Ελλάδα και μετα-δημοκρατία
Το 2000, ο Βρετανός κοινωνιολόγος Colin Crouch εισήγαγε, σε μόλις 73 σελίδες, τον όρο μετα-δημοκρατία στο πολιτικό λεξιλόγιο.[1] Τον ανέπτυξε το 2004, όταν η Ελλάδα φιλοξενούσε, με χρηματικά οφέλη για κάποιους αλλά όχι για τον λαό, τους Ολυμπιακούς.[2] Το 2013, όταν ο νεο-αυταρχισμός αναδυόταν σε παγκόσμια βιο/νεκροπολιτική μετά την καταστολή των εξεγέρσεων του 2011, ο Crouch διευκρίνισε:
Ο όρος υφίσταται κατ’ αναλογία με τον όρο «μετα-βιομηχανική» κοινωνία. Η μετα-βιομηχανική κοινωνία δεν είναι μια κοινωνία χωρίς βιομηχανία. Συνεχίζει να παράγει και να κατασκευάζει βιομηχανικά προϊόντα, αλλά η ενέργεια και το drive της καινοτομίας βρίσκονται αλλού. […] Μια μετα-δημοκρατική κοινωνία λοιπόν συνεχίζει να έχει και να χρησιμοποιεί τους δημοκρατικούς θεσμούς, αλλά όλο και περισσότερο οι θεσμοί αυτοί συνιστούν απλή μορφή, σκέτο περίβλημα. Η ενέργεια και το drive της καινοτομίας έχουν μεταφερθεί από το δημοκρατικό αγωνιστικό πεδίο στους στενούς κύκλους των οικονομικο-πολιτικών ελίτ.[3]
«Ναι βεβαίως, πολιτικές ελίτ είναι αυτές που δίνουνε τις κατευθύνσεις», δήλωσε προ-εκλογικά ο νυν πρωθυπουργός, αποφεύγοντας να χαρακτηρίσει τις ελίτ και οικονομικές.[4] Οι πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις στην Ελλάδα, όπου τμήμα του κόσμου της εργασίας ανταποκρίθηκε στις βλέψεις ελίτ οικογενειών για συνέχιση της εξουσίας τους (μετά την «αριστερή παρένθεση» της κυβέρνησης των λαϊκιστών χωρίς γραβάτες), αποτελούν ορόσημο της μετα-δημοκρατικής συνθήκης στη χώρα. Όπως γράφτηκε μετά την 7η Ιουλίου, χωρίς όμως να θίγεται το θέμα της οικογένειας-τζάκι, «η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με το ποσοστό που βγήκε, στη συγκυρία που εκλέχθηκε, αποτελεί το πιο σημαντικό αποτέλεσμα της λειτουργίας της μετα-δημοκρατίας στην Ελλάδα και κλείνει οριστικά τον ιστορικό κύκλο που άνοιξε η Μεταπολίτευση» αναδεικνύοντας «τη λογική “εγώ ελπίζω να τη βολέψω” σε μια οικονομία που μοιάζει με κινούμενη άμμο και που δεν προβλέπεται να αλλάξει προς το καλύτερο».[5] Η επιστροφή της εξουσίας, από μία οικονομικά πληγείσα κοινωνία, σε πολιτικούς από «τζάκι» αποτελεί ωστόσο απλό σύμπτωμα μιας ηγεμονικής ιδεολογίας που επενδύει συστηματικά στη σύγχυση και στο γνωστό ταξικό βραχυκύκλωμα, σύμφωνα με το οποίο τα συμφέροντα των εργαζομένων δήθεν ταυτίζονται με τα συμφέροντα των οικονομικο-πολιτικών ελίτ, ή μιας καθ’ όλα προνομιούχας αριστοκρατίας, κατά Crouch.
Κάπως έτσι, φτάσαμε στην κυβέρνηση του νεοφιλελευθερισμού-χωρίς-προσχήματα, ενός «ειλικρινούς» νεοφιλελευθερισμού, με προεκλογικές διακηρύξεις επίθεσης στα δημόσια αγαθά της υγείας και της παιδείας, και στην εργασία (επταήμερη δουλειά, ξεπερασμένο οχτάωρο κ.α.). Τονίζουμε το «χωρίς προσχήματα», θεωρώντας ότι εκεί εντοπίζεται η «δημοκρατία» της μετα-δημοκρατίας: στη συναίνεση. Η συγκεκριμένη συναίνεση στην διά συνοπτικών διαδικασιών αποσάθρωση βασικών κοινωνικών αγαθών μέσω εφ’ όλης της ύλης ιδιωτικοποιήσεων δεν αποτελεί ελληνική ιδιομορφία. Συστατικό της παρούσας συναίνεσης (που είδαμε ήδη στην εκλογή του Trump στις ΗΠΑ και του Bolsonaro στη Βραζιλία) είναι ότι o νεο-φιλελευθερισμός ως οικονομική πολιτική τοποθετήθηκε σε νέα συσκευασία, δηλαδή σε συνάρτηση με τον πολιτισμικό αντι-φιλελευθερισμό: με υποσχέσεις καταστολής, πρόταξη του εθνο-θρησκευτικού ιδεώδους και της ετερο-κανονικής πατριαρχίας, και υπερήφανης ανασυγκρότησης του συντηρητικού μπλοκ. Η συναίνεση, στην ελληνική περίπτωση αλλά και σε άλλες, επιτεύχθηκε ως προς το συνολικό πακέτο, το οποίο χαρακτηρίζει μια κλειστή κοινωνία.
Συνεπώς, πρόκειται για μία διαφορετική συγκυρία, η οποία συνιστά αποδυνάμωση του αφηγήματος που θέλει το κεφάλαιο να κερδίζει ψυχές, και ψήφους, με βάση την εγγύηση μιας διευρυμένης σφαίρας ελευθεριών της καθημερινής ζωής και του κοινωνικο-πολιτισμικού «εκσυγχρονισμού». Η αναδυόμενη συνθήκη, την οποία εκπροσωπεί και η νέα ελληνική κυβέρνηση, βρίσκεται σε αντίθεση με την γνωστή ιδεολογική εξίσωση ελεύθερη αγορά = ελεύθερα μυαλά = ελεύθερη κοινωνία.
Η μετα-ψυχροπολεμική συγκυρία, ή η πορεία προς τη μετα-δημοκρατία
Η παραπάνω εξίσωση ήταν, ως πρόσφατα, το αμερικανικό πρότυπο ελευθερίας που εξήχθη σε όλον τον δυτικό κόσμο εξελίσσοντας τον «δυτικό πολιτισμό», ενώ προτάθηκε ως καρότο στους πολιτικά μη-προνομιούχους ανατολικοευρωπαίους και στον καλούμενο Τρίτο Κόσμο. Το πρότυπο λειτούργησε θαυμάσια την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου που έληξε το 1989 και διατηρήθηκε βολικά εν ζωή στη δεκαετία του ’90 για να εργαλειοποιηθεί υπό άλλους όρους μετά τον Σεπτέμβρη του 2001 και τις επιθέσεις στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου στη Νέα Υόρκη, όταν η «ασφάλεια» έγινε η νέα, παγκόσμια συνθήκη αστυνόμευσης και καταστολής.
Παράλληλα, με το πέρας του Ψυχρού Πολέμου, εντατικοποιήθηκε -με διαφορετικούς ρυθμούς ανά τόπο- η διάλυση του κοινωνικού κράτους. Εκλιπόντος του ψυχροπολεμικού «κομμουνιστικού» αντιπάλου και του αξιακού του συστήματος, όπως σημειώνουν πλήθος αναλύσεις, το κεφάλαιο δεν είχε λόγο να συντηρεί το καθεστώς κοινωνικών παροχών ούτε ως πρακτική ούτε ως ευχάριστη κοινωνική ιδέα και προεκλογική υπόσχεση. Η τέχνη το γνωρίζει αυτό πολύ καλά: από τη δεκαετία του ’90 και εξής, η κοινωνική στροφή πλήθους καλλιτεχνών σε πρότζεκτ κοινωνικής αρωγής σε ευάλωτες ομάδες και η πρόταξη των «κοινών» συνιστά ένα τεράστιο ρεύμα, που σε καμία περίπτωση ωστόσο δεν κατόρθωσε να καλύψει επαρκώς το κενό που άφησε, και αφήνει, η καταστροφή του κοινωνικού κράτους. Τίποτα δεν καταδεικνύει τον παγκόσμιο θρίαμβο του κεφαλαίου όσο η μη-επιστροφή του κοινωνικού κράτους μετά την οικονομική κρίση του 2008. Αυτό, τουλάχιστον, θα λέγαμε ως πρόσφατα.
Κι αυτό γιατί πλέον, στην εξελισσόμενη μετα-ψυχροπολεμική συγκυρία, η μετα-δημοκρατία φαίνεται να αποκτά βαθύτερο, πολιτισμικό νόημα που δεν συνοψίζεται στο συμπέρασμα «δεν έχει σημασία τι ψηφίζω» αλλά εγγράφεται ως «ψηφίζω για λιγότερη γενική ελευθερία, άρα και για λιγότερη δημοκρατία». Δεν υπάρχει τίποτε απλό και εύλογο σε αυτή την παρατήρηση. Το «μίσος για τη δημοκρατία», που υπέδειξε ο Jacques Rancière, δεν συνιστά απλή αντίδραση στις απογοητεύσεις που γεννά η κεφαλαιοκρατούμενη δημοκρατία.[6] Μήπως συντηρείται και ανανεώνεται ως σύστημα αξιών σε επιφυλακή;
Η αξιακή μετα-δημοκρατία
Η ανάδειξη στην Ελλάδα μιας κυβέρνησης νέας δεξιάς που σερβίρει το τρίπτυχο πρόοδος διά ιδιωτικοποιήσεων – Ορθοδοξία – τάξη & ασφάλεια, σε κάδρο επανίδρυσης κράτους και τεχνολογικού εκσυγχρονισμού του, εκφράζει το πολιτισμικό πρόσημο του εξελισσόμενου μετα-ψυχροπολεμικού τοπίου, αλλά και καταδεικνύει το βάθος της δεξιάς ηγεμονίας ως αξιακό σύστημα.
Ακριβώς επειδή η Ελλάδα υπήρξε ανέκαθεν περιφέρεια σε σχέση με το δυτικό κέντρο παραγωγής πολιτισμικών προτύπων, η εκλογική επιτυχία της φόρμουλας της νέας Νέας Δημοκρατίας απαιτεί προσεκτική ανάγνωση. Κι αυτό γιατί η (όποια) περιφέρεια τείνει να λειτουργεί ως «βασιλικότερη του βασιλέως», οφείλοντας να καταδεικνύει με υπερβάλλοντα ζήλο ότι κατανοεί και προσυπογράφει τις πολιτισμικές αξίες του κέντρου. Φαινόμενα όπως το αντι-ισλαμικό μένος της ντόπιας πλην κοσμοπολίτικης διανόησης, όπως εκφράστηκε στο πρόσωπο της Σώτης Τριανταφύλλου, θα ανήκαν στην ακροδεξιά του δυτικού κέντρου, ενώ στην Ελλάδα ομαλοποιήθηκαν ως φωνή της δυτικής κοινής λογικής που υπερασπίζεται την ανοιχτή κοινωνία.[7] Μόνο με την εκλογή του Trump, στα τέλη του 2016, νομιμοποιήθηκε αυτός ο λόγος στο δυτικό κέντρο (και όχι π.χ. στην Πολωνία και την Ουγγαρία), αλλά και πάλι μερικώς, ως σοκ στο σύστημα και απειλή κατά του κεκτημένου φιλελευθερισμού.
Η επιτυχία της τριαδικής φόρμουλας των πρόσφατων εκλογών σημαίνει ότι ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, που αρέσκεται στο να ταυτίζεται με τον δυτικό, φιλελεύθερο, ευρω-κεντρικό πολιτισμό, είτε δεν εντόπισε αντίφαση στη συνάρθρωση προοδευτικότητας και επιστροφής στη θρησκεία και στο δόγμα τάξη-και-ασφάλεια είτε αγνόησε την αντίφαση που εντόπισε. Διότι το «Μένουμε Ευρώπη» εξέφρασε μεν το μειοψηφικό ΝΑΙ του δημοψηφίσματος την περίοδο του Μνημονιακού διχασμού, απηχούσε δε, και απηχεί, τον κυρίαρχο προσανατολισμό της ελληνικής κοινωνίας (γι’ αυτό κι εντάχθηκε έκτοτε στον καθημερινό λόγο). Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, μπορούμε να διαγνώσουμε στη συγκεκριμένη συνάρθρωση την επιτυχημένη επικοινωνιακή στρατηγική της σύγχρονης ελληνικής δεξιάς. Την ονομάζουμε μετα-δημοκρατικό λαϊκισμό. Πέρα από επικοινωνιακή στρατηγική όμως, είναι και η πολιτισμική της λογική.
Η Νέα Δημοκρατία πήρε ψήφους από όλο το φάσμα της δεξιάς. Η νίκη της απαίτησε μία εκπληκτική συσπείρωση των συντηρητικών δυνάμεων που εξαφάνισε την Χρυσή Αυγή μεν, επέτρεψε δε την ανάδειξη ενός αξιακού συστήματος με προδιαγραφές χουντικής νοσταλγίας. Η προ-εκλογική καμπάνια υπερτόνισε τα Εξάρχεια ως άντρο ενός «εσωτερικού εχθρού» και σύμβολο «αντι-εξουσίας», το σχέδιο μουσειοποίησης του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου όπου η ένδοξη αρχαιότητα θα εξαφάνιζε απ’ το χάρτη το κατ’ εξοχήν ζωντανό αντιφασιστικό μνημείο της χώρας,[8] και την άρση του πανεπιστημιακού ασύλου στο πλαίσιο μιας ευρύτερης, μεθοδευμένης υπονόμευσης του δημόσιου πανεπιστημίου, το οποίο φαίνεται να παράγει πολλή δημοκρατία (κοινωνική κινητικότητα και κριτική σκέψη, με τον νυν πρωθυπουργός επομένως να βρίσκει «άκρως προβληματικό το γεγονός ότι όλοι θέλουν να πάνε στο πανεπιστήμιο»).[9] Όλα αυτά συνδυάστηκαν με τον επαναπροσδιορισμό της Ορθόδοξης πίστης σε εθνική ταυτότητα, την καλλιέργεια ενός ερεθισμένου εθνικού αισθήματος που φαντάζεται απώλεια εδαφικών κατακτήσεων (Συμφωνία των Πρεσπών) σε αναμόχλευση του 1992 αλλά και της διετίας 1940-1942, και, μετεκλογικά, με την εξόφθαλμα πατριαρχική ενθάρρυνση της μητρότητας σε νεαρές γυναίκες (κάτω των 30) και την πρόσδεση της ισότητας των φύλων στο άρμα της αγίας ελληνικής οικογένειας (βλ. Γραμματεία Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων). Όμως η τωρινή επαναφορά του «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια»[10] μοιάζει ανάλαφρη ακριβώς επειδή συνοδεύεται από πολιτικές που καταγράφονται ως σύγχρονες, και δη εκσυγχρονιστικές: την πρόταξη ενός πολιτισμού ταυτιζόμενου με τον «υγιή» τουρισμό και τις δημιουργικές βιομηχανίες, την ένταξη της έρευνας στη λογική της ανάπτυξης και των επενδύσεων, εργασιακές πολιτικές που εξυπηρετούν τον «δυναμισμό» του κεφαλαίου, που παραμένει ταυτόσημος, από τον 19ο αιώνα τουλάχιστον, με την κουλτούρα της προόδου και των τεχνολογικών θαυμάτων της εκάστοτε εποχής (βλ. Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης).
Πρόκειται για μια περίπλοκη ιδεολογική κατασκευή. Είναι δύσκολο να αποφανθεί κανείς για το πώς λειτουργεί η συνάρθρωση των δύο πόλων -επιστροφή στο θρησκευόμενο πατροπαράδοτο και ορίζοντας τεχνολογικής προόδου. Αλλά το βέβαιο είναι ότι οι δύο πόλοι και η αντίφασή τους αποτέλεσαν τη βάση του ευρωπαϊκού φασισμού από την εποχή των Ιταλών φουτουριστών και του Μπενίτο Μουσολίνι. Δεν υπαινισσόμαστε ασφαλώς κάποια προφανή σύνδεση του ιταλικού τότε με το ελληνικό τώρα -αν και παρατηρούμε ότι το χουντικό ιδεολόγημα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» δεν περιλάμβανε «αστυνομία». Κι αυτό γιατί η χούντα ήταν το καθεστώς αστυνόμευσης. Ελλείψει χούντας, στην αξιακή μετα-δημοκρατία δηλαδή, η αστυνόμευση έπρεπε να προβληθεί. Και να εκσυγχρονιστεί: έγινε υπόσχεση μιας ασφαλούς και ανέμελης ζωής στην μεγαλούπολη. Υπόσχεση νοσταλγική, σαν ελληνική ταινία του ’60, για όλη την οικογένεια, αλλά με Airbnb.
Γενικότερα, η συγκυρία μας, παρά τις τεκτονικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στην μετά το 2008 παγκοσμιοποίηση, διαφέρει από το πρώτο μισό του 20ού αιώνα -τόσο που ο Ιταλός ιστορικός Enzo Traverso αναφέρεται σε αυτή ως «μετα-φασιστική».[11] Θα λέγαμε ωστόσο ότι ο μετα-δημοκρατικός λαϊκισμός παίζει κάποιο ρόλο σε αυτή την κατάσταση πραγμάτων. Ο στόχος συσπείρωσης του δεξιού πολιτικού φάσματος αποσκοπούσε σε συναίνεση στην απροκάλυπτη εξυπηρέτηση των συμφερόντων των οικονομικο-πολιτικών ελίτ. Και ακριβώς λόγω του ξεκάθαρου στόχου του μετα-δημοκρατικού λαϊκισμού, μόνο κάποια στοιχεία αυτής της επικοινωνιακής στρατηγικής υπήρξαν ευκαιριακά. Για παράδειγμα, η υποδαύλιση της πρόθεσης τιμωρίας του ΣΥΡΙΖΑ που «πρόδωσε» το δημοψήφισμα του 2015 (χλιαρά δεδομένης της εντονότατης ταύτισης των ντόπιων ελίτ με το εγχείρημα Ευρωπαϊκή Ένωση), η αντιπολιτευτική εργαλειοποίηση της Συμφωνίας των Πρεσπών (με το αναμενόμενο U-turn της Νέας Δημοκρατίας ως κυβέρνηση), η έμφαση στην τραγική καταστροφή στο Μάτι (γι’ αυτό και δεν έχουμε δει διαδηλώσεις για το appointment Τσουβάλα ως ΓΓ του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη).
Αντίθετα, τα περισσότερα στοιχεία του μετα-δημοκρατικού λαϊκισμού ως πρακτική της Νέας Δημοκρατίας καλλιέργησαν και εκπροσώπησαν βαθύτερες και μακροχρόνιες τάσεις του ελληνικού συντηρητισμού, και γι’ αυτό καταγράφονται ως πολιτισμική λογική. Για παράδειγμα, την αρχαιολατρεία, την οικογενειοκρατία, το εμφυλιακό μένος του «να τελειώνουμε με τους κομμουνιστές» (που μας έδωσε και την προ-εκλογική ρήση του Αριστοτέλη Αϊβαλιώτη περί ηττημένων ψηφοφόρων – αιχμαλώτων πολέμου), και αναπόφευκτα την άμεση παλινόρθωση της θρησκείας. Ως προς αυτό, η μετά-το-1989 Ανατολική Ευρώπη και ο Πούτιν υπήρξαν οι διδάξαντες: η αποκατάσταση της θρησκείας ως sine qua non της κάθε εθνικής ταυτότητας μετά την πτώση των άθεων κομμουνιστών είχε την ίδια ακριβώς συμβολική σημασία για το μετα-ανατολικό μπλοκ που έχει και για την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, η οποία αρίστευσε στο συγκεκριμένο μάθημα της σύγχρονης ιστορίας. Γι’ αυτό και η επιστροφή της θρησκείας, ειδικά στην παιδεία που κρατά τα ηνία της «γαλούχησης» του ελληνικού έθνους, παρέχεται με ζέση ως θέαμα προς κατανάλωση.
Τι μπορεί να γίνει;
Οφείλουμε μια διευκρίνιση σε σχέση με τον όρο λαϊκισμό (χωρίς επίθετο). Αν και η νοηματοδότηση του όρου από την αριστερά τείνει να είναι αρνητική, η κριτική του λαϊκισμού προδίδει πάντα ένα βαθμό καχυποψίας απέναντι στον «λαό» και τα παράγωγά του -το λαϊκό, το λαϊκίζον, το λαϊκίστικο, τον λαϊκισμό- ενώ ενίοτε προδίδει ως και περιφρόνηση. Η αρνητική αυτή νοηματοδότηση υποτιμά το ταξικό πρόσημο της έννοιας λαός (κατά το «λαός και Κολωνάκι» του λαϊκού άσματος). Είναι δυνατόν άραγε σε μία κοινωνία που αρθρώνεται μέσα από ιδεολογικές μάχες, μια κοινωνία με πλείστα κανάλια διάχυσης της κυρίαρχης ιδεολογίας η οποία διαμορφώνει συλλογική συνείδηση αλλά και πολιτικό ασυνείδητο, να λειτουργήσει μια αριστερά που αντιμετωπίζει το λαϊκό με καχυποψία; Αμφίβολο. Για τον λόγο αυτό, το πρόβλημα που θέτουμε σε αυτό το κείμενο αποτίμησης της συγκυρίας μας δεν είναι ο λαϊκισμός γενικά και αφηρημένα, αλλά συγκεκριμένα ο μετα-δημοκρατικός λαϊκισμός. Τι μπορεί να σταθεί απέναντί του; Αν και για πολλούς η δυνατότητα ύπαρξης ενός κριτικού λαϊκισμού είναι ένα οξύμωρο, δεν βλέπουμε επί του παρόντος κάποια άλλη προοπτική άμεσου λόγου αντίστασης και ιδεολογικού αντίβαρου στον μετα-δημοκρατικό λαϊκισμό.
Η απενεχοποίηση του λαϊκισμού αναδεικνύεται ενδεχομένως σε προτεραιότητα για την αριστερά, τόσο την εγχώρια όσο και γενικότερα. Σε αντίθεση με τις απόψεις της ευρωπαϊκής ιντελιγκέντσιας, όπως κατατέθηκαν σε επιστολή πρωτοβουλίας του απολύτως συστημικού Bernard-Henri Lévy με στόχο τη διάσωση της Ευρώπης από τον λαϊκισμό-χωρίς-επίθετο (στα ελληνικά βλ. «Παλέψτε για την Ευρώπη»),[12] το πρόβλημα, της Ευρώπης και γενικότερα, εντοπίζεται περισσότερο στη μετα-δημοκρατία, η οποία οφείλει πολλά στην οικειοποίηση και χρήση του «λαϊκού» από τις επιτελεστικές δυνάμεις της άρχουσας τάξης. Όταν αυτό δεν συμβαίνει, ελλοχεύει ο κίνδυνος τύπου Κίτρινα Γιλέκα που απαιτούν ντροπιαστικά επίπεδα καταστολής, καταδεικνύοντας το δημοκρατικό έλλειμα. Αντίθετα, η κατασκευή και αναπαραγωγή μιας λαϊκής δεξιάς είναι θεμελιώδες και ασφαλέστερο ταξικό εγχείρημα – χωρίς το οποίο οι ψήφοι των συνταξιούχων σε κόμμα που δεν απέκλεισε την περαιτέρω περικοπή των συντάξεων θα ανήκαν σε βιβλικού μεγέθους παράλογο. Η λαϊκή δεξιά δεν είναι πρόσφατη κατασκευή, αλλά αξιοποιήσιμη εκ νέου στη μετα-δημοκρατία. Γι’ αυτό ο μετα-δημοκρατικός λαϊκισμός εκφράστηκε αξιακά, με ολική επαναφορά συντηρητικών προτύπων, ενώ φρόντισε να συρρικνώσει την έννοια του «νέου» και «σύγχρονου» αποκλειστικά σε ό,τι εξυπηρετεί το κεφάλαιο.
Οι εκλογές της 7ης Ιουλίου αποτέλεσαν μια ακόμη στροφή της βίδας, μετατρέποντας την δεξιά αυτοπεποίθηση σε δεξιά αλαζονεία: η βεβαιότητα της εκλογικής νίκης ήταν απόλυτη, και απέρρεε ακριβώς από την επίγνωση της συμβατότητας μετα-δημοκρατίας και λαϊκισμού. Μιας αξιακής μετα-δημοκρατίας κι ενός λαϊκισμού που στηρίχτηκε σε ένα ιδεολογικό εποικοδόμημα, το οποίο αν και φαίνεται να αντιτίθεται στην καπιταλιστική νεωτερικότητα έχει συντηρηθεί μεθοδικά από καταβολής της. Η αριστερά, στην Ελλάδα και αλλού, επιφορτίζεται σήμερα αφενός με την προσεκτική μελέτη αυτής της συμβατότητας και αφετέρου με την συγκρότηση ενός κριτικού λαϊκισμού: μιας διαδικασίας συσπείρωσης που να αποσυνδέει τόσο την παράδοση όσο και την πρόοδο από τα συμφέροντα και την ηγεμονία των πολιτικο-οικονομικών ελίτ – έστω κι αν δεν προσβλέπει στο ουτοπικό 99% του Occupy και του σύγχρονου αντι-καπιταλιστικού φεμινισμού.[13] Τίποτα από τα δύο – ούτε η παράδοση ούτε η πρόοδος – δεν ανήκει αξιωματικά στη ηγεμονικό πρότζεκτ αυτών των ελίτ. Η παράδοση εμπεριέχει μνήμη και ιστορία αντιφασιστικών, ταξικών, αντι-ρατσιστικών, και φεμινιστικών αγώνων και η πρόοδος το όραμα μιας νεωτερικότητας που δεν ανήκει στο κεφάλαιο, που δεν αναχαιτίζεται από τη θρησκεία, που δεν αυτο-ακυρώνεται με την καταστολή.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο