10+1 Ερωτήσεις και Απαντήσεις για το Μακεδονικό
Κωστής Καρπόζηλος, Δημήτρης Χριστόπουλος
Πόλις, 2018 | 93 σελ.
Τα συλλαλητήρια του 1992-93 έμειναν άπιαστος στόχος για τους διοργανωτές των φετινών. Οι κυβερνώντες δεν επιστράτευσαν, όπως τότε, σχολεία και δημόσιες υπηρεσίες. Η Εκκλησία στάθηκε αμφίθυμη απέναντι στις κινητοποιήσεις. Και η πίεση του ευρωατλαντικού παράγοντα έθεσε, σιωπηρά, όρια στις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης εκ δεξιών. Ποιος όμως μπορεί να το παραβλέψει; Το Μακεδονικό επισκίασε τη συζήτηση για την οικονομία και την κοινωνική ατζέντα. Περιόρισε το πολιτικό παιχνίδι σε μια αντιπαράθεση πολιτικού φιλελευθερισμού (με την κυβέρνηση να επιχαίρει που επέβαλε στη γείτονα όνομα και συνταγματικές διατυπώσεις) και πολιτικού συντηρητισμού (με τη ΝΔ να παίζει ανοιχτά το χαρτί της Ακροδεξιάς).
Χώρος για την ανασύνθεση του «Λαού της Δεξιάς», ευκαιρία αποστιγματισμού για τη Χρυσή Αυγή, υπόμνηση για την «ευαλωτότητα» τμημάτων της Αριστεράς στον «αντιστασιακό» εθνικισμό, σε εποχές που το κοινωνικό ζήτημα κινητοποιεί δυσκολότερα: αυτό ήταν τους τελευταίους μήνες το Μακεδονικό. Και σε αυτή τη συγκυρία, οι 10+1 Ερωτήσεις και Απαντήσεις αποτελούν πολιτική παρέμβαση από αυτές που έλειψαν την τελευταία τριετία, και για άλλα, εξίσου κρίσιμα θέματα. Εξηγούμαι:
Γνωρίζοντας πόσο έβλαψε το αντιεθνικιστικό επιχείρημα ο εκσυγχρονιστικός ελιτισμός των δεκαετιών ’90 και 2000, οι συγγραφείς μπαίνουν στον κόπο να γράψουν «όπως συζητάμε: με τρόπο απλό και όχι αυστηρά επιστημονικό –πόσο μάλλον επιστημονικοφανή» (σ. 10). Καταπιάνονται συγκεκριμένα με τα επιχειρήματα της αντίπαλης άποψης, σε ένα δύσκολο θέμα. Και το κάνουν μέσα σε λιγότερες από εκατό σελίδες μικρού σχήματος –χωρίς καν υποσέλιδες παραπομπές. Γιατί πρόκειται για επίτευγμα; Αφενός γιατί, με αξιοσημείωτες εξαιρέσεις, οι αριστεροί διανοούμενοι θεωρούν τέτοιες παρεμβάσεις κατώτερες των δυνατοτήτων τους και δεν τις συνηθίζουν. Αφετέρου διότι, στα λεγόμενα «εθνικά θέματα», στα θέματα δηλαδή που ο Κανόνας δεν επιτρέπει απόκλιση, πολλές προσπάθειες να αμφισβητηθεί το παραδεδομένο έγιναν στο όνομα της επιστημονικής αυθεντίας –και κατέληξαν στη (συχνά κτηνώδη) χλεύη επιχειρημάτων και επιχειρηματολογούντων. Η γνώση δεν σημαίνει πάντα εξουσία.
Μπροστά, λοιπόν, στον επελαύνοντα ακροδεξιό ανορθολογισμό, το βιβλίο των Χριστόπουλου και Καρπόζηλου δεν αγωνιά να αποκαταστήσει την επιστημονική τάξη. Η δύναμη ενός επιχειρήματος και, πολύ περισσότερο, η πολιτική του εμβέλεια, δεν είναι (κυρίως) η αναγνώρισή του από τους ειδήμονες: είναι η δυνατότητα, αφενός να συνομιλεί και να πείθει διαφορετικά ακροατήρια, αφετέρου να αφήνει ίχνος εκεί που λαμβάνονται αποφάσεις. Το πρώτο στοίχημα είναι σαφώς κερδισμένο.
