Α) Εξωστρέφεια vs Εσωστρέφεια
Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 2000 και το ξεκίνημα της οικονομικής κρίσης στη χώρα, ο χώρος της δημοφιλούς μουσικής στην Ελλάδα, όχι μόνο δεν προχώρησε σε πιο πρωτοποριακές και ρηξικέλευθες φόρμες, αλλά αντίθετα αναδιπλώθηκε, οδηγούμενος σε μια δεκαετία διαρκούς εσωστρέφειας και αναζήτησης μιας «αυθεντικότητας», η οποία και υποτίθεται πως υπήρχε στην ελληνική μουσική παράδοση. Μεγάλα διεθνή ονόματα σπάνια πια βλέπαμε να μας επισκέπτονται και το κενό ήρθαν να γεμίσουν εγχώρια σχήματα και σόλο καλλιτέχνες. Αυτοί ενσωμάτωναν, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο ποσοστό, με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία, κάποιο κομμάτι της παράδοσης, η οποία και γινόταν ολοένα και περισσότερο κυρίαρχη στο mainstream. Η αναδίπλωση αυτή μάλιστα, για ένα κομμάτι του ευρύτερου αριστερού χώρου, χαιρετίστηκε, ως συνώνυμο μιας αντι-γκλομπαλιστικής τάσης πολιτιστικής ομογενοποίησης. Ταυτόχρονα, αμέτρητα «φεστιβάλ-πανηγύρια», πλημμύρισαν την ελληνική επαρχία, ενώ ξεκίνησε και μία τάση αστικών αναβιώσεων τους. Παρατηρήθηκε μία άνευ προηγουμένου διάχυση της αισθητικής που κοιτούσε μανιωδώς και νοσταλγικά στο παρελθόν, παρά εστίαζε στις διεθνείς τάσεις και εξελίξεις της ποπ κουλτούρας, πόσο μάλλον στις πρωτοπορίες, δημιουργώντας ένα νέο-παραδοσιακό οικοσύστημα. H μουσική πρωτοπορία και γενικότερα η avant garde, βρέθηκαν ξαφνικά εκτός κάδρου, αναζητώντας χώρους έκφρασης, αλλά κυρίως κοινό, άρα και πόρους.
Αντίθετα, η εξωστρέφεια, ως στόχος, αλλά και ως βασικός τίτλος των δράσεων της, παρατηρείται ήδη από την ίδρυση της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση το 2010 και τις δηλώσεις των προσώπων που ενεπλάκησαν από την πρώτη στιγμή σε αυτή. Όσο, λοιπόν, η εγχώρια ποπ κουλτούρα αναζητούσε τις αυθεντικές γεύσεις, τα αυθεντικά ακούσματα και τις αυθεντικές εμπειρίες, σε μια αναβάπτιση της έννοιας της «ελληνικότητας», που πια παρουσιαζόταν ως «εναλλακτική και νοσταλγική επιτέλεση», οι μεγάλοι πολιτιστικοί οργανισμοί άδραξαν μια ευκαιρία. Χωρίς να αντιμετωπίζουν τα οικονομικά προβλήματα των υπάλληλων τάξεων που δημιουργούν παραδοσιακά τις ποπ υποκουλτούρες, οδηγήθηκαν αφενός σε ένα cultural branding. Δημιούργησαν, δηλαδή, αφηγήματα που συνέδεσαν το ίδιο το brand με μια συγκεκριμένη αισθητική, με συγκεκριμένες αξίες και κοινωνικές ομάδες. Βρίσκοντας άπλετο χώρο μέσα στο κατακερματισμένο πολιτιστικό τοπίο, με εσαεί απόν το Υπουργείο Πολιτισμού, αλλά και τις διάφορες ιδιωτικές εταιρείες διοργάνωσης φεστιβάλ και πολιτιστικών εκδηλώσεων λαβωμένες από την οικονομική κρίση, προχώρησαν αφετέρου σε μια πρωτόγνωρη οικειοποίηση και ηγεμόνευση στα πολιτιστικά πράγματα της χώρας και δη τα πλέον προχωρημένα. Άλλωστε, δεν είναι κάτι που θέλησαν μείνει κρυφό, αφού ουσιαστικά ήρθαν, μεταξύ άλλων, και για να αποκαταστήσουν τις κρατικές αστοχίες και την αδιαφορία των κρατικών φορέων για τον πολιτισμό:
Για τη Στέγη η εξωστρέφεια αποτελεί έναν τόσο σημαντικό πυλώνα ώστε πραγματικά συνιστά μέρος της αποστολής μας. Κι έτσι συνειδητοποιώ πόσο κρίμα είναι που δεν έχει υπάρξει μια συνεπής πολιτική εκ μέρους της Πολιτείας προς όφελος της σύγχρονης δημιουργίας ενώ έχουν καταβληθεί μεγάλες προσπάθειες, έχουν κατατεθεί τόσα πονήματα που τελικά παραγκωνίστηκαν.
Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στην Αφροδίτη Παναγιωτάκου, Διευθύντρια Πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση. Παράλληλα, η ανώνυμη συνέντευξη της «Μαριάννας Τσόλη» (ψευδώνυμο) στο Marginalia, συνεργάτιδας κάποιων από αυτούς τους μεγάλους πολιτιστικούς οργανισμούς, μας διαφωτίζει πώς μια υποκατάσταση του θεσμικού ρόλου του δημοσίου από ιδιώτες βολεύει και το ίδιο το κράτος και μάλιστα το επιδιώκει. Ενδιαφέρουσα είναι και η άποψη πως δεν υπάρχει σαφής ατζέντα των ιδρυμάτων αυτών για πολιτική δράση, αλλά ούτε και προς την αισθητική που τελικά κομίζουν, κάτι που οφείλουμε να το λάβουμε υπόψιν σοβαρά, αν δεν θέλουμε να εμπλακούμε σε έναν κυκεώνα συνωμοσιολογίας. Δημιουργεί, ωστόσο, αυτή η έλλειψη ατζέντας, μια επιπλέον αμφισημία στις δράσεις τους, με αποτέλεσμα η ηγεμονία τους να φαίνεται ως «φυσική» και «δίκαιη», ως κάτι απόλυτα αναμενόμενο, κάτι που δεν διαταράσσει την πολιτιστική κανονικότητα. Ως τακτική του χώρου του marketing, το cultural branding δεν αποτελεί κάτι καινούριο. Στην ελληνική περίπτωση κιόλας λειτούργησε περίφημα, αφού η στόχευση προχώρησε σε ζητήματα ταυτοτήτων και στην προώθηση των ζητημάτων που απασχολούσαν τα πλέον προοδευτικά κομμάτια της κοινωνίας. Τα τελευταία μάλιστα πάσχιζαν να βρουν χώρο έκφρασης και σκόνταφταν πάνω σε συντηρητικά- στα όρια της παραδοσιοκρατίας- κυρίαρχα πολιτιστικά αφηγήματα, που δεν άφηναν περιθώρια για συμπερίληψη ή για «προχωρημένες» avant garde ανησυχίες.
Β) Κάστρα χωρίς Πολιορκητές
Για τον Douglas Β. Holt, ένα πολιτιστικό ίδρυμα που εξασκεί το cultural branding, το ίδιο το brand, η Στέγη εν προκειμένω, αποτελεί ένα συμβολικό κεφάλαιο που επενδύεται στη δημιουργία ενός «μύθου» γύρω από το ίδιο το ίδρυμα.[1] Ακόμα και αν δεχτούμε το απόλυτα ειλικρινές ενδιαφέρον των ιδρυμάτων αυτών για συμπερίληψη, αλλά και για την προβολή της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας, ίσως η λαμπερή αυτή βιτρίνα μας εμποδίζει να δούμε ότι η τακτική αυτή αποτελεί ταυτόχρονα και ένα αμυντικό τείχος των ιδρυμάτων απέναντι στην κοινωνική, πολιτισμική και πολιτική κριτική. Εύστοχα προβληματίζεται ο Θεόφιλος Τραμπούλης στο κείμενό του για την «απεδαφικοποίηση του πολιτιστικού προϊόντος», ότι η κριτική που ασκήθηκε, ως τώρα, για τις πρακτικές τους και την αποικιοποίηση κάθε πεδίου της πολιτιστικής ζωής του τόπου είναι δυσανάλογα μικρή. Στα ζητήματα αισθητικής, η απάντηση στην νέο-παραδοσιακή κυρίαρχη μουσική τάση και στην αστική πολιτιστική οικειοποίηση του λαϊκού πολιτισμού της επαρχίας έρχεται μέσω των ιδρυμάτων, ως ένας «νέο-κομφορμισμός», όπως τον χαρακτηρίζει ο Αλέξανδρος Παπαγεωργίου στο δικό του κείμενο στο περιοδικό Kaboom:
[Ένας νέο-κομφορμισμός] […] που φοράει τη στολή της καλλιτεχνικής ανεξαρτησίας και καινοτομίας, που λατρεύει να δοξολογεί το καινούργιο απλά και μόνο επειδή είναι καινούργιο, που ενσωματώνει αχόρταγα τις κουλτούρες και τα στυλ των υποτελών, των μειονοτικών, των λαϊκών και των περιθωριακών μέσα από τη φετιχοποίηση, την αισθητικοποίηση και τη μετατροπή τους απλώς σε «ψαγμένο» διάκοσμο του ανώτερου πολιτισμικού κεφαλαίου.[2]
Επομένως, ακόμα κι αν δεν υπάρχει εκ των προτέρων ατζέντα «αισθητικής», η ομογενοποίηση και η μονοσημαντότητα μιας αισθητικής συγκεκριμένων προδιαγραφών, όπως αναφέρει και ο Τραμπούλης, ώστε να ταιριάζει κυρίως με το αφήγημα του ίδιου του brand, λειτουργεί, ως μια από τα πάνω «αντικουλτούρα» που στέκεται ως εναλλακτική, απέναντι στην «συντηρητική» ποπ κουλτούρα που παράγεται από τα κάτω.
Ξαναδιαβάζοντας το δημοφιλές δοκίμιο του Mark Fisher «Δραπετεύοντας από το Κάστρο με τα Βαμπίρ» διακρίνουμε το πόσο επίκαιρες παραμένουν οι παρατηρήσεις του Βρετανού διανοητή:
Το πρόβλημα το οποίο κλήθηκε να επιλύσει το Κάστρο με τα Βαμπίρ είναι το εξής: πως είναι δυνατόν κάποιος/α/ο να κατέχει τεράστιο πλούτο και εξουσία, αλλά ταυτόχρονα να μπορεί να παρουσιάζεται ως θύμα, περιθωριοποιημένο και αντισυμβατικό; […] Οι πιο προβεβλημένες φιγούρες του Κάστρου με τα Βαμπίρ είναι αυτές οι οποίες ανακάλυψαν την δυνατότητα αξιοποίησης των καταπιέσεων με αγοραίους όρους -πλέον όποιος/α/ο μπορέσει να ανιχνεύσει μια κοινωνική ομάδα περισσότερο καταπιεσμένη από οποιαδήποτε άλλη θα προαχθεί στην ιεραρχία του Κάστρου με τα Βαμπίρ πολύ γρήγορα.
Οι γιγάντιοι αυτοί πολιτιστικοί οργανισμοί, συγκεντρώνοντας διαρκώς κεφάλαιο, χρηματικό και πολιτιστικό, ηγεμονεύουν ανενόχλητοι σε μια κατακερματισμένη αγορά. Όχι μόνο εκμεταλλεύονται την έλλειψη εναλλακτικών επιλογών, αλλά και την ίδια την ανάγκη των καλλιτεχνών για έκφραση, σε μια χρονική και χωρική συνθήκη, κατά την οποία στραγγαλίζεται η ικανότητα επιβίωσης των ίδιων. Ο Ted Gioia μεταξύ των λόγων που αναφέρει για την διεθνή παρακμή της avant-garde και τη στροφή των μουσικών της πρωτοπορίας για χρηματοδότηση σε ιδρύματα, όπως αυτό του Rockefeller, είναι πως τα μεγάλα αστικά κέντρα είναι πια αβίωτα για τα χαμηλά εισοδήματα. Ένας νέος καλλιτέχνης στην Νέα Υόρκη, αλλά ακόμα και στην Αθήνα, είναι από δύσκολο έως αδύνατο να πληρώσει το ενοίκιο του, να συντηρηθεί από την τέχνη του και να γίνει μέρος μιας vibrant σκηνής.
Και η δημιουργία σκηνής, μιας κοινότητας δηλαδή αλληλοϋποστήριξης, καλλιτεχνών, ανεξάρτητων labels, δημοσιογράφων, δισκοπωλείων, venues και κοινού, είναι απαραίτητη για την περαιτέρω ανάπτυξη τόσο της avant-garde, όσο και της ποπ κουλτούρας ή ακόμα και μιας αντιδραστικής υποκουλτούρας. Όχι βέβαια στα πλαίσια ενός οικονομικού ανταγωνισμού, ενός εναλλακτικού star system, αλλά μιας ζωντανής και πρωτοποριακής έκφρασης που δεν θα δίσταζε να αφουγκραστεί τις κοινωνικές ανησυχίες και να τις εκφράσει απρόσκοπτα. Να εμφανιστεί δυναμικά στο προσκήνιο ως πολιτικοποιημένη και επαναστατική, όχι μόνο ως προς τη φόρμα, αλλά ως προς τον ίδιο τον τρόπο παραγωγής και διάδοσής της. Αντ’ αυτού πολλοί καλλιτέχνες, όπως αναφέρει και ο Gioia, καταλήγουν να γίνονται «δημιουργοί περιεχομένου», σε σύντομα βίντεο στο Tik Tok ή σε άλλες πλατφόρμες, ώστε να κεφαλαιοποιήσουν άμεσα τον κόπο τους και να αναζητήσουν νέα ακροατήρια, που δεν δεσμεύονται από γεωγραφικούς περιορισμούς. Αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής είναι ο περαιτέρω κατακερματισμός μιας ενδεχόμενης κοινότητας δημιουργών. Ο ατομικιστικός τρόπος παραγωγής οδηγεί νομοτελειακά σε αναζήτηση κεφαλαίου σε διαφορετικά Κάστρα των Βαμπίρ (π.χ. ιδιωτικές ψηφιακές πλατφόρμες), που απομυζούν το μεγαλύτερο μέρος των πόρων που θα χρηματοδοτούσαν και θα ωφελούσαν την ίδια την Τέχνη.
Τα πολιτιστικά ιδρύματα παγκοσμίως, ως Κάστρα των Βαμπίρ, δεν έχουν κλειστές τις πύλες των οχυρών τους. Δέχονται εντός των τειχών τους, αδιαμαρτύρητα, ακόμα και τις πλέον επαναστατικές ιδέες, αφουγκράζονται τις τάσεις της πρωτοπορίας, την σκέψη που παράγεται από τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες και υποκαθιστούν τα μέρη εκείνα, τις σκηνές, τις ανεξάρτητες εταιρείες, τις κοινότητες μέσα στις οποίες δημιουργούνταν οι νέες τάσεις «από τα κάτω». Λειτουργώντας με όρους επιχειρηματικού μάρκετινγκ, καθιστούν το ίδιο το brand ισχυρότερο των καλλιτεχνών που προβάλλουν. Η ισχυρή τους πολιτιστική παρουσία ενίοτε μετατρέπεται και σε πολιτική έκφραση. Κάτι τέτοιο συνέβη με το φωτεινό viral μήνυμα «Σιγά Μη Φοβηθώ», τον γνωστό στίχο του Γιάννη Αγγελάκα, που έκανε την εμφάνισή του στο πλάι του κτιρίου της Στέγης την παραμονή της δίκης της Χρυσής Αυγής και διαμοιράστηκε από χιλιάδες χρήστες στα social media, ως η κατεξοχήν πολιτική-αντιφασιστική δήλωση, προερχόμενη, παραδόξως, από το ίδιο το Κεφάλαιο. Υπάρχει όμως μια ισχυρή αμφισημία σε αυτή τη δήλωση, αντίθετα με τις υπόλοιπες που προβλήθηκαν αντίστοιχα σε άλλα κτίρια ανά την επικράτεια και είχαν το πιο «μονοσήμαντο» και αμιγώς πολιτικό μήνυμα «Δεν Είναι Αθώοι». Το «Σιγά Μη Φοβηθώ», συγκριτικά, υπήρξε ένα μήνυμα περισσότερο ανοιχτό σε ερμηνείες, παρότι ήταν η εικόνα που διαμοιράστηκε περισσότερο και δημιούργησε ένα κύμα ενθουσιασμού σε χρήστες διαφορετικών πολιτικών ιδεολογιών.
Η εργαλειοποίηση της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας για πολιτικές σκοπιμότητες έχει άλλωστε μακρά ιστορία, αρκεί να θυμηθούμε τις ψυχροπολεμικές πρακτικές της CIA και του Ιδρύματος Rockefeller, οι οποίοι, σε αγαστή συνεργασία μεταξύ τους, προώθησαν το κίνημα του Abstract Expressionism και χρηματοδότησαν αθρόα εκθέσεις που προέβαλαν διεθνώς τους καλλιτέχνες του ρεύματος αυτού (Pollock, Rothko κ.α.), ως αντιστάθμισμα στον Σοσιαλιστικό Ρεαλισμό της Σοβιετικής Ένωσης. Οι χαρακτηρισμοί του πολιτιστικού ιμπεριαλισμού, της πολιτιστικής προπαγάνδας ή ακόμα και των πολιτιστικών πολέμων θα μπορούσαν να αποδοθούν σε αυτού του τύπου τις δαιδαλώδεις διαδρομές του οικονομικού κεφαλαίου που μετατρέπεται σε πολιτιστικό και άρα συμβολικό και που ενσωματώνεται με ιομορφικό τρόπο στην ποπ κουλτούρα, τις περισσότερες φορές μάλιστα χωρίς να έχουν επίγνωση οι ίδιοι οι καλλιτέχνες για όλα αυτά. Τους γίνονται ωστόσο προσφορές που φαινομενικά δεν μπορούν να αρνηθούν. Χορηγίες, ακόμα και μικρές, από μια πλειάδα πηγών, φορέων, εταιρειών και ιδιωτών, που χρησιμοποιούν το πεδίο του πολιτισμού για να επενδύσουν τα αυξημένα κέρδη τους, προβάλλοντας ταυτόχρονα ένα κοινωνικό πρόσωπο, καταλήγουν, εν τέλει, στα χέρια καλλιτεχνών, με τα πολιτιστικά ιδρύματα να δρουν ως μεσολαβητές. Στο πρόγραμμα 2023-2024 της Στέγης, για παράδειγμα, μετράει κανείς 31 χορηγούς επικοινωνίας, από τον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.
Κοιτάζοντας κανείς το σχεδόν 300 σελίδων φυλλάδιο της Στέγης για τη τρέχουσα σεζόν, εντυπωσιάζεται από το πλήθος και την ποιότητα των διοργανώσεων, αλλά κυρίως από την avant-garde φυσιογνωμία τους. Καλλιτέχνες που πόρρω απέχουν από να χαρακτηριστούν «συστημικοί» από τα προοδευτικά ακροατήρια, όπως λόγου χάρη ο Γιάννης Αγγελάκας και η Λένα Πλάτωνος, αγκαλιάζονται από τη Στέγη, σε δράσεις πρωτοποριακές. Η παρουσίαση της ραψωδίας Νέκυια της Οδύσσειας από τον Αγγελάκα χαρακτηρίζεται στο φυλλάδιο ως «Οδύσσεια με πλήκτρα, φωνές και ηλεκτρικό πριόνι», ενώ τα «Παραδοξιακά» της Λένας Πλάτωνος μοιάζουν να συνομιλούν με την κυρίαρχη και περιχαρακωμένη νέο-παραδοσιακή κουλτούρα, αλλά και να την αποδομούν, να την επανασυστήνουν μέσα από τους ηλεκτρονικούς ήχους, που δύσκολα όμως θα ξεσήκωναν χορούς σε υπαίθριους χώρους. Δράσεις που αφορούν την παράδοση δεν λείπουν, όπως για παράδειγμα η διοργάνωση στην Κόνιτσα τον Ιούνιο του 2023 και 2024 αντίστοιχα ενός τριήμερου φεστιβάλ-workshop, με ελεύθερη είσοδο, με τίτλο «Γιατί ‘ναι μαύρα τα βουνά: Οι μουσικές κουλτούρες των Νοτίων Βαλκανίων» και συμμετοχές καλλιτεχνών που πειραματίζονται με τις φόρμες της μουσικής παράδοσης και την μπολιάζουν με «παράδοξα» στοιχεία, όπως χιπ χοπ και ψυχεδέλεια (βλ. Εβρίτικη Ζυγιά με το εξαιρετικό Ορμένιον, αλλά και τον Νέγρο του Μοριά και τα samples του). Αξίζει να αναφερθεί και το Borderline Festival, ένα ακόμα βήμα που προσφέρεται σε νέους καλλιτέχνες της avant-garde, της ποπ, του black industrial και άλλων μουσικών ρευμάτων, εξερευνώντας, την μουσική οριακότητα και αγκαλιάζοντας τον πειραματισμό, όπως πληροφορούμαστε από το πρόγραμμα. Τέλος, αξίζει να επισημάνουμε και την οικειοποίηση των πάλαι ποτέ «αντιδραστικών» ρευμάτων, του Punk και του Metal, μέσα από την μουσικοχορευτική περφόρμανς της Ξένιας Κογχυλάκη με τίτλο Slamming. Συζητήθηκε επίσης πολύ η εμφάνιση του Nick Cave, εξαιτίας της εξωφρενικά υψηλής τιμής των εισιτηρίων, που έφταναν έως τα 150 ευρώ και διαφημιζόταν ως μια «πνευματική εμπειρία».
Γ) Δραπετεύοντας…
Τι μπορεί να γίνει; Το ίδιο αναρωτιόταν και το 2013 ο ίδιος ο Fisher και η απάντηση και στην ελληνική περίπτωση, δεν χρειάζεται να είναι διαφορετική, δηλαδή απόκτηση ταξικής συνείδησης, οργάνωση και αλληλεγγύη κοινοτήτων δημιουργών, όσο κι αν αυτό φαντάζει δύσκολο, όσο κι αν οι χρηματοδοτήσεις από τον ιδρυματοποιημένο πολιτισμό φαντάζουν δελεαστικές. Η καλλιτεχνική πρωτοπορία είναι εκ φύσεως αντιδραστική ή έστω οφείλει να είναι και ο κομφορμισμός, οποιουδήποτε είδους, αναιρεί την αιχμηρότητα και την οριακότητα της. Χωρίς να αρνείται κανείς την πραγματικά ειλικρινή διάθεση για προσφορά, συμπερίληψη και πρωτοπορία των ανθρώπων που στελεχώνουν αυτούς τους οργανισμούς, η κριτική απέναντι στην ομογενοποίηση του πολιτιστικού προϊόντος, αλλά και στις πρακτικές των μεγάλων πολιτιστικών ιδρυμάτων και η τακτική της «ιδρυματοποίησης» του πολιτισμού, οφείλει καταρχάς να υπάρχει στο δημόσιο λόγο, αλογόκριτη και ειλικρινής.
Κι εδώ έρχεται το μεγαλύτερο ίσως διακύβευμα που περιορίζει και τις σχετικές συζητήσεις. Κάθε ενδεχόμενη κριτική προς το Κάστρο των Βαμπίρ, παρουσιάζεται αντεστραμμένη, ως δηλαδή μια εν δυνάμει κριτική απέναντι στην προοδευτική σκέψη, στο queerness, στη συμπερίληψη, στην ανεκτικότητα, στον αντιφασισμό, στην κοινωνική ευαισθησία. Καταλαμβάνοντας ολοένα και περισσότερο χώρο στην πολιτιστική ζωή του τόπου και καθιστώντας την ιδεολογία των μειονοτήτων και των υποτελών ως πλασματικά κυρίαρχη, κρατά δέσμια μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων που εντοπίζουν αστοχίες και επιθυμούν να ασκήσουν κριτική στις τακτικές των ιδρυμάτων, αλλά αυτολογοκρίνονται, ώστε να μην τεθούν στο περιθώριο της ίδιας της καλλιτεχνικής δημιουργίας και των ρυθμιστών-χρηματοδοτών της. Οι ζωντανές κοινότητες, κατ’ αυτόν τον τρόπο, διασπώνται σε ακόμα μικρότερα κομμάτια, αλληλοσπαράσσονται ή διαγκωνίζονται για την εύνοια των Κάστρων, παρουσιάζονται ακόμα και ως «συστημικές». Αυτός ο φαύλος κύκλος, η αντιστροφή των ρόλων του Κεφαλαίου και των δημιουργών, αποτελεί μία σύγχρονη παραδοξότητα. Επιλέγω να κλείσω αυτό το κείμενο αισιόδοξα, πάλι δανειζόμενος τα λόγια του Fisher στο κλείσιμο του δικού του κειμένου: «πρέπει να αποδράσουμε από το debate που έχει στήσει ο επικοινωνιακός καπιταλισμός, στο οποίο το Κεφάλαιο μας έλκει συνέχεια, έτσι ώστε να συμμετέχουμε ως χρήστες-καταναλωτές και να θυμόμαστε πάντα ότι συμμετέχουμε σε έναν ταξικό ανταγωνισμό. Ο στόχος δεν είναι να γίνουμε ακτιβιστές, αλλά να βοηθήσουμε την εργατική τάξη να ενεργοποιηθεί και να αυτό-μεταμορφωθεί. Έξω από το Κάστρο με τα Βαμπίρ τα πάντα είναι πιθανά.».
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο