Συνέντευξη στον Γιώργο Καλαμπόκα και τον Χρίστο Μάη
Πριν μπούμε στο θέμα μας, μπορείς να σκιαγραφήσεις λίγο τη σχέση σου με τον εκδοτικό χώρο και κυρίως με τον χώρο της μετάφρασης;
Μεταφράζω βιβλία στα ελληνικά από το 2002 (αισίως). Ξεκίνησα συμπτωματικά, χάρη σε μια φίλη που εργαζόταν τότε σε εκδοτικό οίκο και είχε αναλάβει να βρει μεταφραστή για ένα υπό έκδοση βιβλιαράκι δοκιμιακού χαρακτήρα. Έκανα ένα δοκιμαστικό, άρεσε, και ανέλαβα τη δουλειά. Μόλις είχα τελειώσει τις μεταπτυχιακές μου σπουδές, δεν είχα στ’ αλήθεια πολλές άλλες «επιλογές καριέρας» μπροστά μου, έτσι έμεινα στον χώρο. Τα πρώτα ένα δυο χρόνια δεν ήταν εύκολα: ελάχιστες δουλειές, άρα ελάχιστα λεφτά, και σίγουρα ούτε κατά διάνοια αρκετά για βιοπορισμό. Σταδιακά όμως το πράγμα προχώρησε, οι δουλειές αυξήθηκαν, και εδώ και πολλά χρόνια πια, πάνω από δέκα, η μετάφραση είναι η «δουλειά» μου, ο τρόπος βιοπορισμού μου. Συνέχισα βέβαια να ασχολούμαι κατά κύριο λόγο με βιβλία, ως επί το πλείστον με δοκίμια, φιλοσοφικά κείμενα και μελέτες ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών (η λογοτεχνία έφτασε κάπως αργά στον δρόμο μου, πάντως έφτασε!), αλλά στην πορεία άρχισα να δουλεύω σιγά σιγά και στην «τεχνική» μετάφραση, κατά το λεγόμενο στο σινάφι: όρος που δηλώνει ουσιαστικά τις κάθε είδους μεταφράσεις (ανεξάρτητα αν είναι με την αυστηρή έννοια «τεχνικές» ή δοκιμιακές, ακόμα και λογοτεχνικές μερικές φορές) που δεν προορίζονται να εκδοθούν σε βιβλίο.
Έχουμε την εντύπωση πως στην ελληνική αγορά βιβλίου επικρατεί το μεταφρασμένο βιβλίο, είτε αυτό είναι δοκίμιο είτε λογοτεχνία. Αληθεύει;
Ποσοτικά μιλώντας αληθεύει, και δεν θα μπορούσε να είναι κι αλλιώς: η ελληνόγλωσση βιβλιογραφία είναι σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στη διεθνή, λογικό είναι να μεταφράζονται (πολύ) περισσότερα βιβλία απ’ όσα γράφονται απευθείας στα ελληνικά. Εμπορικά βέβαια η κατάσταση αντιστρέφεται, πράγμα επίσης αναμενόμενο: Παντού, λίγο πολύ, μπεστ σέλερ γίνονται τα βιβλία στην «ντόπια» γλώσσα, αυτά που (υποτίθεται ότι) σχετίζονται αμεσότερα με τα ενδιαφέροντα (ή, αρνητικά διατυπωμένο: χαϊδεύουν περισσότερο τις προκαταλήψεις) του «ντόπιου» κοινού.
Ποια κατάσταση αντιμετωπίζουν εργασιακά οι άνθρωποι που δουλεύουν στον χώρο της μετάφρασης από άποψη αμοιβών, ρυθμών, συνθηκών δουλειάς και σχέσεων εργασίας; Πώς επενεργεί η οικονομική κρίση, αλλά και ειδικά η κρίση της αγοράς βιβλίου στην Ελλάδα πάνω τους; Ποιες αλλαγές εντοπίζουμε τα τελευταία χρόνια στα παραπάνω;
Οι μεταφραστές βιβλίων στην Ελλάδα, εκτός από σπανιότατες εξαιρέσεις μισθωτών συναδέλφων, δουλεύουν σαν ελεύθεροι επαγγελματίες, ειδάλλως αμείβονται με τίτλους κτήσης (τις παλιές «αποδείξεις επαγγελματικής δαπάνης»), που μέχρι πρόσφατα ήταν ο προτιμώμενος τρόπος για να απασχολούνται υπό την ιδιότητα του μεταφραστή συνταξιούχοι διαφόρων κλάδων με ειδίκευση σε κάποιο αντικείμενο ή απλώς για να ανατίθεται ανασφάλιστη μεταφραστική εργασία σε νεότερους κυρίως συναδέλφους. Λέω «μέχρι πρόσφατα» γιατί με την τελευταία μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος και την ίδρυση του ΕΦΚΑ, ακόμα και οι απασχολούμενοι με τίτλους κτήσης υποχρεούνται πλέον σε αυτασφάλιση, όπως και οι ελεύθεροι επαγγελματίες, με αποτέλεσμα οι κρατήσεις ασφάλισης και φορολογίας να ξεπερνούν το 50% του εισοδήματος όσων δουλεύουν υπό τέτοιο καθεστώς κάνοντάς το έτσι ασύμφορο. Ωστόσο, αυτασφαλισμένοι ή ανασφάλιστοι, οι μεταφραστές είναι κατά παράδοση φτηνοί: Δεν επιβαρύνουν τους εργοδότες τους (επισήμως: «συνεργάτες» τους) με ασφαλιστικές εισφορές, εναπόκειται δε απολύτως σε αυτούς τους εργοδότες-«συνεργάτες» πόσο, πώς και κάθε πότε θα τους πληρώνουν (τα ιδιωτικά συμφωνητικά που υπογράφονται δεν περιλαμβάνουν σχεδόν πότε όρους πληρωμής που να δεσμεύουν τους εκδότες). Ακόμα και η παραδοσιακή ένταξη των μεταφραστών βιβλίων στην κατηγορία των πνευματικών δημιουργών, των οποίων η εργασία ρυθμίζεται από τις ισχύουσες διατάξεις του νόμου 2121/1993 και αμείβεται θεωρητικά με ποσοστά επί των πωληθέντων αντιτύπων, στην πράξη δεν κάνει τους εκδότες να φοβούνται ότι ίσως χρειαστεί να χρυσοπληρώσουν έναν μεταφραστή αν ένα βιβλίο πουλήσει ικανοποιητικά, αφού έχει καθιερωθεί η πληρωμή με «εγγυημένη προκαταβολή», η οποία εξαντλεί, βάσει συμφωνίας, την υποχρέωση καταβολής πνευματικών δικαιωμάτων από τον εκδότη.
Η παραπάνω κατάσταση ίσχυε πριν από την «κρίση», ισχύει και σήμερα. Σε ό,τι αφορά τις αμοιβές συγκεκριμένα, η τάση την τελευταία δεκαετία είναι αναμφίβολα η συμπίεση προς τα κάτω, πράγμα ωστόσο που δεν ξεκίνησε με την «κρίση». Ήταν πραγματικότητα από πολύ πριν, τουλάχιστον για όσους βιοποριζόμαστε από τη μετάφραση. Αυτό που έκανε η «κρίση» ήταν να γενικεύσει μια υπαρκτή τάση ή, με άλλα λόγια, να κάνει εκδότες που ήταν παλαιόθεν για τους μεταφραστές παραδείγματα προς αποφυγή (κακοπληρωτές, μπαταχτσήδες ή και τα δύο) πρότυπα για ολοένα περισσότερες εκδοτικές επιχειρήσεις. Μια προσωπική μαρτυρία: Η αμοιβή που πήρα για την πρώτη πρώτη μετάφρασή μου, πριν από 16 χρόνια, παραμένει ο μέσος όρος της αμοιβής μου σήμερα, κάπου 80 βιβλία αργότερα…
Ίσως προξενήσει απορία η επιμονή μου να γράφω την «κρίση» εντός εισαγωγικών. Είναι όμως εντελώς αμφίβολο αν υφίσταται τέτοιο πράγμα στην ελληνική αγορά του βιβλίου. Ο Σύλλογος Μεταφραστών Επιμελητών Διορθωτών (στον οποίο θα επανέλθω) μελετά επί δύο χρόνια τώρα την κατάσταση της ελληνικής αγοράς του βιβλίου και δεν έχει καταφέρει να εντοπίσει αξιόλογα φαινόμενα «κρίσης» την τελευταία δεκαετία, αν εξαιρέσουμε δύο «κανόνια» μεγάλων εκδοτικών επιχειρήσεων τη διετία 2010-2011 (Ελληνικά Γράμματα και Modern Times), οι οποίες ωστόσο δεν ήταν με την αυστηρή έννοια επιχειρήσεις του χώρου του βιβλίου (ανήκαν σε μεγάλα συγκροτήματα Τύπου). Προφανώς αυτά τα δύο «κανόνια» επηρεάζουν ακόμα τις στατιστικές της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής, δείχνοντας μείωση των συνολικών τίτλων, πρόκειται όμως για οφθαλμαπάτη: Οι τίτλοι που εκδίδονται παραμένουν πολυάριθμοι, ενώ νέοι, μικρότεροι και ποιοτικοί (εντός και εκτός εισαγωγικών) εκδοτικοί οίκοι κάνουν συνεχώς την εμφάνισή τους, δίπλα σε παραδοσιακούς «μεγάλους παίχτες» του κλάδου, που μοιάζουν ακμαίοι και με το παραπάνω. Η εξήγηση πρέπει ίσως να αναζητηθεί στο συνολικά μικρό κόστος και στο συνολικά μεγάλο περιθώριο κέρδους των εκδοτών βιβλίου, παρά τα όσα δυσμενή γι’ αυτούς έχουν μεσολαβήσει (κατάργηση ενιαίας τιμής βιβλίου, συγκεντροποίηση των βιβλιοπωλείων, μεταρρυθμίσεις του ασφαλιστικού και του φορολογικού κ.λπ.). Και οι μεταφραστές προφανώς είναι αναπόσπαστο μέρος αυτής της εξήγησης.
Υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες ώστε οι μεταφραστές να παραγάγουν ποιοτικές μεταφράσεις ή είναι λαθεμένη η αίσθηση που έχουμε ότι πολλές φορές όχι απλώς η αισθητική και τυπογραφική αρτιότητα των εκδόσεων, αλλά και η μεταφραστική ποιότητα θυσιάζονται στον βωμό της μείωσης του κόστους και της ταχείας έκδοσης ενός έργου;
Όσο το επάγγελμα γίνεται τέτοιο με την αυστηρή έννοια, όσο περιορίζονται δηλαδή οι περιστασιακοί μεταφραστές (χωρίς αξιολογική κρίση αυτό) και αυξάνονται οι συνάδελφοι που βιοπορίζονται από τη μετάφραση (γιατί και ο κλάδος μας «εκσυγχρονίζεται», διατύπωση που επίσης δεν εμπεριέχει αξιολογική κρίση), οι συνθήκες της δουλειάς μοιραία «επαγγελματοποιούνται» κι αυτές. Υπάρχουν προθεσμίες που πιέζουν, εκδοτικοί σχεδιασμοί της τελευταίας στιγμής, στους οποίους καλείται να ανταποκριθεί ένας μεταφραστής (και σίγουρα όχι μόνο αυτός) και, τελευταίο αλλά σημαντικότερο, υπάρχει επίσης η ακατανίκητη τάση, αντικειμενική πρώτα, υποκειμενική μετά, να γίνει ο (ήδη «ελεύθερος επαγγελματίας») μεταφραστής «επιχειρηματίας του εαυτού» του: να προσπαθήσει να τα προλάβει όλα, όσο γίνεται πιο γρήγορα, ώστε να μπορέσει να βγάλει το μεροκάματο, με δεδομένες τις χαμηλές αμοιβές. Ταυτόχρονα, (α) δεν κάνουμε όλοι οι μεταφραστές για όλες τις μεταφράσεις, και (β) και κυριότερο, δεν είναι όλοι όσοι μεταφράζουν μεταφραστές. Μεταξύ μας το ξέρουμε αυτό, οι εκδότες το ξέρουν επίσης, αλλά αυτό δεν εμποδίζει ούτε τους τελευταίους να πιέζουν ανθρώπους και καταστάσεις για να κάνουν τη δουλειά τους φτηνά και γρήγορα, ούτε (εμάς) τους πρώτους να δεχόμαστε τέτοιους όρους. Είναι αυτονόητο, φαντάζομαι, ότι οι συνθήκες αυτές δεν γίνεται να αλλάξουν ατομικά, ούτε από τη μια μέρα στην άλλη.
Πολλές φορές στις πληροφορίες της έκδοσης συναντάμε όνομα μεταφραστή, αλλά όχι επιμελητή ή διορθωτή. Γιατί συμβαίνει αυτό; Είναι ο μεταφραστής ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές;
Η επιμέλεια-διόρθωση πράγματι «χαντακώνεται» με το να ξαποστέλνεται στη γενικά αφανή «ταυτότητα» ενός βιβλίου, όπου μνημονεύονται επίσης γραφίστες, σελιδοποιοί κ.ά. Ο μεταφραστής πρέπει να «φαίνεται», το προβλέπει ο νόμος περί πνευματικών δημιουργών, αλλά ο επιμελητής-διορθωτής δυστυχώς δεν έχει κανέναν τέτοιο νόμο υπέρ του… Είναι αλήθεια ότι ιδεατά οι εκδότες, κατά μέσο όρο πάντα, δεν θα είχαν πρόβλημα να παραγκωνίσουν εντελώς την επιμέλεια-διόρθωση μιας μετάφρασης, ζητώντας (ολοένα περισσότερο) ρητά ή (ολοένα λιγότερο) υπόρρητα από τον μεταφραστή να παραδώσει από μόνος του «τέλεια» τη μετάφραση. Συνήθως βέβαια παρεμβαίνει η πραγματικότητα («τέλεια» μετάφραση χωρίς δεύτερο και τρίτο, και σε κάθε περίπτωση άλλο, μάτι δεν βγαίνει ποτέ), έτσι η επιμέλεια-διόρθωση εξακολουθεί να γίνεται: πάντα κακοπληρωμένη, συχνά μισιακή, ενίοτε ακόμα κι εν αγνοία του μεταφραστή (καθότι οι χρόνοι του εκδότη πιέζουν). Άρα: αφενός, όχι, ο μεταφραστής ασφαλώς δεν είναι ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές και, αφετέρου, ναι, ο μεταφραστής ασφαλώς θα βόλευε την εκδοτική αγορά αν ήταν ή αν μπορούσε να γίνει ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές.
Πριν από μερικά χρόνια ιδρύθηκε ο Σύλλογος Μεταφραστών Επιμελητών Διορθωτών (ΣΜΕΔ). Ποιοι λόγοι οδήγησαν στην ίδρυσή του; Οι μεταφραστές εν γένει συμμετέχουν στον σύλλογο; Με την ίδρυση του συλλόγου τι άλλαξε στον χώρο σας, τι δεν άλλαξε και γιατί;
Ο ΣΜΕΔ ξεκίνησε να φτιάχνεται το 2008 με πρωτοβουλία κυριολεκτικά μιας χούφτας συναδέλφων, νέων, ενεργών αλλά όχι «καταξιωμένων» τότε, που θέλησαν αορίστως (όλες οι καλές ιδέες είναι αόριστες στην αρχή τους) να δημιουργήσουν ένα επαγγελματικό σωματείο μεταφραστών του χώρου του βιβλίου, καθώς έβρισκαν ασαφείς ή ανεπαρκείς (ή δεν γνώριζαν καν) τις δύο επαγγελματικές ενώσεις που δραστηριοποιούνταν ήδη στον χώρο, την Πανελλήνια Ένωση Μεταφραστών, με έδρα τη Θεσσαλονίκη, και την ΠΕΕΜΠΙΠ, την ένωση των αποφοίτων του Τμήματος Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου, του μόνου πανεπιστημιακού τμήματος μεταφραστικών σπουδών στην χώρα (ας σημειώσω εδώ ότι ουδείς λάμβανε τότε ούτε λαμβάνει σήμερα σοβαρά υπόψη ενώσεις-φαντάσματα, τεχνητά φτιαγμένες για να εκπροσωπούν γενικά «τους μεταφραστές λογοτεχνίας», π.χ. σε κρατικές επιτροπές…).
Σύντομα ο αρχικός κύκλος διευρύνθηκε σημαντικά, εντάχθηκαν και επιμελητές-διορθωτές στους κόλπους του, με αποτέλεσμα η ιδέα του σωματείου να συμπεριλάβει ως μέλη του ίδιου επαγγέλματος μεταφραστές και επιμελητές-διορθωτές και, παραπέρα, να ξεφύγει από τον χώρο του βιβλίου και να αγκαλιάσει και την «τεχνική» λεγόμενη μετάφραση που προανέφερα. Ήδη οι προκλήσεις οξύνθηκαν έτσι, και ακόμα περισσότερο όταν υποστηρίχθηκε ότι το προς ίδρυση σωματείο έπρεπε να υπερβεί τα καθιερωμένα στεγανά των επαγγελματικών ενώσεων και να κάνει καταστατικό του όρο τη διάκριση «εργαζομένων»-«εργοδοτών», αποκλείοντας τους τελευταίους: αποκλείστηκαν δηλαδή εκδότες, ιδιοκτήτες μεταφραστικών γραφείων ή άλλων επιχειρήσεων του κλάδου, διευθυντικά στελέχη, καθώς και σεσημασμένοι «εργολάβοι», δηλαδή μεταφραστές που αναλάμβαναν ως φυσικά πρόσωπα μεταφράσεις και τις μοίραζαν «ανεπισήμως» σε αφανείς μεταφραστικούς εργάτες.
Νομίζω γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι όλα αυτά τα ζητούμενα δεν θα μπορούσαν να επιδιωχθούν χωρίς συγκρούσεις. Η ίδρυση του ΣΜΕΔ συνοδεύτηκε από έντονες αντιπαραθέσεις, το σωματείο «πολιτικοποιήθηκε» αναπόφευκτα βάσει της τοποθέτησης των ιδρυτικών μελών του σε αυτές τις αντιπαραθέσεις, και τελικά οργανώθηκε με λιγότερα μέλη σε σχέση με την αρχική δυναμική του. Στα δέκα χρόνια που κύλησαν από τότε, ο ΣΜΕΔ δεν κατόρθωσε να συσπειρώσει τον κόσμο του επαγγέλματος, για λόγους βέβαια διαφορετικούς από εκείνους των ιδρυτικών του αντιπαραθέσεων: στην καθημερινή του δράση, προσέκρουσε πάνω στην εγγενή επισφάλεια της δουλειάς μας, την απομόνωση των συναδέλφων, τις αμείωτες δυσκολίες που αντιμετωπίζει ακόμα όποιος θέλει να βιοποριστεί από αυτή τη δουλειά – και οι οποίες πολλές φορές τον υποχρεώνουν να εγκαταλείψει τη δουλειά για να βιοποριστεί αλλιώς. Ταυτόχρονα, ωστόσο, ο ΣΜΕΔ έδωσε αγώνες με συνέπεια, αναγνωρίστηκε ως υπολογίσιμη δύναμη στον χώρο, από εργοδοτικές ενώσεις, κρατικούς φορείς, αλλά ιδίως από εκδοτικές και μεταφραστικές επιχειρήσεις που πόνταραν στη μη οργάνωσή μας για να κάνουν την εκμετάλλευσή μας κανόνα: Συνάδελφοι πληρώθηκαν δεδουλευμένα πολλών χιλιάδων που τους οφείλονταν επί χρόνια, νεότεροι στον χώρο ενημερώθηκαν για τα δικαιώματά τους, κατάλαβαν (απ’ όσο μπορώ να καταλάβω και ο ίδιος τουλάχιστον) τι θα πει «κατώτατη αποδεκτή αμοιβή», αντιλήφθηκαν (απ’ όσο μπορώ να αντιληφθώ και ο ίδιος τουλάχιστον) την αξία της συνδικαλιστικής και ευρύτερα συλλογικής οργάνωσης σε συνθήκες αποσυλλογικοποίησης, εξατομίκευσης και παραίτησης. Όλα αυτά δεν είναι παρελθόν αλλά ζωντανό παρόν του συλλόγου. Και μόνο ελπίδα γεννά η σκέψη ότι αν ένα υπό σταθερή ανανέωση πλην σταθερά μικρό δυναμικό ανθρώπων κατάφερε μέσα σε σκάρτα δέκα χρόνια να πετύχει τόσα, πόσα ακόμα θα μπορούσαν να είχαν καταφέρει, πόσα ακόμα μπορούν να καταφέρουν στο μέλλον περισσότεροι.
Τι είναι για εσένα η μετάφραση; Κατά πόσο έχει η ίδια στοιχεία μια αυτοτελούς λογοτεχνικής, ποιητικής, θεωρητικής ή φιλοσοφικής πρακτικής του μεταφραστή –ανάλογα με το είδος που μεταφράζει– και κατά πόσο είναι μια πιο «τεχνική» πρακτική; Πόσοι βαθμοί ελευθερίας επιτρέπονται κατά τη μεταγραφή ενός έργου από μια γλώσσα, τη δομή, τις έννοιες, το πολιτισμικό της πλεόνασμα, σε μια άλλη;
Νομίζω ότι πάνω στο θέμα αυτό έχουν διατυπωθεί ιστορικά, και συνεχίζουν να διατυπώνονται (σε βιβλία, εφημερίδες, περιοδικά, ιστοσελίδες, φόρουμ, συνέδρια κ.λπ.), όλες οι πιθανές απόψεις, συνήθως μάλιστα υποστηρίζονται εύλογα, είναι δηλαδή εξίσου νόμιμες. Θα περιοριστώ λοιπόν να καταθέσω την προσωπική μου θέση. Δεν πιστεύω ότι η μετάφραση είναι αυτοτελής λογοτεχνική, ποιητική, θεωρητική ή φιλοσοφική πρακτική όσο καταρτισμένος ή ταλαντούχος κι αν είναι ένας μεταφραστής σε ένα ή περισσότερα από αυτά τα πεδία ή και σε άλλα ακόμα. Πιστεύω αντίθετα ότι η μετάφραση είναι τεχνική άσκηση ταπεινότητας, «πίστης» με την ισχυρή έννοια του όρου, και δη σε δύο αφεντάδες: το πρωτότυπο και τη γλώσσα-στόχο – τα ελληνικά, στην περίπτωσή μας. Και δείτε πώς λειτουργεί τώρα αυτή η παράξενη διαλεκτική της «πίστης»: Μένοντας πιστός στο πρωτότυπο, ο μεταφραστής καλείται να μείνει συγχρόνως πιστός στη μητρική του γλώσσα, και μοιραία επιστρατεύει κατά την άσκησή του τη μία «πίστη» ενάντια στην άλλη. Η λεγόμενη «πιστή» μετάφραση πλουτίζει τότε το μετάφρασμα, χαλαρώνει τα δεσμά της γλώσσας-στόχου, «μπασταρδεύει» ή, ακόμα-ακόμα, «ξενίζει» τη γλώσσα-στόχο μπολιάζοντάς τη με στοιχεία από τη γλώσσα-πηγή. Αλλά, την ίδια στιγμή, η λεγόμενη «ελεύθερη» μετάφραση, που επιβάλλεται όμως από την «πίστη» στη μητρική γλώσσα, μεταγράφει το πρωτότυπο, χαλαρώνει τα δικά του δεσμά («δομή», «έννοιες», «πολιτισμικό πλεόνασμα», με τους δικούς σας όρους), εκφράζει τελικά κάτι που δεν του ανήκει αλλά που απεναντίας φαντάζει γνώριμο στον αναγνώστη. Ξεκινήσαμε από μια διπλή «πίστη» και καταλήξαμε σε μια διπλή «προδοσία», μια γενικευμένη ανοικειότητα. Και ίσως εντέλει εδώ να κρύβεται μια ορισμένη «αυτοτέλεια» της μετάφρασης: στη διασάλευση της ταυτότητας – των κειμένων, των γλωσσών, των ίδιων των ανθρώπων, του μεταφραστή συμπεριλαμβανομένου.
Προσθέστε σχόλιο