Συνεντεύξεις Πάμε αδιάβαστοι!

Françoise Vergès: «Το κάλλος που βλέπουμε στα μουσεία είναι βουτηγμένο στο αίμα»

«Στις διαδικασίες επιστροφής κλεμμένων έργων, έχουμε συχνά την τάση να υποτιμάμε την οδύνη των λαών που αναγκάστηκαν να μάθουν να ζουν χωρίς αυτά.»
Françoise Vergès (Φωτογραφία του Anthony Francin)

Το πλούσιο έργο της Φρανσουάζ Βερζές συστήνεται μόλις τώρα στο ελληνικό κοινό με την πρόσφατη μετάφραση από τον Γιώργο Προδρόμου και τις εκδόσεις Τοποβόρος του βιβλίου της «Ένας Φεμινισμός της αποαποικιοποίησης». 

Πολιτικός επιστήμονας, φεμινίστρια και αποαποικιακή ακτιβίστρια, η Φρανσουάζ Βερζές γεννήθηκε στο Παρίσι, μεγάλωσε στη Ρεϋνιόν, δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Sussex, υπήρξε μεταξύ άλλων επιστημονική διευθύντρια του Maison des civilisations et de l’unité réunionnaise και του Comité national pour la mémoire et l’histoire de l’esclavage. Το έργο της επικεντρώνεται στις μετααποικιακές σπουδές και τον αποαποικιακό φεμινισμό.

Στη συνέντευξη που διαλέξαμε, η Φρανσουάζ Βερζές μιλά για το τελευταίο της βιβλίο, Programme de désordre absolu. Décoloniser le musée [Πρόγραμμα πλήρους αταξίας. Να αποαποικιοποιήσουμε το μουσείο], που εκδόθηκε τον περασμένο Μάρτιο από τις εκδόσεις La Fabrique. Το βιβλίο εξετάζει τον ιδεολογικό ρόλο των «οικουμενικών μουσείων», των μουσείων δηλαδή που συγκεντρώνουν εκθέματα από κάθε γωνιά του κόσμου και που, ιστορικά, είναι παιδιά τόσο του Διαφωτισμού όσο και της αποικιοκρατίας. Εστιάζει στο Λούβρο, απαρχή και μοντέλο του οικουμενικού μουσείου, ως σύμβολο μιας Ευρώπης που αυτοανακηρύσσεται θεματοφύλακας της πολιτιστικής κληρονομιάς ολόκληρης της ανθρωπότητας. Μπορεί ένας τέτοιος θεσμός να αποαποικιοποιηθεί; Χρειάζεται ένα «πρόγραμμα πλήρους αταξίας», λέει η Βερζές, το οποίο θα επινοεί άλλους τρόπους προσέγγισης του ανθρώπινου κόσμου, και θα αποδίδει δικαιοσύνη και αξιοπρέπεια στους κατατρεγμένους λαούς. 

Πέρα από το μεγάλο ενδιαφέρον που παρουσιάζει ο αποαποικιακός λόγος -ειδικά όταν αυτός διατυπώνεται από ακτιβίστριες και ακτιβιστές-, η προσέγγιση της Βερζές δίνει κλειδιά στον Έλληνα αναγνώστη για να επαναπλαισιώσει το αίτημα επιστροφής των κλεμμένων έργων τέχνης, μεταξύ των οποίων και τα γλυπτά του Παρθενώνα. Τον καλεί επίσης να σκεφτεί αλλιώς την εμπειρία της επίσκεψης στο μουσείο, ειδικά σε μια στιγμή που οι προσεχείς μουσειακές κατασκευές (η επέκταση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και η ανέγερση, μέσα στο πάρκο της Ακαδημίας Πλάτωνος, ενός νέου αρχαιολογικού μουσείου) δεν έχουν ενεργοποιήσει μια ευρύτερη συζήτηση για το τι είναι και τι θέλουμε από ένα μουσείο. 

(Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Socialter, έκτακτη έκδοση με τίτλο «Manuel d’autodefense intellectuelle» [Εγχειρίδιο πνευματικής αυτοάμυνας], άνοιξη 2023. Μετάφραση από τα γαλλικά: Μυρτώ Ράις)

 

Η αυθόρμητη εικόνα που έχουμε για το μουσείο είναι αυτή ενός ουδέτερου χώρου, όπου δεν έχει θέση η σύγκρουση, και όπου  μόνο η γνώση, η μνήμη και το δέος είναι αποδεκτά… Στο τελευταίο σας βιβλίο, ωστόσο, περιγράφετε το δυτικό μουσείο σαν «πεδίο μάχης». Γιατί;

Το σύγχρονο μουσείο εμφανίστηκε στα τέλη του 18ου αιώνα σε μια πολύ σημαντική εποχή. Στη Δύση, ξεσπούν η Αγγλική Επανάσταση (1642-1651- 1688-1689), η Αμερικανική Επανάσταση (1776) και η Γαλλική Επανάσταση (1789). Την ίδια εκείνη την περίοδο ξεκινά και η Αϊτινή Επανάσταση (1791) και κορυφώνεται το δουλεμπόριο. Ποτέ άλλοτε η Ευρώπη δεν είχε εκτοπίσει τόσους πολλούς Αφρικανούς άνδρες και γυναίκες. Ήταν επίσης μια περίοδος πλουτισμού και εμφάνισης νέων τρόπων ζωής, συνηθειών και ηθών. Αρχίζουν να καταναλώνονται στην Ευρώπη ο καπνός, ο καφές, η ζάχαρη. Νέες αισθητικές κάνουν την εμφάνισή τους, κυρίως η αγάπη για τα πορτραίτα και τα θρησκευτικά ζωγραφικά θέματα παρακμάζουν. Το μουσείο αποκτά σιγά σιγά μια εικόνα ουδετερότητας με την οποία μοιάζει πλέον άρρηκτα συνδεδεμένο. Θα έλεγα μάλιστα ότι το μουσείο είναι ο τελευταίος ιερός τόπος. Μπορούμε να ασκήσουμε κριτική στο πανεπιστήμιο, στο στρατό, στο σχολείο, στην αστυνομία, σε κάθε είδος θεσμό, η επίθεση όμως στο μουσείο χτυπά μια ευαίσθητη χορδή. Είναι σαν μια επίθεση στο κάλλος, σε κάτι υπεράνω όλων. Το δυτικό μουσείο θεωρείται ο ναός που συγκεντρώνει τους θησαυρούς ολόκληρης της ανθρωπότητας: σ’ έναν απειλούμενο και ρημαγμένο κόσμο, οι βολές εναντίον του υπονομεύουν ό,τι αγνότερο έχει απομείνει.