Γράφοντας «όπως συζητάμε», οι συγγραφείς δεν ενδίδουν στον αντιδιανοουμενισμό και την υπεραπλούστευση –αυτή τη δήθεν λαϊκότητα που έχει επιβάλει η Ακροδεξιά στον δημόσιο λόγο, και της οποίας κατάληξη είναι απλώς η απαξίωση του λογικού επιχειρήματος. Η επιχειρηματολογία ενός ιστορικού (Καρπόζηλος) και ενός πολιτειολόγου (Χριστόπουλος) αξιοποιεί, χωρίς απαραίτητα να το δηλώνει, σημαντικό απόθεμα επιστημονικής γνώσης για το ρόλο της γλώσσας, της θρησκείας, της Ιστορίας, της πολιτικής και του χρόνου, στη γέννηση των εθνών στα Βαλκάνια και την Ευρώπη.
Ναι, λοιπόν: «πολλοί ιστορικοί και αρχαιολόγοι συμφωνούν ότι η γλώσσα των αρχαίων Μακεδόνων υπήρξε μια ελληνική διάλεκτος». Έκτοτε, όμως, «ο μακεδονικός χώρος γνώρισε διάφορους επικυρίαρχους» (σ. 23-24). Από τον 19ο αιώνα πια, το σημαντικό για την εθνογένεση δεν είναι η μητρική γλώσσα, αλλά η εκκλησιαστική ένταξη: ο «πατριαρχικός», θυμίζουν οι συγγραφείς, ταυτίζεται με τον Έλληνα –ο «εξαρχικός» με τον Βούλγαρο (σ. 39). Δεν είναι η γλώσσα συνώνυμη του έθνους· τότε Δανοί, Νορβηγοί και Σουηδοί θα αποτελούσαν ένα έθνος, ενώ Σέρβοι και Κροάτες δεν θα σφάζονταν στους γιουγκοσλαβικούς εμφυλίους. Το μείζον δεν είναι ούτε η έκταση ούτε ο πληθυσμός (κανείς δεν θα έλεγε «κρατίδιο» την Κύπρο, όπως λέει τη Δημοκρατία της Μακεδονίας). Ούτε ο χρόνος, η παλαιότητα της εθνικής συγκρότησης, είναι το πιο ουσιαστικό: αρνούμαστε, ως υπερβολικά «νεόκοπο», το μακεδονικό έθνος, όταν η ιταλική και η γερμανική ενοποίηση συντελέστηκαν το 1870 –γεγονός που δεν αμφισβήτησε την «αυθεντικότητα» των δύο εθνών.
Ενώ σημαντικό μέρος της Αριστεράς βλέπει στο Μακεδονικό απλώς ένα επεισόδιο του αμερικανο-ρωσικού ανταγωνισμού στα Βαλκάνια, οι συγγραφείς το τοποθετούν σε μια διπλή εσωτερική προοπτική: πρώτον, στο εμφυλιακό φαντασιακό του ελληνικού αντικομμουνισμού και, δεύτερον, στη σημερινή εύθραυστη πολιτειακή ισορροπία στη γειτονική χώρα, που το 2001 απέφυγε μόλις τον εμφύλιο· είναι στο όνομα αυτής της ευθραυστότητας που «προσκαλείται» το ΝΑΤΟ (κι αυτή η διάσταση λείπει, κατά τη γνώμη μου, από το βιβλίο). Χριστόπουλος και Καρπόζηλος θυμίζουν τα σχέδια διαμελισμού της Δημοκρατίας της Μακεδονίας από τον Μιλόσεβιτς και κρατικούς αξιωματούχους στην Ελλάδα. Και καταλήγουν τονίζοντας το πραγματικό «πρόβλημα»: η λυσσαλέα άρνηση της ύπαρξης μακεδονικής γλώσσας και μακεδονικού έθνους αφορά, τελικά, την ύπαρξη μιας μικρής σλαβόφωνης μειονότητας στη χώρα μας, που διαθέτει μακεδονική εθνική συνείδηση. Αυτή την «ανορθογραφία», που κινητοποιεί μνήμες εμφυλίου, θέλησε να εξαλείψει το ελληνικό κράτος διά της βίας. Κι είναι αυτή, περισσότερο κι από το δήθεν «αλυτρωτικό Σύνταγμα» των γειτόνων μας, που τροφοδοτεί αφόρητους φόβους και μύθους περί αλυτρωτισμού. Η ενεργοποίηση των σεναρίων αυτών, εξηγούν οι συγγραφείς, δεν θα περιμένει οποιαδήποτε ονοματοδοσία για να εκδηλωθεί.
Νηφάλιο, τεκμηριωμένο, με ισχυρή αίσθηση του πολιτικού διακυβεύματος: ίσως γι’ αυτές του τις ποιότητες το βιβλίο έφτασε γρήγορα στα ευπώλητα, συζητήθηκε και «στοχοποιήθηκε», ως η απάντηση της «άλλης πλευράς». Μέσα στο θόρυβο κεντρώων και ακραίων σκοπιανοφάγων, ήταν κάτι ενθαρρυντικό.
Προσθέστε σχόλιο