχθηκε στον λαό, όλοι οι ολοκληρωτισμοί βασίστηκαν σε αντιδημοκρατικές ελίτ. Δεν αποφάσιζε κανένας λαός στη Γερμανία του Χίτλερ. Δεν αποφάσιζε κανένας λαός στο γραφείο του Στάλιν. Εξ ορισμού, ο ολοκληρωτισμός είναι το αντίθετο της δημοκρατίας. Όποιος λοιπόν φοβάται τον ολοκληρωτισμό, δεν θα πρέπει να φοβάται τον λαό αλλά τις αντιδημοκρατικές ελίτ. Όποιος φοβάται το ανάποδο είναι πολύ απλά αντιδημοκρατικός. Καμιά φορά, τόσο αντιδημοκρατικός, που να του φαίνεται ο Λιγνάδης πιο συμπαθής από έναν διαμαρτυρόμενο χορευτή.

Ο Τόμας Φρανκ, απέναντι στον σύγχρονο αντιδημοκρατισμό, για τον οποίο φέραμε μόλις ένα πρόσφατο ελληνικό παράδειγμα, αντιπροτείνει μια επανασύνδεση: επανασύνδεση με τα κοινωνικά κινήματα και κυρίως με τον εργαζόμενο λαό, με τις ανάγκες του, με τα σωματεία του. Το κάνει μάλιστα με αρκετή επιδεξιότητα, αποφεύγοντας να εξωραΐσει, ανατρέχοντας στα κοινωνικά κινήματα της δεκαετίας του ’60, αναδεικνύοντας ένα είδος διαθεματικότητας. Και στο σημείο αυτό έρχεται σε σύγκρουση με αυτό που, χωρίς καμία πρόθεση ισοπέδωσης, χαρακτήρισα ως ακαδημαϊκό λαϊκισμό. Γιατί ο Αμερικανός συγγραφέας ζητά μια επιστροφή στην πολιτική γύρω από τα παραδοσιακά πολιτικά υποκείμενα της σοσιαλιστικής αριστεράς, ως μέσο για την επανασύνδεση της προοδευτικής πολιτικής με τον λαό, για την ανανέωση του προοδευτικού πόλου, για την οικοδόμηση μια πλατιάς συμμαχίας νικηφόρας σε βάθος χρόνου. Αυτό όμως, μπορεί να ηχεί παράδοξα όταν μπαίνει κάτω από τον τίτλο του «λαϊκισμού», στον βαθμό που ο θεωρητικός λαϊκισμός τα τελευταία πενήντα χρόνια έχει συνδεθεί ακριβώς με την κριτική στα παραδοσιακά πολιτικά υποκείμενα, αν όχι στην ίδια την έννοια του υποκειμένου.[5] Μια τέτοια έκκληση για στροφή στις εργαζόμενες μάζες, στους εργάτες και τους αγρότες, αν γινόταν σε ακαδημαϊκό ακροατήριο, θα δεχόταν μάλλον αμέσως επίθεση για την «αφελή της ουσιοκρατία» και τον «πρωτόγονο οικονομισμό» της. Όμως, ο Τόμας Φρανκ δεν απευθύνεται σε καμιά ακαδημία, είναι ελεύθερος από αυτή την άποψη, έχει ήδη περιγράψει αυτή τη στάση ως ένα είδος προδοσίας των διανοούμενων, και γι’ αυτό μπορεί να λέει πράγματα χρήσιμα στην πραγματική πολιτική αντί να αναλώνεται σε θεωρητικές ακροβασίες.

Χωρίς να υπάρχει πουθενά σε αυτό το βιβλίο το όνομα του Γκράμσι, αυτό που φαίνεται να επιζητεί ο Τόμας Φρανκ, ως προς την απεύθυνση σε παραδοσιακά πολιτικά υποκείμενα, είναι μια ηγεμονική πολιτική πιο κοντά στη λογική που αναπτύσσεται με αφετηρία την κλασική σοσιαλιστική ηγεμονική στρατηγική παρά στη λογική του Ερνέστο Λακλάου. Είναι αλήθεια ότι ο Αμερικάνος συγγραφέας σκιαγραφεί τη στρατηγική αυτή μέσα από την επίσκεψη της αμερικάνικης παράδοσης του δημοκρατισμού, προϋποθέτει την αμερικάνικη πολιτική γεωγραφία, απευθύνεται σε ένα αμερικάνικο ακροατήριο, χρειάζεται συνεπώς «μετάφραση» στο ευρωπαϊκό συγκείμενο και πολύ περισσότερο στο ελληνικό. Χαρακτηρίζεται επιπλέον από έναν ορισμένο βολονταρισμό, αφού η στροφή στα παραδοσιακά υποκείμενα δεν είναι απλώς ζήτημα βούλησης και δεν στερείται οντολογικών, πολιτικών, κοινωνικών προϋποθέσεων, που δεν φαίνεται να τον απασχολούν σε αυτό το βιβλίο. Αδικεί επίσης τα νέα κοινωνικά κινήματα και τη νέα αριστερά, την ιστορική τους δυναμική και την αξία τους, την ίδια τη σύνθεσή τους, στον βαθμό που θα ήταν αδιανόητη η όποια άγρια νεολαία χωρίς τον νεαρό ανειδίκευτο εργάτη και εργάτρια. Θέλω να πω ότι εκείνοι που τραγουδούσαν τους αναρχικούς στίχους των Jefferson Airplane τίποτε δεν μας λέει ότι δεν ήταν και εργάτριες. Ωστόσο, με όλες τις παραπάνω αδυναμίες, ο συγγραφέας λέει κάτι ενδιαφέρον, που για να το συνοψίσω, θα ήθελα να μπορούσα να του προτείνω, στην επόμενη έκδοση, να κλείσει το βιβλίο του με ένα αμερικάνικο τραγούδι ακόμη, με ένα ερώτημα που είναι το πρώτο που πρέπει να απαντήσει κάθε ριζοσπαστικό μεταρρυθμιστικό κίνημα, έστω και κάτω από τη σημαία ενός καλώς εννοούμενου λαϊκισμού, ενός αριστερού δημοκρατισμού: Which side are you on?, με ποια πλευρά, με ποιους είστε;