Πώς η φαινομενική αυτή ουδετερότητα είναι, κυρίως, όπλο εξουδετέρωσης;

Καταρχήν, η ουδετερότητα αυτή επιτρέπει στο δυτικό μουσείο να διαχωριστεί από τα συμφραζόμενα που το γέννησαν: πολέμους, γενοκτονίες, σφαγές, εκμεταλλεύσεις, εξορύξεις μέσα από τα οποία το Κράτος ιδιοποιείται τις δημιουργίες και τα πλούτη άλλων περιοχών του κόσμου. Επιπλέον, συμμετέχει στην εξουδετέρωση ανταγωνιστικών μεταξύ τους αισθητικών, καθώς μέσα από το μουσείο έχει επιβληθεί μια ιστορία της τέχνης με γνώμονα την οποία κρίνεται τι οφείλει να θεωρείται ωραίο και τι όχι, τι χρήζει σεβασμού και τι όχι. Το μουσείο είναι ένας πολύ βάναυσος και βίαιος θεσμός. Η βιαιότητά του όμως είναι αθόρυβη, δεν εντοπίζεται εύκολα. Ακόμα και η αρχιτεκτονική του μειώνει τη συνειδητοποίησή της στο βαθμό που κατευθύνει το βλέμμα και πειθαρχεί το σώμα: μπαίνουμε στον χώρο για να συναντήσουμε το κάλλος, το εξαίρετον, δηλαδή το εκτός του τετριμμένου της καθημερινής ζωής. Ένα μουσείο δεν είναι όπως ένα δημαρχείο ή ένα θέατρο. Στο μουσείο μπαίνεις και κινείσαι οπωσδήποτε σιωπηλά, σου υποβάλλεται ένα είδος κατάνυξης.

 

Η δημιουργία του οικουμενικού μουσείου βασίζεται σε μια πολιτική αρπαγών και λεηλασιών.

 

Ποιον ή τι υπηρετεί η σκηνοθεσία του κάλλους;

Τα ευρωπαϊκά μουσεία συμμετέχουν στο μεγαλείο του Κράτους, στον υψηλό βαθμό πολιτισμού του. Το γόητρο της συλλογής του αντανακλάται στο έθνος: μόνο ένα μεγάλο έθνος, ένας μεγάλος πολιτισμός δικαιούνται να έχουν στην κατοχή τους, να διαφυλάττουν, να συντηρούν όσα οι ίδιοι ονόμασαν θαυμαστά. Ως προς αυτό, το Λούβρο παίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο: είναι το πρώτο «οικουμενικό μουσείο». Προσφέρει ένα πανόραμα τεχνών -πίνακες, γλυπτά, αντικείμενα από κάθε πολιτισμό. Το Λούβρο είναι «το» μουσείο της Γαλλίας, όπως το Βρετανικό Μουσείο είναι «το» μουσείο της Αγγλίας, το Humboldt Forum «το» μουσείο της Γερμανίας, κλπ. Το μοντέλο αυτό είναι αναπόδραστα μέτοχος του αποικιοκρατικού λόγου: το να είσαι θεματοφύλακας του πολιτισμού σημαίνει ότι σου έχει αποδοθεί ένας εκπολιτιστικός ρόλος απέναντι στους άλλους λαούς.

Γιατί  το Λούβρο υπήρξε τόσο αποφασιστικό στη δημιουργία του μοντέλου του «οικουμενικού μουσείου»;

Το Λούβρο είναι παιδί του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης. Ήδη επί Παλαιού Καθεστώτος, στις αίθουσες του Λούβρου εκτίθενται οι πίνακες και οι συλλογές του βασιλιά, είναι όμως μόνο για τους αριστοκράτες. Οι επαναστάτες διακηρύσσουν ότι τα έργα που ανήκαν στη μοναρχία και σε όσους δεν συμμετείχαν στην Επανάσταση απαλλοτριώνονται χωρίς αποζημίωση. Είναι μια πολύ δυνατή, επαναστατική χειρονομία, η οποία επιστρέφει στον λαό ό,τι συσσωρεύτηκε από την εκμετάλλευσή του. Πολύ γρήγορα όμως, καθώς η Γαλλία θεωρείται η χώρα της ελευθερίας, παίρνει το δικαίωμα να σφετερίζεται τα έργα τέχνης που βρίσκονται στα χέρια τυραννικών ευρωπαϊκών καθεστώτων. Τα «απελευθερώνει». Τα επαναστατικά στρατεύματα έχουν εντολή να αρπάζουν τα έργα και να τα μεταφέρουν στη χώρα της ελευθερίας. Η επαναστατική Γαλλία δεν προτίθεται ωστόσο να τα επιστρέψει στους ευρωπαϊκούς λαούς όταν πια θα έχουν απελευθερωθεί από το βασιλικό ζυγό. Φτάνοντας στη Γαλλία, πίνακες, αγάλματα, χειρόγραφα και έπιπλα που ανά εκατοντάδες έχουν αρπαγεί, γίνονται τμήμα αναλλοίωτων συλλογών, άρα αναφαίρετη ιδιοκτησία του γαλλικού λαού. Η δημιουργία του οικουμενικού μουσείου βασίζεται σε μια πολιτική αρπαγών και λεηλασιών, που εντείνεται με τις ναπολεόντειες εκστρατείες. Οι κλοπές αυτές θα αυξηθούν σε εκθετικό βαθμό κατά τη διάρκεια των αποικιακών κατακτήσεων, αλλά και μετά. Με την πτώση της αυτοκρατορίας, παρότι κάποια κλεμμένα έργα επιστρέφονται στα ευρωπαϊκά κράτη προέλευσής τους, το μεγαλείο του Λούβρου παραμένει αμείωτο, τόσο έντονος είναι ο θαυμασμός που χαίρει. Επιπλέον, σε κανένα μη ευρωπαϊκό κράτος δεν θα επιστραφεί το παραμικρό κλεμμένο αντικείμενο (πχ. τα αιγυπτιακά). Το Λούβρο απομακρύνεται από τις επαναστατικές του καταβολές και γίνεται ένα μουσείο κύρους, που τα ευρωπαϊκά κράτη ζηλεύουν και μιμούνται.

Στο βιβλίο σας, κάνετε έναν συναρπαστικό παραλληλισμό μεταξύ του εξορυκτισμού των πόρων και του εξορυκτισμού των έργων τέχνης κατά τη διάρκεια των αυτοκρατορικών και των αποικιακών πολέμων. Οι δύο αυτές μορφές εξορυκτισμού ανήκουν στην ίδια ιδεολογία;

Φυσικά. Πρόκειται για την ιδιοποίηση των πόρων με στόχο τον πλουτισμό του αποικιακού Κράτους, αλλά και την κατάκτηση αυτού που δεν έχει αναγκαστικά εμπορική αξία με την καπιταλιστική έννοια του όρου. Ένα αντικείμενο αποκτά «αξία» μέσα από μια διαδικασία ενσωμάτωσης με το κεφάλαιο, και η αξία αποφασίζεται από την ιμπεριαλιστική Δύση. Η διαδικασία αυτή, ενεργή ακόμα και σήμερα, μετέχει μιας φυλετικής ιεράρχησης η οποία επηρεάζει τις τιμές των έργων τέχνης.

Η αποικιοκρατική χώρα παίρνει το δικαίωμα να σαρώσει απ’ άκρη σ’ άκρη τις αποικισμένες χώρες και να αρπάξει οποιοδήποτε αντικείμενο μπορεί να φανεί χρήσιμο στην κυριαρχία της. Άλλωστε και μόνο το γεγονός ότι ορίζονται ως «αντικείμενα» πράγματα που αποτελούσαν μέρος της ζωής των λαών, που συνδέονταν με την καθημερινότητα των κοινοτήτων, είναι χαρακτηριστικό της ιδεολογίας αυτής. Η αντικειμενοποίηση αποσυνδέει το λατρεμένο, αγαπημένο δημιούργημα από το κοινωνικό, πολιτιστικό, συναισθηματικό περιβάλλον του. Τον 19ο αιώνα, η μετα-δουλοκρατική αποικιοκρατία εφαρμόζει σε ολόκληρο τον κόσμο την αρχή της εξαντλητικότητας, που βρισκόταν ήδη τον 18ο αιώνα στον πυρήνα των δυτικών επιστημών. Ό,τι μαρτυρούσε μια ειλικρινή περιέργεια υποχωρεί απέναντι στην αποικιακή απληστία. Χάριν της γνώσης, πρέπει τα πάντα να γίνουν κτήμα τους. Δεν θα συλλέξουν εκατό πεταλούδες, εκατό βέλη, εκατό μάσκες, εκατό αγάλματα, αλλά εκατοντάδες χιλιάδες. Η Ευρώπη θέλει όλες τις πεταλούδες της Γης, όλα τα χειρόγραφα της Γης, όλες τις αφρικανικές μάσκες της Γης. Άποικοι, ιεραπόστολοι, στρατιώτες, διοικητές, εξερευνητές, ταξιδιώτες αρπάζουν αγάλματα από ναούς, αντικείμενα από τους ιδιοκτήτες τους, καταστρέφουν, λεηλατούν. Αυτή η πολιτική της εξόρυξης θα συμβάλει στη συσσώρευση και την παραγωγή γνώσεων, βάσει όμως της αντίληψης της πολιτισμικής υπεροχής. Ακόμα κι όταν λέγεται ότι ο τάδε άνθρωπος απέκτησε ένα αντικείμενο κινούμενος από ειλικρινή περιέργεια, δεν γίνεται να ξεχάσουμε τη βαθιά ασυμμετρία που φέρνει η αποικιοποίηση η οποία καταφθάνει οπλισμένη. Επιπλέον, τον 21ο αιώνα, Κράτη όπως το γαλλικό εξακολουθούν να αρνούνται να συζητήσουν τις αποζημιώσεις αυτών των εγκλημάτων.

 

Στις διαδικασίες επιστροφής κλεμμένων έργων, έχουμε συχνά την τάση να υποτιμάμε την οδύνη των λαών που αναγκάστηκαν να μάθουν να ζουν χωρίς τα «αντικείμενα» αυτά.

 

Στο βιβλίο σας, κάνετε μνεία στη συγγραφέα Ariella Aïsha Azoulay που λέει ότι «ο χαρακτηρισμός “τέχνη” είναι μορφή αυτοκρατορικής βίας».

Ναι, και θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Στο μουσείο Guimet (Εθνικό μουσείο ασιατικών Τεχνών στο Παρίσι) υπάρχουν πάρα πολύ ωραία πράγματα, κυρίως αγάλματα θεοτήτων από τη Νοτιοανατολική Ασία, την Ανατολική Ασία και το Αφγανιστάν, που ορίζονται ως «ασιατική τέχνη». Πρόκειται για αγάλματα στα οποία, καθημερινά, άνθρωποι έκαναν προσφορές, τα χάιδευαν, τους έδιναν να φάνε, τους σύστηναν τα παιδιά τους, τους ζητούσαν χάρες… Οι Ευρωπαίοι (μεταξύ των οποίων, όπως είναι γνωστό, και ο Αντρέ Μαλρώ) τα άρπαξαν από τους ναούς και τους λαούς που τα λάτρευαν, τα τοποθέτησαν σε ένα χώρο όπου πλέον δεν είναι παρά απλές πέτρες -σίγουρα πανέμορφες- και είπαν: «Αυτό είναι τέχνη». Πρόκειται για χειρονομία απαλλοτρίωσης και αποικιοποίησης ενός πράγματος που είχε όνομα! Και το όνομα αυτό δεν ήταν «άγαλμα θεότητας»…

Στις διαδικασίες επιστροφής κλεμμένων έργων, έχουμε συχνά την τάση να υποτιμάμε την οδύνη των λαών που αναγκάστηκαν να μάθουν να ζουν χωρίς τα «αντικείμενα» αυτά. Και δεν μιλάω καν για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν ώστε να γίνουν εφικτές οι λεηλασίες, για τις σφαγές, τις γενοκτονίες, που σήμερα είναι μέρος μιας ιστορίας ξέχωρης από την ιστορία της τέχνης, ενώ στο όνομα της ιδέας ότι η Ευρώπη είναι ο φυσικός χώρος της τέχνης και του κάλλους, ο υπόλοιπος κόσμος ρημάχτηκε. Το κάλλος που βλέπουμε στα μουσεία είναι βουτηγμένο στο αίμα. Θα φέρω μερικά εμβληματικά παραδείγματα, δεν πρέπει όμως να καλύψουν το εύρος του προβλήματος: Οι περιουσίες των Εβραίων που λήστεψαν οι ναζί και οι συνεργάτες τους και που δεν έχουν εξ ολοκλήρου επιστραφεί. Οι ζωφόροι του Παρθενώνα που βρίσκονται στο Βρετανικό μουσείο, των οποίων η Ελλάδα ζητά την επιστροφή από το 1963 και η αγγλική κυβέρνηση συνεχίζει να αρνείται. Τα μπρούτζινα του Μπενίν, ή οι θησαυροί του θερινού ανακτόρου του Πεκίνου που ο αγγλικός και ο γαλλικός στρατός λεηλάτησαν τον Οκτώβριο του 1860. Φανταστείτε, να έχουν πάει, τον 15ο αιώνα για παράδειγμα, οι Καμποτζιανοί στη Γαλλία, να έχουν αρπάξει όλα τα αγάλματα της Παναγίας των Παρισίων και των μεγάλων καθεδρικών ναών, και να λένε: «Ναι, μάλιστα, όλα έχουν διατηρηθεί άριστα, στη Πνομ Πεν έχει γίνει ένα πολύ όμορφο μουσείο…» Αδιανόητο, ως και ανυπόφορο, για τον οποιοδήποτε Ευρωπαίο. Αυτό όμως έκαναν οι δυτικές δυνάμεις για να πλουτίσουν τα μουσεία τους. Γιατί δεν λέμε να το καταλάβουμε; Γιατί δεν θέλουμε να δούμε το μέγεθος του εγκλήματος;

Οι συστηματικές κλοπές που διαπράχθηκαν κατά τους αποικιακούς πολέμους εξηγούν το γεγονός ότι σήμερα το 61% των μουσείων βρίσκονται στην Ευρώπη και την Βόρεια Αμερική, ενώ στην Αφρική βρίσκεται το 1,5%;  

Δεν είναι μόνο αυτό. Είναι επίσης ότι το μουσείο αποτελεί μέρος της ιδεολογικής σκευής της Ευρώπης και της Δύσης. Δεν θα μάθουμε ποτέ πώς οι λαοί ή τα Κράτη θα είχαν ίσως, κάποια στιγμή, σκεφτεί τι θα πρέπει να κρατήσουν και τι όχι, και με ποιον τρόπο, εφόσον το μοντέλο του δυτικού μουσείου κυριάρχησε πλήρως. Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί όταν αναφερόμαστε στο «μουσείο» λες και δεν υπάρχει παρά μόνο ένας τρόπος έκθεσης και διαφύλαξης. Πρόκειται για θεσμό που βρίσκεται κατά κύριο λόγο στον Βορρά, που έχτισε το κύρος και εγκαθίδρυσε την ηγεμονία του μέσα από ιμπεριαλιστικές πολιτικές. Για τις χώρες του Νότου τίθενται τα εξής ερωτήματα: Πρέπει να μιμηθούμε το μοντέλο αυτό; Πρέπει κι εμείς να αποκτήσουμε όσα μουσεία έχει η Ευρώπη; Πρέπει να εφαρμόσουμε τις ίδιες μεθόδους συντήρησης; Το τελευταίο ερώτημα μου φαίνεται κρίσιμο. Ας σκεφτούμε, για παράδειγμα, τα χιλιάδες μουσικά όργανα που «διαφυλάσσονται» και «συντηρούνται» στο μουσείο του quai de Branly… Έχοντας μπει μέσα στις βιτρίνες, τα όργανα δεν μετατράπηκαν απλώς σε νεκρά αντικείμενα, αλλά και σε τοξικά αφού για να συντηρηθούν ψεκάζονται με φυτοφάρμακα και εντομοκτόνα. Ένα τύμπανο είναι φτιαγμένο για να ηχεί, ένα έγχορδο για να παίζει μουσική. 

Πρόσφατα η Γαλλία δεσμεύτηκε να επισπεύσει την επιστροφή ορισμένων έργων: τα μέτρα είναι προς τη σωστή κατεύθυνση; 

Τον Ιανουάριο του 2022, η Γερουσία πρότεινε να ιδρυθεί ένα «Εθνικό συμβούλιο» για τις επιστροφές, καθώς οι γερουσιαστές φοβούνται ότι η κυβέρνηση θα διαθέτει την αναλλοίωτη περιουσία της χώρας για διπλωματικούς ή εμπορικούς σκοπούς. Για την ώρα όμως, τίποτα το συγκεκριμένο δεν έγινε. Τον Φεβρουάριο του 2023, ο πρόεδρος Μακρόν έκανε λόγο για «έναν νόμο-πλαίσιο που θα καθορίζει τη μέθοδο και τα κριτήρια ώστε να ενεργήσουμε προς όφελος των αφρικανικών κρατών που το αιτούνται». Οι επιστροφές που θα γίνουν από τη Γαλλία αφορούν κυρίως κράτη της Αφρικής. Η Νότια και Ανατολική Ασία, η Αμερικανική Ήπειρος, ο Ειρηνικός και ο Ινδικός Ωκεανός, και η Ευρώπη δεν έχουν ληφθεί υπόψη. Πρόσφατα, κάποια δυτικά μουσεία άρχισαν να επανεξετάζουν τις συλλογές τους και να σκέφτονται τη δυνατότητα επιστροφών κυρίως προς τα κράτη της Αφρικανικής Ηπείρου. Η κατάσταση διαφέρει από χώρα σε χώρα κυρίως λόγω των νόμων, του βαθμού συναίνεσης στην εν λόγω χειρονομία, και της σύνθεσης των εκάστοτε ομάδων που ασχολούνται με το θέμα. Τα μουσεία αυτοσυγχαίρονται, κάνουν μάλιστα λόγο για αποαποικιοποίηση των συλλογών. Βέβαια, αυτό δεν έχει καμία σχέση με την όποια αποαποικιοποίηση, πρόκειται για μια επιστροφή που απαντά (εν μέρει) σε αιτήματα που τα αφρικανικά κράτη φέρουν επί δεκαετίες. 

 

Ό,τι κατέστησε δυνατές τις κλοπές, τις λεηλασίες και είναι εν ισχύ ακόμα και σήμερα, ανήκει στη λογική του φυλετικού καπιταλισμού.

 

Τα μουσεία, απέναντι στην αμφισβήτηση που εγείρουν, επιχειρούν να εφαρμόσουν πολιτικές ποικιλότητας και συμπερίληψης, σχεδιάζουν εκ νέου τις διαδρομές ώστε να δώσουν χώρο στον λόγο και τη μνήμη ατόμων και πληθυσμών που μέχρι πρότινος ήταν αόρατοι. Οι προσπάθειες αυτές είναι μέρος της στρατηγικής διαγραφής την οποία καταγγέλλετε;  

Σίγουρα θα υπάρχουν ομάδες με ειλικρινείς και σοβαρούς ανθρώπους. Οι ρυθμίσεις όμως που δρομολογούν δεν έχουν καμία σχέση με την όποια προοπτική αποαποικιοποίησης: πρόκειται για απόδοση δικαιοσύνης, για παραχωρήσεις και διευθετήσεις που δεν λύνουν τίποτα επί της ουσίας. Ό,τι κατέστησε δυνατές τις κλοπές, τις λεηλασίες και είναι εν ισχύ ακόμα και σήμερα, ανήκει στη λογική του φυλετικού καπιταλισμού. Αν ξεκινούσαμε από εκεί, μπορεί να γκρεμιζόταν ολόκληρο το οικοδόμημα. Η αμφισβήτηση παραμένει ηθικολογικού περιεχομένου: «Δεν ήταν σωστό που έγιναν όλα αυτά, όμως από εδώ και μπρος θα τα κάνουμε αλλιώς.» Θα μπορούσα να πω πως θαυμάζω την ικανότητα των μουσείων να αποφεύγουν μονίμως τον πυρήνα του σκανδάλου. Όταν νεαροί οικολόγοι ακτιβιστές πέταξαν ντοματόσουπα σε πίνακες ή κόλλησαν με κόλλα τα χέρια τους στους τοίχους για να διαμαρτυρηθούν για την αδράνεια απέναντι στην κλιματική κατάρρευση, η προσοχή στράφηκε σε αυτό που θεωρήθηκε ιεροσυλία (το να επιτίθεσαι στην τέχνη) και όχι σε αυτό που βρισκόταν στο στόχαστρο: η τέχνη αξίζει περισσότερο από την επιβίωση του πλανήτη. Δεν υπερασπίζομαι την καταστροφή των έργων τέχνης, εκείνο που λέω είναι ότι πρέπει να αναστοχαστούμε τη μακρά ιστορία της συγκρότησης της «τέχνης», τους δεσμούς μεταξύ τέχνης και ιμπεριαλισμού, τον ρόλο των εκατομμυριούχων στην αγορά τέχνης και στις ιδιωτικοποιήσεις, τις ανισότητες Βορρά/Νότου, την κυριαρχία ενός και μόνο μοντέλου.   

Κάνετε επίσης λόγο για artwashing. Ποιος είναι ο ρόλος του; 

Το artwashing είναι η χρήση της τέχνης για να ξεπλυθεί, να «λευκανθεί» -όπως το μαύρο χρήμα, αλλά και με την έννοια της διαγραφής- ο δομικός ρατσισμός, η οικονομία της απαλλοτρίωσης και του εξορυκτισμού, τα εγκλήματα, οι ανισότητες και οι αδικίες. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι ξεπλύματος. Να καλέσεις, λόγου χάρη, έναν καλλιτέχνη μοντέρνας τέχνης για να αποδώσει ή να αναπαραστήσει μια δύσκολη στιγμή. Μια δολοφονία για παράδειγμα. Το μουσείο, αντί να διηγηθεί πώς και γιατί δολοφονήθηκε ένας ή μια αντιαποικιακή ακτιβίστρια, αποφεύγει τη σύγκρουση και ο καλλιτέχνης (όσο ταλέντο κι αν έχει) έρχεται «αντί για». Η ειρήνευση που επιδιώκει το μουσείο (το οποίο δεν μπορεί να αποκαλύψει όλη τη φρίκη ούτε να φωτίσει όλες τις μετα-αποικιακές ζωές), εξαλείφει τον αρχικό ριζοσπαστισμό των αγώνων. Το γαλλικό Κράτος, ό,τι κι αν ισχυρίζεται, μειώνει τις επιχορηγήσεις και προωθεί την προσφυγή στην ιδιωτική χρηματοδότηση. Ο κόσμος τρέχει στις εκθέσεις, όμως οι όροι παραγωγής τους και οι άνθρωποι που «τρέχουν» τα μουσεία αγνοούνται.  Αφού το μουσείο είναι «η Τέχνη», είναι αδύνατον να εκμεταλλεύεται τους ανθρώπους, να είναι σαν τα εργοστάσια! 

Η κυβέρνηση μπορεί να λογοκρίνει, να τιμωρεί καλλιτέχνες και την ίδια στιγμή να επιδεικνύει τη στήριξή της στον πολιτισμό και την τέχνη, κυρίως με τα συμπεριληπτικά προγράμματα. Και ενώ νεαροί Μαύροι και Άραβες δολοφονούνται από την αστυνομία, ενώ παιδιά ταπεινώνονται στη Mantes-la-Jolie από πάνοπλους αστυνομικούς που τα υποχρεώνουν να γονατίσουν με τα χέρια στο κεφάλι, τα προγράμματα αυτά αφήνουν τις κενολογίες να ρέουν. Σίγουρα οι καλλιτέχνες δεν πρέπει να γίνουν απλοί σχολιαστές, δεν πρέπει όμως εξίσου να γίνουν υπασπιστές του Κράτους ή του νεοφιλελεύθερου αντιρατσισμού. Η είσοδος του «αποαποικιακού» στο μουσείο είναι για μια ακόμα φορά απόσπαση ιδεών και δημιουργιών σε έναν κόσμο που δεν τρέφεται παρά από εξορύξεις κάθε είδους. Τι να κάνουμε λοιπόν με τον θεσμό; Η συζήτηση είναι ανοιχτή. 

Όσον αφορά τον ρόλο των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, η περίπτωση της πόλης Αρλ είναι κατ’ εσάς παραδειγματική…

Γνώριζα ήδη κάπως την πόλη, αλλά την τελευταία φορά που την επισκέφτηκα το 2021 μετά από πρόσκληση ενός ανεξάρτητου βιβλιοπωλείου, ανακάλυψα την έκταση αποικιοποίησής της από τον φιλανθρωπο-καπιταλισμό. Η έλευση και η εγκατάσταση ιδρυμάτων, ενός σμήνους αρπακτικών, έχει μεταμορφώσει την πόλη. Η σχετικά μικρή Αρλ ήταν πόλη προλεταριακή, επί μακρόν κομμουνιστική, και τελικά αποβιομηχανοποιημένη. Μέσα σε λίγα μόλις χρόνια, εξευγενίστηκε και έγινε μπουρζουά, με μαγαζάκια να πουλάνε σαπούνια με άρωμα λεβάντα, με τα προβηγκιανά στοιχεία και το προλεταριακό παρελθόν να γίνονται μέρος ενός στημένου σκηνικού. Η αισθητική απευθύνεται στο πεπαιδευμένο αστικό κοινό που κάθεται στους καφενέδες για να συγκινηθεί στην ιδέα ότι εκεί, άλλοτε, πήγαιναν να ξεσκάσουν και να πιουν ένα ποτηράκι οι ιμιγκρέδες εργάτες. Όταν το λαϊκό στοιχείο μετατρέπεται σε πολιτιστική κληρονομιά, γίνεται κεφάλαιο. Το εγχείρημα είναι, για άλλη μια φορά, εξαιρετικά βίαιο: δημιουργεί έναν χώρο άνεσης και πολιτιστικής-καλλιτεχνικής ζωής που προορίζεται για έναν πληθυσμό με «σοφιστικέ» γούστα. Για να συμβεί όμως αυτό οι κάτοικοι έχουν εξωθηθεί να τον εγκαταλείψουν και, μαζί με αυτόν, έχουν μετατραπεί σε αντικείμενα εκμετάλλευσης ώστε ο, προστατευόμενος πλέον, χώρος να αποκτήσει ουσία. Ένας πολιτιστικός και καλλιτεχνικός χώρος είναι τελικά μια κοινωνική δομή συνδεδεμένη με οικονομικά δίκτυα και ανθρώπους που την καθαρίζουν και της μαγειρεύουν, επιβάλλεται όμως να κρατιούνται σε απόσταση, να αορατοποιούνται. Πρέπει διαρκώς να αποκαλύπτουμε την κρυμμένη εκμετάλλευση. Πρέπει συνεχώς να ρωτάμε: ποιος κάνει την καθαριότητα, τη φύλαξη, το φαΐ; 

Οργανώσατε ξεναγήσεις στο Λούβρο με θέμα «Ο σκλάβος στο Λούβρο, μια αόρατη πραγματικότητα». Τι θέλατε να δείξετε; 

Το 1998 ήταν η επέτειος των 150 χρόνων από την κατάργηση της δουλείας στις γαλλικές αποικίες. Η τότε αριστερή κυβέρνηση αποφασίζει να ανάγει την επέτειο σε μεγάλο γεγονός -α λα σοσιαλιστικά… Έμεινα εμβρόντητη με την καθυστέρηση της γνώσης σχετικά με τη δουλεία στη Γαλλία, μου φαίνεται απίστευτο! Άρχισα να ενδιαφέρομαι για αυτή την αποσιώπηση και, το 2004, γίνομαι μέλος της Επιτροπής Μνήμης της Δουλείας, η οποία δημιουργήθηκε μετά τον νόμο του 2001 που αναγνωρίζει τη δουλεία και το δουλεμπόριο ως εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Προτείνω να φτιαχτεί μια λίστα με όλα τα αντικείμενα που σχετίζονται με τη δουλεία, το δουλεμπόριο και την κατάργησή τους, και φυλάσσονται στα εθνικά μουσεία της Γαλλίας. Μελετώ τη σχετική εικονογραφία, καθώς και την εικονογραφία που έχει να κάνει με τη διεκδίκηση της κατάργησης της δουλείας στην Ευρώπη. Όμως συχνά, όταν μιλούσα για τη δουλεία και έλεγα ότι η Γαλλία υπήρξε δουλοκτητική χώρα, μου απαντούσαν «ναι, αλλά εμένα οι πρόγονοί μου δεν ήταν ούτε έμποροι ούτε ιδιοκτήτες σκλάβων». Αναρωτήθηκα τότε πώς να δείξω ότι η ολόκληρη γαλλική κοινωνία ωφελήθηκε από τη δουλεία. Και τότε σκέφτηκα να δείξω πόσο η εισαγωγή των προϊόντων που παράγονταν από σκλάβους -ζάχαρη, καπνός, καφές, κακάο, βαμβάκι- είχε αλλάξει ριζικά τα ήθη και τον κοινωνικό πολιτισμό της κοινωνίας χωρίς απαραίτητα τα μέλη της να έχουν άμεση σχέση με τη δουλεία. Και να εντοπίσω τα προϊόντα αυτά στην ευρωπαϊκή ζωγραφική. 

Ο σκλάβος δεν ήταν παρών στην κυριολεξία, χωρίς όμως την εκμετάλλευσή του, κανένα από τα προϊόντα αυτά δεν θα είχε υπάρξει στις ζωγραφικές αναπαραστάσεις ή δεν θα είχε επηρεάσει την διακοσμητική τέχνη (καφετιέρα, ζαχαριέρα, φλιτζάνι του καφέ, ζάχαρη σε κομματάκια). Μαζί λοιπόν με τις ομάδες των εργαζομένων του μουσείου, εντόπισα τους πίνακες που αναπαριστούσαν έναν άντρα να καπνίζει πίπα ή μια γυναίκα μ’ ένα φλιτζάνι στο χέρι. Ο καφές και η ζάχαρη έρχονται στην Ευρώπη, οι συνθήκες παραγωγής τους αποσιωπούνται και προβάλλεται η απόλαυση. Ένα από τα πράγματα που θέλησα να δείξω είναι ότι έχουμε εκπαιδευτεί να μην βλέπουμε αυτό που είναι μπροστά στα μάτια μας, να φυσικοποιούμε την εκμετάλλευση. Ο καλλιτέχνης δεν ζωγράφιζε τη δουλεία, κι ακριβώς αυτό είναι το ενδιαφέρον. Το προϊόν είχε ενσωματωθεί στον ευρωπαϊκό, αριστοκρατικό, αστικό, και στη συνέχεια λαϊκό τρόπο ζωής, και ερχόταν από το πουθενά: ήταν επάνω στο τραπέζι τους, δεν χρειαζόταν να σκεφτούν τι το έκανε να φτάσει ως εκεί. 

Είναι εφικτή η αποαποικιοποίηση του μουσείου; 

Εντελώς ανέφικτη! Δεν βλέπω πώς μπορεί να αποαποικιοποιηθεί ένας θεσμός, ενώ δεν έχει αποαποικιοποιηθεί ούτε η κοινωνία ούτε η κόσμος. Πρέπει να τον πάρουμε στα σοβαρά τον όρο αποαποικιοποίηση. Δεν περιορίζεται στο να αλλάξουν δυο-τρια κείμενα σ’ ένα μουσείο, να μπουν νέοι καλλιτέχνες ή να τεθούν τα αντικείμενα «σε διάλογο». Η «αποαποικιοποίηση που στόχο της έχει να αλλάξει την τάξη των πραγμάτων είναι, όπως βλέπουμε, ένα πρόγραμμα πλήρους αταξίας», γράφει ο Φραντς Φανόν. Για μένα, η φράση αυτή είναι ο ορισμός της αποαποικιοποίησης. Το ζητούμενο λοιπόν είναι να ορίσουμε την αταξία που θα πρέπει να μπει σε εφαρμογή και, αντίστοιχα, την «τάξη» που είναι μόνο χάος που καταστρέφει τα πάντα στο πέρασμά του. 

Ο Φραντς Φανόν υπενθυμίζει πως η αποαποικιοποίηση δεν μπορεί παρά να είναι βίαιη διαδικασία…

Ναι, αναγκαστικά. Έτσι ήταν και έτσι θα είναι. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν θα υποχωρήσει με το σεις και με το σας. 

Τελικά, το να μιλάει κανείς για το μουσείο δεν είναι μια αφορμή για να φωνάξει ότι πρέπει να εξαλειφθεί ένας ολόκληρος κόσμος, καπιταλιστικός, αποικιοκρατικός, πατριαρχικός; 

Το μουσείο μου φάνηκε ενδιαφέρον γιατί ο ακτιβιστικός χώρος δεν το λαμβάνει υπόψη καθώς τον βλέπει σαν «μπουρζουάδικο». Ο ρόλος που παίζει είναι στην πραγματικότητα πολύ πιο σημαντικός απ’ ότι νομίζουμε. Είναι ένας εξαιρετικά ισχυρός ιδεολογικός μηχανισμός κυριαρχίας. Τα κοινωνικά κινήματα, τα απελευθερωτικά και χειραφετητικά προγράμματα ορθά υπογράμμιζαν τον ρόλο της τέχνης και του πολιτισμού στη διαδικασία απελευθέρωσης. 

Πώς θα ήταν ένα «μετα-μουσείο» απελευθερωμένο από την αποικιοκρατική κυριαρχία; 

Θα ήταν ένα μουσείο που δεν θα είχε εκδιώξει εκείνους που αναπαριστώνται μέσα σε αυτό. Η αναπαράσταση είναι πολύ σημαντικό ζήτημα στους αγώνες, και η ριζοσπαστικότητα μπορεί εύκολα να εκμαυλιστεί από την αισθητικοποίηση και το φολκλορικότητα. Μπορούμε  να μιλήσουμε ακόμα και για εξορυκτισμό ριζοσπαστικών ιδεών, όταν η τάδε ή η δείνα μάχη γίνεται θέμα έκθεσης με μόνο στόχο το κέρδος για τους διοργανωτές, χωρίς φυσικά ο ενδιαφερόμενος πληθυσμός να έχει ερωτηθεί με τον οποιονδήποτε τρόπο. Τι θα απογίνει το αντικείμενο σε ένα «μετα-μουσείο»; Θα πρέπει να παραμείνει φετίχ; Η δυτική αντίληψη ότι χωρίς αντικείμενο δεν υπάρχει αφήγημα πρέπει να ξεπεραστεί. Η χρονικότητα με βάση του αιώνες, η χωροθέτηση με βάση τις «πολιτιστικές περιόδους», η χειραγώγηση εννοιών όπως «ανταλλαγή, δάνειο, συνδιαλλαγή, διάλογος» προκειμένου να υποβαθμιστούν οι δομικές ανισότητες… αυτά και άλλα τόσα, πρέπει να τεθούν υπό διερώτηση. Για να φανταστούμε ένα μετα-μουσείο πρέπει να ξεκινήσουμε από την αρχή: τι, γιατί, πώς, πού, με ποιον, με τι; Όλες αυτές οι ερωτήσεις είναι συναρπαστικές και ουσιώδεις, είναι κομμάτι των νέων μορφών γραφής των ιστοριών μας.  



 

Βιβλιογραφία της Françoise Vergès 

Στα γαλλικά (τα πιο πρόσφατα):

Le Ventre des femmes : capitalisme, racialisation, féminisme, Albin Michel, coll. « Bibliothèque Idées », mars 2017. 

Un féminisme décolonial, La Fabrique éditions, février 2019 

Une théorie féministe de la violence — Pour une politique antiraciste de la protection, La Fabrique éditions, novembre 2020

Programme de désordre absolu. Décoloniser le musée, La Fabrique éditions, mars 2023

Στα ελληνικά: 

Ένας Φεμινισμός της απο-αποικιοποίησης, εκδ. Τοποβόρος, Μετάφραση Γιώργος Προδρόμου, Ιανουάριος 2022

Στα αγγλικά: 

The Wombs of Women: Race, Capital, Feminism, Duke University Press, 2020, translated and with introduction by Kaiama L. Glover

A Decolonial Feminism, Pluto Books, 2021, translated by Ashley J. Bohrer 


Προτάσεις γι’ ακόμα λίγο διάβασμα

Αρχαιολογία, έθνος και φυλή. Αναμέτρηση με το παρελθόν, αποαποικιοποίηση του μέλλοντος στην Ελλάδα και το Ισραήλ, Γιάννης Χαμηλάκης και Ράφαελ Γκρίνμπεργκ, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2022. 

Τα μνημεία των άλλων. Ανεπιθύμητες κληρονομιές στις παρυφές της μνήμης και της λήθης, Δημήτρης Πλάντζος (επιμ.), Νεφέλη, Μάιος 2023. Διαβάστε την εισαγωγή του βιβλίου.

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)

Σχετικά με τον συντάκτη

Αναδημοσίευση

Το περιοδικό Μarginalia σε εξαιρετικές περιπτώσεις αναδημοσιεύει κείμενα ή αποσπάσματα κειμένων μετά από συνεννόηση με τους εκδότες/τις εκδότριες και τους/τις συγγραφείς ή μεταφράστριες/μεταφραστές τους.

Σχετικά με τον συντάκτη

Μυρτώ Ράις

Μετά από σπουδές θεατρολογίας και πολλά χρόνια ζωής στο Παρίσι, η Μυρτώ Ράις επιστρέφει στην Αθήνα όπου ασχολείται κυρίως με την πολιτιστική διαμεσολάβηση: σχεδιάζει και υλοποιεί δράσεις για εφήβους και ενήλικες, είναι συνδιοργανώτρια του Φεστιβάλ Λυκαβηττού, μεταφράζει κείμενα και βιβλία που θέλει να διαβαστούν, και πρόσφατα άνοιξε το Στούντιο, έναν ευρυ-χώρο εκτός «οικονομίας», στην Πλατεία Εξαρχείων.

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange