Συνεντεύξεις Τεύχος #13 Παρισινή Κομμούνα

H Κομμούνα στο «Βιογραφικό λεξικό του γαλλικού εργατικού κινήματος»

Φωτογραφία της Αναστασίας Δεληγιάννη

Συνέντευξη του Χρίστου Ανδριανόπουλου στον Πάνο Αγγελόπουλο.

Αφορμή αυτής της συνέντευξης αποτέλεσε η πρόσφατη έκδοση ενός συλλογικού τόμου με τίτλο La Commune de Paris 1871. Les acteurs, l’événement, les lieux (Η Κομμούνα του Παρισιού 1871: τα δρώντα υποκείμενα, το συμβάν, οι χώροι) από τις εκδόσεις Editions de l’atelier, τον συντονισμό του οποίου είχε ο Michel Cordillot, ιστορικός που ειδικεύεται στην περίοδο της Κομμούνας και του 19ου αιώνα.
Συνομιλούμε δε με τον Χρίστο Ανδριανόπουλο, ιστορικό, υποψήφιο διδάκτορα, για να μας μιλήσει μεταξύ άλλων και για τη δική του συμβολή σε αυτόν τον τόμο.

 

Ας ξεκινήσουμε από την περιγραφή του ίδιου του εγχειρήματος. Εκατόν πενήντα χρόνια από την παρισινή Κομμούνα, έχουμε στα χέρια μας έναν εκτενή συλλογικό τόμο χιλίων πεντακοσίων σελίδων. Περί τίνος ακριβώς πρόκειται;

Είναι πράγματι ένας αρκετά εκτενής τόμος που φιλοδοξεί να παρουσιάσει όσο πιο διεξοδικά γίνεται τα τρία στοιχεία του τίτλου: τα δρώντα υποκείμενα, το ίδιο το συμβάν και τους χώρους όπου εκτυλίχθηκε. Δεν είναι, όμως, ούτε ένας ξέχωρος ούτε ένας απλά επετειακός τόμος. Αποτελεί τον 80ο τόμο του λεξικού υπό τον πλήρη τίτλο Dictionnaire biographique du mouvement ouvrier français (Βιογραφικό λεξικό του γαλλικού εργατικού κινήματος), υπό την φροντίδα ενός μεγάλου ιστορικού του αναρχικού κινήματος, τον Jacques Maitron, εγγονό κομμουνάρου, ο οποίος τη δεκαετία του ’60 συνέλαβε την ιδέα ενός μεγάλου, πολύτομου λεξικού του εργατικού κινήματος, αρχικά στη Γαλλία. Από το ’62 μέχρι το ’97 είχε εκδόσει σαράντα τέσσερις τόμους. Φέτος έχουμε τον ογδοηκοστό τόμο, και είναι ένα σημαντικό εγχείρημα, καθότι αποτελεί τη βάση όχι μόνο του γαλλικού αλλά του παγκόσμιου λεξικού για το εργατικό κίνημα. Αποτελεί μάλιστα τη μαγιά για αντίστοιχα λεξικά σε ολόκληρο τον κόσμο, την Κίνα, τη Λατινική Αμερική, τις ΗΠΑ και τη Γερμανία. Μάλιστα, ο συντονιστής του συγκεκριμένου τόμου επιμελείται το λεξικό του εργατικού κινήματος στις ΗΠΑ.

Ο πρόσφατος τόμος παρουσιάζει κατ’ αρχάς ένα χρονολόγιο της Κομμούνας. Επίσης, όπως είναι λογικό, ξαναπαρουσιάζει τις ιστορικές προσωπικότητες της Κομμούνας που συστήνονται ήδη σε προηγούμενους τόμους. Τα λήμματα, όμως, είναι πρωτότυπα και έχουν γραφεί υπό το φως μιας νέας θέσης και οπτικής για τη μελέτη της Κομμούνας και του εργατικού κινήματος. Αφενός αποτελεί μια πολιτική, κοινωνική γεωγραφία των κομμουνάρων, ανδρών και γυναικών, αφετέρου παρουσιάζει τις διάφορες γειτονιές του Παρισιού προσδιορίζοντας και αναλύοντας τον πολιτικό χαρακτήρα της καθεμίας κατά τη συγκεκριμένη περίοδο. Άρα αναδεικνύει και τη διάσταση του χώρου στην Κομμούνα. Τέλος, αναλύει τις πολιτικές ομαδοποιήσεις των ανδρών και των γυναικών που συμμετείχαν.

 

Ποια η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε; Πόσοι-ες συνέβαλαν σε αυτόν τον συλλογικό τόμο και ποια τα προφίλ τους; 

Συνέβαλαν περίπου τριάντα άτομα. Πρόκειται για μια επιτροπή που συγκροτήθηκε για πρώτη φορά πριν από τρία χρόνια. Ο ίδιος ο συντονιστής της έκδοσης είχε συλλάβει το έργο καιρό πριν. Ένα σημαντικό στοιχείο είναι ότι στην επιτροπή δεν βρίσκουμε μόνο ιστορικούς ή βιογράφους αλλά και κοινωνιολόγους και πολιτικούς επιστήμονες. Επίσης, στο βιβλίο αυτό συναντιέται η γενιά των μεγάλων μορφών της ιστορίας της Διεθνούς και του εργατικού κινήματος με μια νέα γενιά ερευνητών που είναι φορείς μιας ανανέωσης στους τομείς αυτούς και δεν ειδικεύονται απαραίτητα στη μελέτη της Κομμούνας. Υπάρχουν ερευνητές όπως ο Jean-Christophe Angaut, που ειδικεύεται στην γερμανική φιλοσοφία, ο Philippe Darriulat, ειδικός στην ιστορία του πολιτισμού, η Jacqueline Lalouette, μεγάλη ιστορικός του αντικληρικαλισμού. Υπάρχουν επίσης ειδικοί στην ιστορία της δημόσιας εκπαίδευσης, όπως ο Hugues Lenoir, αλλά και μη πανεπιστημιακοί που υπηρέτησαν ωστόσο την ιστορία της Κομμούνας όσο λίγοι, όπως ο Louis Bretonnière, ο οποίος, δυστυχώς, δεν πρόλαβε να δει την έκδοση του βιβλίου.

 

Και ο ρόλος του συντονιστή; 

Ο Michel Cordillot δεν υπήρξε απλά συντονιστής αλλά επιμελήθηκε το κάθε λήμμα, το κάθε άρθρο, με τρόπο ώστε να υπάρχει μια συνοχή στην αφήγηση. Εξυπακούεται, βέβαια, πως δεν πρόκειται για μια απλή συρραφή άρθρων αλλά για μια συλλογική προσπάθεια να δημιουργηθεί μια πρώτη πλατφόρμα αφήγησης πάνω στην παρισινή Κομμούνα.

 

Έχουμε, λοιπόν, αυτό το λεξικό ή λεύκωμα, μιας και περιέχει πλούσιο υλικό από εικόνες, γκραβούρες και φωτογραφίες, για την Κομμούνα. Πενήντα χρόνια πριν, το 1971, είχαμε αντίστοιχα εγχειρήματα με αφορμή τα εκατό χρόνια από το ιστορικό αυτό γεγονός. Ενδεχομένως, κάποιοι από τους σημερινούς συντελεστές συμμετείχαν και σε εκείνα τα εγχειρήματα αποτίμησης σε μια πολύ διαφορετική συγκυρία, αμέσως μετά τον Μάη του ’68. Σε επίπεδο ιστοριογραφίας, μπορούμε να πούμε ότι το σημερινό έργο εγγράφεται σε μια συνέχεια ή κομίζει μια ρήξη, μια τομή σε σχέση με ό,τι έχει προηγηθεί;

Θα έλεγα και τα δύο. Οι ίδιοι οι φορείς πρότερων εγχειρημάτων έχουν εξελιχθεί. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο ιστορικός Jacques Rougerie, ο οποίος το 1971 είχε αποπειραθεί με αφορμή τα εκατό χρόνια από την Κομμούνα να επανεξετάσει τους κεντρικούς της μύθους. Το σημερινό έργο είναι προϊόν της τότε ρήξης αλλά και μιας μακράς ωρίμανσης. Κωδικοποιεί αυτή την εξέλιξη και σηματοδοτεί μια αλλαγή που έχει συντελεστεί τις τελευταίες δεκαετίες στην ιστοριογραφία του 19ου αιώνα.

Πρόκειται για μια ρήξη σε τρία επίπεδα, σε τρία στοιχεία που έχουν συγκροτήσει την ιστορία της Κομμούνας και αντιστοιχούν και σε τρεις μύθους.