Κλείνοντας, βρίσκω χρήσιμο για την αναγνώστρια να ανακεφαλαιώσω τα βασικά σημεία αυτού του μάλλον εκτενούς σημειώματος. Πρώτον, το Λαός δίχως εξουσία  είναι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο πολιτικής ιστορίας και ανάλυσης, που αξίζει να διαβαστεί. Δεύτερον, όσες και όσοι επιθυμούμε μια νικηφόρα ανασύνταξη του ριζοσπαστικού μεταρρυθμιστικού πόλου στην Ελλάδα, είναι κρίσιμο να αλλάξουμε πολιτική παράλληλο, δηλαδή να πολλαπλασιάσουμε τις αναφορές μας στα πολιτικά παραδείγματα του ανεπτυγμένου κόσμου, χωρίς φυσικά να χάσουμε από το βλέμμα μας τα υπόλοιπα και ιδιαίτερα αυτό τον απέραντο παγκόσμιο γεωγραφικό και πολιτικό Νότο, με τα δικά του υποκείμενα και τις δικές του επιστημολογίες, που μας έθρεψε καιρό και μπορεί να συνεχίσει να μας θρέφει. Τρίτον, στην αλλαγή πολιτικού παραλλήλου πρέπει να μας καθοδηγεί ένα κεντρικό ερώτημα: με ποια πλευρά είμαστε. Και ενώ η απάντηση μπορεί να φαίνεται ρευστή και σύνθετη, ενώ τα σημαίνοντα μπορεί να μετεωρίζονται, μάλλον έχει έρθει η στιγμή να πατήσουμε πιο γερά στη γη. Εννοώντας ότι η μουσική υπόκρουση πρέπει να είναι περισσότερο το αντίστοιχο του Ντίλαν και των Animals και λιγότερο των Jeffersons Airplane.

Μήπως όμως περιττεύει αυτή η επισήμανση σε μια περίοδο που δεν χαρακτηρίζεται για τον ριζοσπαστισμό της, αλλά μάλλον για μια γενικότερη συντηρητικοποίηση; Μήπως έτσι ισιώνουμε τη βέργα σε λάθος μεριά; Δεν θα το έλεγα. Ακριβώς σε περιόδους συντηρητικοποίησης είναι μεγαλύτερος ο πειρασμός να απελπιστούμε από την κοινωνία, να απελπιστούμε από τη μαζική πολιτική και να κλειστούμε στην όποια δική μας καθαρότητα. Και ακριβώς σε τέτοιες περιόδους έχει αξία να επιμένουμε στην πίστη μας στον λαό και στη δημοκρατία, σε έναν λαό με εξουσία, να αντιστεκόμαστε στον ανυπόμονο ελιτισμό, που στο τέλος αποδεικνύεται ελιτισμός σκέτος, να κοιτάζουμε τον ουρανό και όχι τα πόδια μας. Σε τελική ανάλυση, αφού τόσο τρέμουν τη δημοκρατία αυτές οι ελίτ, ας τους δώσουμε και από αυτό το φάρμακο: λίγη εξουσία στον λαό ή και λίγο Ρούσβελτ για κάθε αντιλαϊκιστή.


Το κείμενο του Σωτήρη Σιαμανδούρα επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)

Υποσημειώσεις[+]

Σχετικά με τον συντάκτη

Σωτήρης Σιαμανδούρας

Ο Σωτήρης Σιαμανδούρας είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής, υπότροφος του ΙΚΥ στην ιστορία των πολιτικών ιδεών. Έχει μεταπτυχιακό δίπλωμα στην Πολιτική Επιστήμη από το Paris VIII Vincennes - Saint-Denis και διδακτορικό Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας από το Πάντειο Πανεπιστήμιο. Είναι συγγραφέας του βιβλίου «Νικολό Μακιαβέλι: Αμηχανία και Μηχανική» (Εξάρχεια 2015). Έχει διδάξει στο ΠΜΣ του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας. Εργάζεται ως αναπληρωτής φιλόλογος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Έχει κάνει αρκετές μεταφράσεις, λίγο ραδιόφωνο και μερικά άλλα πράγματα.

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange