Συνεντεύξεις Τεύχος #14 Πάμε αδιάβαστοι!

Frédéric Lordon: «Μόνη λύση, η μαζική κινητοποίηση των πολλών»

«Μια  πολιτική πρόταση πλειοψηφίας είναι η πρόταση που δηλώνει ρητά πού θέλει να πάει, πράγμα που δεν έχει καμία σχέση με την εκπόνηση ενός μεγαλεπήβολου σχεδίου.»

Ο Φρεντερίκ Λορντόν, οικονομολόγος και φιλόσοφος, ενεργός στους δρόμους και τα κινήματα ειδικά από την εποχή των Όρθιων Νυχτών στις οποίες πρωτοστάτησε, είναι μια από τις πιο σημαντικές και επιδραστικές φωνές της γαλλικής ριζοσπαστικής αριστεράς. Πολυγραφότατος, διατηρεί δικό του blog, οι μεταφράσεις όμως των βιβλίων του υπολείπονται κατά πολύ: οι ισπανόφωνοι θα βρουν ορισμένα, οι αγγλόφωνοι σχεδόν τίποτα, στη δε γλώσσα μας ένα μόνο βιβλίο του κυκλοφορεί, εκείνο που αφορά την ελληνική περίπτωση, Σκοτώνουν τους Έλληνες. Χρονικά του ευρώ, 2015 (εκδόσεις Τόπος, μετάφραση Παναγιώτης Σωτήρης).  

Απέναντι στο μεγάλο αυτό κενό, διαλέξαμε μια συνέντευξη-ποταμό με αφορμή τα τρία τελευταία του βιβλία: Vivre sans ? Institutions, police, travail, argent… [Ζώντας χωρίς; Θεσμούς, αστυνομία, δουλειά, χρήματα…], Figures du communisme [Μορφές κομμουνισμού] και En travail: conversations sur le communisme [Στη Δουλειά: συνομιλίες για τον κομμουνισμό], στο οποίο συζητά με τον κοινωνιολόγο Bernard Friot

Συνοπτικά (και με τους κινδύνους που ενέχει μια σύνοψη), στο πρώτο βιβλίο ο Λορντόν απαντά στο ζήτημα των θεσμών και την ιδέα της αποθεσμοποίησης, αναλύοντάς τους έναν-έναν με εργαλείο τη σπινοζική οπτική και βάσει των αυτονομιστικών και ελευθεριακών θεωριών και εμπειριών, για να καταλήξει στην προτροπή για έναν παγκόσμιο μετασχηματισμό μέσω της δύναμης των πολλών. Στο δεύτερο, ξεκινώντας απο τη διαπίστωση ότι ο καπιταλισμός καταστρέφει τις υπάρξεις μας, επιχειρεί να αποσυνδέσει την κομμουνιστική υπόθεση από τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο όνομά της, και να την κάνει ξανά ελκυστική θεωρώντας την τη μόνη απάντηση στην αναγκαιότητα εξόδου από τον καπιταλισμό. Οι δε συνομιλίες του με τον Bernard Friot, ειδικό του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, στρέφονται κυρίως γύρω από την κοινωνικοοικονομική οργάνωση που ο Friot θεωρητικοποίησε και η οποία βασίζεται στην αποσύνδεση της εργασίας από την αγορά εργασίας μέσω της εφαρμογής ενός «μισθού εφ’ όρου ζωής» ή «μισθού προσωπικής ειδίκευσης». Ο Λορντόν τον μετονομάζει «συνολική οικονομική εγγύηση», εξέλιξη την οποία συνδέει με την κεντρική ανησυχία του για την κατοικησιμότητα του πλανήτη. Το επείγον της οικολογίας, η κοινωνική επανάσταση και η επέλαση του νεοφασισμού είναι τα κεντρικά θέματα της συνέντευξης που ακολουθεί.

Εκείνο που έχει επίσης ενδιαφέρον εδώ είναι η ανάδειξη των (υπόγειων και μη) συνομιλιών του Λορντόν με μια σειρά άλλους σημερινούς ερευνητές. Το «Πάμε αδιάβαστοι!» στοχεύει να παρουσιάσει, όσο πληρέστερα μπορεί, αυτόν τον μάλλον άγνωστο στη χώρα μας γαλαξία. Αν η Γαλλία είναι «το κοινωνικό εργαστήρι των κινημάτων της Ευρώπης», αυτό, μα τον Τουτάτη, δεν της έπεσε εξ ουρανού στο κεφάλι! 

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Ballast στις 18/11/2021. Επιμέλεια – μετάφραση από τα γαλλικά: Μυρτώ Ράις


 

Χαρακτηριστική για την πολιτική θεωρία του Λορντόν είναι η κατακλείδα του Figures du communisme:

Μεταξύ καπιταλισμού και ανθρωπότητας, τώρα το παιχνίδι παίζεται στο «ή αυτός ή εμείς». Ο καπιταλισμός δεν καταστρέφει «τον πλανήτη», αλλά τις προϋποθέσεις κατοίκησής του από τους ανθρώπους. Το ήδη γνωστό προσεχές πρόγραμμα περιλαμβάνει πλημμύρες, αύξηση της θερμοκρασίας, πανδημίες. Συνεπώς…

Καμία έξοδος από τον καπιταλισμό δεν είναι νοητή με «δημόσια συζήτηση» και «συναίνεση» στο εσωτερικό των θεσμών της «δημοκρατίας», για τον απλό λόγο ότι η δημοκρατία εδραιώθηκε από και για τον καπιταλισμό –δεν θα βγούμε από τον καπιταλισμό μέσω της δημοκρατίας του καπιταλισμού. Η δημοκρατία του καπιταλισμού αποκλείει από το πεδίο διαλόγου την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, καθαγιάζει την ηγεμονία της αστικής τάξης, της επιτρέπει όλες τις «δημοκρατικές» αναιρέσεις όταν η κοινωνική της ισχύς αμφισβητείται. Συνεπώς…

Συνεπώς, ο κομμουνισμός είναι η ιδέα που θα πρέπει να ξαναμπεί στη σκηνή της ιστορίας. Αυτό που συνέβη στο όνομά του είναι το ακριβώς αντίθετό του, έχει τόσο ελάχιστη σχέση μαζί του όσο η Ιερά Εξέταση με τη θρησκευτική πίστη. Πρέπει να αποκατασταθεί η αλήθεια του, να μην αποκρυβούν οι δυσκολίες, να αναδειχθούν οι μορφές του. Να ξαναγίνει δυνατότητα. (μτφρ. Μυρτώ Ράις)


 

Αφού πρώτα διστάξατε να επικαλεστείτε την ύποπτη λέξη «κομμουνισμός», τελικά κάνατε ένα βήμα παραπάνω χρησιμοποιώντας τη λέξη «νεολενινισμός». Σπεύδετε δε να πείτε ότι δεν έχει καμία σχέση με αυτό που φανταζόμαστε. Δεν διευκολύνετε τα πράγματα, παραδεχτείτε το! 

Παίρνω τα ζητήματα ονομασίας πιο σοβαρά απ’ όσο νομίζετε. Έχω πλήρη επίγνωση του βάρους των συμβολικών φορτίων που έχουν αγκιστρωθεί σε ορισμένες λέξεις, με πρώτη και καλύτερη τη λέξη «κομμουνισμός». Που πλέον δεν είναι καν λέξη, είναι ένα σακί γεμάτο αυτοματοποιημένες εικόνες, ένα φάσμα από ερεθίσματα και αντανακλαστικά. Γιατί όμως την ανακινώ; Η βασική ιδέα είναι να κατονομάσουμε κάτι το θετικό, να βγούμε δηλαδή από το πεδίο της απόρριψης, της αρνητικότητας των αντί- και των ποστ-, όλων εκείνων των λέξεων που λένε τι δεν θέλουμε, δεν λένε όμως ποτέ τι θέλουμε. Ξέρουμε, φαντάζομαι, πόση ορμή σπαταλιέται στο τέλμα της άρνησης, και πόση κινητικότητα ανακτάται όταν οριστεί μια θετική κατεύθυνση, δηλαδή μια επιθυμία. «Αντικαπιταλισμός», ναι, αυτός πρέπει να ακούγεται, και πολλοί είναι αυτοί που ακόμα παραλύουν στην ιδέα. Ο αντικαπιταλισμός όμως δεν φτάνει. Πρέπει να ονομάσουμε τι είναι αυτό που θέλουμε. Η λέξη «κομμουνισμός» το ονομάζει. Ειλικρινά, προς το παρόν δεν μπορώ να σκεφτώ πιο κατάλληλη. Ο Daniel Guérin ονόμαζε το ιδεώδες του Pour le communisme libertaire [Για τον ελευθεριακό κομμουνισμό]. Μ’ αρέσει το «για» και το «κομμουνισμός» που ακούω.

Και το «ελευθεριακός»;

Ειδικά μαζί με το «ελευθεριακός» -ποιος θα το ‘λεγε! Δεν θα με πείραζε να μείνει ανοιχτός ο διαγωνισμός για το καλύτερο, για το πιο αποτελεσματικό, όνομα. Απεναντίας. Δεν ξεχνάω ότι οι ψόγοι περί τραγελαφικότητας, γελοιότητας ή περί χαμένης υπόθεσης είναι μέρος των εκκινήσεων (ή επανεκκινήσεων) των μειοψηφιών. Και ότι εξαφανίζονται όσο η μειοψηφία πληθαίνει, όσο αυτό που αρχικά προκαλούσε γέλιο ή οίκτο σιγά-σιγά επιβάλλεται και μεγαλώνει. Τρέχα γύρευε πού θα βρισκόμαστε σε δέκα-δεκαπέντε χρόνια με την άνοδο της θερμοκρασίας και τα ακραία καιρικά φαινόμενα, που στο μεταξύ θα έχουν γίνει μέτρια καιρικά φαινόμενα. Τι θα έχει γίνει με την ιδέα του αντικαπιταλισμού, την οποία το «ευαίσθητο» τμήμα της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν καταφέρνει, για την ώρα, να ξεστομίσει. Τι θα έχει γίνει με τη λέξη «κομμουνισμός» -κατά τη γνώμη μου, θα είναι λιγότερο γελοία, παράλογη ή δυσάρεστη απ’ ό,τι σήμερα. Η πολιτική, ιδίως η κομμουνιστική ή επαναστατική ή χειραφετητική πολιτική -αδιάφορο επί του προκειμένου πώς την ονομάζεις- είναι ζήτημα υπομονής, δηλαδή αλληλουχίας προεικασιών με χρονικούς ορίζοντες αναγκαστικά μεγαλύτερους από αυτούς της κυρίαρχης πολιτικής, η οποία ελέγχει το «προφανές» και το βραχυπρόθεσμο. Όμως οι οργανικές κρίσεις έχουν την ιδιότητα της επιτάχυνσης, κι αυτό δεν πρέπει να υποτιμάται. Πριν δεκαπέντε ή είκοσι χρόνια, αν έλεγες «καπιταλισμός» ή «καπιταλιστές» κατατασσόσουν είτε στους ψυχικά νοσούντες είτε στα απολιθώματα. Το ίδιο ίσχυε πριν πέντε ή δέκα χρόνια και για τη λέξη «αστική τάξη», την οποία οι νεοφιλελεύθεροι θεωρούσαν οριστικά θαμμένη κάτω από τα συντρίμμια της δεκαετίας του 1970. Προτού ανακηρύξουμε μια συμβολική μάχη εκ των προτέρων χαμένη, ας περιμένουμε πρώτα να δούμε πώς πάνε τα πράγματα,  και αυτή τη στιγμή πάνε όλο και γρηγορότερα. 

Κι έτσι φτάνουμε στον Λένιν…

Μα πώς γίνεται να κάνουμε χωρίς αυτόν; Εδώ θα υποστηρίξω κάτι, αλλά μάλλον όχι αυτό που περιμένετε. Θα υποστηρίξω την περιορισμένη, ή ακόμα και την τοπική, απεύθυνση: ο «νεολενινισμός» απευθύνεται στη δαχτυλήθρα (φλυτζανάκι; τηλεφωνική καμπίνα;) της ριζοσπαστικής αριστεράς. Αν περνούσε από εδώ ένας οργουελικός θα αντέτεινε ότι η κλίμακα του «μεταξύ μας», ειδικά όταν αφορά γκρουπούσκουλο, δεν είναι και πολύ καλή ιδέα. Στην ευρεία δημόσια συζήτηση, αν «κομμουνισμός»=ανέκδοτο, τότε «Λένιν»=αιμοδιψής παράφρων. Πάει πολύ! Ευτυχώς, εμείς οι της δαχτυλήθρας, δεν τα χάνουμε με τον αναθεωρητισμό κι όλο και κάτι ξέρουμε από ιστορία. Οπότε, η λέξη «νεολενινισμός» δεν είναι στίγμα, αλλά ένας χώρος αντιπαράθεσης, ίσως κι έντονης. Πάντως μιας αντιπαράθεσης την οποία θεωρώ νευραλγική στην παρούσα συγκυρία. Η τοποθέτηση του σημαίνοντος «λενινισμός» (για την ακρίβεια, νεολενινισμός -το πρόθεμα μετράει πολύ) είναι ένας τρόπος αντιπαράθεσης σε αυτό που θα ονόμαζα «πολιτικές της αμεταβατότητας».

Τι εννοείτε;

Εννοώ τις πολιτικές που, σκοπίμως, παραιτούνται από την υπόδειξη της όποιας κατεύθυνσης ώστε να αποφύγουν την κατηγορία για αυταρχισμό, και καλλιεργούν την κίνηση για την κίνηση. «Ο στόχος είναι στην πορεία» ή «πορευόμαστε στην πορεία» είναι, έμμεσα ή άμεσα, τα πιστεύω τους. Οι τελευταίοι που υπέδειξαν μια επαναστατική κατεύθυνση είναι οι μπολσεβίκοι, και αυτούς δεν τους θέλουμε. Όντως, δεν τον θέλουμε πια τον τρόπο των μπολσεβίκων και ό,τι ακολούθησε – ούτε καν  εγώ τον θέλω, φανταστείτε. Δεν έχω όμως καμία αμφιβολία ότι η εγκατάλειψη της όποιας κατευθυντήριας θέσης μας καταδικάζει σε ήττα. Οι «απέναντι» ξέρουν πολύ καλά και τι θέλουν και πού πάνε. Ενώ εμείς προτείνουμε την πόρευση στην πορεία, εκείνοι προχωρούν. Για την ακρίβεια, εδώ και τριάντα χρόνια τους κοιτάμε να προχωρούν χωρίς να τους αντιτάσσουμε καμία συγκεκριμένη θετική κατεύθυνση, χωρίς να προτείνουμε κανένα  συλλογικό εναλλακτικό μέλλον.

Έχω γνώση της ένστασης ότι οι κατευθυντήριες υποδείξεις καταλήγουν σε ηγετικές υφαρπαγές. Η ανησυχία είναι απολύτως βάσιμη, θα πρέπει μάλιστα να την έχουμε διαρκώς κατά νου. Πρέπει όμως να τη ζυγίζουμε με τη συμμετρική της ανησυχία, που είναι τουλάχιστον εξίσου βάσιμη, ότι η δικαιολόγηση της αμεταβατότητας ποτέ δεν οδηγεί πουθενά. Τώρα όμως επείγει να φτάσουμε κάπου, δηλαδή να στοχεύσουμε κάπου, να πούμε πού είναι αυτό το «κάπου» (όχι όπου να ‘ναι) και σε τι συνίσταται. Ονόμασα «νεολενινισμό» την κατευθυντήρια θέση: το να αναλάβεις την ευθύνη να πεις κάτι για το κάπου, και μάλιστα κάτι το αρκετά συγκεκριμένο, με την πεποίθηση ότι, εκτός από τους επαΐοντες της ηθικής της αμεταβατότητας, δεν φέρνεις τα πλήθη κοντά σου προτείνοντας απλώς την πορεία για την πορεία. Μια  πολιτική πρόταση πλειοψηφίας είναι η πρόταση που δηλώνει ρητά πού θέλει να πάει, πράγμα που, οφείλω να πω, δεν έχει καμία σχέση με την εκπόνηση ενός μεγαλεπήβολου σχεδίου, διεξοδικού και λεπτομερούς, όπου το μόνο που μένει είναι να στρατολογηθούν εκείνοι που θα το υλοποιήσουν. 

Μια  πολιτική πρόταση πλειοψηφίας είναι η πρόταση που δηλώνει ρητά πού θέλει να πάει, πράγμα που δεν έχει καμία σχέση με την εκπόνηση ενός μεγαλεπήβολου σχεδίου.

Η πρόταση για αποθεσμοποίηση και η πρόταση για «πόρευση» με την οποία έχει καταφανώς συνδεθεί, είναι προτάσεις παράδοξες, όπου προτείνεται να μην προτείνουμε -αν όχι να «την κοπανήσουμε». Τα κείμενα της Αόρατης Επιτροπής,[1] για παράδειγμα, έχουν μετρήσει πολύ για μένα, όπως για πολλούς. Μπορεί κανείς να τα σχολιάσει όπως θέλει, πάντως ήταν (και είναι) πολύ δυνατά. Νομίζω όμως ότι η φυγή, η απόδραση, ήταν προτάσεις της εποχής, εννοώ της εποχής εκείνης όπου η απόδραση ήταν το μόνο που μας έμενε βλέποντας ότι δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτ’ άλλο με τον (ενάντια στον) καπιταλισμό εκτός από το να τον εγκαταλείψουμε -αφήνοντάς τον όμως να υπάρχει πίσω μας (γιατί ποτέ δεν πίστεψα στην υπόθεση της γενικής απόδρασης, που θα άφηνε τον καπιταλισμό άδειο και καταδικασμένο να καταρρεύσει). Όπως ακριβώς η σπάνια χρήση της λέξης «ουτοπία» στον σημερινό χειραφετητικό λόγο μου φαίνεται ένα εξαίρετο σημάδι, το σημάδι ότι πια η μοναδική μας λύση δεν είναι να καταφύγουμε (να φύγουμε) στο παραμύθι ενός φανταστικού «ου τόπου» (χωρίς πιθανότητα να γίνει κάποτε πραγματικός), έτσι, νομίζω, οι «αποθεσμικοί» θα πρέπει να χαίρονται που η φάση της αποθεσμοποίησης έκλεισε. Γιατί αυτό σημαίνει ότι η ευθεία επίθεση στον καπιταλισμό, και η αντικατάστασή του με κάτι συγκεκριμένο, είναι μια ιδέα που έχει πλέον δικαίωμα ύπαρξης, σημαίνει δηλαδή ότι ίσως νικάμε την «κατάρα του Jameson» που έλεγε ότι  είναι «πιο εύκολο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου παρά το τέλος του καπιταλισμού». Αναρωτιέμαι μάλιστα αν η περίοδος που ξεκινά έχει ως υπόρρητο κανόνα την αντιστροφή της ρήσης. 

Πώς νοηματοδοτείτε αυτή την αντιστροφή;

Όχι, δεν θέλουμε το τέλος του κόσμου, κατά συνέπεια, αρχίζουμε να σκεφτόμαστε πολύ σοβαρά το τέλος του καπιταλισμού -και τον κομμουνισμό. Εδώ βλέπουμε πόσο ισχυρός συναισθηματικός μοχλός θα είναι ο κλιματικός κίνδυνος. Όχι, η ανθρωπότητα δεν θα αφεθεί να πεθάνει. Αρχίζει να καταλαβαίνει ότι κινδυνεύει, και μόλις αποκτήσει ξεκάθαρη αντίληψη των πραγματικών αιτιών του κινδύνου, θα μας είναι ξανά πιο εύκολο να σκεφτούμε τον θάνατο του καπιταλισμού παρά τον δικό μας! Ετοιμαζόμαστε να βγούμε από την παραίτηση. Να τελικά τι προεικάζει η λέξη «νεολενινισμός», και τι επίσης κρυπτογραφεί: αναλαμβάνει, όχι τη φυγή, αλλά την αντιπαράθεση με τον καπιταλισμό. Θέτει μια κατεύθυνση, εξετάζει μεταξύ των άλλων τη μακροκοινωνική κλίμακα και το ερώτημα των θεσμών, σχεδιάζει μια στρατηγική, την υποστηρίζει με την άλφα ή τη βήτα μορφή οργάνωσης (οργανώσεων).

Ας μείνουμε λίγο ακόμα στο ζήτημα των ονομασιών. Ο οικοσοσιαλισμός εμφανίζεται σαν μια «διαλεκτική σύνθεση μαρξισμού και οικολογίας», όπως λέει ο Michael Löwy. Αν δεν κάνω λάθος, δεν χρησιμοποιείτε ποτέ τον όρο. Δεν συγγενεύει ωστόσο με την προσέγγισή σας;

Συχνά, με τις ονομασίες, μπερδεύουμε τα προβλήματα. Ο «οικοσοσιαλισμός» είναι μια πιθανή ονομασία που μου πέρασε πράγματι από τον νου και, στη θεωρία, τη βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα. Είναι σίγουρα λιγότερο φορτισμένη, και απείρως πιο καλοσυνάτη απ’ ότι ο «κομμουνισμός». Αυτή όμως ακριβώς η «καλοσύνη» έχει γίνει πρόβλημα: ο λόγος των κοινοβουλευτικών κομμάτων, από την Ανυπότακτη Γαλλία μέχρι το Σοσιαλιστικό κόμμα -στο τελευταίο προφανώς ως καταφανής απάτη- ανακυκλώνεται διαρκώς η λέξη «οικοσοσιαλισμός». Σίγουρα θα μπορούσε κανείς να μου αντιτάξει ότι υπάρχει κι ένα «Κομμουνιστικό Κόμμα», στις επίσημες κατευθύνσεις του οποίου μάταια θα αναζητούσε κανείς ένας ίχνος κομμουνισμού, κι ότι αυτό δεν είναι δικαιολογία. Ε, κι όμως είναι! Εξάλλου, δεν ξέρω πια τι θα πει «σοσιαλισμός». Βέβαια, το περιεχόμενο που του δίνει ο Michael Löwy είναι απολύτως σαφές, και δύσκολα θα έλεγα ότι δεν ταυτίζομαι. Αφού όμως μας απασχολεί πραγματιστικά η πρόσληψη, φοβάμαι ότι ο «οικοσοσιαλισμός» μοιάζει πολύ με μια κατηγορία της γραμματικής του καπιταλισμού, και ηχεί σαν τη νιοστή πρόταση για να τον «λυγίσουμε». Μπορούμε να πούμε ότι έχει κάτι το επιδέξιο, ότι σου επιτρέπει να προχωράς στα κρυφά και να ξεγελάς τον κόσμο του -δεν έχω κανένα πρόβλημα με αυτού του είδους την επιδεξιότητα. Αντίστοιχα, μπορούμε επίσης να πούμε ότι προετοιμάζει την κάθε είδους ουδετεροποίηση. Τελικά, φτάνω σε ένα αρκετά χοντροκομμένο επιχείρημα: «κομμουνισμός» είναι αυτό που συμπεραίνεται ως θετική πρόταση από μια αταλάντευτα αντικαπιταλιστική προϋπόθεση.

Ο μόνος τρόπος να αποθαρρυνθεί η αντίδραση είναι το εντυπωσιακό θέαμα της μαζικής κινητοποίησης, δηλαδή το συναίσθημα που δημιουργεί τόσο το πλήθος όσο και ο βαθμός αποφασιστικότητάς του.

Λέτε συχνά ότι δεν έχετε την παραμικρή ιδέα για το πώς μπορούμε να οδηγηθούμε σε μια δίκαιη κοινωνία. Για να πάρει όμως κανείς την εξουσία δύο μόνο τρόποι υπάρχουν: ή οι εκλογές ή η ανατροπή. Ή η Λαϊκή Ενότητα του Αλιέντε ή ο Κάστρο, ή το MAS του Μοράλες ή το μοντέλο των σπαρτακιστών. Φαίνεται να τους αποκλείετε συλλήβδην: ελπίζετε πως «τα όπλα δεν θα έχουν καμία θέση στη διαδικασία», ενώ ταυτόχρονα δηλώνετε ότι τίποτα δεν θα προκύψει μόνο μέσα από την «κοινοβουλευτική οδό». Μήπως τελικά είστε υπέρμαχος ενός νέο-1936; Ενός εκπληρωμένου 1936: εκλογές, μαζική κινητοποίηση που θα σβερκώσει τους εκλεγμένους αντιπροσώπους και, αυτή τη φορά, κοινωνική επανάσταση. 

Δεν τους απορρίπτω συλλήβδην, τουλάχιστον όχι και τους δύο εξίσου. Ότι «σκέτη» η εκλογική διαδικασία δεν πρόκειται να δώσει τίποτα, ναι, γι’ αυτό είμαι πεπεισμένος -εννοώ «τίποτα» στο ύψος που απαιτείται σε οικοκτόνους καιρούς. Ότι μπορούμε να αποφύγουμε τα όπλα, ναι, το εύχομαι -όμως να ευχόμαστε είναι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε. Είναι γνωστή η ιστορία των αριστερών εγχειρημάτων και του πώς κατέληξαν τα περισσότερα εξ αυτών: είτε στην «κοινοβουλευτική» απορρόφηση είτε στο αίμα. Μπορούμε, νομίζω, να συμφωνήσουμε ότι ο φραγμός είναι η ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής με στόχο το κέρδος, και ότι καμία κοινοβουλευτική λύση δεν έχει βρεθεί ικανή να τον σπάσει. Τι άλλο λοιπόν εκτός από τα όπλα; Ε, λοιπόν ναι: ένα «εκπληρωμένο 1936» -μου αρέσει πολύ ο όρος σας. Νομίζω ότι ο μόνος τρόπος να αποθαρρυνθεί η αντίδραση είναι το εντυπωσιακό θέαμα της μαζικής κινητοποίησης, δηλαδή το συναίσθημα που δημιουργεί τόσο το πλήθος όσο και ο βαθμός αποφασιστικότητάς του. Αυτή είναι η μόνη αναγκαία συνθήκη, ή εν πάση περιπτώσει η μόνη λύση, εγώ τουλάχιστον δεν βλέπω άλλη, για να αναχαιτιστεί η κλιμάκωση βίας της αστικής τάξης που έχει ιστορικά αποδείξει ότι είναι έτοιμη για τα πάντα.

Ο ιστορικός Jérôme Baschet, που συνδέεται με το κίνημα των Ζαπατίστας, σας αφιερώνει αρκετές σελίδες στο βιβλίο του Basculements.[2] Σας προσάπτει, μεταξύ άλλων, ότι ποντάρετε τα πάντα στο «μετά» την επανάσταση και ότι αποτρέπετε «τη δυνατότητα να αρχίσουμε να χτίζουμε από τώρα». Χτυπάει διάνα ή πέφτει εντελώς έξω;

Αναφέρεστε σε μια εντελώς ασυνήθιστη περίπτωση. Διάβασα το βιβλίο, διάβασα και τις σελίδες που αναφέρονται σε μένα. Οφείλω να πω ότι πρόκειται για μια αξέχαστη εμπειρία στρέβλωσης. Ξέρω ότι στους διαξιφισμούς η παραποίηση των ιδεών είναι μάλλον ο κανόνας παρά η εξαίρεση, σε κάποια όμως στάδια μένεις πραγματικά άφωνος. Από το Imperium και μετά, αναφέρομαι διαρκώς στην ανάλυση της Πολιτικής πραγματείας του Σπινόζα από τον Alexandre Matheron[3] και επαναλαμβάνω την κεντρική του ιδέα ότι «η εξουσία είναι η κατάσχεση από τον ηγεμόνα της εξουσίας των υπηκόων του». Ολόκληρη η θεωρία μου για τους θεσμούς είναι μια θεωρία αρπαγής! Από το Vivre sans ?, και στη συνέχεια στο Figures du communisme, και μετά στο En travail (το βιβλίο των παράλληλων συνομιλιών μου με τον Bernard Friot), και βασικά ήδη από το Imperium, επαναλαμβάνω την ιδέα, όχι μόνο της πολλαπλής κλίμακας, αλλά και της εγγενούς ορθότητας, και μάλιστα της απόλυτης αναγκαιότητας, να ανθίσουν για έναν καλά σχεδιασμένο κομμουνισμό τοπικά πειράματα αυτονομίας: από αυτό εξαρτάται η ζωτικότητά του, αλλά και η βιωσιμότητά του. Αν η ιστορία του «υπαρκτού σοσιαλισμού» μας δίνει ένα κατηγορηματικό μάθημα, είναι ότι η πλήρης, η ολοκληρωτική απορρόφηση της κοινωνίας από το Κράτος, και δη από αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε Κράτος-στρατώνας, σημαίνει θάνατο. Μόνο η ζωή των συλλογικοτήτων, των ενώσεων, μπορεί να μας σώσει. Με λίγη λογική, συμπεραίνουμε -εγώ συμπεραίνω- ότι σκόπιμο είναι τα πειράματα αυτά να αναπτυχθούν από τώρα. Άλλωστε αυτό συμβαίνει ήδη, δεν χρειάστηκαν κανέναν να τους το υπαγορεύσει. Ο κομμουνισμός δεν είναι απλώς μια κοινωνική οργάνωση ή μια θεσμική δομή, είναι επίσης ένα habitus, δηλαδή ένα σύνολο ατομικών τάσεων που μορφοποιούνται στην πράξη. Κι αυτό το habitus δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της εισόδου στον κομμουνισμό, είναι επίσης μία από τις προϋποθέσεις δυνατότητάς του.

Με άλλα λόγια, όσο περισσότεροι είμαστε αυτοί που θα έχουμε ήδη την εμπειρία του κομμουνισμού στην πράξη, εν προκειμένω στην τοπική αναγκαστικά πράξη, τόσο περισσότερο ο κομμουνισμός, ως παγκόσμιος κοινωνικός σχηματισμός, θα βρει έτοιμο το έδαφος των ευνοϊκών τάσεων για την ανάπτυξη και τη βιωσιμότητά του. Από την άλλη πλευρά, η τοπική πρακτική του κομμουνισμού μπορεί μεν να είναι απαραίτητη όχι μόνο για την «προετοιμασία» του αλλά και για τη ζωτικότητά του «εν κινήσει», δεν αρκεί όμως για την ολοκλήρωσή του, για την πλήρη του πραγμάτωση. Αυτό που εννοώ ως κομμουνισμό δεν είναι ούτε μια μεγέθυνση της «κομμούνας» (κομμούνα, εννοώ, μακροσκοπικής κλίμακας αν και πρόκειται για επί της ουσίας αντίφαση), ούτε ένα δίκτυο κομμούνων, και αυτό για λόγους που  έχουν να κάνουν με τις βαθιές ανάγκες του καταμερισμού  εργασίας, του οποίου η διάρθρωση δεν είναι απλώς «προσθετική», σαν το άθροισμα μιας σειράς τοπικών και ξέχωρων συνεισφορών, αλλά «ολιστική» και προϋποθέτει μορφές συνολικής ενσωμάτωσης σε επίπεδο κοινωνικών ενοτήτων -το εξηγώ αυτό εκτενώς στο Figures du communisme και στο En travail. 

Ενώ στο Figures du communisme υποστηρίζετε ότι «Η δική μας στιγμή κάποτε θα ‘ρθει», στο En travail εκφράζετε την απαισιοδοξία σας όσον αφορά το εγγύς μέλλον. «Φοβάμαι ότι ο εκφασισμός προχωρά και ότι έχουμε φτάσει στο σημείο όπου τίποτα δεν θα μπορεί να τον σταματήσει», λέτε. Από τότε που εκδόθηκε το βιβλίο, ο πολύ προβεβλημένος Ζεμούρ, υπέρμαχος της αναγκαστικής εκτόπισης πληθυσμών, εμφανίζεται ως πιθανή επιλογή στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών…

Ε, λοιπόν ναι, εκεί βρισκόμαστε. Έκανα λόγο προηγουμένως για την οργανική κρίση και τις επιταχυντικές της ιδιότητες. Τα πράγματα προφανώς ωριμάζουν μεσο- ή μακροπρόθεσμα, σε κάθε περίπτωση όμως είναι ατελείωτος ο κατάλογος αυτών που έχουν ήδη εγκατασταθεί ενώ τα θεωρούσαμε αδύνατα πριν πέντε ακόμα χρόνια, και που κοιτώντας τα αναδρομικά μουδιάζεις: μια αστυνομία που έχει ξεφύγει εντελώς, έχει γίνει ένα μπλοκ ρατσισμού, βίας και ψεύδους, αυτόνομο απόστημα που μόνο στον εαυτό του υπακούει· μια διογκούμενη αυτοκρατορία ενός τεράστιου αριθμού πολυμέσων που προωθεί ανοιχτά έναν υποψήφιο πρόδηλα φασίστα (με την παθητική συναίνεση του ΕΣΡ)· νεοναζιστικές ομάδες αποφασισμένες να τρομοκρατούν στους δρόμους, αν όχι να πάρουν όπλα και να επιτεθούν· αχαλίνωτη ισλαμοφοβία που κατακλύζει και τις υψηλότερες βαθμίδες του κράτους· μακαρθισμός στα πανεπιστήμια· ασύλληπτος θρίαμβος των ιδεολόγων της ακροδεξιάς στην επιβολή παραληρηματικών ιδεών («woke», «ισλαμοαριστερισμός», «cancel culture»). Μπορούμε φυσικά να αναρωτηθούμε σε ποιον ακριβώς βαθμό η επιβολή αυτή είναι πραγματική, και κυρίως αν έχει διεισδύσει στην κοινωνία πέρα από τα όρια του επικοινωνιακο-πολιτικού πεδίου. Σίγουρα, το επικοινωνιακο-πολιτικό πετυχαίνει απίστευτες μεγεθύνσεις. Δυστυχώς όμως δεν πιστεύω ότι δεν αφήνει κανένα αποτύπωμα. 

Την περασμένη άνοιξη, έκανα σκοτεινές προβλέψεις για το μέλλον ακούγοντας το σύνθημα «θάνατος στους Άραβες» στις πορείες. Φοβάμαι ότι δεν φοβάμαι χωρίς λόγο. Ότι η «μεγάλη αντικατάσταση», μια ιδέα που περιοριζόταν στο βούρκο μερικών παρανοϊκών ρατσιστών, βρέθηκε στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης ως ιδέα «σίγουρα μάλλον αμφιλεγόμενη αλλά άξια συζήτησης», αρκεί για να δώσει μια ιδέα της ραγδαίας υποβάθμισης της πολιτικής ατμόσφαιρας συνολικά, και μας υπενθυμίζει για ακόμα μια φορά την ταχύτητα που χαρακτηρίζει τις διαδικασίες οργανικής κρίσης. Το πόσο γρήγορα και αδυσώπητα αλλάζουμε επίπεδα είναι κατά τη γνώμη μου χαρακτηριστικό αυτών των απορρυθμίσεων, μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι αυτές οι συλλογικές παρακρούσεις αποτελούν τη δυναμική του εκφασισμού. Για να αποφύγω το πάντα προβληματικό λεξιλόγιο του κανονικού και του παθολογικού, θα το θέσω με σπινοζικούς όρους: οι περίοδοι εκφασισμού είναι στιγμές κατά τις οποίες η ισχύς του συλλογικού σώματος καταρρέει -οπότε αντιλαμβανόμαστε ότι η ισχύς δεν μετριέται μόνο με βάση την ένταση και τον αναβρασμό, που αναμφισβήτητα είναι στα ύψη αυτή την περίοδο. 

Για τον Σπινόζα, ισχύς είναι η ικανότητα ενός σώματος να κάνει με εντατικότητα ό,τι απαιτείται, όχι με τη στατική έννοια της αυτοσυντήρησης, αλλά με τη δυναμική έννοια της εξέλιξης της ζωής στην υψηλότερη γνώση του εαυτού του, της κατάστασής του και του κόσμου. Για παράδειγμα, ένα ισχυρό πολιτικό σώμα σήμερα θα οργάνωνε όλη τη συλλογική του σκέψη και συζήτηση γύρω από ένα βιβλίο, το La Croissance verte contre la nature [Η Πράσινη ανάπτυξη εναντίον της φύσης] της Hélène Tordjmann, το οποίο θέτει το ερώτημα, το ζωτικής σημασίας ερώτημα, τι αξία έχει η υπόσχεση του καπιταλισμού ότι θα μας σώσει από την  οικοκτονία του καπιταλισμού (spoiler: καμία). Οι ερχόμενες δεκαετίες έχουν ήδη ρυθμιστεί επάνω στην κίβδηλη αυτή υπόσχεση, και ξέρουμε πόσο η «καινοτομία» είναι μια πρόφαση για να κάνουμε υπομονή («δεν γίνεται να το βρούμε σε μια μέρα», «αλλά το προσπαθούμε πολύ», «θα γίνει», «αλλά πρέπει να περιμένουμε», «λίγο ακόμα», «έχουμε κάνει πρόοδο»). Όπως αποδεικνύει το έργο της Hélène Tordjmann, η καπιταλιστική καινοτομία, ως προς τις «περιβαλλοντικές λύσεις», δεν είναι παρά ένα γιγαντιαίο παιχνίδι αντιστάθμισης, όπου ένα πλύσιμο εδώ πληρώνεται μοιραία με ένα ξαναλέρωμα αλλού -κι αυτό στην καλύτερη περίπτωση, γιατί ορισμένες «καινοτόμες» ιδέες της γεωμηχανικής προξενούν πραγματικά τρόμο. Να τι θα έπρεπε να συζητάμε ακατάπαυστα, να τι θα έπρεπε να είναι το πρώτο θέμα σε όλα τα μέσα ενημέρωσης -και όχι ο σκέτος θρήνος για την κλιματική αλλαγή.

Το πολιτικό σώμα, έχοντας παραχωρήσει την οργάνωση της συζήτησης στα καπιταλιστικά μέσα ενημέρωσης υστεριάζεται με εντελώς παραληρηματικά θέματα μεταξύ woke και μεγάλης αντικατάστασης.

Αλλά αντ’ αυτού…

Αντ’ αυτού το πολιτικό σώμα, έχοντας παραχωρήσει την οργάνωση της συζήτησης στα καπιταλιστικά μέσα ενημέρωσης -ορισμένα εκ των οποίων πρόδηλα εκφασισμένα, και με τα υπόλοιπα κατά πόδας λόγω υγιούς ανταγωνισμού- υστεριάζεται με εντελώς παραληρηματικά θέματα, μεταξύ woke και μεγάλης αντικατάστασης. Όπως σήμερα σαστίζουμε ξαναδιαβάζοντας τη μιντιακή και πολιτική καταστροφή της δεκαετίας του 1930, ας στοιχηματίσουμε ότι σε πενήντα χρόνια θα εξετάζουμε τα λάθη της δεκαετίας του 2020 με το ίδιο μείγμα αποτροπιασμού και ακατανοησίας, συν την αμηχανία που επιβάλλει η επανάληψη, συν την καταρράκωση για το ότι τελικά η ιστορία δεν γίνεται μάθημα, ούτε καν όταν η ανθρωπότητα βρίσκεται στη δίνη υπαρξιακών, ζωτικών ζητημάτων.

Μπορούμε να αντιτάξουμε ότι όλα τα μέσα ενημέρωσης δεν μιλούν μόνο για αυτό. 

Πράγματι. Όσα όμως μιλάνε για κάτι άλλο, και δη για το επείγον της κλιματικής κρίσης -εννοώ μεταξύ των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης- είναι εντελώς προσδεδεμένα στην υπόσχεση του καπιταλισμού για σωτηρία μέσω της «καινοτομίας». Γιατί η αμφισβήτηση του καπιταλισμού, η ιδέα ότι είναι το «πρόβλημα» και σίγουρα όχι η «λύση», έχει ριζικά αποκλειστεί από τους κύκλους όπου ο καπιταλισμός είναι ό,τι και η φύση, μια απαραίτητη δηλαδή συνθήκη από την οποία το εγχείρημα εξόδου δεν έχει καν νόημα.

Σ’ ένα πρόσφατο συγκρουσιακό σας κείμενο, καταγγέλλετε την ολούθε εξύμνηση του «έμβιου». Όμως, στο Στη Δουλειά θεωρείτε «απολύτως σωστή» την ιδέα της «κρίσης του αισθητού» που, κατά τον φιλόσοφο Baptiste Morizot, ορίζει την έκπτωση της σχέσης μας με τον φυτικό και ζωικό κόσμο. Ο Λορντόν αντι-δυιστής,[4] είναι δυνατόν; 

Μάλλον αστειεύεστε! Σας θυμίσω ότι είμαι σπινοζιστής και ότι ο αντι-δυισμός (με την έννοια που τον χρησιμοποιήσατε) βρίσκεται στον πυρήνα της οντολογίας του Σπινόζα, που είναι απόλυτα νατουραλιστική, είναι μια φιλοσοφία οντολογικής ισότητας. Ο πεπερασμένος ανθρώπινος τρόπος, pars naturae, ως μέρος της φύσης σαν όλα τα υπόλοιπα, έχει ριζικά καθαιρεθεί από τη θέση του  εξαίρετου εντός του σύμπαντος, από τις αξιώσεις του να συνιστά «αυτοκρατορία εν τη αυτοκρατορία». Η «ποιότητα του είναι» του είναι όμοια με το οποιοδήποτε άλλο ον της φύσης -οντολογική ισότητα, αλλά οντική διαφορετικότητα. Ισότητα του είναι, αλλά διαφορετικότητα δυνατοτήτων. Διαφορετικότητα παντός είδους, εξάλλου, αφού ο Σπινόζα επισημαίνει, από τη μια, ότι «στα ζώα παρατηρούμε περισσότερα από ένα πράγματα που υπερβαίνουν κατά πολύ την ανθρώπινη οξύνοια», και από την άλλη ότι μόνο οι άνθρωποι απολαμβάνουν τις δυνατότητες της λογικής. Αν η οικολογική σκέψη ενδιαφέρεται για τη φιλοσοφία, θα πρέπει να αναζητήσει την οντολογία της στον Σπινόζα, πόσο μάλλον που εκεί θα βρει τη σκέψη της θεμελιώδους αλληλεπίδρασης, όπου οι πεπερασμένοι τρόποι, ακριβώς επειδή είναι πεπερασμένοι, μόνο σε αλληλεξάρτηση μπορούν να ζήσουν. Να πω κι άλλα; Πριν κάποια χρόνια, ο ριζοσπάστης οικολόγος Arne Næss το είχε ήδη καταλάβει. Όσο για εμένα, δεν νομίζω ότι ανήκω στους ανθρώπους που πρέπει να πειστούν για τον αντι-δυισμό -θα πρέπει ωστόσο να λάβω υπόψη μου τις συνέπειες μιας στρεβλής ορατότητας όπου οι πολιτικές μου παρεμβάσεις σβήνουν συστηματικά το φιλοσοφικό μου έργο. Επιπλέον, δεν θα μου χρειαζόταν να επικαλεστώ τον Σπινόζα για να δικαιολογήσω την ευαισθησία μου στο αισθητό -γίνεται και χωρίς αυτόν. Τυχαίνει όμως και να έχω την ευαισθησία και επιπλέον να είμαι και σπινοζιστής. Απλώς δεν νιώθω την ανάγκη να αφηγηθώ τις ευαισθησιούλες μου. 

Επομένως, ναι, ο σπινοζισμός μας βοηθά να σκεφτούμε φιλοσοφικά την οικολογία. Και ναι, η αποσάθρωση των ευαισθησιών μας με ανησυχεί. Τώρα, το πολιτικό ερώτημα είναι: τι κάνουμε με όλα αυτά; Ο απολαυστικός Pierre Charbonnier αναφέρεται στον Philippe Descola για να θυμίσει ότι δεν μπορούμε «να είμαστε πολιτικά επαναστάτες και οντολογικά συντηρητικοί». Θα πρέπει όμως να το μπορέσουμε γιατί, στο ακραία επείγον της οικοκτονίας, το να θέσει κανείς την οντολογική επανάσταση ως προϋπόθεση της πολιτικής επανάστασης σημαίνει μετά βεβαιότητος ότι θα πεθάνουμε καρβουνιασμένοι, πνιγμένοι, σκασμένοι, πανδημισμένοι, και λοιπά. Η (καταστροφική) οντολογική επανάσταση που έκανε να εμφανιστεί η μεταφυσική του υποκειμένου και της ελεύθερης βούλησης, και που στη συνέχεια τη μετέτρεψε σε κοινό φαντασιακό, χρειάστηκε αιώνες. Θα χρειαστούν άλλοι τόσοι για μια επανάσταση  που θα την αναιρέσει και θα (επαν-)εγκαθιδρύσει τα δικαιώματα της οντολογικής ισότητας και της συνολικής αλληλεξάρτησης. Δεν τους έχουμε όμως, τους τόσους αιώνες. Θα αφήσουμε λοιπόν τους ακαδημαϊκούς (συμπεριλαμβανομένου και εμού) να ετοιμάσουν την οντολογική επανάσταση, όμως δεν θα παραμυθιαστούμε για τις ικανότητες της πρώτης φιλοσοφίας, και θα κοιτάξουμε να βρούμε –και σβέλτα- πώς θα δώσουμε στην ανθρωπότητα την ευκαιρία να συνεχίσει να ζει σ’ αυτόν τον πλανήτη. Και η ευκαιρία αυτή θα δοθεί μέσα από μια σειρά πράξεων, αρχής γενομένης από πράξεις ονομασίας, και μάλιστα υπόδειξης.

Ποιες για παράδειγμα;

Δεν μπορούμε πλέον να λέμε ότι αυτό που καταστρέφει τον πλανήτη είναι «η-κλιματική-αλλαγή» χωρίς να προσθέτουμε τίποτα από δίπλα, χωρίς να επισημαίνουμε ότι η κλιματική αλλαγή δεν πέφτει από τον ουρανό, χωρίς να θέτουμε το ερώτημα «άρα από πού;», «από τι;», «από ποιους;» -και να απαντήσουμε χωρίς φιοριτούρες. Πρόσφατα, στο ραδιόφωνο της France Culture, κεφαλοχώρι αυτών που «τους απασχολεί η έμβια ζωή στον πλανήτη», εκφραζόταν έντονη ανησυχία για την κλιματική αλλαγή και για το ότι «δεν γίνεται αρκετή πρόοδος». COP 21, 22, … 26, μια από τα ίδια. Και η δημοσιογράφος (ή χρονικογράφος ή παρουσιάστρια της εκπομπής) αναρωτιόταν μεγαλόφωνα: «Μα γιατί τέλος πάντων δεν γίνεται αρκετή πρόοδος;» Λοιπόν, αν θέλετε το πιστεύετε, είναι «εξαιτίας του status quo». «Το πράγμα» μένει ως έχει γιατί υπάρχει «status quo». Ας βγάλουμε τα λατινικά: «Το πράγμα μένει ως έχει γιατί μένει ως έχει». Να πού οδηγεί να μην ονομάζουμε, να μην υποδεικνύουμε, να μη λέμε: οδηγεί σε φράσεις που με κάνουν να θέλω να σπάσω στο ραδιόφωνό μου με την τσάπα (αλλά μάλλον είμαι υπερβολικά ευαίσθητος). Εμένα πάντως μου είναι πολύ ξεκάθαρο σε τι οφείλω  να συμβάλλω τώρα (και θα πρέπει να γίνουμε πολλοί): στην πίεση του δημόσιου διαλόγου. Να τον πιέσουμε να πει «καπιταλισμός», «η αιτία είναι ο καπιταλισμός», «η οικοκτονία είναι καπιταλιστική», «δεν υπάρχει καπιταλιστική λύση στην καπιταλιστική οικοκτονία», «άρα. . . ». Όσο οι Ευαίσθητοι δεν θέλουν να βγουν από την κρυψώνα τους και να πουν, να επαναλαμβάνουν, να σφυροκοπούν, ξανά και ξανά, ασταμάτητα -όχι μια στο τόσο, με μισόλογα ή μόνο απέναντι σε ευνοϊκά ακροατήρια- ότι δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να είμαστε αντικαπιταλιστές, δεν θα είναι στο ύψος του κώδωνα κινδύνου που, παραδόξως, είναι από τους πλέον αρμόδιους να κρούσουν.

Αυτό που διέλυσε το κλίμα και κατέστρεψε τον πλανήτη δεν είναι ο «Άνθρωπος», είναι οι άνθρωποι του καπιταλισμού.

Ο ανθρωπολόγος Bruno Latour σίγουρα θα σας έλεγε: «Αυτό που δεν καταλαβαίνει η αριστερά που θέλει να διακρίνει παλαιάς κοπής στρατόπεδα -μεταξύ καπιταλισμού και αντικαπιταλισμού, χοντρικά- είναι ότι η επανάσταση έχει ήδη γίνει και ονομάζεται Ανθρωπόκαινος. Δεν βρισκόμαστε απέναντι σε μια επανάσταση που πρέπει να γίνει, αλλά σε μια επανάσταση που έγινε ήδη». Δεν το παίρνετε υπόψη σας;

Ό,τι είπα προηγουμένως δείχνει ότι το παίρνω -το ερώτημα όμως είναι τι, και με ποιους όρους; Ναι, έχει γίνει μια επανάσταση. Όχι, η κατάλληλη λέξη για να την ονομάσουμε δεν είναι «Ανθρωπόκαινος». Η λέξη «Ανθρωπόκαινος» λέει ότι αιτία της οικοκτονίας είναι ο «άνθρωπος», συγγνώμη, ο «Άνθρωπος». Α, μπα; Λες και πάμε πριν τις Θέσεις για τον Φόιερμπαχ, ο «Άνθρωπος», αυτό το πράγμα που δεν υπάρχει πουθενά αλλού παρά μόνο στο κεφάλι των ιδεαλιστών φιλοσόφων. Όχι, αυτό που διέλυσε το κλίμα και κατέστρεψε τον πλανήτη δεν είναι ο «Άνθρωπος», είναι οι άνθρωποι του καπιταλισμού. Ο Andreas Malm έχει αποδομήσει την παλαβή ιδέα της «Ανθρωποκαίνου», που το όνομά της και μόνο είναι υπεκφυγή: ένα από αυτά τα κλασικά γλοιώδη στρατηγήματα του ηθικολογικού ιδεαλισμού, που κάνει μονίμως τα πάντα για να αγνοήσει τις υλικές και τις κοινωνικές δυνάμεις, τις κυριαρχίες και τις συγκρούσεις, τις κοινωνικές σχέσεις και τις σχέσεις εξουσίας, και που τελικά τι μας αφήνει ως δυνατότητα; Να μεταρρυθμίσουμε τον Άνθρωπο; Ξέρουμε από πριν πού μας πάει αυτό: στη διαλογή των απορριμμάτων και την εξύμνηση των «μικρών χειρονομιών» που «θα αλλάξουν τα πάντα». Έλα όμως που οι μικρές χειρονομίες που θα αλλάξουν τα πάντα είναι δεκανίκια για να συνεχίσουν ακριβώς όπως ήταν πριν, άρα για να μην αλλάξει τίποτα. Ή μήπως να φτιάξουμε κοινοβούλιο στην Άνω Ραχούλα, στην Κάτω Μεριά ή στο Κατσικοχώρι; Σείονται τα θεμέλια του κεφαλαίου! Το κίνητρο για το ελαφρώς θυμωμένο κείμενο στο οποίο αναφερθήκατε προηγουμένως ήταν μόνο μια εικόνα: το μειδίαμα των ανθρώπων της Medef.[5] Δεν πιστεύουν στα μάτια και τ’ αυτιά τους, νομίζω. Τέτοια «ριζοσπαστική αριστερά» είναι πραγματικά ανέλπιστη, ούτε στα πιο τρελά τους όνειρα. Σε τέτοια θέματα μπορούμε να εμπιστευτούμε κριτήρια χοντροκομμένα μεν, ασφαλή δε: όταν κάτι ενοχλεί το κεφάλαιο, δεν γελάει καθόλου, επιστρατεύει τα ΜΜΕ του (εννοώ, τα δικά του ΜΜΕ, τα συντεταγμένα γύρω του), και εν ριπή οφθαλμού οι αντιφρονούντες μετονομάζονται επικίνδυνοι παράφρονες (τώρα πια λέμε «ριζοσπαστικοποιημένοι», πολύ βολική έκφραση που ταιριάζει με όλα).

Ανακεφαλαιώνω: παίρνω υπόψη μου ότι έχει γίνει μια επανάσταση. Δεν είναι η επανάσταση της «Ανθρωποκαίνου», αλλά της Καπιταλοκαίνου, δηλαδή το έργο του καπιταλισμού και των καπιταλιστών. Παίρνω κυρίως υπόψη μου ότι θα πρέπει απαραιτήτως να ακολουθήσει μια άλλη επανάσταση, αν δεν θέλουμε να καταλήξουμε καρβουνιασμένοι -στην πραγματικότητα μάλλον θα καταλήξουμε να αλληλοσκοτωνόμαστε για τις τελευταίες λακκούβες νερού. Όταν το ξανασκέφτομαι, η φράση του Latour μου φαίνεται εξωφρενική: σταματήστε να κυνηγάτε την επανάσταση, έχει ήδη συμβεί! Ναι, μόνο που ήταν η επανάσταση των καπιταλιστών, και αυτό μου φαίνεται ισχυρό κίνητρο, όχι για να εγκαταλείψουμε την ιδέα της επανάστασης, αλλά για να την κυνηγήσουμε, ακόμα πιο δυνατά, προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση.

Να περιμένουμε τον Γκοντό και τη συγχρονισμένη διαπλανητική επανάσταση; Όχι! Αρχίζουμε από κάπου και φροντίζουμε να εξαπλωθεί.

Αναφέρατε τον Andreas Malm. Τον συναντήσαμε προ καιρού και, όταν τον ρωτήσαμε τι νόημα θα είχε μια κοινωνική και οικολογική επανάσταση σε μία-δύο χώρες, αν στον υπόλοιπο κόσμο τα ρυπογόνα κράτη συνεχίζουν να ρυπαίνουν, μας απάντησε ότι δεν έχει την απάντηση. Και πρόσθεσε: «Είναι πράγματι δύσκολο να φανταστεί κανείς αυτή τη μετάβαση σε χώρες απομονωμένες». Οδηγούμαστε εδώ σε παλιότερα έργα σας για τον διεθνισμό… Να ξεκινήσουμε λοιπόν χωρίς τους άλλους;

Τα βιβλία του Andreas Malm μου έδωσαν μεγάλη ώθηση, και θα ήταν λίγο να πω ότι στο πρόσωπό του βρήκα έναν σύντροφο, ειδικά ως προς την ανάπτυξη της στρατηγικής συνέπειας. Θα το πω ευθέως: ούτε κι εγώ έχω απάντηση. Λέω όμως «ναι», χωρίς ενδοιασμούς. Σας θυμίζω επίσης ότι ένα κεφάλαιο του Figures du communisme είναι αφιερωμένο σε αυτό το δύσκολο ερώτημα, το οποίο, ελλείψει λύσης, επιχειρώ να αναδιατυπώσω με βάση τις παραμέτρους που μου φαίνονται κατάλληλες. Όχι δηλαδή εκείνες που στο παρελθόν ονόμασα «φανταστικό διεθνισμό», αυτόν τον αφηρημένο διεθνισμό, τον με αρετές πλασμένο, και που μεταξύ των άλλων δεν απαντά ποτέ στο ερώτημα της πολιτικής μορφολογίας: ο αφηρημένος διεθνισμός θα μπορέσει ποτέ να μας προτείνει μια εικόνα αυτού που θεωρεί ως τη μόνη αποδεκτή πολιτική κοινότητα, ήτοι την παγκόσμια κοινότητα του ενωμένου ανθρώπινου είδους; Εγώ δεν το πιστεύω, και δεν είμαι καθόλου αποφασισμένος να την περιμένω με το όπλο παρά πόδας. Άρα υποκύπτω στην ιδέα ότι για κάποιο καιρό θα πρέπει να υπολογίζουμε σε ξέχωρες πολιτικές οντότητες. Είναι αυτό πρόβλημα για τον κομμουνισμό; Φυσικά και είναι! Γιατί, εκτός από την (τρελή) ηρωική υπόθεση ενός κινήματος συγχρονισμένου σε όλες τις χώρες, από κάπου θα πρέπει να ξεκινήσει. Ίσως μπορούμε να ελπίζουμε ότι τα αποτελέσματα των διεθνών ζυμώσεων θα φανούν, προτείνω όμως να μην πολυβασιζόμαστε σε αυτό -θυμόμαστε ότι δεν πολυακολούθησαν μετά το 1917, σε ένα πλαίσιο που ήταν ωστόσο πολύ ευνοϊκότερο από το τωρινό- ή, εν πάση περιπτώσει, να μην το ανάγουμε σε προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ.

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με τη μόνη «ρεαλιστική» υπόθεση: κάπου άνοιξε -ιστορικά- το «παράθυρο» για μια κομμουνιστική επανάσταση. Να πώς πιάνω το ζήτημα του «κομμουνισμού σε μια μόνο χώρα»: όχι με βάση τη διεθνιστική αρετή, αλλά με βάση τον καταμερισμό της εργασίας -το παραδέχομαι, είναι λιγότερο συμφέρον. Μια χώρα, έστω και μεγάλη, δεν μπορεί να καλύψει στο εσωτερικό της ολόκληρο τον καταμερισμό εργασίας που θα ανταποκρίνεται στις υλικές της ανάγκες -ακόμα κι αν μειωθούν δραστικά, όπως επειγόντως υπαγορεύει η αποτροπή της οικοκτονίας. Έπεται ένα διττό πρόβλημα: η απομονωμένη κομμουνιστική χώρα θα εξακολουθεί να πρέπει να ενταχθεί στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, δηλαδή σε ένα καπιταλιστικό περιβάλλον, εχθρικό, μέσα στο οποίο η θέση εξάρτησής της είναι θέση αδυναμίας, πόσο μάλλον που, στο εν λόγω περιβάλλον, ορισμένοι δρώντες θα είναι αποφασισμένοι να τη γδάρουν. Με πρώτο και καλύτερο τον Αμερικανό ηγεμόνα, ο οποίος είναι γνωστό τι είδους μοίρα εξασφάλισε σε πειράματα που, χωρίς καν να έρθουν σε ρήξη με τον καπιταλισμό, θέλησαν να επηρεάσουν σημαντικά την πορεία του, με δηλούμενη σημαία τον σοσιαλισμού. Το να πρέπει να ενταχθεί στον διεθνή καταμερισμό εργασίας μέσα σ’ ένα κλίμα καθολικά εχθρικό δεν είναι ό,τι πιο εύκολο. Και ακόμα λιγότερο να αντιμετωπίσει, μόνη της, τις αποσταθεροποιητικές ενέργειες δυνάμεων που θεωρούν ότι το να γίνει επιτρεπτό -και να πετύχει, ποιος ξέρει;- ένα πείραμα εκτός των ορίων του καπιταλισμού, είναι κυριολεκτικά αδιανόητο. Ως προς αυτό, σκέφτομαι συχνά τον Ρουσσώ και το προσχέδιό του για ένα σύνταγμα για την Κορσική, στο οποίο έδινε στους νησιώτες κατοίκους την καταπληκτική συμβουλή να απαλλαγούν από το «εθνικό μεγαλείο» και το φαντασιακό του: μικρύνετε ώσπου να εξαφανιστείτε από τη διεθνή σκηνή, να σας ξεχάσουν… και να σας αφήσουν επιτέλους ήσυχους. Ναι, αλλά όσο μικραίνεις, τόσο ξεχαρβαλώνεται ο εσωτερικός καταμερισμός, και τόσο η ένταξη στο διεθνές εμπόριο γίνεται επιτακτική. Το οδυνηρό συμπέρασμα είναι ότι δεν μπορείς να αποσυρθείς όπως σου καπνίσει από τη γεωοικονομική -άρα γεωπολιτική- σκηνή. Που περιμένει να σε ξαναγραπώσει, να σε πάρει πίσω, με τον άλφα ή τον βήτα τρόπο.

Επιστρέφουμε στην αφετηρία: δεν μπορούμε να βασιστούμε στον αυθόρμητο συγχρονισμό των εθνικών επαναστατικών συγκυριών, αλλά η προσπάθεια να ανάψουν εστίες αλλού, σε άλλες χώρες, με τις οποίες θα αρχίσουμε να σχηματίζουμε μπλοκ (και, άρα, ένα πιο αυτόνομο σύνολο καταμερισμού εργασίας) είναι ξεκάθαρα στρατηγική προτεραιότητα για τον κομμουνισμό-μεταβατικά-σε-μια-μόνο-χώρα. Κατά τη γνώμη μου λοιπόν, πρόκειται για το ρίσκο που πρέπει οπωσδήποτε να πάρουμε, εκτός κι αν περιμένουμε ένα γεγονός συντονισμένο σε διεθνή κλίμακα (που δεν θα συμβεί ποτέ). Και δεν πρέπει να μας κόβονται τα πόδια απέναντι στο επιχείρημα της ρύπανσης που θα συνεχίζεται από τις υπόλοιπες χώρες. Προφανώς, με μία μόνο κομμουνιστική χώρα σε ολόκληρο τον πλανήτη, τα δεδομένα της οικοκτονίας αλλάζουν ελάχιστα αφού όλος ο υπόλοιπος πλανήτης συνεχίζει χαρωπά να αυτοκαταστρέφεται (και άρα να καταστρέφει ολόκληρο τον πλανήτη). Και λοιπόν; Να συμπεράνουμε ότι όλα είναι μάταια; Να περιμένουμε τον Γκοντό και τη συγχρονισμένη διαπλανητική επανάσταση; Όχι! Αρχίζουμε από κάπου και φροντίζουμε να εξαπλωθεί.


 

Βιβλιογραφία του Frédéric Lordon

Στα γαλλικά (τα πιο πρόσφατα)

Imperium: Structures et affects des corps politiques, La Fabrique, 2018
Les Affects de la politique, Paris, Éditions du Seuil, 2016
La Condition anarchique, Paris, éditions du Seuil, 2018
Vivre sans ? : Institutions, police, travail, argent…, Paris, La Fabrique, 2019
Figures du communisme, Paris, La Fabrique, 2021
En travail : conversations sur le communisme (avec Bernard Friot), Paris, La Dispute, coll. « Entretiens », 2021

Tο blog του Frédéric Lordon: https://blog.mondediplo.net/-La-pompe-a-phynance-

Στα ισπανικά

Adios a las finanzas, Capital Intelectual Ediciones, 2014
Capitalismo, deseo y servidumbre, ‎ Tinta Limon Editiones, 2015
La condición anárquica: Afectos e instituciones del valor, Adriana Hidalgo Editora, 2020
El capitalismo o el planeta: Cómo construir una hegemonía anticapitalista para el siglo XXI, Errata Naturae Editores, 2022

Στα αγγλικά

Imperium: Structures and Affects of Political Bodies, ‎Verso, 2022
«In search of luxurious communism», in Mondediplo.com

Στα ελληνικά

Σκοτώνουν τους Έλληνες. Χρονικά του ευρώ, 2015, εκδόσεις Τόπος, μετάφραση Παναγιώτης Σωτήρης

 


Τη μετάφραση της Μυρτώς Ράις και την ανάρτηση στην ιστοσελίδα των Marginalia επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)

Υποσημειώσεις[+]

Σχετικά με τον συντάκτη

Μυρτώ Ράις

Μετά από σπουδές θεατρολογίας και πολλά χρόνια ζωής στο Παρίσι, η Μυρτώ Ράις επιστρέφει στην Αθήνα όπου ασχολείται κυρίως με την πολιτιστική διαμεσολάβηση: σχεδιάζει και υλοποιεί δράσεις για εφήβους και ενήλικες, είναι συνδιοργανώτρια του Φεστιβάλ Λυκαβηττού, μεταφράζει κείμενα και βιβλία που θέλει να διαβαστούν, και πρόσφατα άνοιξε το Στούντιο, έναν ευρυ-χώρο εκτός «οικονομίας», στην Πλατεία Εξαρχείων.

Σχετικά με τον συντάκτη

Αναδημοσίευση

Το περιοδικό Μarginalia σε εξαιρετικές περιπτώσεις αναδημοσιεύει κείμενα ή αποσπάσματα κειμένων μετά από συνεννόηση με τους εκδότες/τις εκδότριες και τους/τις συγγραφείς ή μεταφράστριες/μεταφραστές τους.

Σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

  • […] Αντίθετα με τον αμιγώς θεωρησιακό (speculative) τρόπο σκέψης [αιχμάλωτος του οποίου είναι και ο F. Lordon], υπάρχει πια μια ολόκληρη παράδοση ρεαλιστικής καινοτομικής εξέτασης της υφιστάμενης κοινωνικής πρακτικής στην οικονομία και των αποτελεσμάτων της.
    Τούτη η καινοτομική παράδοση βασίστηκε κυρίως στη ραγδαία, συνεχή προαγωγή των μαθηματικών και των φυσικών επιστημών. Άλλωστε, και τη δυνατότητα χειρισμού και ανάλυσης τεράστιων ποσοτήτων δεδομένων, φυσικών, οικονομικών ή άλλων, μας την πρόσφεραν για πρώτη φορά στην ιστορία του ανθρώπου οι πιο προχωρημένες εφαρμογές των μαθηματικών και των φυσικών επιστημών στον κόσμο της τεχνικής, δηλαδή οι υπολογιστές του 21ου Αιώνα. Έτσι, η ίδια η τεχνολογική έκρηξη στη νεωτερική εποχή, αυτή που συνέργησε τα μέγιστα στην όλο και πιο έντονη ασυμβατότητα μεταξύ κοινωνίας και φύσης, αυτή που ενεργοποίησε νέες μορφές κοινωνικής ανισότητας εντός του υφιστάμενου τρόπου παραγωγής και τρόπου ζωής, κάποια στιγμή έγινε ο κρίσιμος παράγοντας που αποκαλύπτει (ή καθιστά ορατές) τις δικές της τοξικές επιπτώσεις.
    Ωστόσο, εξαιτίας της σχετικής στασιμότητας στις ερμηνευτικές κοινωνικές και ιστορικές επιστήμες μετά τη δεκαετία του 1970 (που συνεχίζεται), αυτή η καινοτομική εξέταση δεν έλαβε πιο ολοκληρωμένη και πιο κριτική μορφή. Εξαιρέσεις υπήρξαν, π.χ. οι συνθετικές κοινωνιολογικές καινοτομίες του Ούλριχ Μπεκ και του Ζίγκμουντ Μπάουμαν για την Κοινωνία της Διακινδύνευσης και τις Ρευστές Κοινωνίες, το έργο του αναφερόμενου Μπρούνο Λατούρ, η σύνθεση του Χάμπερμας στο αναγκαστικά αφαιρετικό πεδίο της φιλοσοφικής και πολιτικής κοινωνιολογίας, η συνέχιση από τον Ιμμάνιουελ Βαλλερστάιν, με νέα εργαλεία (π.χ. μαθηματικά της «Χαοτικής Κατάστασης») της κατά Φερνάν Μπρωντέλ «ιστορικής έρευνας της Μακράς Διάρκειας»· όμως είναι μόνον εξαιρέσεις, φωτεινά σημεία και σκόρπιοι οδοδείκτες μέσα στην ομίχλη.
    Όμως όλα τα «σκληρά» δεδομένα ήρθαν στο φως. Τις δομικές καταστάσεις τις γνωρίζουμε επαρκώς. Ξέρουμε ότι είναι «μαθηματικά προσδιορισμένες» […]
    […] Αντίθετα, ασαφείς είναι οι γνώσεις μας για ό,τι δεν μπορούν να αναλύσουν τα μαθηματικά και οι θεωρίες των συστημάτων: Πόση αξιόπιστη γνώση προστέθηκε τις τελευταίες δεκαετίες για τους δρώντες παράγοντες, για το πως αντιδρούν και πως πράττουν; Σχεδόν τίποτε δεν ξέρουμε για το πως αντιδρούν σε «καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης» ή σε «σημεία διακλάδωσης» (bifurcation points), σύμφωνα με την ορολογία του Βαλλερστάιν, δανεισμένη από τον Ίλια Πριγκόγκιν […]

    Οικονομία, τρόποι ζωής και κριτική του καπιταλισμού. Δομές και πράξις στην Κριτική Θεωρία
    https://crisis-critique.blogspot.com/2022/08/blog-post.html

    Ράχελ Γιέγκι: Η οικονομία υπό την ευρεία έννοια – Οικονομία και κριτική του καπιταλισμού ως τρόπου ζωής (Μέρος 1)
    https://crisis-critique.blogspot.com/2023/06/1.html

Secured By miniOrange