Κάθε συζήτηση για την Μακεδονία ως γεωγραφική περιοχή και την ταυτότητα των πληθυσμών της κατά τη μεσαιωνική περίοδο (5ος–15ος αιώνας) έρχεται αντιμέτωπη με σοβαρούς θεωρητικούς και ιστορικούς προβληματισμούς. Ένας βασικός τέτοιος προβληματισμός αφορά στο ιστορικό πλαίσιο, όπως αυτό εννοιολογείται και νοηματοδοτείται από τον όρο «Βυζάντιο». Ο όρος αυτός αποτελεί επινόηση της πρώιμης νεωτερικότητας και αποδίδει σε έναν ιστορικό κοινωνικό σχηματισμό μία ταυτότητα διαφορετική από την ιστορικά τεκμηριωμένη, αφού κατ’ ουσία αποσιωπά την ιστορική συνέχεια μιας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στον Μεσαίωνα, εντός της οποίας ή σε σχέση με την οποία η εικόνα της Μακεδονίας αναδιαμορφώθηκε και επανερμηνεύθηκε. Σε αυτή τη βάση το επινοημένο «βυζαντινό» ιστορικό πλαίσιο λειτουργεί ως ο βασικός ιδεολογικός τροφοδότης μίας ανιστορικής βεβαιότητας, της «ελληνικότητας», η οποία χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ταύτιση της μεσαιωνικής αυτοκρατορίας με έναν αναχρονιστικά νοούμενο ως εθνικό πολιτισμό.
Λαμβάνοντας υπόψιν αυτό το προβληματικό πλαίσιο, η διερεύνηση της ταυτότητας της Μακεδονίας και των κατοίκων της κατά τον Μεσαίωνα οφείλει να εκκινεί από το γεγονός ότι τα εδάφη της αποτελούν κομμάτι όχι ενός «βυζαντινού» ή ελληνικού κόσμου, αλλά του ρωμαϊκού, και υφίστανται τις μεταμορφώσεις που υφίσταται και αυτός. Η συλλογική ταυτότητα των πληθυσμών της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας δεν καθοριζόταν μέσα από την ταύτιση με κάποιο αρχαιοελληνικό ή αρχαιομακεδονικό παρελθόν, αλλά από την σύγχρονη αυτοαντίληψή τους ως υπηκόων του Ρωμαίου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης και ως εκ τούτου από την ταύτισή τους με την πολιτική και πολιτισμική κουλτούρα αυτού του αυτοκρατορικού κοινωνικού σχηματισμού. Η μεσαιωνική ρωμαϊκότητα μπορεί να νοηθεί, λοιπόν, μόνον ως μια υβριδική ταυτότητα, προϊόν της ώσμωσης πολιτικών και πολιτισμικών στοιχείων του ρωμαϊκού και του ελληνικού πολιτισμού με τη χριστιανική θρησκεία. Ως τέτοια είναι ασύμβατη με τις μοντέρνες αρτηριοσκληρωτικές αντιλήψεις περί γραμμικής εθνοπολιτισμικής συνέχειας.[1]Το πιο γνωστό έργο ιστορικής γεωγραφίας στην μεσαιωνική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, το «Περί των θεμάτων», που γράφτηκε στα μέσα του 10ου αιώνα από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ´ Πορφυρογέννητο προσφέρει μια σαφή εικόνα της «βυζαντινής» αντίληψης για την ιστορική πορεία της Μακεδονίας μέσα στο ιστορικό πλαίσιο της εναλλαγής των αυτοκρατοριών: «έτσι μετασχηματίστηκε από βασίλειο σε επαρχία και στην δική μας εποχή σε θέμα και στρατηγία».[2] Η δήλωση αυτή περιγράφει την ιστορική μετάβαση της περιοχής από μία αυτόνομη πολιτική οντότητα στην αρχαιότητα σε κομμάτι της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, εντός της οποίας η διοικητική, γεωγραφική και δημογραφική εικόνα της υπέστη εκτεταμένες αλλαγές στο πέρασμα των αιώνων. Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο η ελληνική ταυτότητα του πλέον διάσημου αρχαίου Μακεδόνα βασιλιά, του Μ. Αλεξάνδρου, δεν εργαλειοποιείται ιδεολογικά από «βυζαντινούς» συγγραφείς με σκοπό να κατασκευάσει μια εθνοτική γενεαλογία των ελληνόφωνων Ρωμαίων, δηλαδή να τους ταυτίσει μέσω των αρχαίων Μακεδόνων με τους αρχαίους Έλληνες. Η δημοφιλία του Μ. Αλεξάνδρου ως ιστορικής μορφής στα «βυζαντινά» κείμενα οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ιδιότητα του ως στρατηλάτη-κατακτητή και δημιουργού ενός εκ των τεσσάρων αυτοκρατοριών της βιβλικής αποκαλυπτικής παράδοσης, όπως αυτή είχε αναδιαμορφωθεί στην εκχριστιανισμένη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.[3]
Σε αυτό το κυρίαρχο αποκαλυπτικό σχήμα παγκόσμιας ιστορίας η ιστορική εξέλιξη νοείται εσχατολογικά και δεν επικεντρώνεται σε εθνοτικές ή, πόσω μάλλον, εθνικές γραμμικές συνέχειες, αλλά στη διαδοχή τεσσάρων αυτοκρατοριών, της Ασσυριακής/Βαβυλωνιακής, της Μηδικής/Περσικής, της Μακεδονικής, και τέλος της Ρωμαϊκής. Ως εκ τούτου στην αντίληψη των «βυζαντινών» συγγραφέων ο Μ. Αλέξανδρος και η αυτοκρατορία του διακρίνονται σαφώς τόσο πολιτικά όσο και πολιτισμικά από τους Ρωμαίους και την αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, δηλαδή της τελευταίας ιστορικής αυτοκρατορίας στο αποκαλυπτικό σχήμα. Ενδεικτική ως προς αυτό είναι η εργαλειοποίηση της εικόνας του Μ. Αλεξάνδρου στην ιστορία του αυτοκράτορα Βασιλείου Α´ (867–886), ιδρυτή της επονομαζόμενης «Μακεδονικής Δυναστείας». Ο Βασίλειος σύμφωνα με τη μυθική γενεαλογία που κατασκευάζουν για αυτόν οι διάδοχοί του ξεκίνησε από τα περίχωρα της Αδριανούπολης (σημ. Edirne), η οποία τον 9ο αιώνα εντασσόταν στην διοικητική ενότητα της «βυζαντινής» επαρχίας της Μακεδονίας, για να κατακτήσει τον ρωμαϊκό θρόνο. Στην καταγωγή ωστόσο ορίζεται ως Αρμένιος και απόγονος της βασιλικής οικογένειας των Αρσακιδών, ενώ από την πλευρά της μητέρας του συνδέεται γενεαλογικά με τον Μ. Κωνσταντίνο και με τον Μ. Αλέξανδρο.
Η ιστορική αξία αυτής του κατασκευασμένου γενεαλογικού μύθου έγκειται στον τρόπο με τον οποίον η αυτοκρατορική ιστοριογραφία προσπαθεί να αποσιωπήσει την ταπεινή καταγωγή του Βασιλείου από Αρμένιους χωρικούς τρίτης γενεάς από πληθυσμούς που είχαν μεταφερθεί από τα ανατολικά σύνορα στην Θράκη με στρατιωτική πρωτοβουλία της αυτοκρατορικής εξουσίας στο β΄ μισό του 8ου αιώνα. Οι αυλικοί συγγραφείς δεν ενδιαφέρονται να κατασκευάσουν ένα ρωμαϊκό ή ελληνικό γένος του Βασιλείου με βάση μια λογική αυτοχθονίας και εθνικής καταγωγής. Βασικός στόχος τους είναι να απαντήσουν στην αντιδυναστική ιστοριογραφία της εποχής που αποκαλύπτει την ταπεινή ταυτότητα του, επινοώντας την καταγωγή του από μία μίξη τριών βασιλικών γενών. Αν η σύνδεση με τον Μ. Αλέξανδρο διευκολύνεται από το διαστρεβλωμένο μακεδονικό γεωγραφικό υπόβαθρο, ωστόσο δεν εμπεριέχει καμία συνδήλωση αρχαιοελληνικής καταγωγής για τον αυτοκράτορα. Αυτό που ενδιαφέρει τους ιστοριογράφους είναι το βασιλικό και όχι το εθνοτικό γένος, αφού ο Βασίλειος πρέπει να νομιμοποιηθεί γενεαλογικά ως ο εκ Θεού εκλεκτός για να αναλάβει το ρόλο του ανανεωτή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η ιστορία του ιδρυτή της «Μακεδονικής Δυναστείας» αφενός επιβεβαιώνει τον περιθωριακό ρόλο των εθνοτικών κατηγοριοποιήσεων στη λειτουργία της κυρίαρχης ρωμαϊκής ταυτότητας. Αφετέρου καταδεικνύει ότι η μακεδονική ταυτότητα νοούνταν πρωτίστως ως μία τοπική ταυτότητα εντός του μεσαιωνικού ρωμαϊκού κόσμου, άμεσα συνδεδεμένη με την εικόνα της περιοχής ως επαρχίας της Ρωμανίας, όπως ονομαζόταν το σύνολο των εδαφών υπό ρωμαϊκή εξουσία.[4] Η γεωγραφική ταυτότητα της Μακεδονίας παρέμεινε, λοιπόν, κάθε άλλο παρά σταθερή κατά τη μακραίωνη ιστορία της αυτοκρατορίας, όπως καταδεικνύει το γεγονός ότι τα όρια της διοικητικής ενότητας «Μακεδονία» από τον 9ο αιώνα και εξής δεν συμπίπτουν με αυτά της Μακεδονίας του ελληνικού και του ρωμαϊκού κόσμου της αρχαιότητας.[5]
Αν από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι η αντίληψη για μια διαχρονικά αμετάβλητη γεωγραφική και πολιτισμική ταυτότητα της Μακεδονίας και των Μακεδόνων δεν έχει καμία ιστορική βάση για τον Μεσαίωνα, αυτό μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε με πιο ψύχραιμο τρόπο το γεγονός της ριζικής δημογραφικής και πολιτισμικής αλλαγής που υπέστη η περιοχή κατά τον 7ο αιώνα λόγω των Αβαροσλαβικών επιδρομών. Κατά την περίοδο αυτή η αυτοκρατορική εξουσία χάνει την κυριαρχία μεγάλου μέρους των εδαφών του βαλκανικού χώρου. Κατά την περίοδο αυτή η αυτοκρατορική εξουσία χάνει την κυριαρχία μεγάλου μέρους των εδαφών του βαλκανικού χώρου.[6] Το αρχαιολογικό και τοπωνυμικό υλικό δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι τα εδάφη του βόρειου ελλαδικού χώρου και ειδικά τα γεωγραφικά όρια της Μακεδονίας, όπως ορίζονται στην νεότερη εποχή, παρουσιάζουν μεγάλη πυκνότητα σλαβικών εγκαταστάσεων, πυκνότητα η οποία βαίνει μειούμενη όσο προχωράμε προς τα νότια.[7] Το αυτοκρατορικό κράτος της Κωνσταντινούπολης κατάφερε να διατηρήσει την κυριαρχία του κατά μήκος της ανατολικής ακτογραμμής της ελλαδικής χερσονήσου και σε μεγάλα αστικά κέντρα, όπως η Θεσσαλονίκη στον βορρά, η Θήβα και η Αθήνα πιο νότια, καθώς και στο ανατολικό τμήμα της Πελοποννήσου. Τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου, τα οποία γράφτηκαν τον 7ο αιώνα με σκοπό να αποδώσουν την επιτυχή απόκρουση των πολυάριθμων πολιορκιών της πόλης από Άβαρους και Σλάβους στην θαυματουργή επέμβαση του αγίου, προσφέρουν μια ξεκάθαρη εικόνα της Θεσσαλονίκης ως απομονωμένης ρωμαϊκής νησίδας με μία ενδοχώρα, όπου κυριαρχούσαν διάφορες σλαβικές φυλές με διακριτές ταυτότητες.[8]Ο εκχριστιανισμός και η ενσωμάτωση των Σλάβων του ελλαδικού χώρου από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορική εξουσία θεωρείται προϊόν μιας σύνθετης διαδικασίας που ξεκίνησε μέσα από τις εμπορικές επαφές των νεοφερμένων πληθυσμών με τις περιοχές που έμειναν υπό αυτοκρατορικό έλεγχο και κορυφώθηκε μέσω της σταδιακής στρατιωτικής ανάκτησης της ελλαδικής χερσονήσου μέχρι τον 9ο αιώνα και της ακόλουθης μετεμφύτευσης εκεί ελληνόφωνων ρωμαϊκών πληθυσμών από τη Μικρά Ασία.[9] Η ερμηνεία αυτής της εξέλιξης, ωστόσο, ως μιας πορείας πολιτισμικού εξελληνισμού των Σλάβων είναι ιδιαίτερα προβληματική από πολλές απόψεις. Για παράδειγμα, η χρήση του ρήματος «γραικώσας» από τον Λέοντα Στ´ (886–912) στην περίφημη προπαγανδιστική δήλωσή του, με την οποία επιχειρεί να παρουσιάσει την πολιτική και πολιτισμική αφομοίωση των σλαβικών πληθυσμών από την αυτοκρατορία ως επιτυχία του παππού του Βασιλείου Α´, έχει προβληθεί κατά κόρον ως αποδεικτικό στοιχείο του θριάμβου του ελληνικού εθνικού πολιτισμού επί των Σλάβων επήλυδων. Σε αυτήν την περίπτωση ωστόσο έχουμε να κάνουμε με μια ιδεολογικά στοχευμένη υπερερμηνεία. Αφενός το ρήμα «γραικόω» δηλώνει καταρχήν γλωσσική αφομοίωση,[10] η οποία όμως γινόταν αντιληπτή ως πολιτισμικός εκρωμαϊσμός από τους ανθρώπους της εποχής στο πλαίσιο της υβριδικής ανατολικορωμαϊκής ταυτότητας, η οποία όριζε την ελληνική γλώσσα ως γλώσσα ή φωνή των Ρωμαίων.[11] Αφετέρου ο γλωσσικός εξελληνισμός και η πολιτισμική αφομοίωση στην κυρίαρχη ανατολικορωμαϊκή κουλτούρα δεν μπορούν να θεωρηθούν επουδενί ως καθολικά φαινόμενα με βάση τις κοινωνικο-ιστορικές συνθήκες και δομές της εποχής.
Οι γραπτές πηγές επιβεβαιώνουν για παράδειγμα την ύπαρξη διακριτών σλαβικών οικισμών (Σλαβοχώρια) στην Πελοπόννησο τον 10ο αιώνα, δηλαδή πολύ μετά την πολιτική ενσωμάτωση και τον υποτιθέμενο καθολικό εξελληνισμό των Σλάβων από το ανατολικό ρωμαϊκό κράτος. Αν αναλογιστούμε ότι η περιοχή της Μακεδονίας είχε πολύ μεγαλύτερο αριθμό Σλάβων εποίκων από την νότια Ελλάδα γίνεται σαφές ότι ανάλογες συνθήκες ίσχυαν σε μεγαλύτερο βαθμό εκεί. Σε αυτή τη βάση, αν η κυριαρχία της ελληνικής γλώσσας ως lingua franca στα ανακτημένα βαλκανικά εδάφη και η συμβολή της στην αναδιαμόρφωση της ταυτότητας των σλαβικών πληθυσμών ως υπηκόων της αυτοκρατορίας δεν αμφισβητείται, εξίσου βέβαιο πρέπει να θεωρείται ότι μεγάλο μέρος αυτών των πληθυσμών χαρακτηριζόταν από διγλωσσία. Ειδικά αν λάβουμε υπόψιν ότι η χρήση περισσότερων από μίας γλωσσών από τους απλούς ανθρώπους κατά τον Μεσαίωνα ήταν ο κανόνας και όχι η εξαίρεση και συχνά καθόριζε τη διάκριση ανάμεσα στην τοπική ή εθνοτική κατηγοριοποίηση τους και την ταυτότητα τους ως υπηκόων μίας πολιτισμικά και πολιτικά ηγεμονικής αυτοκρατορικής αρχής.
Η διατήρηση του πολυπολιτισμικού χαρακτήρα της γεωγραφικής περιοχής της Μακεδονίας μέχρι το τέλος του Μεσαίωνα επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι από τον 10ο αιώνα και εξής τα εδάφη και οι πληθυσμοί της βρέθηκαν υπό την πολιτική εξουσία και πολιτισμική επιρροή διαφορετικών δυνάμεων. Ξεκινώντας με τον τσάρο Συμεών στα τέλη του 9ου αιώνα και μέχρι τις αρχές του 11ου ένα σημαντικό τμήμα της βρισκόταν υπό βουλγαρική εξουσία. Η καθυπόταξη του βουλγαρικού βασιλείου του τσάρου Σαμουήλ από τον Βασίλειο Β´ το 1018 άνοιξε έναν νέο κύκλο «βυζαντινής» επικυριαρχίας σε ολόκληρη την περιοχή, η οποία έληξε με την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204. Στο μεγαλύτερο μέρος του πρώτου μισού του 13ου αιώνα τα εδάφη της ήταν μοιρασμένα ανάμεσα στην λατινική αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, το δεσποτάτο της Ηπείρου και το μεγάλο βουλγαρικό βασίλειο του Ιβάν Άσεν Β´ (1218–1241). Από τα μέσα του 13ου αιώνα το μεγαλύτερο μέρος της πέρασε στην επικυριαρχία της επονομαζόμενης αυτοκρατορίας της Νίκαιας και μετά το 1261 του αναβιωμένου αυτοκρατορικού κράτους της Κωνσταντινούπολης. Η τελευταία χριστιανική δύναμη που κυριάρχησε στην περιοχή ήταν το μεγάλο σερβικό βασίλειο υπό τον Στέφανο Δουσάν στα μέσα του 14ο αιώνα, προτού υποταχθεί οριστικά στην ανερχόμενη Οθωμανική Αυτοκρατορία.Από αυτήν τη σύντομη ιστορική επισκόπηση γίνεται σαφές ότι η μεσαιωνική περίοδος αποτελεί ένα κρίσιμο ιστορικό στάδιο στη διαμόρφωση του πολυπολιτισμικού χαρακτήρα της γεωγραφικής περιοχής της Μακεδονίας, όπως αυτός διατηρείται αναδιαμορφωμένος στις μέρες μετά τη χάραξη εθνικών συνόρων. Ως προς αυτό η προσεκτική μελέτη των μεσαιωνικών ιστορικών δεδομένων μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στην κατάρριψη των σύγχρονων εθνικών μύθων που διακηρύσσουν τη διαχρονική ελληνικότητα της περιοχής ή προπαγανδίζουν την καταγωγή των πληθυσμών της, ελληνικών ή σλαβικών, από τους αρχαίους Μακεδόνες.
Για περαιτέρω διάβασμα
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο