Για το Φωτο Ζουρνάλ
«Μία φωτογραφία – χίλιες λέξεις», λέει το γνωστό και χιλιοειπωμένο κλισέ. Στην πραγματικότητα, κάθε φωτογραφία είναι χίλιες ερμηνείες και πολλές χιλιάδες λέξεις. Η στήλη Φωτο-ζουρνάλ επιλέγει κάθε μήνα μία ή παραπάνω φωτογραφίες από το είδος του ντοκουμέντου, και ζητά σκέψεις και σχόλια από ανθρώπους που ανήκουν σε διαφορετικά επιστημονικά ή καλλιτεχνικά πεδία. Συχνά αμφίσημες και παράδοξες, συνήθως αντισυμβατικές ως προς το περιεχόμενο ή και τη μορφή, οι εικόνες αυτές προκαλούν σκέψεις και συνειρμούς που με τη σειρά τους γεννούν νέες εικόνες. «Διαβάζουμε» μια φωτογραφία όπως διαβάζουμε ένα κείμενο.
Αυτό το μήνα, ένας ποιητής κι ένας φωτογράφος προσεγγίζουν μία μέχρι πρόσφατα άγνωστη φωτογραφία από τον Α´ Παγκόσμιο, όπου οι στρατιώτες δε μοιάζουν με στρατιώτες και η απεικόνιση του πολέμου απέχει πολύ από τη συνηθισμένη. Αντίστοιχα, μια ψυχολόγος και μία ανθρωπολόγος αντιδρούν σε μία ελάχιστα γνωστή αλλά καθησυχαστικά οικεία εικόνα από τη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Δύο «κοινότητες», μία ανδρική και μία γυναικεία. Η εμπειρία του πολέμου και η εμπειρία της εξορίας. Και η φωτογραφία που δείχνει, υπονοεί, αποκρύπτει και τελικά προκαλεί νέες αφηγήσεις.
Βάλια Τσιριγώτη
«Γυναίκες, δεν αρμόζουν στα δικά σας χέρια οι αλυσίδες του κομμουνισμού»
Πιστοποιητικόν κοινωνικών φρονημάτων για εργασία. Βρε, είναι και ομορφούλα η κόρη σου, για να τη δουν λιγάκι πιο καλά. Νομίζω μπορεί να τη ρωτήσαν και αν θέλει και καφέ. Ξέρουν πως βγαίνει τα απογεύματα με το νεαρό και της το λένε. Ούτε σπίτι, ούτε περιουσία. Δουλειά ψάχνει. Ζητάνε καθαρίστριες στην αεροπορία. Δεν την παιδέψανε πολύ. Τον αγαπάς τον πατέρα σου; Μόνο αυτό τη ρώτησαν. Ναι, απάντησε. Και δεν το πήρε ποτέ. Κορίτσι πράμα και να διαλέγει και ποιούς να αγαπά.
Ήλιος καυτός. Υγρασία. Τρέχει στα πόδια σου ανάμεσα το αίμα. Τα μεσημέρια μες στο αντίσκηνο αφήνεις το μωρό που είκοσι χρόνια αργότερα έγινε ομορφούλα. Στρατόπεδο πειθαρχικής διαβίωσης. Μαύρα σύννεφα. Μύγες είναι. Κλαίνε τα μωρά πίσω στα αντίσκηνα όσο σας έχουν όρθιες. Και τα μωρά είχαν γίνει ολωνών. Ήλιος καυτός. Υγρασία. Μάνα διψάω. Δεν είναι η μάνα σου αυτή. Μα μοιάζει. Σε χάιδευε και εσύ μάθαινες γράμματα τις άλλες. Θειά, της είπες την πρώτη φορά. Τι κάνεις εδώ; Γιατί σε φέρανε; Μια ερώτηση είχαν κάνει και σε κείνην. Ήταν λακωνικοί ανακριτές. Τον αγαπάς το γιο σου; Τον αγαπώ όπως αυτός μονάχα να υπάρχει στη ζωή. Έτσι απάντησε. Με την ποδιά τη στείλανε, όπως την πήρανε απ’ τα χωράφια. Γράψανε πάνω στο χαρτί «προληπτικά». Έμοιαζε βέβαιος κίνδυνος δια την πολιτεία. Αυτές είναι να τις προλαβαίνει κανείς από νωρίς, πριν πάρουνε αέρα και τα κάψουν όλα, στάχτη και μπούλμπερη μετά η επαρχία. Σώπα παιδί μου, σώπα. Τρέχει το αίμα ανάμεσα στα πόδια σου. Ένας τους παίρνει χαμπάρι το αίμα και σε φτύνει. Έχεις περίοδο και εκείνος σε λέει βρώμα. Μα είσαι βρώμα τυχερή. Σε άλλες κόπηκε η περίοδος. Τι πας και τα θυμάσαι όλα αυτά, έχουν τελειώσει. Είσαι και εσύ γριά και έχεις πεθάνει όπως εκείνη που έμαθες να λες στην εξορία μάνα. «Στεριά γυμνή και μακρινή» γίνανε όλα, σαν το θεριό που έβλεπες στη μέση της θαλάσσης.
Πλησίαζε το βαπόρι. Μονάχα εξορία θα ήταν. Πώς κάνεις έτσι. Δε θα ‘ταν δα και όπως πριν, με τα βασανιστήρια. Έτσι είπες. Κι αναθάρρησες μια στάλα.
Κι εσύ, η κόρη, η ομορφούλα. Πες μας πάλι. Τον αγαπάς ακόμα τον πατέρα σου;
Νένη Πανουργιά
Η Μαρτυρία της Πέτρας: Δυό λέξεις για τις ανταρτομάνες του Βασίλη Μανικάκη
Είναι πέντε υπέργηρες γυναίκες. Ακόμη κι αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι ο μόχθος, η ανέχεια, η ενδημική κακουχία, η ανησυχία, κάνουν μεσήλικες ανθρώπους να φαίνονται υπερήλικες, ακόμη κι έτσι, αυτές οι γυναίκες μαρτυρούν την προχωρημένη τους ηλικία. Ήταν κακοζωισμένες πριν φτάσουν στο τοπίο της πέτρας, κάθε ρυτίδα τους κι ένας θάνατος, κάθε άσπρη τρίχα στα μαλλιά τους και μια αρρώστια, μια μέρα που το φαγητό ήταν λιγοστό για την οικογένεια, κάθε δόντι πούχει πέσει κι ένα παιδί που έχει γεννηθεί. Στέκονται όρθιες δίπλα-δίπλα, κοντά-κοντά, σαν να ‘ταν γνωστές από παλιά, ή συγγενείς –ή για να χωρέσουν στο πλάνο του φωτογράφου. Είναι δυό απ’ αυτές –η δεύτερη και η τέταρτη– αδελφές; Έχουν σταυρώσει τα χέρια τους –χέρια λεπτά και μεγαλόσχημα, με μακρυά δάχτυλα– σαν σε καθρέφτη, φοράνε σχεδόν τον ίδιο κεφαλόδεσμο, έχουν τις ίδιες ποδιές, το πρόσωπό τους μοιάζει.
Είναι χειμώνας στον Αη-Στράτη. Οι γυναίκες φορούν πλεχτά ενάντια στο κρύο, εκτός απ’ την μεσαία –παλτό με ρέλι γούνινο. Αλλά όλες φορούν κεφαλόδεσμο, ποδιά, χοντρές κάλτσες, δεν υπάρχει καμμία αστή ανάμεσά τους. Ποιες είναι; Από πού; Είναι ανταρτομάνες; Ή μήπως και ανταρτο-γυναίκες, κι ανταρτο-αδελφές, ανταρτο-θείες; Ή, μήπως, μόνο πέρασαν οι αντάρτες απ’ τα χωριά τους κι αυτές (μανάδες κι αδελφές και κόρες πιο πριν, μαθημένες να φροντίζουν) εκούσες άκουσες τους φρόντισαν; Η απόφαση για τον «προληπτικόν εκτοπισμόν» τους ελήφθη με συνοπτικές διαδικασίες, στοιβάχτηκαν στο πλοίο της γραμμής και με συνοδεία χωροφυλάκων έφτασαν στο νησί, απ’ το καράβι στη λάντζα, απ’ τη λάντζα στην παραλία. Αυτές οι γυναίκες που μπορεί και να μην είχαν ξαναδεί θάλασσα στη ζωή τους.
Στέκονται όρθιες, με τα χέρια σταυρωμένα, σ’ ένα τοπίο πέτρινο—σαν να ‘ναι αιματιές οι πέτρες κι οι γυναίκες. Αν δεν φορούσαν τους κεφαλόδεσμους το χρώμα στα πρόσωπά τους δεν θα ξεχώριζε από το χρώμα της πέτρας που τις περιβάλλει. Έχει μια συμμετρία η φωτογραφία—στην έκφραση των γυναικών (που καμία δεν είναι ίδια με της άλλης), στο καδράρισμα των πέντε σωμάτων μπροστά στις πέτρες, στην τρύπα που είναι σαν κρατήρας πίσω τους και την κατηφοριά μπροστά τους. Στο ύψος τους, που ακολουθεί το ημικύκλιο του τοίχου, και στο ανισοϋψές της κατηφοριάς, όπου η ψηλότερη στέκεται στο χαμηλότερο σημείο. Και στα χέρια τους. Σταύρωσαν τα χέρια τους επειδή αυτός είναι ο μόνος τρόπος δημόσιας αυτό-παρουσίασης; Τους το ζήτησε ο φωτογράφος; Τρία αριστερά χέρια κρατάνε τα δεξιά τους. Δυο δεξιά κρατάνε το αριστερό τους. Όλα σταυρωμένα στο ύψος της μέσης, ένα ζευγάρι στο ύψος των γοφών. Τούς ζήτησε κάτι ο φωτογράφος κι έκαναν ό,τι μπορούσαν; Έκαναν ό,τι οι ίδιες ήθελαν; Οι γυναίκες εξόριστες, μη έχοντας καμία πρότερη εμπειρία στρατιωτικής πειθαρχίας, και οι αναλφάβητες ούτε καν σχολικής, δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν τα στρατιωτικά προστάγματα—δεν ήξεραν προσοχή, ανάπαυση, εφ’ ενός ζυγού, δημιουργώντας έτσι, με τα σώματά τους μιά αντι-πειθαρχημένη ενσώματη αντίσταση στην καταστολή. Είναι κι αυτό το σταύρωμα των χεριών, εδώ, στην φωτογραφία του Βασίλη Μανικάκη, μιά ανάλογη ενσώματη αντίσταση στις οδηγίες του φωτογράφου;
Κι αυτά τα χέρια, τα άλλα λεπτά και μεγαλόσχημα, κι άλλα μικρότερα και πιο δεμένα, θα ΄χαν κεντήσει; Θα ’χαν πλέξει; Θα ’χαν φροντίσει παιδιά άρρωστα, πεινασμένα; θα ’χαν σκαλίσει και φυτέψει, κι αλωνίσει; Και αυτά τα χείλη, τα κλειστά, θάχαν, άραγε, ποτέ φιλήσει άλλα χείλη;
Προσθέστε σχόλιο