Η αυτοκτονία του δήμου: Πολιτική κρίση και συνταγματικός λόγος στη Βαϊμάρη
Αλέξανδρος Κεσσόπουλος
Ευρασία, 2018 | 306 σελίδες
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος αποτελεί (και απ᾽ ό,τι φαίνεται θα συνεχίσει να αποτελεί) το πλέον δημοφιλές πεδίο ενασχόλησης, ανάγνωσης και μελέτης. Το γεγονός ότι η σύγκρουση επεκτάθηκε σε όλο τον κόσμο, η δυνατότητα ταύτισης με το αντιφασιστικό στρατόπεδο και η αδιανόητη κτηνωδία του Ολοκαυτώματος ανανεώνει συνεχώς το κοινό και το ενδιαφέρον για αυτά τα κρίσιμα χρόνια. Σε αυτό το πλαίσιο δεν είναι παράλογο ότι τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται όλο και περισσότερο η βιβλιογραφία που αφορά στην περιφέρεια του Μεγάλου Πολέμου, δηλαδή στους όρους που συνέβαλαν στην ένταση της τελικής σύγκρουσης.
Η βιβλιογραφία για την Δημοκρατία της Βαϊμάρης και την κατάρρευσή της έχει εμπλουτιστεί τα τελευταία χρόνια. Η έκδοση βιβλίων για αυτό το θέμα τροφοδοτήθηκε στη χώρα μας όχι μόνο της εν γένει δημοφιλίας των αναγνωσμάτων που συνδέονται με την άνοδο του ναζισμού και τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και γιατί ιδίως κατά την περίοδο 2010–2015 η κρίση πολιτικής εκπροσώπησης, αλλά και η είσοδος ενός ναζιστικού κόμματος στην Ελληνική Βουλή, τροφοδότησε μια συζήτηση σχετικά με τις αναλογίες της ελληνικής πολιτικής ζωής με την ατμόσφαιρα της Βαϊμάρης. Δεν είναι ίσως τυχαίο, επομένως, ότι μεταξύ 2010 και 2015 κυκλοφόρησαν στη χώρα μας το βιβλίο του Χαίνριχ Βίνκλερ Βαϊμάρη. Η Ανάπηρη Δημοκρατία (Πόλις), το βιβλίο του Πήτερ Γκαίυ Η πνευματική ζωή στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης (Γερμανία 1919–1933) (Νησίδες) και οι συλλογικοί τόμοι Φωνές από τη Βαϊμάρη (Ύψιλον, σε μετάφραση Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου) και Η δημοκρατία της Βαϊμάρης και οι σημερινές αναβιώσεις της από το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς και τις εκδόσεις Νήσος.
Το βιβλίο του Αλέξανδρου Κεσσόπουλου Η Αυτοκτονία του Δήμου εμπλουτίζει ουσιαστικά αυτή την συζήτηση. Ωστόσο είναι μια μελέτη που εστιάζει κυρίως στην θεσμική –και επομένως κατά μείζονα λόγο στην πολιτική– διάσταση της κρίσης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Τα πεδία μελέτης του βιβλίου είναι κατά βάση οι θεσμοί του πολιτεύματος, δηλαδή η Βουλή, η Κυβέρνηση και η Προεδρία της Δημοκρατίας (που στις συνθήκες από το 1930 και μετά αυτονομείται και παίζει έναν ιδιαίτερα σημαντικό και εν τέλει μοιραίο ρόλο στην εξέλιξη των πραγμάτων) αλλά και η αντανάκλαση της κρίσης των θεσμών στη συνταγματική θεωρία.
Η μελέτη του Κεσσόπουλου εντοπίζει τέσσερα στάδια εξέλιξης της πολιτικής ζωής στη Βαϊμάρη. Μια πρώτη φάση (σχετικά) ομαλής λειτουργίας του πολιτεύματος που βασίζεται σε ένα μοντέλο πολυκομματικής διακυβέρνησης με βασικό στοιχείο την κεντρική συμμετοχή του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στην κυβέρνηση και το σύστημα της απλής αναλογικής που επιβάλλει τις συνεργασίες και τις συναινέσεις (1919–1930). Ένα δεύτερο στάδιο κρίσης αυτού του μοντέλου και διάσπασης των πολιτικών συμμαχιών εξαιτίας της λήψης έκτακτων οικονομικών μέτρων λιτότητας, γεγονός που οδηγεί στην νόθευση της κοινοβουλευτικής μορφής του πολιτεύματος (1930–Μάιος 1932). Ένα τρίτο στάδιο, όπου η Προεδρική εξουσία αυτονομείται πλήρως από τη Βουλή και απεργάζεται κυβερνητικά σχήματα που είναι δεδομένο ότι δεν απολαμβάνουν την εμπιστοσύνη της Βουλής, ενώ η νομοθετική λειτουργία γίνεται όλο και περισσότερο με διατάγματα, καθώς η κοινοβουλευτική διαδικασία έχει παραλύσει (δεύτερο εξάμηνο του 1932) λόγω της αδυναμίας σχηματισμού οποιασδήποτε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Τέλος, το τέταρτο στάδιο, κατά το οποίο συντελείται η μετάβαση στον ολοκληρωτισμό (άνοιξη του 1933).
Σύμφωνα με τον Κεσσόπουλο, στην κρίση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, κεντρικό ρόλο παίζει η απονομιμοποίηση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD). Το SPD, επικρατέστερο κόμμα σε επίπεδο λαϊκής ψήφου, κεντρικό κόμμα σε κάθε κυβέρνηση μετά το 1919 και βασική πολιτική έκφραση της εργατικής τάξης, το 1930 βρίσκεται σε ένα εξαιρετικά επώδυνο δίλημμα, το οποίο επιλέγει να το απαντήσει με τον πλέον εσφαλμένο τρόπο. Καθώς αδυνατεί να συμφωνήσει με τους κυβερνητικούς του εταίρους για την κατανομή των βαρών της οικονομικής κρίσης, αντί να περάσει στην αντιπολίτευση ή να προκαλέσει μια νέα εκλογική αναμέτρηση, επιλέγει (ή και υποχρεώνεται) εν τέλει να αποσυρθεί από την κυβέρνηση αλλά ταυτόχρονα να δεσμευθεί ότι θα απόσχει από κάθε πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης. Με τον τρόπο αυτό, το SPD επί μία διετία (1930–1932) υφίσταται το πολιτικό κόστος της λήψης επώδυνων μέτρων μονομερούς λιτότητας (είτε μέσα από την κοινοβουλευτική οδό είτε με διατάγματα) σε βάρος των κοινωνικών στρωμάτων που αποτελούν την κοινωνική του βάση, χωρίς να μπορεί να αντιδράσει ουσιαστικά. Η μοιραία υποχώρηση των σοσιαλδημοκρατών ενίσχυσε με τρόπο δραματικό το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα και –αρκετά λιγότερο– τους Κομμουνιστές.
Αλλά και από την άλλη πλευρά, τα σφάλματα δεν είναι λιγότερο καθοριστικά. Κατά την περίοδο 1930–1932 το Κέντρο και η Δεξιά της Βαϊμάρης είχαν δύο επιλογές: είτε να επιχειρήσουν μια νέα πολιτική σύνθεση δεχόμενοι επί της ουσίας να συμπεριλάβουν κάποια από τα αιτήματα των σοσιαλδημοκρατών για μια πιο δίκαιη κατανομή των βαρών της κρίσης, είτε να οδηγηθούν σε αυτό που υπήρξε τελικά η μοιραία επιλογή τους: να αποδεχθούν την αυτονόμηση μιας συσπείρωσης γύρω από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (Πρόεδρο του Ράιχ), τη δημιουργία ενός Προεδρικού Καθεστώτος. Το Προεδρικό Καθεστώς θα επιτύχει βαθμιαία την αυτονόμηση της εκτελεστικής από την νομοθετική εξουσία και θα ασκήσει τη νομοθετική λειτουργία, δηλαδή την επιβολή των νέων οικονομικών μέτρων, με διατάγματα. Ωστόσο, καθώς το Προεδρικό καθεστώς συνεχίζει να αυτονομείται, η απονομιμοποίησή του είναι ταχύτατη.
Όπως δείχνει ο συγγραφέας, το πολιτικό σύστημα της Βαϊμάρης, το «συνταγματικό τόξο» της εποχής και ο Πρόεδρος του Ράιχ, προτίμησαν να παίξουν με τη φωτιά διακινδυνεύοντας την άνοδο ενός διακηρυγμένου εχθρού της, δηλαδή των ναζί, παρά να διερευνήσουν την πιθανότητα μια άλλης πολιτικής, που έδινε χώρο στα εργατικά και λαϊκά αιτήματα και θα επέτρεπε στους Σοσιαλδημοκράτες να συμμετάσχουν στην διακυβέρνηση.
Ο τίτλος της μελέτης του Κεσσόπουλου, “η Αυτοκτονία του Δήμου”, αποτυπώνει πράγματι το γεγονός ότι οι ναζί αναδείχθηκαν πρώτο κόμμα σε επίπεδο λαϊκής ψήφου κατά τις εκλογικές αναμετρήσεις του 1932. Ωστόσο, από την ανάγνωση του βιβλίου προκύπτει ότι παράλληλα συντελείται και μια άλλη αυτοχειρία, αυτή των αστικών κομμάτων που δεν μπόρεσαν να διανοηθούν να κινηθούν έξω από το πλαίσιο της περιοριστικής οικονομικής πολιτικής που έστελνε το λογαριασμό της κρίσης μονομερώς στην εργατική τάξη. Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί ότι η κεντρική ιδέα της ύπαρξης μιας μοναδικής οικονομικής πολιτικής, η οποία πρέπει να υπηρετηθεί πάση θυσία χωρίς να είναι νοητή οποιαδήποτε παρέκκλιση ή εναλλακτική λύση, αποτελεί μια ενδιαφέρουσα αναλογία με όσα βίωσε η Ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια.
Ιδιαίτερα προβληματική είναι και η στάση του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας. Το ΚΚΓ δεν περιλαμβάνεται στο τότε «συνταγματικό τόξο», καθώς πρεσβεύει κι αυτό – από μια πολύ διαφορετική βέβαια σκοπιά – την κατάλυση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Ο αναγνώστης που έχει πλέον τις παραστάσεις και είναι σε γνώση των επεξεργασιών της μεταπολεμικής Ευρωπαϊκής Αριστεράς, εντυπωσιάζεται από την ιδιαίτερη πολιτική δυσκαμψία και την αδυναμία να διαγνωστεί το επείγον της ναζιστικής απειλής και να υπάρξουν όροι ενός ευρύτερου αντιναζιστικού συντονισμού. Δεν χωράει αμφιβολία ότι τα στελέχη του Γερμανικού ΚΚ πλήρωσαν στο ακέραιο αυτή την τύφλωση.
Σε αυτό νοσηρό για την λειτουργία των θεσμών κλίμα, διεξάγονται οι εκλογές του Ιουλίου του 1932, που αποτελούν το σημείο μη επιστροφής για την Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Η σύνθεση της Βουλής που προκύπτει από τις εκλογές του 1932 δεν είναι δυνατό πλέον να δώσει κανένα κυβερνητικό συνασπισμό, καθώς αφενός το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα αντιμετωπίζεται από τα υπόλοιπα κόμματα ως αυτό που είναι, δηλαδή ένα κόμμα – εχθρός της δημοκρατίας που πρεσβεύει ανοιχτά την επιβολή της δικτατορίας, αφετέρου το Κομμουνιστικό Κόμμα επαγγελλόμενο την επανάσταση και τη δικτατορία του προλεταριάτου και υιοθετώντας την αντίληψη του σοσιαλφασισμού, αρνείται να μπει σε οποιαδήποτε διαδικασία συζήτησης και συνεργασίας με τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις. Η πολιτική παράλυση είναι πλήρης.
Κατά το δεύτερο εξάμηνο του 1932 οι κυβερνήσεις που διορίζει ο Πρόεδρος του Ράιχ Πάουλ Φον Χίντενμπουργκ απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης μιας πολύ μικρής μειοψηφίας βουλευτών. Ταυτόχρονα το βιομηχανικό κεφάλαιο αρχίζει να βλέπει με καλύτερο μάτι την προοπτική ανάδειξης μιας ισχυρής κυβέρνησης υπό τον Χίτλερ, ενώ κάποιες σκέψεις πολιτικών του προεδρικού περιβάλλοντος για την διανομή τμημάτων της μεγάλης ακίνητης περιουσίας σε ακτήμονες, στρέφει και τους γαιοκτήμονες πιο κοντά στη λύση του Εθνικοσοσιαλισμού. Το Προεδρικό Καθεστώς θα προσπαθήσει να ελιχθεί, θα επιχειρήσει ακόμα και να διασπάσει τους Εθνικοσοσιαλιστές, αλλά τελικά να υποχρεωθεί να συνθηκολογήσει και να διαπραγματευθεί μια «ομαλή» μεταβίβαση της εξουσίας στους ναζί με την αυταπάτη ότι οι τελευταίοι θα παραιτηθούν από τα σχέδια της επιβολής μιας μονοκομματικής δικτατορίας.
Το βιβλίο έχει ένα ιδιαίτερη ενδιαφέρον για τους νομικούς καθώς ο συγγραφέας –νομικός και ο ίδιος– επιλέγει να παρουσιάσει τη ζωηρή συζήτηση που διεξήχθη στις συνθήκες της κρίσης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης σχετικά με το άρθρο 48 του Συντάγματος. Το άρθρο 48 του Συντάγματος της Βαϊμάρης απέδιδε στον Πρόεδρο του Ράιχ την δυνατότητα επέμβασης ακόμα και με ένοπλη δύναμη σε περίπτωση κατά την οποία το Ράιχ ετίθετο σε κίνδυνο, καθώς και την δυνατότητα να αναστέλλει κάποια –περιοριστικά αναφερόμενα– από τα θεμελιώδη δικαιώματα που αναγνώριζε το Σύνταγμα. Το άρθρο 48 υπήρξε το όχημα με το οποίο το Προεδρικό Καθεστώς (κατ’ουσία ο Φον Χίντενμπουργκ και ένα μικρό τμήμα του πολιτικού προσωπικού) επέβαλε την νομοθέτηση των έκτακτων οικονομικών μέτρων κατά παράκαμψη της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Σε όλη την διάρκεια της οξείας πολιτικής κρίσης των ετών 1930-1933, η ερμηνεία του άρθρου 48 υπήρξε το πεδίο μιας σημαντικής θεωρητικής διαμάχης σε σχέση με τα όρια αυτών των δικτατορικών εξουσιών του Προέδρου του Ράιχ.
Σχηματοποιώντας, υποχρεωτικά, και χωρίς να μπορώ να αποδώσω τον πλούτο όλης της συζήτησης που εκτίθεται αναλυτικά στο βιβλίο, η θετικιστική σχολή (με κύριο εκπρόσωπο τον Χανς Κέλσεν) εξέφρασε την άποψη ότι το όριο της ερμηνείας του άρθρου 48 δεν μπορεί να υπερβεί τη λεκτική διατύπωση του κειμένου και ότι οι δικτατορικές εξουσίες του Προέδρου του Ράιχ περιορίζονται σε όσα περιοριστικά απαριθμεί το κείμενο του Συντάγματος.
Στον αντίποδα, η αντιθετικιστική σχολή (με κύριο εκπρόσωπο τον Καρλ Σμιτ) διατύπωσε την θέση ότι ο «φύλακας του Συντάγματος», ιδιότητα που ο Σμιτ απέδιδε στον Πρόεδρο του Ράιχ, δύναται – με την επίκληση του δίκαιου της ανάγκης – να ασκήσει τις έκτακτες εξουσίες του υπερβαίνοντας το σύνολο των συνταγματικών διατάξεων προκειμένου να διαφυλάξει την ουσία του Συντάγματος και του πολιτεύματος, που επί της ουσίας συνίσταται στην ανάγκη διατήρησης της ύπαρξης του Ράιχ και πραγμάτωσης της ενότητας του Γερμανικού λαού. Εν όψει της μελλοντικής πορείας του Σμιτ, που εξελίχθηκε σε επιφανή θιασώτη του εθνικοσοσιαλισμού, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς ότι ο Σμιτ κατά το χρονικό διάστημα 1930 – 1933 πρέσβευε αρχικά μεν (έως τις εκλογές του 1932) την ιδέα της διασταλτικής ερμηνείας του άρθρου 48 και εν συνεχεία της ανοιχτής εκτροπής, προκειμένου ακριβώς να αποτραπεί η άνοδος των ναζί στην εξουσία, προκειμένου δηλαδή να εμπεδωθεί ο θεσμικός τους αποκλεισμός. Στο γνώριμο σμιτιανό σχήμα εχθρός/φίλος, οι ναζί αποτελούσαν τότε τον εχθρό του πολιτεύματος. Λίγο αργότερα, βεβαίως, τα πράγματα άλλαξαν άρδην και η διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 48 αποτέλεσε βασικό όπλο των ναζί για την επιβολή του μονοκομματικού ολοκληρωτικού καθεστώτος.
Καθώς το βιβλίο περιγράφει – με σχεδόν κινηματογραφικό τρόπο – την παράδοση της εξουσίας από τον Φον Χίντεμπουργκ στους ναζί, το όργιο βίας που ακολούθησε ενόψει των εκλογών της 5-3-1933 και εν συνεχεία την ύστατη συνεδρίαση του Ράιχσταγκ όπου οι ναζί κατάφεραν να αποσπάσουν την αναγκαία κοινοβουλευτική πλειοψηφία προκειμένου να τους χορηγηθεί η γενική εξουσιοδότηση παραγωγής νομοθετικών διαταγμάτων στο διηνεκές, ο αναγνώστης αγωνιά, σχεδόν συμμετέχει στο δράμα, αλλά και εξοργίζεται από την αδυναμία των άλλων πολιτικών κομμάτων να συνεννοηθούν και να κινητοποιηθούν απέναντι στον επελαύνοντα ναζισμό.
Το βιβλίο του Κεσσόπουλου φωτίζει κατά τρόπο σαφή και εύληπτο τα πολιτικά, θεσμικά και θεωρητικά μέτωπα εκείνης της περιόδου και αποτελεί εξαιρετικό οδηγό για την κατανόηση της αποτυχίας (ή της αυτοκτονίας) της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Θα μπορούσαν τα πράγματα να εξελιχθούν διαφορετικά; Αναμφίβολα ναι, είναι η προφανής απάντηση με δεδομένη την εκ των υστέρων γνώση των αποτελεσμάτων που παρήγαγε η ναζιστική επικράτηση. Ωστόσο, και χωρίς αυτό το δεδομένο, η διακηρυγμένη βούληση των ναζί να επιβάλουν μια δικτατορία βασισμένη στον επιθετικό εθνικισμό, τον διωγμό των Εβραίων και της Αριστεράς, θα έπρεπε κατά την λογική εξέλιξη των πραγμάτων να έχει δημιουργήσει – πολύ πριν το 1933 – ένα μέτωπο αποτροπής αυτής εξέλιξης. Αυτό δεν θα μπορούσε φυσικά να είναι η απονομιμοποιημένη προσπάθεια του γερο-Φον Χίντενμπουργκ. Ωστόσο, η τύφλωση των κομμάτων του τότε “συνταγματικού τόξου” δεν είναι το αποτέλεσμα μιας γενικευμένης παράνοιας ή μιας ψύχωσης. Ο συγγραφέας εύστοχα επισημαίνει ότι το πολιτικό αδιέξοδο της περιόδου που τελικά οδηγεί τους ναζί στην εξουσία αντανακλά την αδυναμία του πολιτικού συστήματος να συμφωνήσει σε μια στοιχειωδώς ισότιμη και δίκαιη κοινωνικά κατανομή των βαρών της κρίσης. Παραφράζοντας μια γνωστή φράση, το πολιτικό προσωπικό της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ήταν ευκολότερο να φανταστεί και να αποδεχθεί το τέλος της δημοκρατίας παρά την αλλαγή της οικονομικής πολιτικής. Η συνέχεια είναι σε όλους λίγο-πολύ γνωστή.
Προσθέστε σχόλιο