Tο πρώτο έχει να κάνει με τα όρια ρεφορμιστή και επαναστάτη. Τι από τα δύο είναι οι κομμουνάροι; Η ιστοριογραφία της δεκαετίας του ’70 ήταν επηρεασμένη από μια ιδιαίτερη ανάγνωση της Κομμούνας, η οποία επιβλήθηκε από την γενιά που έζησε το ’68. Κατά την περίοδο αυτή υπήρχε η ανάγκη να υπογραμμιστούν οι διαφοροποιήσεις ανάμεσα στον ρεφορμιστή και τον επαναστάτη. Η ανάγκη αυτή προβλήθηκε κατά κάποιον τρόπο και πάνω στην ίδια της ιστορία της Κομμούνας ως καταγωγικού γεγονότος όλων των επαναστατικών ταυτοτήτων. Αυτή είναι και η πρώτη τομή που επιχειρεί το σημερινό βιβλίο: θέλει να καταδείξει την γέννηση του επαναστάτη και της επαναστάτριας όχι αποκλειστικά με όρους ρήξης αλλά και συνέχειας. Φιλοδοξεί, δηλαδή, να παρουσιάσει την γενιά των κομμουνάρων ως συνεχιστών μιας μακράς πολιτικής παράδοσης.

 

Ποια είναι η κοινωνική καταγωγή των κομμουνάρων; Υπάρχει ένας τύπος, ένα τυπικό προφίλ;

Ως προς την κοινωνική καταγωγή τους επικρατούσε για χρόνια μια αίσθηση, η οποία πρόκυπτε από μια επιφανειακή κατά την άποψή μου ανάγνωση του Μαρξ και του Ένγκελς, και κυρίως του βιβλίου Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, σύμφωνα με την οποία υπήρχε, υποτίθεται, μια απόλυτη διάκριση ανάμεσα σε εργάτες και αστούς. Κάτι τέτοιο οφείλεται και σε μια επιθυμία του Μαρξ ως δρώντος υποκειμένου κατά την περίοδο αυτή, ένα στοιχείο το οποίο σπανιότατα λαμβάνουμε υπόψη μας.

Όπως προκύπτει, όμως, από την πρόσφατη ιστοριογραφία για τον  19ο αιώνα, κάτι που αποτυπώνεται και στο πρόσφατο βιβλίο, το προφίλ των κομμουνάρων αντιστοιχεί στο κλασικό προφίλ των επαναστατών όπως το βρίσκουμε σε όλες τις επαναστατικές κρίσεις στην Γαλλία, από το ’30 μέχρι το ’48, και τις εξεγέρσεις κατά της Δεύτερης Αυτοκρατορίας μέχρι την Κομμούνα.

Για να προσδιορίσουμε αυτό το προφίλ πρέπει να θέσουμε υπό αίρεση τις δυο κλασικές κατηγορίες: εργάτες και αστοί, όχι ως φορείς κοινωνικών στρατηγικών, όπως τους περιγράφει ο Μαρξ, αλλά ως κοινωνικές κατηγορίες.

Όσον αφορά τους εργάτες του Παρισιού, παρατηρούμε ότι οι πρωταγωνιστές προέρχονται κυριότερα από ένα κομμάτι της εργατικής τάξης που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε εργατική ελίτ. Πρόκειται, δηλαδή, για εργάτες από παραδοσιακά επιτηδεύματα και εργασίες του Παρισιού με υψηλό βαθμό ειδίκευσης και βαθιά ριζωμένες συντεχνιακές παραδόσεις. Είναι εργατικά στρώματα που έχουν επίσης μαθητεύσει στην επανάσταση και στις επαναστατικές μεθόδους, με τους τυπογράφους και τους χτίστες να αποτελούν τα πιο δυναμικά κομμάτια τους. Βλέπουμε βέβαια και μια εκπροσώπηση αυτού που θα λέγαμε προλεταριοποιημένες εργατικές ομάδες, αλλά είναι πολύ περιορισμένη.

Από την άλλη, όταν αναφερόμαστε στην αστική τάξη, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι και εκεί υπάρχει μια σημαντική διαφοροποίηση. Μια μερίδα των θεωρητικών της Κομμούνας προέρχεται μεν από την αστική τάξη, αλλά αυτή η  «ετικέτα» ελάχιστα αποκαλύπτει για αυτούς. Είναι αστικοποιημένοι εργάτες, δηλαδή εργάτες που έχουν ανελιχθεί σε αστούς, ή κομμάτια μιας προοδευτικής αστικής τάξης που θα ήταν μάλλον πιο δόκιμο να χαρακτηρίσουμε ριζοσπάστες ρεπουμπλικάνους παρά αστούς.

 

Μιλώντας για συγκροτημένες κοινωνικές τάξεις μου έρχεται στο μυαλό μια ακόμα ανάγνωση, η οποία συνδέει τον εκσυγχρονισμό των μέσων παραγωγής και τη νέα οργάνωση της παραγωγής που συντελείται στη γαλλική πρωτεύουσα κατά την εποχή αυτή με τη συγκρότηση της μεσαίας τάξης. Έχει όντως ξεκινήσει μια τέτοια συγκρότηση; 

Όχι ακόμα. Πρόκειται για έναν ακόμα μύθο σε σχέση με την Κομμούνα. Στην πραγματικότητα, η Κομμούνα ίσως να είναι η απαρχή αυτής της διαδικασίας. Πρέπει να τονιστεί ότι η Κομμούνα ως επαναστατικό γεγονός αντιστοιχεί σε μια ήδη καθιερωμένη κοινωνική γεωγραφία και κυρίως στην επαναστατική εξέλιξη αυτής.

 

Να επανέλθουμε λίγο στις πρότερες προσλήψεις της Κομμούνας;

Βεβαίως. Επανέρχομαι λοιπόν στην ανάγκη να σχετικοποιηθεί η απόσταση ανάμεσα στον ριζοσπαστικό ρεπουμπλικανισμό και τον ριζοσπαστικό σοσιαλισμό. Στην πραγματικότητα, οι κομμουνάροι και η παραδοσιακή πολιτικοποίηση του ρεπουμπλικανικού κομματιού είναι δυο αλληλοτροφοδοτούμενα πράγματα, τα οποία οριακά δεν μπορούν να ξεχωρίσουν το ένα από το άλλο.

Αναφέρθηκα προηγουμένως στην γενιά του ’68 που επέβαλε την απόλυτη διάκριση ρεπουμπλικάνου και επαναστάτη. Μια τέτοια ανάγνωση προϋποθέτει ότι η Κομμούνα προκαλεί μια ξαφνική, μια απότομη ρήξη ανάμεσα στους δύο όρους. Ωστόσο, η Κομμούνα δεν είναι ένα πυροτέχνημα στο σκοτάδι. Δεν μπορούμε να την παρουσιάζουμε σαν κάτι πρωτόγνωρο, πρωτότυπο ή ξαφνικό. Η Κομμούνα ως σχήμα, ως μέθοδος, ως πραγματικότητα, αποτελεί έναν πυλώνα αυτού που ονομάζουμε Γαλλική επανάσταση ήδη από το 1789.

 

Εννοείς ότι υπάρχουν κάποια υπόγεια ρεύματα που απορρέουν από την Γαλλική επανάσταση;

Ακριβώς. Τι είναι αυτό που λέμε Κομμούνα; Είναι μια πολιτική μορφή στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης. Ήδη το 1789, μερικές εβδομάδες μετά την κατάληψη της Βαστίλης, η Τρίτη τάξη επιλέγει να συγκροτηθεί ως Κομμούνα, επιλέγει δηλαδή τη μορφή του Δημαρχείου των Παρισίων, προκειμένου να προστατευτεί στρατιωτικά από τα στρατεύματα του Λουδοβίκου 16ου. Την ίδια στιγμή δημιουργείται και η εθνοφυλακή, η οποία θα αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα όλων των επαναστάσεων. Αυτή είναι η πρώτη εμφάνιση του όρου.

Το 1792, με την εξέγερση των Ιακοβίνων, η Κομμούνα επανέρχεται ως μέσο προστασίας των εξεγερμένων απέναντι στους Γιρονδίνους και βέβαια τον βασιλιά. Στην επανάσταση του Ιουλίου του 1830 η Κομμούνα επανέρχεται με την εκ νέου ενεργοποίηση της εθνοφυλακής προκειμένου να εδραιωθεί η επανάσταση. Τον Φλεβάρη του 1848, ο Αδόλφος Θιέρσος εισηγείται τον σφαγιασμό της πλειοψηφίας της παρισινής εργατικής τάξης προκειμένου να αποφευχθεί ο σχηματισμός μιας επαναστατικής Κομμούνας, και μερικούς μήνες μετά, τον Ιούνιο, υλοποιεί το σχέδιό του. Μπορούμε να εξηγήσουμε τη σφαγή των εργατών, όπως το περιγράφει και ο Μαρξ στο Ο εμφύλιος πόλεμος στην Γαλλία, και ως αποφυγή της Κομμούνας.

Η Κομμούνα τροφοδοτεί επίσης την πολιτική σκέψη περισσότερο και λιγότερο ριζοσπαστών ρεπουμπλικανών καθ’ όλη τη μακρά περίοδο της Δεύτερης Αυτοκρατορίας, για να φτάσουμε στο 1871. Η Κομμούνα, λοιπόν, ως πολιτική μορφή, πρέπει να ιδωθεί ως μια συνέχεια που διαπερνά όλες τις προοδευτικές θεωρίες του 19ου αιώνα.

 

Αν βλέπουμε σήμερα ένα νήμα, μια συνέχεια από το 1830 στο 1848 και στο 1871, οι δρώντες της Κομμούνας διατηρούν οι ίδιοι μια μνήμη, μια ανάμνηση τουλάχιστον από το ’48, αν όχι από το ’30; 

Αν δούμε την Κομμούνα ως μέθοδο οργάνωσης του πολιτικού, σίγουρα ναι. Η δημιουργία δε μιας Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας ανταποκρίνεται όχι μόνο στις παραδόσεις του ’48 και του ’30 αλλά και σε αυτές του 1793. Μιλώντας για τις πιο πρόσφατες σε εκείνους μνήμες, από τη δεκαετία του 1840, η Κομμούνα είναι μια επαναφορά ιακοβινικών σχημάτων, όπως η ρεπουμπλικανική κατήχηση του πληθυσμού. Όπως είχαμε τη ρεπουμπλικανική κατήχηση το 1789-90, έτσι έχουμε και στην Κομμούνα την γενίκευση της εκπαίδευσης για αγόρια και κορίτσια. Επίσης, στο αίτημα για εκπαίδευση υπάρχει και ένα υπόγειο αίτημα αυτομόρφωσης του παρισινού λαού. Κατά τη δεκαετία του 1840 έχουμε μια άνθηση των απογευματινών και βραδινών «μαθημάτων».

 

Και πολλές λέσχες…

Πράγματι. Λέσχες που έχουν γιγαντωθεί κατά την περίοδο της Κομμούνας και δεν αφορούν πλέον μια μικρή σέκτα οργανωμένων ή μια δράκα επαναστατών, αλλά ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του παρισινού λαού, ανδρών και γυναικών. Το αίτημα για αυτομόρφωση και εκπαίδευση όπως το βρίσκουμε καθ’ όλη τη δεκαετία του 1840, το ξαναβρίσκουμε στην Κομμούνα σε γιγαντωμένη μορφή.

 

Αν η Κομμούνα τροφοδοτείται από τις υποτελείς τάξεις, υπάρχει μια μερίδα αυτών που δεν συντάχθηκαν, δεν ακολούθησαν, δεν αγκάλιασαν το εγχείρημα;

Είναι ένα ερώτημα που απασχολεί τους ιστορικούς. Για να το απαντήσουμε πρέπει να δούμε τι ήταν το Παρίσι εκείνη την εποχή. Αν και η παρισινή πολεοδομία έχει ήδη αρχίσει να αλλάζει, η αίσθηση και η οργάνωση του χώρου από τον παρισινό λαό δεν έχει ακόμα μεταβληθεί. Το Παρίσι αντιστοιχεί ακόμα στο τοπίο των πρότερων επαναστάσεων, είναι δηλαδή μια εργατική πόλη. Η συντριπτική πλειοψηφία των παριζιάνων είναι εργάτες. Επίσης, μετά την αποχώρηση του Θιέρσου μαζί με ένα μεγάλο κομμάτι της αστικής τάξης, αλλάζει σημαντικά και η ταξική σύσταση του Παρισιού.

Ένα καλό στοιχείο για να ερευνήσουμε την ταξική σύσταση της πόλης είναι οι εκλογές της 26ης Μαρτίου 1871, μεσούσης δηλαδή της Κομμούνας. Η Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφυλακής προκειμένου να εγκαθιδρύσει και να σταθεροποιήσει την εξουσία της απέναντι τόσο στη συντήρηση των Βερσαλλιών όσο και στους μετριοπαθείς ρεπουμπλικάνους προκηρύσσει εκλογές. Η συμμετοχή σε αυτές είναι της τάξης του 50 %. Συμμετέχουν δηλαδή οι μισοί Παριζιάνοι.

Κάποιοι βλέπουν σε αυτήν την αποχή και μια απροθυμία του παρισινού λαού να στηρίξει το εγχείρημα. Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι αληθές. Ας μην ξεχνάμε ότι ο παρισινός λαός είχε ψηφίσει ελάχιστες φορές και μάλιστα σε δημοψηφίσματα. Τώρα φαίνεται να υπάρχει μια ισχυρή διάθεση συμμετοχής  ανδρών και γυναικών.

 

Αν δεν απατώμαι, το ποσοστό συμμετοχής κυμαίνεται στα ίδια επίπεδα, αν όχι λίγο υψηλότερα, συγκριτικά με τις τελευταίες εκλογές έναν μήνα πριν την Κομμούνα. 

Ακριβώς. Και είναι από μόνο του ενδεικτικό.

Τώρα, ως προς τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις και διαιρέσεις. Είναι γνωστό ότι μετά τις εκλογές αυτές υπάρχει μια πλειοψηφία και μια μειοψηφία στην Επιτροπή της Κομμούνας, στο Κεντρικό της Συμβούλιο. Συνήθως περιοριζόμαστε να κάνουμε μια σχηματική διαίρεση ανάμεσα σε μειοψηφικούς και πλειοψηφικούς, πολιτικοποιώντας και τους μεν και τους δε. Λέμε, για παράδειγμα, ότι η πλειοψηφία, απαρτίζεται από τους νοσταλγούς της Επανάστασης του 1793 ή, επίσης, από μπλανκιστές και «κόκκινους» Ρεπουμπλικάνους που αναφέρονται σε μια κοινωνική και δημοκρατική Ρεπουμπλίκ, ενώ στην μειοψηφία υποτίθεται πως ανήκουν μέλη της Διεθνούς. 

Στην πραγματικότητα, η διάκριση σε πλειοψηφία και μειοψηφία έχει να κάνει με τα στρατηγικά ζητήματα της επανάστασης και κυρίως τους τρόπους εγκαθίδρυσης και υπεράπισης της δημοκρατίας. Η Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας, δηλαδή η συγκρότηση αυτού του κεντρικού οργάνου που θυμίζει την εποχή της Τρομοκρατίας, του ιακοβίνικου τρόμου, παράγει τη βασική διαίρεση ανάμεσα σε πλειοψηφία και μειοψηφία. Η μειοψηφία θέτει το ζήτημα της εκπροσώπησης και του συγκεντρωτισμού. Ένα δεύτερο στοιχείο που διαμορφώνει τη διαίρεση είναι η αντιμετώπιση των στρατευμάτων που βρίσκονται έξω από το Παρίσι, στις Βερσαλλίες: ο παρισινός λαός είναι ή δεν είναι έτοιμος να επιτεθεί στα στρατεύματα αυτά; Μετά από μια αιματηρή μάχη και βαριά ήττα των κομμουνάρων, το χάσμα ανάμεσα με πλειοψηφία και μειοψηφία μεγαλώνει, με την δεύτερη να βλέπει όλο και πιο κριτικά τις πολεμικές διαθέσεις της πρώτης. 

Οι προαναφερθείσες διαιρέσεις είναι εν πολλοίς πλασματικές. Σε κάθε περίπτωση, όταν μιλάμε, για παράδειγμα, για μπλανκιστές, δεν μιλάμε για κάτι ενιαίο. Η Λουίζ Μισέλ, λόγου χάρη, είναι μια μπλανκίστρια που αντιστοιχεί σε μια επαναστατική φιγούρα των αρχών του αιώνα. Είναι όμως κι αυτή που εισάγει τη μαύρη σημαία, ένα ισχυρό σύμβολο του αναρχισμού. Άλλοι όμως μπλανκιστές δεν θα ταυτίζονταν με αυτό το σύμβολο της μάχης μέχρις εσχάτων, αλλά θα δήλωναν απλά ριζοσπάστες ρεπουμπλικάνοι. Πρέπει, νομίζω, να ξαναδούμε την ιστορία της Κομμούνας έξω από αυτή την μακρά λίστα των –ισμών: ο αναρχισμός δεν υπάρχει, ούτε ο μαρξισμός. Αλλά ακόμα και οι όροι μπλανκισμός ή ο προυντονισμός πρέπει να σχετικοποιηθούν ως προς την καθαρότητα των πολιτικών ταυτοτήτων που υπαινίσσεται η χρήση τους.

 

Ορόσημο αυτοδιάθεσης, αυτοδιαχείρισης ή και σοσιαλιστικής διακυβέρνησης, τι κάνει η Κομμούνα τόσο με την ιδιοκτησία, συμπεριλαμβανομένης της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, όσο και με το χρήμα;

Όσον αφορά την ιδιοκτησία δεν αμφισβητείται ως τέτοια. Σίγουρα όχι η ιδιωτική ιδιοκτησία. Προτάσσεται ωστόσο το εγχείρημα του σοσιαλισμού των ενώσεων, ένα κορπορατιστικό μοντέλο που φιλοδοξεί, για να χρησιμοποιήσω τους όρους της εποχής, να ιδιοποιηθεί τα εργαλεία παραγωγής μέσω των εργατικών ενώσεων. Υπό αυτήν την έννοια αμφισβητείται η ιδιοκτησία των εργαλείων της παραγωγής. Είναι ένα πρωτόλειο αίτημα κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής. 

Όσον αφορά τώρα το χρήμα, ας μην ξεχνάμε ότι η Κομμούνα διήρκησε εβδομήντα δύο μέρες, τουτέστιν το έργο της είναι κυρίως διακηρυκτικό. Προβλέπει μια αναδιανομή του πλούτου ή καλύτερα το πλαίσιο εντός του οποίου θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο. Επί της ουσίας όμως δεν καταφέρνει να κάνει και πολλά πράγματα, εξού και η κριτική του ίδιου του Μαρξ που της καταλογίζει ότι δεν κρατικοποίησε την Τράπεζα της Γαλλίας. Με έναν τρόπο αντιφάσκει, διότι την κατηγορεί ότι δεν προέβη στην κατάργηση της ίδιας της έννοιας του κράτους, ενώ η κρατικοποίηση της Τράπεζας της Γαλλίας συνιστά μια κρατική πρακτική…

 

Ας επιστρέψουμε στο βιβλίο. Αναφέρθηκες ήδη στις τομές ή μετατοπίσεις που εισφέρει στην ιστοριογραφία: άρση της αυστηρής διάκρισης αστών και εργατών, ρεφορμιστών και επαναστατών, αμφισβήτηση των παραδεδομένων –ισμών και του ενιαίου χαρακτήρα τους. Θα είχες να προσθέσεις κάτι ακόμα;

Φιλοδοξεί επίσης να αποτελέσει ένα εργαλείο αναφοράς, μια συνολική μέθοδο για την προσέγγιση και κατανόηση της Κομμούνας τόσο για ειδικούς όσο και για το ευρύ κοινό.

Ένα ακόμα στοιχείο που διατρέχει τον συλλογικό αυτό τόμο είναι ότι η Κομμούνα δεν είναι μια καινοτομία του 1871 αλλά επίσης δεν είναι και μια αυστηρά παρισινή εμπειρία. Την πρώτη προσπάθεια για Κομμούνα, δηλαδή για μια τοπική αυτοδιοίκηση στην οποία συμμετέχει ενεργά η Εθνοφυλακή και η οποία εμφορείται και διακηρύττει σαφώς κοινωνικά προτάγματα, την βρίσκουμε στη Μασσαλία, τη στιγμή της κήρυξης του γαλλοπρωσικού πολέμου, ενώ έχουμε κι άλλες προσπάθειες, στην Γκρενόμπλ, τη Λυών, το Μπορντό…  οι οποίες, όμως, υπήρξαν πιο βραχύβιες από την παρισινή εμπειρία.

 

Θα ήθελες, τέλος, να μας πεις δυο λόγια για την δική σου συμβολή; Ποια η θεματική που αναπτύσσεις στο άρθρο σου;

Το άρθρο μου αφορά τον σοσιαλιστή Λουί Μπλανκ, έναν από τους πρωταγωνιστές της επανάστασης του 1848, γνωστό από το έργο του Η οργάνωση της εργασίας και την πρότασή του για δημιουργία πρότυπων κοινωνικών εργαστηρίων. Παρά το πρότερο παρελθόν του, όμως, αποτελεί μια μη δημοφιλή προσωπικότητα της περιόδου, γιατί, καίτοι σοσιαλιστής, καταλήγει να καταγγείλει την Κομμούνα όταν οι προσπάθειες για μια γενική συμφιλίωση με την εθνοσυνέλευση αποτυγχάνουν. Παρόλα αυτά, πρόκειται για μια σημαντική προσωπικότητα, όχι για τη δράση του κατά τη διάρκεια αυτών των εβδομήντα δύο ημερών, αλλά επειδή εκφράζει μια βασική επαναστατική παράδοση που οδηγεί στα γεγονότα του Μάρτη του 1871, αυτήν της επανάστασης του 1848. 

Στο άρθρο δείχνω πώς το σοσιαλιστικό και ρεπουμπλικανικό κεκτημένο του 1848 χρωματίζει τις διεργασίες της Κομμούνας. Παρουσιάζω επίσης τα όρια μιας μεταρρυθμιστικής ρεπουμπλικανικής πρότασης, εντός του ’71, σε σχέση με τρία πράγματα: τον κίνδυνο των στρατευμάτων των Βερσαλλιών, τις προσπάθειες κατάπνιξης του εργατικού κινήματος από τους μετροπαθείς ρεπουμπλικάνους και μια οριοθέτηση του ίδιου του Λουί Μπλανκ ως ρεφορμιστή από τους εξεγερμένους εργάτες, οι οποίοι νιώθουν προδομένοι από το πολιτικό προσωπικό της εποχής, συμπεριλαμβανομένων βέβαια των ρεπουμπλικάνων.

Όπως είπαμε, μολονότι ο Λουί Μπλανκ γυρνάει την πλάτη στην Κομμούνα, και αυτό του το χρεώνουν οι σύγχρονοί του, είναι σε κάθε περίπτωση ένας άνθρωπος που για πάνω από είκοσι χρόνια έχει αναπτύξει διεξοδικά την ίδια την έννοια της Κομμούνας ως θεμελίου κοινωνικής οργάνωσης και απαραίτητου κρίκου ανάμεσα στην οικογένεια και το δημοκρατικό κράτος. Μάλιστα, μετά την κατάπνιξη της Κομμούνας, ο Μπλανκ γίνεται μια από τις πιο αυθεντικές φωνές για τον εκδημοκρατισμό της Γαλλίας, προσπαθώντας να θεμελιώσει, καίτοι μάταια, ένα συγκεντρωτικό σύστημα ως προς την πολιτική, που όμως παραμένει διοικητικά αποκεντρωμένο και θεμελιωμένο σε ένα δίκτυο από αυτόνομες Κομμούνες.

 

Τι τον έκανε να αποστραφεί το μοντέλο που υπερασπίστηκε, τη στιγμή που αυτό επιτέλους υλοποιείται;

Ο Λουί Μπλανκ ανήκει σε μια γενιά που έθετε δύο βασικά όρια ως προς την πολιτική δράση. Το πρώτο ήταν η βελτίωση των συνθηκών ζωής της εργατικής τάξης. Το δεύτερο, όμως, ήταν η πάση θυσία αποφυγή του εμφυλίου πολέμου. Η Κομμούνα αποτελεί κήρυξη εμφυλίου πολέμου. Ο Λουί Μπλανκ επιλέγει τη δεδομένη στιγμή να μην κυλήσει προς αυτήν την επικίνδυνη και καταστροφική επιλογή του παρισινού προλεταριάτου, στην οποία αναγνωρίζει ψήγματα της περιόδου της Τρομοκρατίας. Το στοιχείο της βίας τον τρομοκρατεί. 

Και εδώ πρέπει να πούμε ότι δεν ήταν ο μόνος. Το μεγαλύτερο κομμάτι αυτής της γενιάς γυρνάει την πλάτη του στην Κομμούνα. Ενδεικτικά αναφέρω τον Ζολά, τον Φλομπέρ ή την Γεωργία Σάνδη. Όλοι οι υποστηρικτές, οι «φίλοι του λαού» όπως τους αποκαλούσαν τις δεκαετίες του ’40 και του ’50, την ύστατη στιγμή, την κρίσιμη στιγμή, γυρνάνε την πλάτη τους στην Κομμούνα. Ορισμένοι μάλιστα, όπως η Σάνδη, απορρίπτουν μετά βδελυγμίας και καταγγέλλουν δημοσίως τις επιλογές των «ελεεινών» επαναστατών του Παρισιού!

 

Και κάποιοι άλλοι, μεταξύ των οποίων και ο Ουγκό, βρίσκονται στις Βερσαλλίες προσπαθώντας να διαπραγματευτούν και να αποτρέψουν τα σχέδια του Θιέρσου για εισβολή στο Παρίσι…

Πράγματι, κι αυτό ήταν κάτι που η Επιτροπή της Κομμούνας δεν είχε απορρίψει. Δεν είχε απορρίψει σε καμία περίπτωση τις διαπραγματεύσεις. Κι έχει σημασία να πούμε εδώ ότι η Κομμούνα, ή καλύτερα οι κομμουνάροι και οι κομμουνάρες ήταν τα θύματα μιας προειλημμένης απόφασης για τη μαζική σφαγή των εργατών του Παρισιού. Ήταν ένα σχέδιο που ετοιμαζόταν για χρόνια. Παρόλα αυτά, το Κεντρικό Συμβούλιο της Κομμούνας, τόσο η η πλειοψηφία όσο και η μειοψηφία του, ήλπιζαν μέχρι την τελευταία στιγμή…

 


 

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)

Σχετικά με τον συντάκτη

Πάνος Αγγελόπουλος

Ο Πάνος Αγγελόπουλος ζει στο Παρίσι από το 1998, έχει κάνει σπουδές φιλοσοφίας και εργάζεται ως μεταφραστής.

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange